Προλογικό σημείωμα
Διάκριση και ενσωμάτωση
Ο Γιάννης Κοτσώνης στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του υπό τον τίτλο "Η Ελληνική Επανάσταση και οι αυτοκρατορίες - Η Γαλλία και οι Έλληνες 1797-1830" εξετάζει με ιδιαίτερη ικανότητα τα στοιχεία της φυλετικής καταγωγής και της θρησκείας μέσα στο πλαίσιο αφενός της αυτοκρατορικής λογικής της εποχής και, αφετέρου, του έθνους -κράτους που εκείνη την εποχή αναφύεται στο προσκήνιο.
Η ποιότητα και το πολύπτυχο της ανάλυσης του συγγραφέα θα σας συναρπάσει και θα σας δώσει τόσο γενικότερες απαντήσεις, όσο και για την σημαντικότητα των επιλογών που έγιναν τότε στην ελληνική πολιτική και την ελληνική κοινωνία, μέσα στο πλαίσιο που έθεσε η συνάντηση των βαλκανικών λαών και κυρίως των Ελλήνων με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με πρώτη τη Γαλλία.
Θερμές ευχαριστίες προς τον Γιάννη Κοτσώνη και τις Εκδόσεις "Αλεξάνδρεια" που μου επέτρεψαν να δημοσιεύσω ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο.
Δ.Ι. Τραμπαδώρος
Επίλογος: Η Γαλλία, οι Έλληνες και οι αυτοκρατορίες
Ίσως η πιο εντυπωσιακή και ανεξήγητη πλευρά της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ότι θεμελιώθηκε βάσει του θρησκεύματος, καθιστώντας αποκλειστικά χριστιανικό έναν πολυθρησκευτικό χώρο. Τα τεκμήρια δείχνουν ότι αυτή η πλευρά προήλθε από τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες που έφτασαν στην περιοχή το 1797. Σίγουρα ο Οθωμανός χριστιανός είχε μάθει να σκέφτεται ως χριστιανός και η θρησκεία ήταν πρωταρχικό διακριτικό γνώρισμα των Οθωμανών υπηκόων: καθόριζε ποιοι πλήρωναν φόρους και ποιους φόρους, ποιοι υπηρετούσαν στον στρατό και επιτρεπόταν να φέρουν όπλα, ποιοι μπορούσαν να γίνουν δούλοι και υπό ποιες συνθήκες και ποιος μπορούσε να είναι ιδιοκτήτης δούλων και να πουλά δούλους.1 Ήταν ιδιαιτέρως βίαιο καθεστώς, μάλλον στην πράξη παρά από πρόθεση, και η βιαιότητά του εντεινόταν με την παρακμή της εξουσίας του σουλτάνου και κυρίως όταν οι προσπάθειες του σουλτάνου να επιβάλει εκ νέου κάποιου είδους συγκεντρωτισμό προκαλούσαν τοπικές αντιστάσεις. Αυτό γίνεται φανερό από την αυξανόμενη αυτονομία και αντίσταση του Αλή πασά, των Σέρβων και τέλος των Μοραϊτών. Βασικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν το δικαίωμα ύπαρξης των αναγνωρισμένων θρησκειών (των «λαών της Βίβλου»). Το πρόβλημα όμως ήταν η εφαρμογή, καθώς η εμβέλεια του σουλτάνου ήταν περιορισμένη.
Στην ενισχυμένη αίσθηση του θρησκευτικού ανήκειν προστέθηκε κάτι καινούργιο: η Ευρώπη, που ήταν χριστιανική πολιτισμικά, αρχικά με έμμεσο τρόπο και μετά το 1815 ρητά και στο πεδίο της γεωπολιτικής. Η θρησκευτική περιχαράκωση αποτέλεσε μαζί με τον Διαφωτισμό τη συμβολή της Ευρώπης στο νέο κράτος. Παρότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν τις αναγνωρισμένες θρησκείες, η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε ως αντίθεση ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, η οποία αναπλάστηκε πολύ σύντομα σε αντίθεση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Η ποικιλομορφία εξαλείφθηκε και οι νέες κατηγορίες αποτέλεσαν τη βάση για έναν εξαιρετικά βίαιο πόλεμο από όλες τις πλευρές. Στην προγενέστερη ιστορία πολύ λίγα πράγματα έδειχναν ότι οι χριστιανοί θα πολεμούσαν μαζί με άλλους χριστιανούς εναντίον μουσουλμάνων. Το 1821 αυτό ακριβώς άρχισαν να κάνουν.
