της Καλλιόπης Λουμιώτη-Γουρλομάτη
Η περιοχή της Ηλείας και ο κάμπος της πριν την Φραγκοκρατία, δεν είχε μεγάλα κάστρα αλλά κάποιους πύργους στα ορεινά. Οι βυζαντινοί, τους τελευταίους αιώνες απορροφημένοι στις διενέξεις τους για τη διαδοχή στο θρόνο, δεν είχαν ασχοληθεί με το θέμα αυτό.
Οι Φράγκοι κατακτητές όμως, για να διαφυλάξουν τα εδάφη τους, έχτισαν κάστρα και πύργους σε διάφορα επίκαιρα σημεία του πριγκηπάτου. «Το κάστρο»- όπως γράφει η ιστορικός Χρύσα Μαλτέζου- αποτελούσε σύμβολο της κυριαρχίας και τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής των κατακτητών.[i]
Με το πέσιμο της Πόλης στα 1204 οι Φράγκοι κατεβαίνουν στη σημερινή Ελλάδα[ii]. Ένα έτος αργότερα εισχωρούν στη Πελοπόννησο[iii]. Η κατάκτησή της θα γίνει από δυο συνεργάτες τυχοδιώκτες, τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη και το ΓοδεφρείδοΒιλλεαρδουίνο. Η εξουσία όμως θα έχει περιέλθει οριστικά στο δεύτερο με απάτη[iv].
Ο ΓοδεφρείδοςΒιλλεαδουίνος βρέθηκε σχεδόν τυχαία στη δίνη της 4ηςσταυροφορίας. Πηγαίνοντας προσκυνητής στους Άγιους Τόπους, έμαθε πως η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων Σταυροφόρων και άλλαξε πορεία με προορισμό τη Βασιλεύουσα. Ύστερα από ένα ναυάγιο αποβιβάστηκε στις ακτές της Πελοποννήσου[v].
Εκεί συνεργάστηκε με το Γουλιέλμο Σαμπλίτη, συναγωνιστή του Φράγκου Βασιλιά της Θεσσαλονίκης, του ΒονιφάτιουΜομφερατικού. Την αρχηγία των επιχειρήσεων είχε ο Σαμπλίτης.
Κατά το χρονικό του Μορέως, οι Φράγκοι αποβιβάζονται στην Αχαία, όπου τους πληροφορούν οι ντόπιοι για μια γη της επαγγελίας που τους περιμένει, την Ανδραβίδα, την μετέπειτα πρωτεύουσα του Προγκηπάτου, και σπεύδουν να την κατακτήσουν:
«Βουλήναπήρανμ΄εκεινούς, τους τοπικούς Ρωμαίους,
όπου τους τόπους έξευραν, του καθενός την πράξιν,
κ΄είπανκ΄εσυμβούλευψαν τους τόπωένι η Ανδραβίδα.
Η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπον του Μορέως
ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται εις τον κάμπον
ούτε πύργους ούτε τειχέα έχει και όλωςσ΄αυτήν…» (στίχοι 1424 -1429).
Μετά την Ανδραβίδα ολόκληρη η Ηλεία και στη συνέχεια η Πελοπόννησος περιήλθε στα χέρια των Φράγκων. Οι περισσότεροι άρχοντες προσκύνησαν, ο λαός αδιαφόρησε. Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο από την συνεχή πίεση των εχθρών της Ανατολής.
Ήταν τέτοια η καταπίεση της βυζαντινής γραφειοκρατίας, η φορολογική εκμετάλλευση, η κακοδιοίκηση σε ημερήσια διάταξη και αθλιότητα στην οποία είχε περιέλθει ο τόπος και οι κάτοικοι, ώστε η αντίσταση που συνάντησαν οι Φράγκοι ήταν σχεδόν μηδενική, ενώ η αποδοχή τους πλατιά.
Αντιμετώπιζαν τους Φράγκους ως ελευθερωτές και όχι ως κατακτητές[vi]. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι ήταν σποραδικές οι αντιστάσεις των αρχόντων.
