Από την πλευρά μου θα κάνω μια αναφορά στην ιστορία της κορινθιακής σταφίδας.
Oι αρχαίοι Έλληνες με τη λέξη σταφίς ή ασταφίς αποκαλούσαν την κοινή σταφυλή σε ξηρά κατάσταση, ενώ, μάλλον, δεν γνώριζαν την σταφιδάμπελο, η καλλιέργεια της οποίας φαίνεται να εισάγεται από τους Φράγκους, κατά την περίοδο 1212-1360, αρχικώς στις περιοχές της Πάτρας και της Ηλείας (στο δουκάτο της Γλαρέντζας) και αργότερα στην επαρχία Κορίνθου.
Μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (το 1389), η σταφίδα αρχίζει να αποτελεί βασικό είδος εξαγωγικού εμπορίου προς τις χώρες της Ευρώπης.
Ήδη από το 14ο αιώνα η Αγγλία εμφανίζεται ως η χώρα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση του προϊόντος. Από εκεί η σταφίδα έγινε γνωστή στη Γαλλία και την Ολλανδία και στη συνέχεια στη Γερμανία.
Με την παράδοση της Πελοποννήσου στον Σουλεϊμάν τον Α’, το 1540, οι Βενετοί ενθαρρύνουν την καλλιέργεια της σταφιδαμπέλου στα Ιόνια Νησιά, πρώτα στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στην Κεφαλλονιά και την Ιθάκη, ενώ η παραγωγή της σταφίδας στην Πελοπόννησο ελαττώθηκε κατά πολύ, λόγω της γενικότερης ερήμωσης και οικονομικής εξάντλησης της περιοχής.
Άλλοι παράγοντες που ευνοούν την καλλιέργεια της σταφίδας στα Ιόνια Νησιά είναι η θέση τους στον εμπορικό δρόμο που τα φέρνει σε άμεση επαφή µε τις ευρωπαϊκές αγορές, η γειτνίαση τους µε την Πελοπόννησο, το πρόσφορο του εδάφους τους για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και η αυξανόμενη ζήτηση της σταφίδας στην Ευρώπη.
Τα προστατευτικά μέτρα των Άγγλων και οι εξωτερικοί πόλεμοι της Βενετίας θα ανακόψουν τη σχετική με τη σταφίδα εμπορική δραστηριότητα κατά την περίοδο 1500-1520· αλλά από το 1532 παρατηρείται µία νέα άνθηση της δραστηριότητας αυτής, στην οποία συνέβαλε η ατονία της «αρχής της κυριάρχου» (Dominante), που απαγόρευε την πρόσβαση μη βενετικών πλοίων στα λιμάνια του Ιονίου, το μεθοδευμένο εμπορικό ενδιαφέρον των Άγγλων στην Ανατολή, καθώς και οι αντιδράσεις των Επτανησίων στις οικονομικές επιλογές των Βενετών.
Το σταφιδικό ζήτημα, ως υπερβάλλουσα σε σχέση με τη ζήτηση προσφορά, δεν έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, αλλά το 1655 στα νησιά του Ιονίου.
Στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, το «σταφιδικό ζήτημα» αντιπροσωπεύει µία κρίση για την κοινωνία και την οικονομία των νησιών, η οποία έρχεται ως παράγωγο της οικονομικής διαπάλης για το άνοιγμα των αγορών στην Ανατολή. Συγκεκριμένα, στα Επτάνησα του 17ου αιώνα έχουμε, µε επίκεντρο την παραγωγή και εμπορία της σταφίδας, µία πολύπλευρη εμπορική, οικονομική και κοινωνική διαπάλη, στην οποία εμπλέκονται Άγγλοι, Βενετοί και Επτανήσιοι.
Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν εκ νέου την Πελοπόννησο (1685-1715), κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για την ανάπτυξη της καλλιέργειας της σταφίδας, οι οποίες ωστόσο ανακόπηκαν λόγω της ανάκτησης της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, παρά το γεγονός ότι, μετά από προτροπή της αγγλικής κυβέρνησης, οι Τούρκοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της καλλιέργειας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι στο τέλος αυτής της περιόδου, και συγκεκριμένα το 1715, έχουμε και τη μεταφορά της καλλιέργειας του προϊόντος στη Λευκάδα, από τους Κρητικούς επήλυδες οι οποίοι είχαν έρθει από την Κρήτη στην Πελοπόννησο μετά την πτώση του Χάνδακα, στα 1669, και οι οποίοι γνωρίζοντας την καλλιέργεια, πήγαν σε αυτό το νησί, μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς στα 1715.
