Αναδημοσίευση - Βόρεια Μακεδονία

Αναδημοσίευση - Βόρεια Μακεδονία

Ενδιαφέροντα
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

Η Βόρεια Μακεδονία[γ], επίσημα Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας[δ] [5][6], είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Είναι ένα από τα διάδοχα κράτη της Γιουγκοσλαβίας από την οποία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991.[7]

Βρίσκεται στα Κεντρικά Βαλκάνια και καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.858 τ.χλμ., ύδατα: 477 τ.χλμ.). Είναι περίκλειστη χώρα και συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια και την Αλβανία στα δυτικά. Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Η γεωγραφία της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια. Στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των 2,06 εκατομμυρίων κατοίκων. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος σλαβικός λαός. Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική πληθυσμιακή ομάδα, περίπου 25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες.

Η ιστορία της περιοχής ανάγεται στην αρχαιότητα, αρχίζοντας με το βασίλειο της Παιονίας, κράτος Θρακικό. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η περιοχή ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και στη συνέχεια καταλήφθηκε από το Ελληνικό βασίλειο της Μακεδονίας τον 4ο αιώνα π.Χ. Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την περιοχή τον 2ο αιώνα π.Χ. και την ενέταξαν στην πολύ μεγαλύτερη επαρχία της Μακεδονίας, που παρέμεινε τμήμα της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας και δέχθηκε συχνές επιδρομές και εποικισμούς Σλαβικών λαών, που άρχισαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. Μετά από αιώνες αντιπαράθεσης μεταξύ Βυζαντινής και Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας πέρασε σταδιακά στην Οθωμανική κυριαρχία από τον 14ο αιώνα.

Η ιδέα της ύπαρξης χωριστού μακεδονικού έθνους γεννήθηκε αρχικά σε έναν μικρό κύκλο διανοουμένων Σλάβων της Μακεδονίας στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα. Με τους Βαλκανικούς πολέμους, η περιοχή της Μακεδονίας διανεμήθηκε μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας,[8] αλλά ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός υποστηρίχθηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής κατά τον Μεσοπόλεμο και η διάδοσή του ευνοήθηκε από τα προβλήματα που δημιούργησε η γιουγκοσλαβική διοίκηση,[9] που από το 1929 έως το 1941 υπήγαγε το γιουγκοσλαβικό τμήμα της στην επαρχία του Βαρδάρη με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο, στην κατεχόμενη από τη Βουλγαρία Μακεδονία του Βαρδάρη αναπτύχθηκε ένα αντιφασιστικό αντάρτικο, που μετά τον πόλεμο οδήγησε στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ομόσπονδης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Το 1991, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία έγινε ανεξάρτητο κράτος με τη συνταγματική ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας,[8][ε] με την οποία αναγνωριζόταν κυρίως, ενώ είχε καθιερωθεί διεθνώς στον καθημερινό δημόσιο λόγο ως Μακεδονία,[10] [ζ] [11][12][13][14][15][16][17][18] όνομα με το οποίο είναι επίσης γνωστό το ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας και η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Στον καθημερινό δημόσιο λόγο εντός Ελλάδος η χώρα αναφερόταν ως Σκόπια ή Κράτος των Σκοπίων. Λόγω αντιρρήσεων της Ελλάδας, έγινε μέλος του ΟΗΕ ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (για συντομία πΓΔΜ)[η] Το 2019, με την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.

Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία με κεντρικό σύστημα διακυβέρνησης. Είναι μέλος του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Παγκόσμιας Τράπεζας του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου, Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας του Ευξείνου Πόντου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Από τον Δεκέμβριο του 2005 είναι υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια χώρα με ανώτερο μεσαίο εισόδημα και έχει πράξει σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις από την ανεξαρτησία της για την ανάπτυξη μιας ανοιχτής οικονομίας. Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα, καταλαμβάνοντας την 82η θέση στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης και παρέχει κοινωνική ασφάλιση, καθολικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και δωρεάν πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στους πολίτες της.

Γεωγραφία

Φυσική γεωγραφία

Τοπογραφικός χάρτης της Βόρειας Μακεδονίας.

Έχει συνολική έκταση 25.713 τ.χλμ., επιφάνεια συγκρίσιμη με εκείνη της Ολλανδίας.[19] Η επιφάνειά της βρίσκεται μεταξύ 40°50' και 42°20' βόρειου γεωγραφικού πλάτους και 20°27' και 23°05' ανατολικού γεωγραφικού μήκους.[20] Η Βόρεια Μακεδονία είναι περίκλειστο κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ευρισκόμενο στο κέντρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα έχει σύνορα μήκους 748 χλμ., 228 στον νότο με την Ελλάδα, 148 στην ανατολή με τη Βουλγαρία, 62 στον βορρά με τη Σερβία, 159 στα βορειοδυτικά με το Κόσοβο και 151 στη δύση με την Αλβανία. Αποτελεί οδό διέλευσης για τη μεταφορά προϊόντων από την Ελλάδα, μέσω των Βαλκανίων, προς την Ανατολική, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη και, μέσω της Βουλγαρίας, προς την Ανατολή.

Η χώρα είναι κατά κύριο λόγο ορεινή και αριθμεί 34 βουνοκορφές ψηλότερες από 2.000 μέτρα. Το ψηλότερο σημείο της, το όρος Κοράμπ, φτάνει τα 2.764 μέτρα.[19] Η χώρα έχει επίσης λόφους, πεδιάδες, φαράγγια και ποτάμιες κοιλάδες.[20] Η κύρια υδάτινη ροή της χώρας είναι ο Αξιός (Βαρδάρης), ποταμός που διασχίζει τη χώρα για 301 χιλιόμετρα.[19] Οι πηγές του βρίσκονται στα βορειοδυτικά της χώρας, διασχίζει τα σύνορα με την Ελλάδα στον νότο και καταλήγει στο Αιγαίο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Έχει πολλούς παραποτάμους, όπως ο Μπρεγκάλνιτσα, μήκους 225 χλμ., ή ο Εριγώνας, μήκους 207 χλμ.[21] Η λεκάνη του Αξιού περιλαμβάνει 80% της επιφάνειας της χώρας[21] και μόνο δύο μεγάλες υδάτινες ροές δε συμβάλλουν στον ποταμό: πρόκειται για τον Μαύρο Δρίνο, που χύνεται στην Αλβανία και εκβάλλει στην Αδριατική, και τον Στρωμνιτσιώτη, που συμβάλλει στον Στρυμώνα στη Βουλγαρία.[22]

Λίμνη του Μαύροβου.