Στην εύκολη κατάκτηση του Μωριά συνέβαλε και η προηγούμενη τακτική των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που άφησαν το λαό ανειδίκευτο στα πολεμικά, προτιμώντας να εισπράτουν χρήματα ή άλλες παροχές σαν αντισήκωμα για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις[vii].
Πολλοί γάμοι έγιναν ανάμεσα σε κατακτητές και σε ντόπιες γυναίκες. Τα παιδιά όμως που προήλθαν από τέτοιου είδους συζεύξεις, οι περίφημοι Γασμούλοι, δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που σημαίνει ότι δεν επήλθε πλήρης εξομοίωση του πληθυσμού[viii]. Οι Γασμούλοι, στους οποίους κατά πάσα πιθανότητα ανήκει και ο συγγραέας του Χρονικού του Μορέως, δέθηκαν στενά με τον τόπο και έγιναν ένα μαζί του, ώστε με το πέρασμα του χρόνου να βλέπουν κάθε Φράγκο που ερχόταν από την Ευρώπη σαν ξένο. Από την ένωση αυτή προήλθε ο Ελληνογαλλικός πολιτισμός[ix].
Ο Α. Φουσκαρίνης δίνει παραστατικά την εικόνα του πολιτισμού αυτού: «Μάχες σώμα με σώμα, πολιορκίες πόλεων, συνομωσίες και ίντριγκες πολιτικές, προδοσίες, συνελεύσεις Ευγενών και Βουργησίων (κούρτες), κονταρομαχίες (για τα ωραία μάτια μιας αρχόντισσας), συνοικέσια, έρωτες, απαγωγές, πάθη, ταξίδια, περιπλανήσεις, καθώς και πάρα πολλά γαλλικά ονόματα που έστω και εξελληνισμένα, ή ίσως γι΄αυτό ηχούν περίεργα και παράταιρα στο αυτί,… τίτλοι παράξενοι Βυζαντινοί ή Φράγκικοι σε περίεργες συζεύξεις: Βαρώνος της Καρύταινας, Δούκας των Αθηνών, Βαϊλοι του Μοριά, πρωτοστάτορας, κοντόσταυλος, σιργέντες της Κουγκέστας και πολλά άλλα…»
Είναι γεγονός ότι την εποχή των Βιλλεαρδουίνων το πριγκηπάτο και η πρωτεύουσά του η Ανδραβίδα γνώρισαν μία περίοδο ακμής, δόξας, μεγαλείου και διεθνούς αναγνώρισης. Με τον Γ΄Βιλλερδουίνο τον Γουλιέλμο, την εποχή του οποίου ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Πλοποννήσου και το Πριγκηπάτο φτάνει στο πιο ψηλό σημείο της ακμής του, παρατηρείται ταυτόχρονα και η αρχή της παρακμής του, με την επανεγκατάσταση των Βυζαντινών του Μυστρά, μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τελικά παρά τις συνεχείς συνομωσίες και δολοπλοκίες των διαδόχων του, παρά την παντελή αδιαφορία του επικυριάρχου οίκου των Ανδεγανών, παρά την οικονομική εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού, το Πριγκηπάτο κατόρθωσε να επιβιώσει και παρά τις απώλειες των Κάστρων, σημαντικών για την άμυνα του δεσπότη του Μυστρά, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, προίκα της πρώτης του γυναίκας Θεοδώρας, του ηγεμονικού οίκου των Τόκκων της Κεφαλονιάς, στην κυριαρχία των οποίων ανήκε τα τελευταία χρόνια της ύπαρξης του το Φράγκικο κρατίδιο.