Ετούτο δεν σημαίνει ότι καταδικάζουμε το έθνος-κράτος αυτό καθαυτό. Θα ήταν πολύ εύκολο, έχει γίνει ήδη, και μάλιστα κατά κόρον. Η βία ήταν κοινός τόπος, και το έθνος ήταν μάλλον το πλαίσιό της παρά η αιτία της. Με την άνοδο του έθνους-κράτους η βία θα συνδεόταν με το έθνος και το έθνος θα διοχέτευε τη βία με νέους τρόπους. Οι κατηγορίες κατάταξης βασίζονταν σε πιο αυστηρά κριτήρια οριοθέτησης. Στο εξής τα βαλκανικά κινήματα θα ήταν εθνικά – τα βαλκανικά κράτη ορίζονταν σε μεγάλο βαθμό με θρησκευτικούς όρους, ακόμη και τη δεκαετία του 1990 όταν ένας μεγάλος μουσουλμανικός θύλακας απειλήθηκε με αφανισμό. Πρόκειται για πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε την ανησυχία και τις αντιδράσεις της Ευρώπης απέναντι στους μουσουλμάνους πρόσφυγες και την αστυνόμευση των συνόρων της με πλοία και στρατιώτες, αν όχι ως λόγο περί ευρωπαϊκότητας, ευρωπαϊκών συνόρων και το τι περιλαμβάνει και τι αποκλείει η Ευρώπη;
Το έθνος-κράτος θα γινόταν το πλαίσιο για να υλοποιηθούν οι άλλες υποσχέσεις του 1821, η πολιτική ελευθερία και η κοινωνική αλλαγή. Η ίδρυση του νέου κράτους το 1830 αποτέλεσε την αρχή και όχι το τέλος του προβλήματος του πώς θα έπρεπε να είναι το έθνος. Το έθνος-κράτος δεν θα διατηρούσε την απολυταρχική μορφή του για πολύ καιρό. Οι επαναστάτες και οι Νεοέλληνες αποδέχθηκαν βέβαια ό,τι τους δόθηκε, δηλαδή τον απολυταρχικό και χριστιανό μονάρχη, και συνεργάστηκαν μαζί του όσο καλύτερα μπορούσαν. Τουλάχιστον είχαν το δικό τους κράτος. Δημιούργησαν κόμματα που αντανακλούσαν την αυτοκρατορική κληρονομιά της ναπολεόντειας εποχής στα Επτάνησα (το γαλλικό, το βρετανικό και το ρωσικό κόμμα) και συγκρούονταν μεταξύ τους για τη μια ή την άλλη μορφή πολιτικού διακανονισμού. Όμως ο φιλελευθερισμός δεν εξαφανίστηκε, και μπορούμε να θεωρήσουμε το νέο έθνος και το νέο κράτος ως ένα νέο πλαίσιο στο οποίο διαφορετικοί Έλληνες μπορούσαν να συζητούν όχι μόνο για το ποιοι ήταν αλλά και για το ποιοι θα μπορούσαν να γίνουν. Αποτέλεσε ένα θεμέλιο για να επιδιώξουν κάτι καλύτερο και το πέτυχαν με φιλελεύθερους όρους όταν οι πολεμιστές της δεκαετίας του 1820, που τώρα ήταν αξιωματικοί, επέβαλαν στον μονάρχη το πιο φιλελεύθερο σύνταγμα της Ευρώπης. Από το 1844 η Ελλάδα είχε το πιο διευρυμένο δικαίωμα ψήφου σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.2 Όμως το κράτος εξακολούθησε να προσδιορίζεται ως ορθόδοξο χριστιανικό, ενώ ακόμη μέχρι σήμερα δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο κράτος και στην εκκλησία, η οποία εξακολουθεί να κατέχει προνομιούχο θέση.