Η χώρα έχει επίσης 53 φυσικές και τεχνητές λίμνες. Η μεγαλύτερη, που είναι επίσης η παλαιότερη στην Ευρώπη, είναι η λίμνη Οχρίδα με έκταση 349 τ.χλμ., που θεωρείται μία από τις παλαιότερες λίμνες και βιότοπους στον κόσμο.[23] Ακολουθεί η Πρέσπα, με έκταση 274 τ.χλμ. Αυτές οι δύο λίμνες είναι συνοριακές: την Οχρίδα τη μοιράζεται με την Αλβανία και την Πρέσπα με την Αλβανία και την Ελλάδα. Ωστόσο, στη Βόρεια Μακεδονία ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς τους.[19] Η πιο μεγάλη τεχνητή λίμνη είναι εκείνη του Τίκφες, με έκταση 14 τ.χλμ., 30 χλμ. μήκος και βάθος 95 μέτρα·[24] δημιουργήθηκε το 1968 χάρη σε ένα υδροηλεκτρικό φράγμα.[25] Η χώρα έχει τέλος αρκετές θερμές πηγές, που έχουν αξιοποιηθεί από την αρχαιότητα. Η πιο θερμή από αυτές τις πηγές έχει νερό θερμοκρασίας 73 °C.[26]

Η κοιλάδα του Αξιού διαχωρίζει δύο διακριτά γεωγραφικά σύνολα. Στα δυτικά, το ανάγλυφο είναι πολύ έντονο: μεγάλες οροσειρές που ανήκουν στο Δειναρικό σύστημα, όπως το όρος Σάρος, και η μάζα της Πίνδου, εναλλάσσονται με περίκλειστες πεδιάδες όπως το Πόλογκ ή της Πελαγονίας. Στα ανατολικά, το ανάγλυφο είναι παλαιότερο και για αυτό πιο ήπιο· και εδώ διασταυρώνεται με πεδιάδες και ανήκει στο σύστημα της Ροδόπης.[27] Στο έδαφος της χώρας, που σχηματίστηκε κυρίως κατά την Καινοζωική εποχή, σημειώνεται σημαντική σεισμική δραστηριότητα,[28] αν και πετρώδεις μάζες χρονολογούνται στο Προκάμβριο.[29] Η περιοχή είναι σεισμικά ενεργή· ο τελευταίος μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα το 1963 και κατέστρεψε το 80% των Σκοπίων, της πρωτεύουσας, αφήνοντας πίσω του περισσότερα από 1.000 θύματα.[30][31] Κατάλοιπα αρχαίας ηφαιστειακής δραστηριότητας είναι υπόγειοι θύλακες υδροθείου.[32]

Τα σύνορά της χώρας έχουν συνολικό μήκος 748 χιλιομέτρων, τα οποία κατανέμεται ως εξής ως προς τις γειτονικές χώρες: 221 χλμ. στα βόρεια με τη Σερβία, 151 χλμ. στα δυτικά με την Αλβανία, 148 χλμ. στα ανατολικά με τη Βουλγαρία, 228 χλμ. στα νότια με την Ελλάδα. Αποτελείται από τις περιοχές της κοιλάδας των Σκοπίων και του υψιπέδου του Καλκάνδελε (Τετόβου) (Παλαιά Σερβία), καθώς και από ένα μικρό τμήμα του βόρειου τμήματος της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, (η οποία περιλαμβάνει επίσης την ελληνική Μακεδονία στη βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη βουλγαρική Μακεδονία στη νοτιοδυτική Βουλγαρία).[εκκρεμεί παραπομπή]

Η Βόρεια Μακεδονία που γεωγραφικά ορίζεται ξεκάθαρα από την κεντρική πεδιάδα που δημιουργείται από τον Αξιό (Βαρδάρη) ποταμό και περικλείεται από διάφορες οροσειρές, οπού βρίσκονται και τα σύνορα του κράτους. Το έδαφος χαρακτηρίζεται ως άγριο και βρίσκεται μεταξύ των οροσειρών Σκάρδος (Σαρ) και Οσογκόφσκα που πλαισιώνουν την πεδιάδα που δημιουργεί ο Αξιός (Βαρδάρης) ποταμός. Τρεις μεγάλες λίμνες — η Αχρίδα (Οχρίδα), η Μεγάλη Πρέσπα και η Δοϊράνη — βρίσκονται στα νότια σύνορα και διχοτομούνται από τα σύνορα της Αλβανίας και της Ελλάδας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Κλίμα

Το όρος Μπίστρα καλυμμένο με χιόνι.

Η χώρα έχει τρία κλίματα: ηπειρωτικό στις βόρειες περιοχές, μεσογειακό στον νότο και αλπικό στις περιοχές με υψηλό υψόμετρο.[33] Όλη η χώρα γνωρίζει τέσσερις καλά χωρισμένες μεταξύ τους εποχές, με ζεστά και ξερά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες με άφθονη χιονόπτωση. Το εύρος των θερμοκρασιών είναι πολύ μεγάλο, καθώς μπορεί να φτάσει τους -20 °C τον χειμώνα και τους 40 °C το καλοκαίρι. Οι ψυχρές θερμοκρασίες του χειμώνα επηρεάζονται από βόρειους ανέμους ενώ οι καλοκαιρινοί καύσωνες οφείλονται στην υποτροπική πίεση του Αιγαίου και σε επίδραση από τη Μέση Ανατολή. Οι καύσωνες αυτοί προκαλούν συχνά ανομβρία. Πράγματι, οι υδατοπτώσεις είναι πολύ λίγες: η κοιλάδα του Αξιού δέχεται μόλις 450 χιλιοστά νερού τον χρόνο.[34] Η ποικιλία των κλιμάτων και η άρδευση επιτρέπουν την καλλιέργεια μεγάλης ποικιλίας φυτών, όπως το στάρι, το καλαμπόκι, οι πατάτες, η οπιούχος παπαρούνα, η αραχίδα, ακόμα και ρύζι.[35]