Το πριγκηπάτο της Αχαϊας ή του Μορέως είναι το μακροβιότερο από τα Φράγκικα κράτη που ιδρύθηκαν κατά το μεσαίωνα στην Ελληνική Χερσόνησο, διέδωσε το ιπποτικό πνεύμα στη Πελοπόννησο και δημιούργησε τις προϋποθέσεις, με τη στρατολόγηση των Ελλήνων, για τη μελλοντική αντίσταση κατά των Οθωμανικών ορδών[x]. Σ΄αυτό συνέβαλαν οι ίδιοι οι Φράγκοι κάνοντας αυτό που είχαν αμελήσει οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες. Με το να κατατάσσουν στο στρατό τους νέους του Μοριά, πιεζόμενοι και από την αριθμητική τους μειονότητα, συνετέλεσαν στη μελλοντική τους αντίσταση. Τους δίδαξαν την τέχνη του πολέμου[xi].
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν την εποχή αυτή πόλεις όπως η Ανδραβίδα και η Καλαμάτα, λιμάνια όπως της Γλαρέντσας-η σημαντική Κυλλήνη-κάστρα όπως το Χλεμούτσι και ο Μυστράς[xii].
Η περιοχή της Ηλείας αποτέλεσε την περίοδο αυτή επίκεντρο της Φράγκικης δραστηριότητας.
Όταν οι δύο Φράγκοι Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ΓοδεφρείδοςΒιλλεαρδουίνος κατάκτησαν την περιοχή όρισαν πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου την Ανδραβίδα[xiii] που βρισκόταν στην καρδιά του κάμπου της Γαστούνης[xiv].
Είναι μια από τις πιο εύφορες τοποθεσίες της Πελοποννήσου που βρισκόμενη στο κέντρο μιας καρπερής πεδιάδας προμήθευε με γεωργικά και κτηνοτροφικά είδη τις γύρω περιοχές, ενώ μεγάλες ποσότητες έστελνε στη Γλαρέντσα, τη δεύτερη κυριότερη πόλη και το πρώτο λιμάνι για εξαγωγή, όπως μετάξι, κρασί, άλογα, πρόβατα, λάδι, σιτάρι, βελανίδια. Η περιοχή αυτή ήταν και η μοναδική για εκτροφή, συντήρηση και αναπαραγωγή αλόγων από την αρχαιότητα[xv].
Στην ευφορία του κάμπου είχε συμβάλλει αποφασιστικά ο Πηνειός, το ποτάμι της Ανδραβίδας, κατά το γαλλικό χρονικό «Rivierad’ Andreville » με τις μεγάλες υπερχειλίσεις του την εποχή των πλημμυρών.
Αξίζει, νομίζω, ν΄αναφερθούμε κάπως εκτενέστερα στην περιοχήαυτή της Ανδραβίδας την πόλη των Εκκλησιών, όπως την αποκαλούσαν, από τις ωραίες Γοτθικές εκκλησίες που είχε και γιατί αποτελούσε την πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, αλλά και κυρίως γιατί η εύφορη πεδινή Ηλεία στην οποία ανήκε αποτελούσε έναν απέραντο μορεώνα (μουριές) από τον οποίο τρεφόταν ο μεταξοσκώληκας που χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή μεταξωτών, ένα από τα πιο κερδοφόρα προιόντα της περιοχής τότε. Εξ΄αιτίας της εκτεταμένης καλλιέργειας μεταξοσκώληκα, πήρε το όνομα Μορέας -Μοριάς[xvi]που γρήγορα απλώθηκε σ΄ όλη την Ηλεία και στη συνέχεια σ΄ όλη την Ηλεία και στη συνέχεια σ΄ όλη την Πελοπόννησο. Στο Χρονικό του Μορέως πολλές φορές η λέξη Μοριάς περιορίζεται στο χώρο της Ηλείας, κυρίως όταν αναφέρεται στα χρόνια της κατάκτησης. Όταν π.χ. οι Φράγκοι όρισαν την Ανδραβίδα πρωτεύουσα του Πριγκηπάτου, αναφέρει:
Εσώρευσαν εκεί εις την Ανδραβίδα,
Τα΄αρχοντολόι του Μορέως όλης της Μεσσαριάς[xvii].