Ούτε τα κοινωνικά ζητήματα εξαφανίστηκαν. Οι βετεράνοι απαιτούσαν γη, και γενικότερα οι αγρότες απαιτούσαν τίτλο ιδιοκτησίας για τα κτήματα στα οποία εργάζονταν, ή τουλάχιστον χαμηλότερα ενοίκια και λιγότερους φόρους, και σταδιακά από τη δεκαετία του 1870 κατάφεραν σημαντικά πράγματα. Και τα κατάφεραν επειδή τώρα ήταν πολίτες ενός έθνους με αξιοπρέπεια και ορισμένα δικαιώματα, που μάλλον προϋπήρχαν παρά χαρίστηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη. Η ελληνική πολιτική σε όλο το φάσμα των ιδεολογιών θα διεξαγόταν σε αυτή τη βάση, στην κοινή αποδοχή ότι ήταν ένα έθνος πολιτών με δικαιώματα. Παρά τις κρίσεις, τους πολέμους, τους εμφύλιους πολέμους και τη φτώχεια, παρά τις κατά διαστήματα δικτατορίες, η ιδέα του πολίτη με δικαιώματα διατηρήθηκε σταθερά, μολονότι αντιμετωπίστηκε με διαφορετικούς όρους. Τα έθνη δημιουργούν πολίτες με δικαιώματα. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η απάντηση στην παραδοξότητα την οποία διατύπωσε πολύ εύγλωττα ο Δερτιλής, ότι μια χώρα που το αφήγημά της είναι διαδοχικές καταστροφές έγινε πλουσιότερη υπερνικώντας σταθερά τις περιόδους εξαθλίωσης και διχογνωμίας.3
Τα έθνη καταστρέφουν και δημιουργούν, αποκλείουν και περιλαμβάνουν. Και ενώ ένας νέος θρησκευτικός τρόπος σκέψης οδήγησε σε έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης και στην καταστροφή, εξάλειψε έναν άλλο τρόπο σκέψης βασισμένο στη φυλή. Η φυλετική αντίληψη ήταν μια αυτοκρατορική κληρονομιά η οποία δεν επικράτησε στο νέο κράτος. Ενώ ο θρησκευτικός τρόπος σκέψης είχε μια λογική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα αποτελούσε μέρος της οθωμανικής κληρονομιάς στη νέα Ελλάδα υπό νέα μορφή μετά τη συνάντηση με τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, η φυλετική αντίληψη δεν είχε κανένα νόημα. Υπηρετώντας στον γαλλικό στρατό, άνθρωποι όπως ο Chiolly μπήκαν σε έναν κόσμο φυλετικής κατηγοριοποίησης την οποία δυσκολεύονταν να κατανοήσουν, ενώ, ακόμη και αν την κατανοούσαν, τους προκαλούσε σύγχυση, όπως στους ίδιους τους Γάλλους, των οποίων οι διάφορες κατηγορίες άλλαζαν από περίπτωση σε περίπτωση. Ο Chiolly συμμετείχε σε τάγμα μη λευκών μαζί με Αφρικανούς στρατιώτες και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι τον ένοιαζε.
Τη δεκαετία του 1820 δεν ένοιαζε ούτε τους επαναστάτες. Την επαύριον του πολέμου γαλλικές δυνάμεις έφθασαν για να επιβάλουν την τάξη. Το καθήκον των Γάλλων ήταν να εντοπίσουν τους μουσουλμάνους, στηριζόμενοι εν μέρει στις αναφορές των δημογερόντων και των προεστών τούς οποίους είχε εξουσιοδοτήσει ο Καποδίστριας. Αποστολή τους ήταν να καθορίσουν τους πόρους και τους ανθρώπους τους οποίους είχε το νέο κράτος για να αποπληρώσει τα δάνειά του και να αποζημιώσει τους επιβιώσαντες και εξόριστους μουσουλμάνους. Όμως οι ντόπιοι έμοιαζε να ενδιαφέρονται λιγότερο για το χρώμα του δέρματος των μελών του έθνους. Στις κοινότητες που καταμετρήθηκαν εν μέσω των ερειπίων υπήρχαν χωριά Αφρικανών. Περίπου 150 Αφρικανοί ζούσαν κοντά στην Πάτρα, 200 κοντά στη Γαστούνη και μερικοί γύρω από το σκλαβοπάζαρο της Κορώνης. Τοπωνύμια όπως Αραποχώρι και Σκλαβοχώρι ήταν αποκαλυπτικά.4 Ήταν δούλοι τους οποίους είχαν φέρει από την Αφρική μέσω της Καλαμάτας και της Κορώνης μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες. Μπορούσαν να παραμείνουν; Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν παράνομο να κατέχει κάποιος μουσουλμάνους δούλους (με εξαίρεση τους Κιρκάσιους στην Ανατολία), έτσι θα θεωρήσουμε ότι αυτοί οι δούλοι δεν ήταν μουσουλμάνοι και ότι ήταν ή έγιναν χριστιανοί. Οι μαύροι παρέμειναν, καταγράφονταν ακόμη και τη δεκαετία του 1840, και τους θυμούνται μέχρι σήμερα στις προφορικές ιστορίες των συγκεκριμένων περιοχών. Το διακριτικό γνώρισμα, η θρησκεία, που είχε προκαλέσει μεγάλη καταστροφή, θα γινόταν η βάση για την ενσωμάτωση εκείνων που επιβίωσαν.