Το κλίμα της χαρακτηρίζεται ως ενδιάμεσο του μεσογειακού και του ηπειρωτικού κλίματος. Η μέση ετήσια ατμοσφαιρική κατακρήμνιση ποικίλει από τα 1700 χιλιοστά στις δυτικές ορεινές περιοχές μέχρι τα 500 χιλιοστά στα ανατολικά της χώρας. Στην πεδιάδα του Αξιού (Βαρδάρη) και στα ποτάμια της περιφέρειας Στρώμνιτσας, δηλαδή στην ευρύτερη περιοχή της Γευγελής, του Βαλάντοβο, της Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας και του Ράντοβις το κλίμα είναι εύκρατο Μεσογειακό. Οι θερμότερες περιοχές είναι οι Σιδηρές Πύλες Αξιού (Ντεμίρ Κάπια) και η Γευγελή, όπου οι θερμοκρασίες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο συχνά ξεπερνούν τους 40 °C. Το ορεινό κλίμα συναντάται σε όλες τις ορεινές περιοχές της χώρας και χαρακτηρίζεται από τους μακρείς και χιονώδεις χειμώνες και τα σύντομα ψυχρά καλοκαίρια. Την άνοιξη το κλίμα είναι πιο κρύο απ' ό,τι το φθινόπωρο. Το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Μακεδονίας έχει ένα ήπιο ηπειρωτικό κλίμα με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και σχετικά κρύους και υγρούς χειμώνες. Υπάρχουν 30 μετεωρολογικοί σταθμοί στη χώρα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Χλωρίδα και πανίδα

Βαλκανικά πεύκα στον εθνικό δρυμό του Πελιστέρ.

Η Βόρεια Μακεδονία διαθέτει μεγάλο φυσικό πλούτο.[36] Τα δάση καλύπτουν 35% της επικράτειάς της·[37] στις χαμηλότερες ορεινές περιοχές, κυριαρχούν η οξιά και η καστανιά, ενώ κάτω από τα 1200 μέτρα υψόμετρο, κυρίως κωνοφόρα, όπως το πεύκο και η ελάτη. Η συκιά, το κυπαρίσσι και η καρυδιά φύονται γύρω από την Αχρίδα και την Πρέσπα. Τα δάση σε χαμηλό υψόμετρο φιλοξενούν πολλά άγρια ζώα, όπως ελάφια, νυφίτσες και αγριόχοιροι. Στα βουνά ζουν σαμουά, αίγαγροι, λύγκες και αρκούδες. Οι μεγάλες λίμνες είναι τόποι πλούσιοι σε ψάρια, μερικά από τα οποία, όπως η πέστροφα της Αχρίδας, είναι ενδημικά, και πτηνά, κυρίως κορμοράνοι και πελεκάνοι.[38] Για την προστασία των πιο πλούσιων φυσικών περιοχών, δημιουργήθηκαν τρεις εθνικοί δρυμοί: της Γκαλιτσίτσα, που περιλαμβάνει το ομώνυμο βουνό, ανάμεσα στις λίμνες Οχρίδα και Πρέσπα, του Μαύροβου, που βρίσκεται στα βουνά στα βορειοανατολικά, και του Πέλιστερ που περικλείει το επώνυμο όρος και βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της χώρας. Μαζί, καλύπτουν επιφάνεια 1064.88 τετραγωνικών χιλιομέτρων ή 4% της εθνικής επικράτειας.[39] Η λίμνη της Οχρίδας έχει ταξινομηθεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.[37]

Σε βιογεωγραφικό επίπεδο, η χώρα είναι καλύπτεται κυρίως από εύκρατα δάση της οικοπεριοχής των μικτών δασών των Βαλκανίων. Περιλαμβάνει επίσης μικρό μέρος των μικτών δασών της Ροδόπης (στην ανατολική περιοχή) και των σκληρόφυλλων και μικτών δασών του Αιγαίου και της Δυτικής Τουρκίας (στη νοτιοανατολική περιφέρεια), καθώς και τη βόρεια προέκταση των μικτών δασών της Πίνδου (ορεινοί όγκοι Πελιστέρ και η Γκαλιτσίτσα).

Αν και η χώρα έχει συντηρήσει ένα πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον, υφίσταται πολλές απειλές. Έτσι, τα δάση, ήδη συρρικνωμένα σε σχέση με τον Μεσαίωνα, είναι θύματα παράνομης υλοτομίας και πυρκαγιών. Τα κατσίκια επίσης έχουν παίξει μεγάλο ρόλο στην υποβάθμιση των δασών· ένας νόμος του 1947, που καταργήθηκε τη δεκαετία του 1990, είχε απαγορεύσει την εκτροφή τους. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η κυβέρνηση επιχειρεί προγράμματα αναδάσωσης, αλλά η ξηρή φύση των εδαφών και η έλλειψη οικονομικών μέσων καθιστούν δύσκολο το έργο.[40] Η μόλυνση που συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα επηρεάζει κυρίως τις υδάτινες ροές και τις λίμνες, θύματα της γεωργικής άρδευσης, της ροής των λιπασμάτων, των βιομηχανικών αποβλήτων και της απόθεσης σκουπιδιών.[37] Η ατμοσφαιρική μόλυνση αγγίζει κυρίως τις πόλεις· οφείλεται σε ηλεκτρικά εργοστάσια, σε χημικές και μεταλλουργικές βιομηχανίες και κυρίως στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων, οι επιπτώσεις της οποίας αυξάνουν λόγω της μεγάλης ηλικίας του στόλου αυτοκινήτων και της χρήσης κακής ποιότητας καυσίμων.[41] Πολλές οικολογικές οργανώσεις μάχονται για τη συντήρηση της φύσης στη χώρα, από τις οποίες αρχαιότερη και σημαντικότερη είναι η «Μακεδονική Οικολογική Εταιρεία», που ιδρύθηκε το 1972.[42]

Κατανομή πληθυσμού

Πανόραμα του Πρίλεπ, τέταρτης μεγαλύτερης πόλης της χώρας.