Η πρωτεύουσα αυτή καθώς και ολόκληρη η Ηλεία ως τόπος παραγωγικός είχε κρατηθεί από τους Βιλλεαρδουίνους σαν οικογενειακό τιμάριο. Η ακριβής χρονολόγηση της Ανδραβίδας χάνεται στα μεσαιωνικά χρόνια. Πάντως η Ανδραβίδα δεν είναι Φράγκικο κτίσμα, είναι προγενέστερη των Φράγκων, από τα Βυζαντινά χρόνια ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Ηλείας και έδρα του Βυζαντινού διοικητή, αν και δεν γίνεται η παραμικρή μνεία γι΄αυτήν σε κανένα άλλο κείμενο πριν το 1204[xviii]. Ως τόσο στη Φραγκοκρατία γνώρισε μια σπάνια αίγλη και έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του Φράγκικου Πριγκηπάτου για ένα και μισό αιώνα περίπου[xix]. Η πόλη αυτή δεν είχε κάστρα, ούτε τείχη. Ο A.Bonαιτιολογώντας τη θέση της γράφει: Αρκετά μακριά από τη θάλασσα, για να μη φοβάται τους πειρατές, αρκετά μακριά από τις ορεινές περιοχές, ώστε να μην είναι εκτεθειμένη σε μια κάθοδο ορεσιβίων, η πόλη μπορούσε ν΄ αναπτυχθεί σ΄ έναν επίπεδο χώρο. Γι΄ αυτό μετά τη Φράγκικη κατάκτηση χαρακτηρίστηκε ως ανοχύρωτη πόλη».
Σίγουρα η άμυνά της θα ήταν προβληματική. Ίσως γι΄ αυτό δεν γνώρισε πολεμικές επιθέσεις εναντίον της. Μόνο το 1263 απειλήθηκε σοβαρά από τους Βυζαντινούς του Μυστρά. Τότε ο πρίγκηπας Γουλιέλμος για να αμυνθεί αναγκάστηκε να κάνει ένα χαράκωμα πρόχειρο γύρω της με « ταφοκόπια» όπως αναφέρει το Χρονικό του Μορέως:
Την χώραν τριγύρισαν όλην με ταφοκόπια,
Και στήκει εκεί και εκδέχεται με τα φουσάτα που έχει
(στίχοι 5038-5039)
Η αυλή του πρίγκηπα Γουλιέλμου στην Ανδραβίδα ήταν ένα πρότυπο σχολείο όπου διδάσκονταν οι καλοί τρόποι και η ιπποτική αρετή. Οι γιοι όχι μόνο των υποτελών αξιωματικών του πριγκηπάτου, αλλά και των Φράγκων ηγεμονιών της Ελλάδας συγκεντρώνονταν στην αυλή των Βιλλεαρδουίνων για να διδαχθούν την πολεμική τέχνη και την κομψότητα των τρόπων. Κατά το γαλλικό χρονικό ο πρίγκηπας Γουλιέλμος είχε δημιουργήσει μία δεύτερη σχολή στη Λακεδαιμονία που συναγωνίζονταν σε μεγαλείο και τύπους την αυλή της Ανδραβίδας τη σχολή «LaCremonie». Η πόλη αυτή είναι η σπουδαιότερη[xx] του Μορέως μαζί με τη Γλαρέντσα το σημαντικότερο λιμάνι του Μοριά και αποτελούσε προθήκη της Γαλλικής Αριστοκρατίας. Είχε μια ζηλευτή κοσμοπολίτικη κίνηση και ένα περιβάλλον που έσφυζε από έντονη «δυτική» ζωή[xxi]. Από τα μέσα του 14ου αιώνα η έδρα του πριγκηπάτου μεταφέρθηκε στη Γλαρέντσα που με το μεγάλο λιμάνι της εξυπηρετούσε καλύτερα τους Φράγκους, αφού πάνω της σχεδόν παράστεκε και το μεγάλο κάστρο του Χλουμουτσιού.
Σχετικά με την τύχη της Ανδραβίδας φαίνεται πως από νωρίς έπεσε σε παρακμή. Είναι ανεξήγητο γιατί αυτό έγινε πριν της πάρουν τα πρωτεία η Γλαρέντσα και το Χλουμούτσι.