Όμως, στα τέλη του 18ου αιώνα, εποχή της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της Αγγλίας και μεγάλης αύξησης της ζήτησης σταφίδας, που τη χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή γλυκισμάτων και κυρίως πουτίγκας, η καλλιέργεια του προϊόντος άρχισε να εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς στη βόρεια και βορειοδυτική Πελοπόννησο.
Η μεγάλη ζήτηση για το προϊόν συνεχίστηκε και στις αρχές του 19ου αιώνα, μεταβάλλοντας σε ένα από τα κυριότερα εμπορεύματα εξαγωγής από την Πελοπόννησο και την καλλιέργειά του σε μια πραγματική μονοκαλλιέργεια στη Bόρεια και ΒΔ Πελοπόννησο (στην Αχαΐα, την Αιγιαλεία, σε τμήματα της Κορινθίας και στη Βόρεια Ηλεία), όπου παραγόταν η μεγαλύτερη ποσότητα, ενώ είχαμε παραγόμενες ποσότητες και στην Αιτωλοακαρνανία.
Στην περίπτωση της Ηλείας, η καλλιέργεια επεκτάθηκε στην τω χρόνω προς τον νότο, ενώ τις παραμονές της επανάστασης, στα τέλη της δεκαετίας του 1810, μαρτυρείται, η ύπαρξη εκτεταμένων σταφιδοκαλλιεργειών μέχρι και το Δερβή Τσελεμπή, δηλαδή μέχρι και την σημερινή Αμαλιάδα.
Αντίθετα, στην περιοχή του Πύργου, η εισαγωγή της σταφιδοκαλλιέργειας σε εκτεταμένη βάση είναι υπόθεση που χρονολογείται αργότερα και συγκεκριμένα με την έναρξη της συγκρότησης της κρατικής μας οντότητας, δηλαδή από το 1828 και εφεξής, φαινόμενο το οποίο, μάλιστα, εντάθηκε, σύμφωνα με τον ερευνητή κ. Παναγιώτη Δημάκη, μετά το 1845.
Μέχρι τότε, σύμφωνα με τις περιγραφές των περιηγητών, η περιοχή του Πύργου κατακλυζόταν από καλλιέργειες αμπέλου, γκρηνιά (ενός είδους σιταριού), οπωροφόρων δένδρων, κηπευτικών και βάμβακος,.
Άλλωστε, από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, που εκδιδόταν στην Κέρκυρα, προκύπτει μόνον ένα φορτίο σταφίδας από τα λιμάνια του Πύργου (δηλαδή το Πυργί, τον Κόρακα ή Ποτάμι, το Κατάκωλο και τον Αλφειό), το 1822, προς την Ζάκυνθο, που τότε ήταν το κύριο κέντρο της εμπορίας του προϊόντος.
Παρ’όλα αυτά, τα επίσημα στοιχεία δεν δείχνουν το λαθρεμπόριο το οποίο ήταν εκτεταμένο σε αυτό το όριο των δυτικών κυριαρχιών και της οθωμανικής επικράτειας, λαθρεμπόριο που καθόριζε πραγματικότητες, εντασσόμενο στην αντιπαλότητα ή και σύμπλευση συμφερόντων μεταξύ των Δυτικών, των Οθωμανών, των Επτανησίων και των Ελλήνων υπηκόων της οθωμανικής Πύλης.