Η Βόρεια Μακεδονία χαρακτηρίζεται από υδροκέφαλη πρωτεύουσα, που συγκεντρώνει το εν τρίτο του πληθυσμού της χώρας και από μεγάλο αριθμό μεσαίων και μικρών πόλεων, 29 στο σύνολο. Η χώρα αριθμεί επίσης 1.637 χωριά και οικισμούς.[43] Το 2010 το 59% του πληθυσμού ζούσε σε αστικό περιβάλλον.[44] Η αγροτική έξοδος, που δεν έχει σταματήσει καθόλου, άφησε 150 χωριά εγκαταλειμμένα και περισσότερα από 450 απειλούμενα από ερήμωση.[45]

Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι εκείνες των Σκοπίων και του Πόλογκ, που μαζί σχηματίζουν ένα τόξο στα βορειοδυτικά της χώρας, στην άνω κοιλάδα του Αξιού. Συμπεριλαμβάνουν τις πόλεις του Τετόβου, του Γκόστιβαρ και των Σκοπίων και συγκεντρώνουν περίπου το 43% του πληθυσμού της χώρας. Γνωρίζουν την ισχυρότερη δημογραφική ανάπτυξη, που εξηγείται από την αγροτική έξοδο προς τα Σκόπια όπως και από το μεγάλο αριθμό γεννήσεων στην αλβανική μειονότητα, που αποτελεί τη μεγάλη πλειονότητα στο Πόλογκ. Οι περιοχές του νότου και της ανατολής έχουν ισχνή δημογραφική αύξηση και σημαντικό αγροτικό πληθυσμό, αλλά αριθμούν επίσης μεσαίες πόλεις, όπως τα Μπίτολα, το Πρίλεπ, το Στιπ και τη Στρώμνιτσα.[46]

Σκόπια
Κουμάνοβο

 

Άξονες επικοινωνίας

Ο αυτοκινητόδρομος M4 μεταξύ Σκοπίων και Τετόβου.

Η κοιλάδα του Αξιού είναι ο κύριος φυσικός άξονας της χώρας· τη διασχίζει από βορά μέχρι νότο και συνδέει το εσωτερικό των Βαλκανίων με το Αιγαίο πέλαγος. Την πορεία του ακολουθεί ο αυτοκινητόδρομος A1, που είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Οδού 75 που συνδέει τη Φινλανδία με την Ελλάδα, όπως και η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Βελιγράδι με τη Θεσσαλονίκη. Κατά μήκος του ποταμού βρίσκονται μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, όπως τα Σκόπια, η πρωτεύουσα, το Γκόστιβαρ και το Βέλες. Ένας άλλος σημαντικός άξονας είναι ο ευρωπαϊκός διάδρομος VIII, που συνδέει την Αδριατική με τη Μαύρη Θάλασσα διασχίζοντας τη χώρα από δυτικά προς ανατολικά. Συγκεκριμένα, αυτός ο άξονας περνάει από την Οχρίδα, το Τέτοβο, τα Σκόπια και το Κουμάνοβο.[48]

Το οδικό δίκτυο είναι το πιο αποτελεσματικό δίκτυο μεταφοράς της χώρας, που έχει δρόμους συνολικού μήκους 13.736 χιλιόμετρων, από τα οποία τα 216 ανήκουν στον αυτοκινητόδρομο M1. Το οδικό δίκτυο είναι σε κακή κατάσταση αλλά γίνονται σημαντικά έργα βελτίωσης και επέκτασης, όπως η κατασκευή του αυτοκινητόδρομου A2, που θα συνδέσει το 2016 το Κουμάνοβο με το βουλγαρικό σύνορο.[49] Καθώς το κράτος δε διαθέτει τα οικονομικά μέσα για τη συντήρηση και την επέκταση του δικτύου, η Ευρωπαϊκή τράπεζα για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη χρηματοδοτεί τα σημαντικά κυκλοφοριακά έργα.[50] Το οδικό δίκτυο της χώρας ικανοποιεί τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα περισσότερα σημεία και λείπει μόνο μια καμπάνια για την οδική ασφάλεια.[51] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά και τα φώτα πρέπει να είναι αναμμένα και κατά τη διάρκεια της μέρας[52].

Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει μήκος 699 χιλιόμετρα, από τα οποία τα 234 είναι ηλεκτροφόρες γραμμές. Το διαχειρίζεται μια κρατική εταιρεία, οι Σιδηρόδρομοι της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά προβλέπεται να ανοιχτεί στην αγορά. Ικανοποιεί τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[51] αλλά βρίσκεται σε κακή κατάσταση και επιτρέπεται μόνο η μίσθωση για μεταφορά φορτίου. Η κυβέρνηση έχει ωστόσο προβλέψει την αγορά νέων βαγονιών και μηχανών το 2013 για να αντικαταστήσει το υλικό, που τελευταία φορά ανανεώθηκε το 1979.[53] Έχει δρομολογηθεί η ανανέωση των υπαρχουσών γραμμών όπως και η κατασκευσή μιας γραμμής που θα συνδέει την Αλβανία και τη Βουλγαρία και θα περνάει από τα Σκόπια.[54]

Η χώρα διαθέτει, τέλος, δύο διεθνή αεροδρόμια, των Σκοπίων και της Οχρίδας, και 10 ακόμη μικρότερα αεροδρόμια, από τα οποία τα 8 έχουν σκληρούς αεροδιαδρόμους[44].

Ιστορία

Προέλευση του συνταγματικού ονόματος

Η αρχαία Μακεδονία και η νεώτερη περιοχή της Μακεδονίας.