Ο Ντίνος Ψυχογιός στα «Ηλειακά» αναφέρει ότι το 1336 η Ανδραβίδα αποκαλείται Casaliδηλ. χωριουδάκι, όπως γράφει ο CarlHopf[xxii], ο Πουκεβίλ[xxiii] γράφει πως όταν πέρασε απ΄αυτήν το 1811 είχε 60 οικογένειες τούρκικες και άλλες τόσες «γραικικές».
Μορέας ονομαζόταν κυρίως η πεδιάδα της Ήλιδας. Τα όρια της περιοχής του Μορέα δεν είναι καθορισμένα με ακρίβεια επειδή το όνομα αυτό δεν ανήκε ποτέ σε μια διοικητική περιφέρεια.
Η συχνή έκφραση «Πεδιάδα του Μορέα» αναφέρεται στο κάτω μέρος στη κοίλη Ήλιδα των Αρχαίων.
Στ΄ανατολικά οι πρώτοι λόφοι όπου η Ώλενα και μετά η περιοχή των Σκορτών. Στα ΒΑ ο Μορέας εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής της Αχαίας, στα Ν. περιοριζόταν από το Βλυζήρι (Glisiere) και τα Σκο[xxiv]ρτά[xxv]. Η πεδιάδα του Μορέα παρουσιάζει κάποια ενότητα στο μεσαίωνα, γιατί αποτελεί ολόκληρη μέρος των κτήσεων του Πρίγκηπα στο 13ο αιώνα και είναι οι περιοχές που μελετά ο A. Bon, στο κεφάλαιο Ηλεία, στο βιβλίο του ο Φράγκικος Μοριάς[xxvi]. Η περιοχή αυτή ήταν διαιρεμένη σε δύο δεσποτάτα[xxvii] (Chatellemies- πυργοδεσποτίες) της Γλαρέντσας και του Κλερμόν και Μπωβουάρ ή Μπελβεντέρε, που δεν την κάλυπταν ολόκληρη. Το Σαντομέρι στο Μοριά δεν ανήκει στη κτήση. Τα δεσποτάτα θα δώσουν αργότερα τα ονόματά τους σε δύο επαρχίες του Ενετικού Μορέα. Κατά τον κατάλογο των τιμαρίων του 1377 το όριο ανάμεσα στον Μορέα και το Βλυζήρι, που πιθανόν ήταν των δύο πυργοδεσποτειών, ακολουθούσε μία γραμμή από δύση προς ανατολή κατά μήκος των λόφων που χωρίζουν την πεδιάδα του Πύργου από εκείνη της Αμαλιάδας, αφήνοντας στα νότια τα χωριά Αγ. Ηλίας και Τζόγια, κατόπιν έκανε μια ορθή γωνία για να περάσει ανάμεσα στο Γούμερο, στο Βλυζήρι και στην Ώλενα που δεν ήταν αναμφιβόλως χωρισμένη από την Ανδραβίδα. Στα Βόρεια δεν θα ΄πρεπε να ξεπερνάει την κοιλάδα του Πηνειού, αλλά δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Στα Νότια το Βλυζήρι θα περιελάμβανε τις περιοχές του κάτω Αλφειού με τα Κρέσταινα, τη Μάνδριζα, το Φανάρι, το σημερινό παλαιό Φανάρι.
Μακρύτερα προς τα νότια καθώς και στ΄ ανατολικά πέρα από τον ρου του Ερύμανθου είναι μια άλλη περιοχή, ουσιαστικά ορεινή, τα Σκορτά[xxviii].
Οι δύο Φράγκοι Γουλιέλμος Σαμπλίτης και Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος πρόσεξαν πως η περιοχή δεν είχε κάστρα και πύργους που τα χρειάζονταν ως ερείσματα σε περίπτωση ανάγκης. Ο Βιλλεαρδουίνος μάλιστα πιο προσεχτικός ρώτησε επίμονα να μάθει για το «κάστρο του ποντικού» (Ποντικόκαστρο) και πρότεινε στο συμπολεμιστή του Σαμπλίτη, την κατάληψή του.