Μετέπειτα, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, περιορίστηκε σημαντικά η παραγωγή της σταφίδας και έτσι η ανάπτυξη η οποία παρατηρείται μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας είναι χωρίς προηγούμενο. Παρ’ όλα αυτά από την αναδίφηση των αρχείων διαπιστώνουμε ότι και κατά την διάρκεια της Επανάστασης η σταφιδοκαλλιέργεια είχε σπουδαία σημασία. Τις περιόδους του τρύγου παρατηρείται μια σιωπή. Οι εχθροπραξίες σταματούσαν, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι επιδίδονταν με αφοσίωση σε αυτόν, ενώ από τη Ζάκυνθο κατέφθαναν στην Γλαρέντζα, για να εργαστούν, οι γνωρίζοντες και παραγωγικοί Ζακυνθινοί εργάτες. Ο λόγος ήταν ότι το εμπόριο του προϊόντος προσέφερε πολύτιμους οικονομικούς πόρους τόσο στους επαναστάτες όσο και στους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι η σταφίδα χρηματοδότησε τον Αγώνα και παράλληλα δημιουργούσε εισοδήματα για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Για να έρθουμε πάλι στα μετά την Επανάσταση, με την έλευση της Ανεξαρτησίας, από το τέλος της δεκαετίας του 1830 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο όγκος της παραγωγής υπερδεκαπλασιάστηκε (από 7,5 εκατομμύρια ενετικές λίτρες το 1839, σε 82 εκατομμύρια το 1862, ενώ μία ενετική λίτρα ισούται με 477,5 γραμμάρια).
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε κυρίως η ψήφιση του νόμου του 1835 «περί προικοδοτήσεως των αγωνιστών». Ένας άλλος λόγος για την εξάπλωση της σταφιδοκαλλιέργειας είναι το καθεστώς της ελευθερίας των συναλλαγών που υιοθέτησε η Αγγλία κατά την περίοδο από το 1825 έως το 1846. Ο Εδμόνδος Αμπού βλέποντας αυτή την κατάσταση, τα τελευταία έτη της βασιλείας του Όθωνα, τη σατιρίζει και κρούει τον κίνδυνο του κινδύνου.
Το 1851 μεγάλες ποσότητες σταφίδας αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαγωγής. Το έτος αυτό, για πρώτη φορά, η παραγωγή υπερβαίνει τη ζήτηση, σε σημαντικό βαθμό, και λόγω της αθρόας φύτευσης σταφιδαμπέλων, με αποτέλεσμα η τιμή να μειώνεται κατακόρυφα.
Με την προσάρτηση των Επτανήσων, το 1864, η παραγωγή ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ενετικές λίτρες, ενώ το φράγμα των 150 εκατομμυρίων θα ξεπεραστεί το 1871.
Η σταφίδα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο, περίπου, των ελληνικών εξαγωγών το 1845 και το μισό σχεδόν στα 1870/74.
Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1860, η νέα καλλιέργεια κέρδισε περίπου 120-150.000 στρέμματα, μόνον στην Πελοπόννησο, που, σε μεγάλο ποσοστό, πρόκειται για νέες γαίες, ακαλλιέργητες ως τότε.
Αν χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο τον προορισμό των εξαγωγών μπορούμε να διακρίνουμε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο εκτείνεται ως το τέλος της δεκαετίας του 1870 και σχεδόν αποκλειστικός αγοραστής είναι η Αγγλία. Το δεύτερο στάδιο, από το τέλος της δεκαετίας του 1870 ως την κρίση υπερπαραγωγής των ετών 1892/93, χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ενός νέου, σημαντικού, αλλά πρόσκαιρου, όπως αποδείχθηκε, πελάτη, της Γαλλίας.
Στη Γαλλία η σταφίδα δεν ήταν ενταγμένη στη διατροφική κουλτούρα του κοινού, αλλά χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή του σταφιδίτη οίνου (που ήταν και φτηνός και ποιοτικός) σε αντικατάσταση της εσωτερικής παραγωγής της χώρας αυτής που είχε δεχθεί σοβαρό πλήγμα από την φυλλοξήρα.
Στο βραχυχρόνιο επίπεδο οι διακυμάνσεις των τιμών είναι σημαντικές και επηρεάζονται τόσο από την ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία και τη διαμόρφωση των τελών εισαγωγής από τις ευρωπαϊκές χώρες (και κυρίως της Αγγλίας) όσο και από εσωτερικούς παράγοντες και τις ασθένειες της σταφιδαμπέλου.