Η ονομασία Μακεδονία όριζε αρχικά ένα αρχαίο βασίλειο, του οποίου πλέον γνωστός μονάρχης ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι κάτοικοι του αρχαίου αυτού βασιλείου αποκαλούνταν Μακεδόνες, όρος που προερχόταν από το μακεδνός που στη δωρική μακεδονική διάλεκτο σήμαινε «μεγάλος» (το επίθετο αυτό είχε κοινή ρίζα με το ουσιαστικό μάκρος). Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι η ονομασία αυτή, Μακεδόνες, αποδόθηκε στους Μακεδόνες καθώς ήταν γνωστό ότι κατοικούσαν σε μεγάλο υψόμετρο[55].

Η Μακεδονία όριζε με το πέρασμα του χρόνου μια περιοχή με ποικιλόμορφη γεωγραφική έκταση. Έτσι, πριν από τις κατακτήσεις του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, αντιστοιχούσε στη σημερινή ελληνική Μακεδονία, ενώ κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, περιελάμβανε όχι μόνο την ελληνική περιοχή, αλλά και τα εδάφη που σήμερα βρίσκονται υπό βουλγαρικό και αλβανικό έλεγχο, καθώς και το νότιο τμήμα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας. Η μεταγενέστερη αυτή μορφή της Μακεδονίας[ασαφές] ήταν διαιρεμένη σε τρία οθωμανικά βιλαέτια, και πιο συγκεκριμένα αυτά της Θεσσαλονίκης, των Κοσσυφοπεδίου και του Μοναστηρίου,[56] χωρίς ωστόσο να διατηρεί μία ενιαία γεωγραφική ονομασία καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Σλάβοι αποτελούσαν τη μεγαλύτερη αριθμητικά εθνική μειονότητα, χωρίς ωστόσο να αποτελούν και την πλειοψηφία (η πλειοψηφία ήταν Έλληνες)[57]. Η περιοχή κατελήφθη και στη συνέχεια διαιρέθηκε το 1912 μεταξύ της Βουλγαρίας, της Ελλάδας και της Σερβίας. Οι σλαβικοί πληθυσμοί σύντομα αφομοιώθηκαν, ωστόσο οι σερβικές και μετέπειτα γιουγκοσλάβικες αρχές συνάντησαν μεγαλύτερη δυσκολία, καθώς η σλαβομακεδονική εθνική ταυτότητα ήταν ανθεκτικότερη εντός της σερβικής Μακεδονίας[58]. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τίτο παραχώρησε στους Σλαβομακεδόνες το καταστατικό του έθνους και τους υποσχέθηκε μια ομοσπονδιακή δημοκρατία, η οποία έλαβε την ονομασία «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Κατά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας το 1991, η τελευταία πήρε, την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Πριν από τις πρώτες προσπάθειες των Σλαβομακεδόνων να διεκδικήσουν την κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, υπήρχε ήδη αντιπαράθεση με την Ελλάδα αναφορικά με τη χρήση του όρου «Μακεδονία».[59] Πράγματι, σύμφωνα με τους Έλληνες, το δικαίωμα χρήσης του όρου αυτού δεν ανήκε παρά μόνο σε αυτούς, καθώς οι αρχαίοι Μακεδόνες ήσαν πρόγονοί τους, σε αντίθεση με τους Σλάβους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή παρά μόνο τον 7ο αιώνα μ.Χ. και ουδέποτε χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο, παρά μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.[60] Για τους Σλάβους, ο όρος αυτός τους ανήκει καθώς θεωρούν ότι ήταν το πολυπληθέστερο έθνος στην περιοχή πριν από την εκκίνηση των προγραμμάτων αφομοίωσής τους και την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των γειτονικών κρατών που έλαβε χώρα μετά το 1912. Επίσης, πέραν του ζητήματος της κληρονομιάς της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας, η χρήση του όρου «Μακεδονία» από την πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία θεωρείτο από τους Έλληνες ως κίνηση που θα επέφερε εδαφικές διεκδικήσεις επί της ελληνικής Μακεδονίας, όπου κατοικεί, έως σήμερα, σλαβική μειονότητα.[61]

Το διεθνές όνομά της το οφείλει στον Κίρο Γκλιγκόροφ που χειρίστηκε τις διαπραγματεύσεις της ονομασίας ως πρωθυπουργός της υπό ίδρυσης χώρας, του οποίου ο ρόλος υποβαθμίστηκε από τις μετέπειτα κυβερνήσεις και ο ίδιος κατηγορήθηκε ως προδότης από τους Μακεδονιστές για την υποστήριξη της σλαβικής ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων.[62] Σε δηλώσεις του είχε αρνηθεί την απευθείας σύνδεση του έθνους του με τον Μέγα Αλέξανδρο, υποστηρίζοντας ότι οι Σλαβομακεδόνες είναι Σλάβοι που κατέφθασαν στην περιοχή τον 6ο μ.Χ. αιώνα.[63]

Προϊστορία της περιοχής

Ο αρχαιολογικός χώρος του Τσότσεφ Κάμεν, ο οποίος περιλαμβάνει ένα διακοσμημένο σπήλαιο.

Το έδαφος της σημερινής δημοκρατίας ήταν κατοικημένο από τη Νεολιθική Περίοδο. Ο παλαιότερος, έως σήμερα, αρχαιολογικός χώρος είναι αυτός του Βέρτσνικ, ο οποίος βρίσκεται εντός του Δήμου του Στιπ. Άρχισε να κατοικείται από το 7.000 π.Χ., με τους πρώτους του κατοίκους να έχουν γνώσεις αγροκαλλιέργειας και αγγειοπλαστικής, ενώ ήταν μη νομαδικός πληθυσμός[64]. Αρκετοί τοπικοί πολιτισμοί, οι οποίοι είναι αναγνωρίσιμοι από ιδιαιτερότητες που παρατηρήθηκαν σε αγγεία παραγωγής τους, έρχονταν αντιμέτωποι μεταξύ τους, ενώ διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Οι πολιτισμοί αυτοί τις περισσότερες φορές συγγένευαν με άλλους γειτονικούς πολιτισμούς, όπως αυτόν της Βίντσα που αναπτύχθηκε στη Σερβία, ωστόσο διέθεταν ορισμένα ιδιαίτερα σε αυτούς χαρακτηριστικά, όπως τη χρήση άσπρης μπογιάς για τη διακόσμηση των αγγείων τους[65] και την παρασκευή μικρών τελετουργικών αγαλματιδίων, τα Magna mater, μια γυναικεία μορφή η οποία ήταν ενσωματωμένη σε ένα μικρό πήλινο σπίτι[66].