* Το παρόν κείμενο είναι εισαγωγικό σειράς κειμένων που θα ακολουθήσουν.
[i] Α. Μπούτσικας, Η Φραγκοκρατεία στην Ηλεία, τομ.Β΄,σ.111.
[ii] Ι. Σφηκόπουλος, Μεσαιωνικά Κάστρα του Μορηά, σ.11
[iii] Μ. Κορδώσης, Ταύτιση του Βυζαντινού κάστρου Αράκλοβον (Άλβαινα Ηλείας), ανάτυπο από την «Δωδώνη» τομ. ΙΗ’ , τευχ.1 (1989), Ε.Ε.Τ.ΙΑ, Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σ.63.
[iv] Α. Φουσκαρίνης, Χρονικό του Μορέως, περιοδ. Αλφειός, 1994, τευχ.4, σ.95.
[v]Αγγ. Φουριώτης, Οι Φράγκοι στο Μοριά, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959.
[vi] Α. Φουσκαρίνης, ό.π. υποσημ. 4 σ. 96 και Ι. Σφηκόπουλος ό.π. υποσημ.2, σ.10-11.
[vii] Ι. Σφηκόπουλος, ό.π υποσημ.2, σ.11.
[viii] Α. Φουσκαρίνης, ό.π. υποσημ.6, σ.96-97.
[ix] Α. Φουσκαρίνης, ό.π., σ.96-97.
[x] Α. Φουσκαρίνης, Οι σκοτεινές πτυχές της μεσαιωνικής ιστορίας (βιβλιοκριτική στο Μπούτσικα Η Φραγκοκρατία στην Ηλεία, τομ.Α΄) περιοδ. Αλφειός, 1994, τευχ.4, σ.106.
[xi] Ι. Σφηκόπουλος ό.π., υποσημ.7.,σ.12.
[xii] Α. Φουσκαρίνης,ό.π΄., υποημ.10, σ.106-107.
[xiii]Andreville, χρονικό Μορέως–Andrevidea, Αραγονικό χρονικό.
[xiv]Α. Μπούτσικας, ό.π. υποσημ.1, τόμος Β΄,σ.111.
[xv]Ο Όμηρος ονόμαζε «ιππόβατον» την Ήλιδα.
[xvi] Για την προέλευση της λέξης βλ. την μονογραφία Μορέως (Μοριάς), «Ανθολόγιο» της εταιρίας λογοτεχνών, Ν.Δ.Ελλάδας 1988, σ. 115-122 και Γ. Χατζηδάκης, περί της ετοιμολογίας της λέξεως Μορέας – Μοριάς, περιοδ. Αθηνά, τομ.Ε΄.
[xvii] Χρονικό του Μορέως, στίχοι 1641-1642.