Αλλά πέρα από την ευρωπαϊκή συγκυρία και τις συνθήκες των εξωτερικών αγορών οι ρυθμοί της παραγωγής έχουν αρχίσει να υπερβαίνουν τους ρυθμούς της ζήτησης προκαθορίζοντας έτσι την πτωτική τάση των τιμών στη μεγάλη διάρκεια.
Mόνο με το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς θα δημιουργηθούν αυξητικές τάσεις στην τιμή.
Αυτή η πτωτική τάση της μέσης τιμής της σταφίδας αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, και την επέκταση των καλλιεργειών σε γαίες δεύτερης ποιότητας και, επομένως, την όλο και πιο μαζική παρουσία στην αγορά σταφίδας κατώτερης ποιότητας.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι παρόλο που κατά την δεκαετία του 1860 έγινε για πρώτη φορά απόπειρα χρήσης μηχανών για τον καθαρισμό και τη διαλογή των ποιοτήτων, η τεχνολογία παρέμεινε πεπαλαιωμένη σε όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ σχετικά με τη σταφιδική πολιτική την οποία ασκούσε το κράτος την περίοδο πριν το 1893 μπορούμε να πούμε ότι τέτοια δεν υπήρχε, καθώς αυτό ασκώντας φιλελεύθερη οικονομική πολιτική αρκούνταν στο να εκδίδει μόνο τα διατάγματα και τους νόμους για τη φορολογία επί της σταφίδας ή μερικές φορές, να πιέζει δια της διπλωματικής οδού, με σκοπό τη μείωση του δασμού εισαγωγής του προϊόντος σε διάφορες χώρες.
Η αλόγιστη επέκταση των σταφιδοκαλλιεργειών και η απότομη αποχώρηση της τεράστιας γαλλικής αγοράς, στα 1893 (λόγω της εξυγίανσης των γαλλικών αμπελώνων, αλλά και της εφαρμογής πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού) δημιούργησαν την μεγάλη σταφιδική κρίση, η οποία ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για την τοπική κοινωνία και οικονομία, αλλά και για το σύνολο της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, αφού όλες οι παράμετροι του παραγωγικού μοντέλου, μέχρι και οι υποδομές (σιδηρόδρομοι, λιμάνια και διώρυγα της Κορίνθου) ήταν προσανατολισμένες προς την παραγωγή και την εμπορία του προϊόντος.
Ιδιαίτερη αναφορά θα θέλαμε να κάνουμε στην κρατική παρέμβαση εκ μέρους του ελληνικού βασιλείου, αναφορικά με την κρίση του 1893, η οποία (και ιδιαίτερα το επινόημα του Παρακρατήματος) κατά την άποψη των ειδικών, όπως του καθηγητή κ. Θανάση Καλαφάτη, συγκρίνεται με τον σχεδιασμό των παρεμβατικών εργαλείων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η επιτυχημένη κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπισης της κρίσης του 1893 (όπως αποδεικνύεται και από αδημοσίευτη οικονομετρική ανάλυση που έχουμε κάνει σε συνεργασία με τον κ. Γιάννη Παντελάδη) γέννησε θεσμούς όπως η Σταφιδική Τράπεζα, η Ενιαία Διαχείριση, ο ΑΣΟ και το Ινστιτούτο Σταφίδας, θεσμοί οι οποίοι είχαν ιδιαίτερη σημασία για την Ηλεία, διότι η περιοχή μας σήκωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των συνεπειών της κρίσης, αφού οι ποικιλίες της κορινθιακής που ευδοκιμούν σε εμάς ήταν οι πλέον κατάλληλες για οινοποίηση, δηλαδή ήταν οι ποικιλίες που επλήγησαν, κατά κόρον, από την αποχώρηση της Γαλλίας από την αγορά του προϊόντος.
Τότε, κατά την περίοδο της σταφιδικής ακμής, αλλά και αργότερα, λόγω της επιτυχημένης κρατικής παρέμβασης, όπως είπαμε, μπορούμε να μιλάμε για σταφιδική οικονομία, δηλαδή για μία οικονομία η οποία παλλόταν στους ρυθμούς που έδινε η ποσότητα η ποιότητα και οι τιμές της σοδειάς κάθε έτους.