Χάρις στις επαφές που είχε με την αδριατική Ιλλυρία, η περιοχή εισήλθε στην Εποχή του Ορείχαλκου στις αρχές του 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι οικισμοί της περιόδου αυτής ήταν χτισμένοι από πέτρα και βρίσκονταν, ορισμένες φορές, σε απρόσιτες τοποθεσίες, ώστε να μπορούν να προστατευθούν από ενδεχόμενες επιδρομές. Πράγματι, στην περιοχή συχνά εισέβαλαν Ινδοευρωπαίοι κατά τις τελευταίες δεκαετίες της 3ης χιλιετίας π.Χ. και μέχρι τη Μέση Εποχή του Ορείχαλκου.[66] Το μεγαλιθικό παρατηρητήριο του Κόκινο αποτελεί το πλέον σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα εκείνης της περιόδου. Είχε διαστάσεις 100 επί 50 μέτρα[67] και ήταν, σύμφωνα με τη NASA, το τέταρτο αρχαιότερο παγκοσμίως παρατηρητήριο μετά το Αμπού Σιμπέλ, το Στόουνχετζ και το Άνγκορ Βατ.[68]

Τα ρωμαϊκά ερείπια της Ηράκλειας Λυγκηστίδος.

Η περιοχή γνώρισε νέες εισβολές την περίοδο μεταξύ του 1300 και του 1200 π.Χ. Υπεύθυνα γι' αυτές ήταν φύλα του Αιγαίου[66] και Ιλλυριοί[69] που διέσχισαν τη χώρα και σταδιακά αφομοιώθηκαν με τον τοπικό πληθυσμό. Μαζί τους έφεραν τη χρήση και επεξεργασία του σιδήρου[66] και ενθάρρυναν το εμπόριο με τις ιωνικές αποικίες οι οποίες βρίσκονταν επί των ακτών της Αδριατικής[69]. Η Εποχή του Σιδήρου στην περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας ξεκίνησε περί το 1200 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 400 π.Χ. Η περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας επηρεάστηκε αυτό το διάστημα από το Βασίλειο της Μακεδονίας που βρίσκονταν λίγο νοτιότερα και χαρακτηρίζονταν από την κατασκευή μεγάλων νεκροπόλεων για τους ευγενείς, κάτι που έδειχνε την ύπαρξη οργανωμένου μοναρχικού πολιτεύματος, οργανωμένου κατά την αρχαιοελληνική παράδοση. Το βασίλειο της Παιονίας είναι ένα από τα βασίλεια της περιοχής που επηρεάστηκε από τους Έλληνες.[70] Ήταν εκείνη την εποχή που το Βασίλειο της Μακεδονίας έκανε την εμφάνισή του στα νότια της Ελλάδας. Τα βόρεια σύνορά του αντιστοιχούσαν με τα σημερινά νότια σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας[71].

Μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., η ελληνική επιρροή συνεχώς αυξανόταν στην περιοχή[72] και η τελευταία καλύφθηκε από οχυρωμένες πόλεις οι οποίες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την περσική εισβολή του 490 π.Χ. Το Βασίλειο της Παιονίας, του οποίου το έδαφος αντιστοιχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, τελικώς κατελήφθη από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας το 358 π.Χ.[73]

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Οι Ρωμαίοι προσάρτησαν οριστικά την περιοχή τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν οδούς, ίδρυσαν πόλεις, όπως οι Σκούποι (σημερινά Σκόπια) και αναδιοργάνωσαν τις πόλεις των οποίων η κατασκευή ήταν παλαιότερη, όπως η Ηράκλεια Λυγκηστίς (σημερινά Μπίτολα) ή οι Στόβοι, οι οποίοι έγιναν κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. η δεύτερη μεγαλύτερη μακεδονική πόλη μετά τη Θεσσαλονίκη.[74] Ο Χριστιανισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στην περιοχή κυρίως μετά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., ενώ περίπου 130 βασιλικές που χρονολογούνται από εκείνη την περίοδο έχουν ανακαλυφθεί στα εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας [72]. Η ευρύτερη περιοχή, ωστόσο, παρέμενε υπό ελληνική πολιτισμική επιρροή[75].

Βυζαντινή Αυτοκρατορία - Η άφιξη των Σλάβων

Οι Σλάβοι στην Ευρώπη κατά το 650

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395 διαιρείται σε ανατολικό και δυτικό κράτος, με πρωτεύουσες την Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη αντίστοιχα. Η περιοχή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας περιλαμβάνεται στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή στη δύση ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από το 500 Σλάβοι από την ανατολική Γερμανία διασχίζουν τον Δούναβη και εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο[76]. Τον 7ο αιώνα φτάνουν στα εδάφη της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και οι φυλές που εγκαθίστανται μόνιμα εκεί[77]. Η Γιουγκοσλαβική Στρατιωτική Εγκυκλοπαίδεια κατατάσσει τους προγόνους της πλειονότητας των σημερινών κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας ως Σλάβους, ανθρώπους των πρώτων Σλαβικών φυλών: Βερζήτες, Σαγουδάτες, Στρουμιάνοι και άλλοι, οι οποίοι κατέφτασαν στην περιοχή τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Στην περιοχή της Αχρίδας κατέφθασε η Σλαβική φυλή των Βερζητών και εποίκησε τις σημερινές πόλεις της Αχρίδας, Καβανταρτσίου, Πρίλαπου, Μοναστηρίου και Δίβρης και όλη την περιοχή που αυτές περιβάλλουν. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς άρχισαν να αποκαλούν αυτήν την περιοχή Σκλαβηνία[78]. Στο κέντρο της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας εγκαταστάθηκαν οι σλάβοι Σαγουδάτες εποικίζοντας την περιοχή κατά μήκος του ποταμού Μπρεγκάλνιτσα (Καμένιτσα, Κότσανη, Βίνιτσα, Στιπ) και τις δυτικές, προς τον νότο, όχθες του ποταμού Βαρδάρη (Αξιού).[79][80] Στην ανατολική πλευρά της χώρας εγκαταστάθηκαν οι Στρουμνιάνοι. Η σλαβική αυτή φυλή πήρε το όνομα της από τον ποταμό Στρούμιτσα (Στρωμνιτσιώτης), εποίκησε τη Στρώμνιτσα και όλη την ανατολική περιοχή[81].