[xviii] Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την προέλευση του ονόματος της Ανδραβίδας. Κατά τον Ντ. Ψυχογιό (εφημ. «Κάμπος» Λεχαινών, Οκτώβριος 1971, όπου αναφέρεται στη συγγραφή του Κων/νου Πρφυρογέννητου προς το γιο του Ρωμανό, στηρίζοντας την άποψή του) τ’ όνομα «Ανδριής» που άλλοτε είχε δοθεί στα χτήματα του Αγ. Ανδρέα, της εκκλησίας της Πάτρας το πήρε το πιο μεγάλο κεφαλοχώρι της περιοχής. Ο Στέφανος Δραγούμης (χρινικόν του Μορέως, τοπωνυμικά –τοπογραφικά-ιστορικά, Αθήνα 1921) υποστηρίζει πως πρόκειται για παραφθορά του αρχαίου ονόματος Ανδρομέδα ή Ανδρομάχη. Η ενδρομίς: είδος υψηλού παπουτσιού, μπότας, που την φορούν οι αξιωματικοί του ιππικού. Πιστεύει πως επειδή η Ανδραβίδα βρισκόταν μέσα στη καρδιά του κάμπου, που παλιότερα ήταν βαλτότοπος, οι κάτοικοι θα προτιμούσαν επίμονα να φορούνενδρομίδες. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η ονομασία έχει σλάβικη προέλευση και παράγεται από το ενυδρίς και σημαίνει χώρα των ενυδρίων (βλ. Α. Καρακατσάνη – Θ. Σταθοπούλου, Αχαἰα-Ηλεία, σ.37, εκδ. Ε.Τ.Ε. Αθήνα 1971, αντίθετα ο Ντ. Ψυχογιός «Ηλειακά», τεύχος Α’, σ.15, υποστηρίζει πως δύσκολα μπορούμε να παραδεχτούμε ότι οι οιχηνοπόταμοι που σλαβικά λέγονται Βίδρες, έδωσαν την ονομασία τους στο τοπωνύμιο αυτό. Ο A. Bonδεν είναι βέβαιος όταν γράφει «ίσως είναι σλαβικής προέλευσης» ωστόσο δεν αναφέρεται από το σλαβολόγο MaxVasmerστο DieSlaveninGrieche –landBerlin,1941. OΑδαμαντίου (χρονικά Μορέως, τόμ. Στ’ ΔΙΕΕΕ σ. 453-675) αναφέρει ότι δόθηκε από τους Φράγκους, μαζί με τη Γλαρέντσα, αλλά ο καθηγητής A.Bon το θεωρεί τελείως απίθανο, αφού οι Φράγκοι βρήκαν το τοπωνύμιο αυτό. Ο Κ.Ν. Ηλιόπουλος (τοπωνυμικόν της Ηλείας, Αθήνα 1948, σ. 153) αναφέρει ότι κάποιοι θεώρησαν το όνομα Φράγκικο, ο δεJeanLognonσλάβικο ερμηνεύοντας το ως χώρα των ενιδρύων (paysdeloutre). Ο Α. Δ. Μπούτσικας (Φ.Μ.Η σ. 20) δέχεται πως η Ανδραβίδα είναι όνομα καθαρά ελληνικό και πως το γαλλικό χρονικό που γράφει «Andreville» και το Αραγωνικό«Andreville» πρέπει να δηλώνει τίποτα άλλο από τη μεταφορά «πόλη του Ανδρέα» στη γλώσσα μας.
[xix] Χρονικό του Μορέως, στίχοι 1426-1429.
[xx] Α. Φουσκαρίνης, ό.π. υποσημ.9, σ.96.
[xxi] Α. Μπούτσικας, Φράγκικα Μνημεία στην Ηλεία, Αθήνα 1990.
[xxii]Carl Hopf, Chroniques Greco-romanes, (inedites et peu connues), Berlin 1873, σ.229.
[xxiii]Πουκεβίλ, Επετηρίς Εταιρίας Ηλειακών μελετών, τομ. Γ΄, σ.422, Α. Φωτόπουλου Τα Ηλειακά του F. Pouqueville (Πουκοβίλ, Βιβλίον δέκατον έκτον, Ήλις) ανεκδ., μεταφ. και σχόλια Γ. Σισίνη, Ε.Ε.Η.Μ, τομ.Γ’ εν Αθήναις 1984, σ.407-462.
[xxiv]
[xxv] A. Bon, La Moree Franque, recherches historiques topographiques et archeologiques sur la Principaute d’ Achaie (1205-1430), bibl. des Ecoles Francaises d’ Athenes et de Rome, Paris ed. E. de Boccard,1969 (και μεταφ. του κεφαλαίου L’ Elide από την Φανή Παπαγεωργίου), Ε.Ε.Η.Μ., τομ.Γ’ εν Αθήναις, 1984, σ. 317-318.
[xxvi] Ο.π.,σ.318
[xxvii] Ο.π., σ.360.
[xxviii] Ό.π, σ.360.
Προέλευση εικόνας: https://el.wikipedia.org/