Όλα τα μεγέθη εξαρτιόντουσαν από τη σταφίδα: οι δημοτικοί προϋπολογισμοί, τα δημοσιονομικά σε συνολικοοικονομικό επίπεδο, το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, η ύπαρξη και η πορεία των τοπικών επιχειρήσεων, αλλά και τα κοινωνικά μεγέθη, η γαμηλιότητα, η γεννητικότητα, οι προίκες και φυσικά η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, ζητήματα που είχαν επιπτώσεις δευτερογενείς, τριτογενείς κ.ο.κ. σε άλλα μεγέθη, όπως τα ημερομίσθια, η τεχνολογία και η τεχνογνωσία της παραγωγής, η κρίσιμη τιμή των σιτηρών, οι ροές κεφαλαίων του ομογενειακού ελληνισμού, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γαιών.
Επιπροσθέτως, χαρακτηριστικό της σημασίας του προϊόντος είναι ότι για όλη την περίοδο από το 1833 έως το 1950 υπάρχουν εκατοντάδες δημοσιεύματα στα ΦΕΚ, αλλά και χιλιάδες δημοσιεύματα στις εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και στις τοπικές της Ηλείας, σχετικά με σταφιδικά ζητήματα.
Εκτός αυτών θα ήθελα να επισημάνω ότι η ποσότητα, η ποιότητα και ο χαρακτήρας των εργασιών που απαιτούσε η σταφιδοκαλλιέργεια διαμόρφωναν, τελικά, μια καλλιεργητική κουλτούρα, αλλά και μια κοινωνική και οικονομική συμπεριφορά εκ μέρους των σταφιδοκαλλιεργητών που σήμερα είναι δυσεύρετη.
Αυτό το τελευταίο το έχω ζήσει από πρώτο χέρι στο μεγάλο κτήμα με σταφίδα που είχε η οικογένειά μου, μέχρι το 1983, στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα Κορακοχωρίου.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι ανάμεσα στους σκοπούς του Ομίλου μας δεν είναι η νεκρανάσταση μιας πραγματικότητας που δεν είναι δυνατόν να ανασυσταθεί, αλλά αφενός η απόδοση της δέουσας σημασίας σε όλο το σταφιδικό εποικοδόμημα, θα μου επιτρέψετε να πω, το οποίο μας κληροδότησαν οι άμεσοι πρόγονοί μας, και το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει βασικό τμήμα του city branding των σταφιδοφόρων περιοχών και επομένως και της περιοχής μας, αλλά και η υποβοήθηση της προσπάθειας που στόχο έχει να βρει η σταφίδα, το μοναδικό, σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό προϊόν, τη θέση που της αξίζει, γεγονός που προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, και ορθές γεωπονικές πρακτικές και επιτυχημένες πολιτικές marketing.
Το γεγονός άλλωστε ότι η Αγγλία, χώρα στην οποία η κατανάλωση σταφίδας είναι βαθειά ριζωμένη στην καθημερινότητα, αποτελεί σταθερή πελάτιδα για το προϊόν, επί αιώνες, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι η εισαγωγή της σταφίδας στη διατροφική κουλτούρα του μέσου σπιτιού είτε ελληνικού, είτε της αλλοδαπής, μπορεί να μας προσφέρει ανέλπιστα καλά αποτελέσματα.
Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και την προσοχή σας και εύχομαι οι αρμόδιοι, αλλά και η τοπική κοινωνία και η ηγεσία της να ευαισθητοποιηθούν προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης της σταφιδικής κληρονομιάς, στο σύνολό της, αλλά και των ευκαιριών του παρόντος και του μέλλοντος, με σύμμαχο, μεταξύ άλλων, και την ιστορική γνώση, μιας και αυτή μας προσφέρει πολύ περισσότερα και πολύ πιο σύνθετα πράγματα από μια απλή γνώση των συμβάντων του παρελθόντος.
Δ. Ι. Τραμπαδώρος
Προέλευση φωτογραφίας: http://www.iliaoikonomia.gr
Εισήγηση για την ιστορία της κορινθιακής σταφίδας του Δ. Τραμπαδώρου
Tools
Typography
- Smaller Small Medium Big Bigger
- Default Helvetica Segoe Georgia Times
- Reading Mode