Εδώ διατηρείται η οθωμανική λογική σύμφωνα με την οποία το διακριτικό γνώρισμα ήταν το θρήσκευμα και όχι το χρώμα του δέρματος, προσεγγίζεται όμως και ένα παράλληλο ευρωπαϊκό φαινόμενο, η εκστρατεία για την απαγόρευση του διατλαντικού δουλεμπορίου. Το 1818 οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ασχοληθεί από κοινού με το ζήτημα και η Ρωσία πρωτοστάτησε πάλι. Καθώς η Ρωσία δεν συμμετείχε στο διατλαντικό δουλεμπόριο, ο υπουργός Εξωτερικών της στο συνέδριο του Άαχεν, ο Καποδίστριας, πρόσθεσε ως θέμα για συζήτηση την υποδούλωση των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξίσωσε –είτε το επιδίωκε είτε όχι– τους Έλληνες με τους Αφρικανούς και παρέκαμψε τις φυλετικές διαφορές, οι οποίες είχαν σημασία για όλους τους άλλους εκτός από τους Ρώσους. (Ο Πούσκιν, μεγάλος ποιητής της Ρωσίας και γνωστός του Καποδίστρια, είχε αφρικανική καταγωγή.) Οι Έλληνες επαναστάτες μπόρεσαν να συνδέσουν με άμεσο τρόπο τη δική τους θέση υπό τον σουλτάνο με τη δεινή θέση των Αφρικανών. Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για «δουλεία».5 Και ενώ η δουλεία με βάση το χρώμα του δέρματος διατηρούνταν στις υπερπόντιες αποικίες των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, στην Ελλάδα απαγορεύτηκε πλήρως, τουλάχιστον de jure.
Γνωρίζουμε ότι στην πράξη τη δεκαετία του 1820 οι επαναστάτες υποδούλωσαν τους μουσουλμάνους, εφαρμόζοντας πάνω τους τους κανόνες που εφάρμοζαν οι Οθωμανοί στους χριστιανούς σε περιόδους πολέμου.6 Όμως, επειδή τη δεκαετία του 1820 οι μουσουλμάνοι που συλλαμβάνονταν ασπάζονταν αμέσως την ορθοδοξία για να γλιτώσουν τη ζωή τους, οι Έλληνες κατάλαβαν πολύ καλά πως θα έπρεπε να σεβαστούν τη νέα θρησκευτική ταυτότητα αυτών των ανθρώπων. Παρομοίως οι Έλληνες θα ανέτρεφαν ως χριστιανούς τα αγόρια κάτω των 12 ετών μουσουλμανικού θρησκεύματος (όπως έκαναν οι Οθωμανοί όταν υποδούλωναν χριστιανούς).7 Το να είναι κάποιος μουσουλμάνος δεν ήταν γνώρισμα βιολογικό ή πρωτογενές ή πολιτισμικό. Αρχίζοντας με τον θρησκευτικό προσδιορισμό, που είχε μειώσει τον πληθυσμό, το ελληνικό έθνος μπόρεσε να δημιουργήσει χώρο και για πολλούς άλλους. Αυτό το άνοιγμα έχει σημασία σήμερα όχι τόσο με όρους θρησκείας, η οποία αποτελεί όλο και λιγότερο διακριτικό γνώρισμα του πολίτη στην Ελλάδα, όσο με όρους διευρυμένης ιθαγένειας.