Υπό τη βασιλεία του Χαν των Βουλγάρων Πρεσιάν (836-852) η Βουλγαρία φάνηκε να επεκτείνεται ελέγχοντας πλέον πολλές Σλαβικές φυλές που ζούσαν στην περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας. Οι Σλάβοι της περιοχής δέχτηκαν τον Χριστιανισμό ως δική τους θρησκεία γύρω στον 9ο αιώνα, όταν Τσάρος της Βουλγαρίας ήταν ο Μπόρις Α΄.

Το 1014, ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ νίκησε τον στρατό του Τσάρου Σαμουήλ της Βουλγαρίας και το 1018 οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής (και όλων των Βαλκανίων) για πρώτη φορά ύστερα από τον 7ο αιώνα. Επί Βυζαντίου η περιοχή ονομαζόταν Μοναστήρι. Παρόλα αυτά, στα τέλη του 12ου αιώνα, η παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οδήγησε στη διεκδίκηση της περιοχής από διάφορες πολιτικές οντότητες, με μία σύντομη Νορμανδική κατοχή τη δεκαετία του 1080.

Τον 13ο αιώνα, η ανανεωμένη Βουλγαρική Αυτοκρατορία επανέκτησε τον έλεγχο της περιοχής, κατάσταση η οποία ανατράπηκε σύντομα λόγω πολλών πολιτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Βουλγαρία στο εσωτερικό της, όταν η περιοχή της Μακεδονίας κατακτήθηκε ξανά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στις αρχές του 14ου αιώνα. Λίγα χρόνια αργότερα η περιοχή πέρασε στα χέρια της Σερβικής Αυτοκρατορίας. Οι Σέρβοι θεωρούσαν τον εαυτό τους απελευθερωτές της Σλαβικής οικογένειας από τον Βυζαντινό δεσποτισμό, αλλά και κατακτητές των Ρωμαίων, γι' αυτό και μετονόμασαν της Αυτοκρατορία τους σε «Αυτοκρατορία των Σέρβων και των Ρωμαίων». Τα Σκόπια έγιναν η πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας του Σέρβου Τσάρου Στέφανου Δουσάν.

Το Σαντζάκι Σκοπίων στο Βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Ντουσάν, η εμφάνιση ενός νέου αδύναμου διαδόχου οδήγησε σε πολιτική σύγκρουση των Σέρβων αριστοκρατών, οι οποίοι επιχειρώντας να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια εξουσίας κατόρθωσαν να χωρίσουν τα Βαλκάνια για μία ακόμη φορά. Η συγκεκριμένη κρίση συνέπεσε με την άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πρώτες επεκτατικές της κινήσεις προς την Ευρώπη. Η Ηγεμονία του Πρίλεπ υπήρξε ένα από τα βραχύβια κράτη που εμφανίστηκαν ύστερα από την κατάρρευση της Σερβικής Αυτοκρατορίας τον 14ο αιώνα.[82]

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Με το Βυζάντιο κατακερματισμένο και χωρίς να έχει παραμείνει κάποια αξιόλογη δύναμη στις χριστιανικές βαλκανικές χώρες, οι Οθωμανοί κατόρθωσαν σχετικά εύκολα να κατακτήσουν τα κεντρικά Βαλκάνια και να τα διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους για τους επόμενους πέντε αιώνες. Καθοριστική ήττα του Σερβικού στρατού που έκρινε το μέλλον της περιοχής θεωρείται η μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. Μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, οι Οθωμανοί είχαν κατακτήσει όλα τα εδάφη της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, με την κατάκτηση των Σκοπίων στις 19 Ιανουαρίου 1392. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή στην αρχή ανήκε στο βιλαέτι του Πρίζρεν, κατόπιν στο βιλαέτι του Μαναστίρ (Μοναστηρίου) και οριστικά στο βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου[83] του οποίου τα Σκόπια για ένα διάστημα υπήρξαν και πρωτεύουσα του. Από το 1725 έδρασε στην περιοχή ο Θεόκλητος Πολυειδής, Έλληνας λόγιος, κληρικός και εκπαιδευτικός της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ως επίσκοπος Πολυανής, με έδρα την πόλη της Παλαιάς Δοϊράνης (βυζαντινή Πολυανή).[84][85]

Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων και οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Περιοχές που ανήκαν στο Βουλγαρικό εξαρχάτο (1870-1913).

Η Οθωμανική διακυβέρνηση στην περιοχή θεωρήθηκε σκληρή. Πολλοί από τους μεταρρυθμιστές της Βουλγαρικής Εθνικής Αναβίωσης του 18ου αιώνα προέρχονταν από τη συγκεκριμένη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των Αδελφών Μιλαντίνωφ,[86] Ράικο Ζίνζιφοφ, Γιοακίμ Καρτσόβσκι,[87] Κίριλ Πεϊτσίνοβιτς[88] και άλλοι. Οι επισκοπές των Σκοπίων, Ντεμπάρ, Μπίτολα, Οχρίδα, Βέλες και Στρούμιτσα ψήφισαν να γίνουν μέλη του Βουλγαρικού Εξαρχάτου μετά από τη θέσπισή του το 1870.[89]