Το πόσο ανοιχτό απέναντι στους άλλους είναι το έθνος αποτελεί θέμα για συζήτηση, καθώς οι Έλληνες αναλογίζονται το καθεστώς των μουσουλμάνων που απέμειναν στην επικράτειά τους και το χειρίζονται καλύτερα από ό,τι το χειρίστηκε, για παράδειγμα, η Γιουγκοσλαβία, καθώς στην Ελλάδα το αν ο κάτοικος της Κομοτηνής και της Ξάνθης είναι Έλληνας δέχεται πιο περιορισμένη αμφισβήτηση. Γενικά η συζήτηση δεν θα πρέπει να αφορά την υπεράσπιση του έθνους, επειδή το έθνος δεν τη χρειάζεται. Η συζήτηση θα πρέπει να αφορά το αν θα επιτραπεί στο έθνος να εξελιχθεί με λογικούς τρόπους ανταποκρινόμενο καλύτερα στις ανάγκες των μελών του και αποδεχόμενο τους νεοαφιχθέντες. Είναι ενθαρρυντικό ότι οι πιο ακραίοι ξενοφοβικοί και ρατσιστές εξαφανίστηκαν από το κοινοβούλιο και πήραν τη θέση που τους αξίζει στη φυλακή. Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με καλύτερο τρόπο από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οιονεί φασιστικά κόμματα ευδοκιμούν ακόμη, μπαίνουν σε κυβερνήσεις και συμμετέχουν σε συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρότυπο για την Ελλάδα θα αποτελέσουν οι γιαγιάδες που τάιζαν τα μωρά των Σύρων προσφύγων που έφθαναν στα νησιά του Αιγαίου, χειρονομία η οποία μπορεί να διευρυνθεί και να περιλάβει την αντίληψη ότι η προθυμία αυτών των ανθρώπινων όντων να μάθουν μια γλώσσα και να εργαστούν όπως όλοι οι άλλοι θα αρκέσει για τη μελλοντική ενσωμάτωσή τους; Το πρότυπο θα είναι οι βαλκανικοί λαοί που άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 και σύντομα ενσωματώθηκαν, τα παιδιά τους πήγαν στο δημόσιο σχολείο και ανατράφηκαν ως πολίτες; Το πρότυπο θα είναι οι Έλληνες αφρικανικής καταγωγής που ως αθλητές έγιναν εθνικοί ήρωες, λίγα αλλά σημαντικά παραδείγματα διευρυμένης ιθαγένειας; Η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1797-1830 μας διδάσκει πως πολλά πράγματα ήταν εφικτά και εξακολουθούν να είναι.
1. Τη δεκαετία του 1820 καταργήθηκε η προστασία του σουλτάνου προς ολόκληρη την περιοχή, ανοίγοντας έτσι σε μαζική κλίμακα τον δρόμο για τη μετατροπή υπηκόων σε δούλους. Hakan Erdem, «“Do Not Think of the Greeks as Agricultural Laborers”: Ottoman Responses to the Greek War of Independence», στο Thalia Dragonas / Faruk Birtek (επιμ.), Citizenship and Nation-State in Greece and Turkey, Λονδίνο, Taylor and Francis, 2004, σ. 67-83· επίσης, Hakan Erdem, Slavery in the Ottoman Empire and Its Demise, 1800-1909, St. Antony’s Series, Νέα Υόρκη, St. Martin’s Press, 1996, σ. 23.
2. Michalis Sotiropoulos, Liberalism and the Intellectual Origins of the Modern Greek State, Καίμπριτζ, Cambridge University Press, υπό έκδοση, 2021.
3. Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1750-2015, Αθήνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018, τ. 1, Εισαγωγή.
4. ΓΑΚ Αθήνα, Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, Αρχεία Ρήγα Παλαμήδη, φάκελος 1, υποφάκελος 8 (σημειώσεις), υποφάκελος 9 (πρωτότυπα). Αναφέρονται, αλλά με λανθασμένους αριθμούς, στο Τάσος Γριτσόπουλος, «Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», Πελοποννησιακά Η΄, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, 1971, σ. 451, 456. Καταγράφονται σωστά στο Argyrios Sakorafas, «The Presence of the African Slaves in Ottoman Greece and the transition to the Independent Kingdom of Greece, with a Special Reference to Athens», διδακτορική διατριβή, Freie Universität Berlin, 2019, σ. 6-7.
5. Dialla, «The Congress of Vienna, the Russian Empire and the Greek Revolution: Rethinking Legitimacy».
6. Evdoxios Doxiadis, «Neophotistoi and Apostates: Greece and Conversion in the Nineteenth Century», Historein, αφιέρωμα στο 1821, υπό έκδοση, 2021.
7. ΓΑΚ Αθήνα, Συλλογή Γ. Βλαχογιάννη, Κατάλογος Δ΄, κουτί 83, «Σκλάβοι-Αιχμάλωτοι»· Α. Βακαλόπουλος, Τούρκοι και Έλληνες αιχμάλωτοι κατά την Ελληνική Επανάσταση, σ. 52-58.
ΚΟΤΣΩΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, Η Ελληνική Επανάσταση και οι αυτοκρατορίες Η Γαλλία και οι Έλληνες, 1797-1830, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, (σελ. 160)
Typography
- Smaller Small Medium Big Bigger
- Default Helvetica Segoe Georgia Times
- Reading Mode