Αρκετά κινήματα που είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας αυτόνομης «Ενωμένης Μακεδονίας», η οποία θα περιελάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας, άρχισαν να ανέρχονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Μεταξύ των πρώτων οργανώσεων με αυτόν τον σκοπό υπήρξαν οι αποκαλούμενες Βουλγαρικές Μακεδονικές-Αδριανουπολίτικες Επαναστατικές Επιτροπές. Συγκεκριμένα, το 1893 Μακεδόνες Βούλγαροι (Βούλγαροι που κατάγονται από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας) ίδρυσαν την τότε БМОРК (Български Македоно-Одрински революционни комитетиΒουλγάρικη Επαναστατική Ένωση Μακεδονίας-Αδριανούπολης), το μετέπειτα ΒΜΡΟ (Вътрешна македонска революционна организация - Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) και ξεκινάει έτσι ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Η πρώιμη οργάνωση δεν διακήρυττε καμία εθνική ταυτότητα· ήταν επίσημα ανοικτή στο να «ενώνει όλα τα απογοητευμένα στοιχεία στις περιοχές της Μακεδονίας και της Αδριανούπολης, ανεξαρτήτως εθνικότητας».[90] Η πλειοψηφία των μελών του ωστόσο ήταν Μακεδόνες Βούλγαροι.[91] Το 1903 το ΒΜΡΟ οργάνωσε την Εξέγερση του Ίλιντεν-Πρεομπράζχενι (προφήτη Ηλία) κατά των Οθωμανών, η οποία παρά τις αρχικές επιτυχίες, συμπεριλαμβανομένου του σχηματισμού της «Δημοκρατίας του Κρουσόβου», συνετρίβη με πολλές ανθρώπινες απώλειες. Παρά την αποτυχία της, η εξέγερση προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον για το μακεδονικό ζήτημα.[92]

Μολονότι ο εθνικιστής ηγέτης Γκότσε Ντέλτσεφ (Goce Delčev) από το Κιλκίς πέθανε πριν την εξέγερση του Ίλιντεν, έγινε σύμβολο του Βουλγαρικού και Σλαβομακεδονικού εθνικισμού στο βόρειο τμήμα της ευρύτερης περιοχής της ιστορικής Μακεδονίας, καθώς και στην περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας,[93] και το ΒΜΡΟ συνέχισε τον αγώνα κατά της Σερβίας, η οποία πήρε τον έλεγχο της γεωγραφικής περιοχής της Βόρειας ΜακεδονίαςΜακεδονίας του Βαρδάρη, -αναφέρεται αποκλειστικά- από τους μη Έλληνες), το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οργανισμός χωρίστηκε στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (IMRO) και στην Εσωτερική Θρακική Επαναστατική Οργάνωση (ITRO).[94]

Μετά το πέρας των δύο Βαλκανικών Πολέμων το 1912 και 1913, τα εναπομείνοντα εδάφη της οθωμανικής Ρούμελης, της διαλυμένης πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μοιράστηκαν μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας. Η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Βόρεια Μακεδονία ονομάστηκε επίσημα Νότια Σερβία (Južna Srbija, Јужна Србија / Γιούζνα Σρμπιγια).

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Εξόριστοι Έλληνες της βουλγαρικής κατοχής (1916-1918) επιστρέφουν από τις περιοχές εξορίας (σημερινή Βόρεια Μακεδονία και Βουλγαρία), το 1918 σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων (φωτογραφία Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού).

Το Κίτσεβο, το Γκόστιβαρ, το Σεβλίεβο, το στρατόπεδο της Σούμλας και το Κάρνομπατ, αποτέλεσαν τόπο εξορίας για 42.000 Έλληνες[95], ηλικίας κυρίως 17-60 ετών, που προέρχονταν από τα ελληνικά εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας που βρίσκονταν υπό βουλγαρική κατοχή (1916-1918). Η διαδικασία εκτοπισμού των Ελλήνων από τον βουλγαρικό στρατό κατοχής ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1917 και διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια. Τα καραβάνια των αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη δυσμενέστερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βαλκανική ενδοχώρα με εξοντωτική συμμετοχή σε χειρωνακτικά έργα. Από τους αιχμαλώτους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί.[96][97][98][99][100][101][102][103]

Βασίλειο της Σερβίας και Γιουγκοσλαβία

Η Βαρντάρσκα Μπανόβινα, μέρος του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1918, η Σερβία έγινε μέρος του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Το 1929, το Βασίλειο μετονομάστηκε επισήμως σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και διαιρέθηκε σε περιφέρειες γνωστές και ως μπανόβινα. Η Νότια Σερβία, δηλαδή η περιοχή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, έγινε γνωστή ως η Βαρντάρσκα Μπανόβινα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας.

Το όραμα της Ενωμένης Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκε από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (IMRO) στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Οι αρχηγοί της οργάνωσης, όπως οι Τόντορ Αλεξάντροφ, Αλεξάνταρ Προτογέροφ και Ιβάν Μιχαήλοφ, προώθησαν τη συγκεκριμένη ιδέα με στόχο την προσάρτηση των ελεγχόμενων από την Ελλάδα και Σερβία εδαφών και τη δημιουργία μίας ενωμένης Μακεδονίας για όλους τους Μακεδόνες, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας. Η Βουλγαρική κυβέρνηση του Αλεξάντερ Μαλίνοφ το 1918 προσφέρθηκε να παραδώσει τη Μακεδονία του Πιρίν για αυτόν τον σκοπό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,[104] αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν το επέτρεψαν, καθώς η Σερβία και η Ελλάδα εναντιώθηκαν στη συγκεκριμένη ιδέα.

Η IMRO αποφάσισε να αρχίσει ανταρτοπόλεμο στη Βαρντάρσκα Μπανόβινα, μαζί με τη Νεανική Μακεδονική Μυστική Επαναστατική Οργάνωση (MMTRO), οργανώνοντας συνεχώς επιθέσεις κατά των Σέρβων διοικητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της περιοχής. Το 1923 ιδρύεται στη Στιπ η «Ένωση κατά των Βουλγάρων συμμοριτών» από Σέρβους τσέτνικ με στόχο την εξουδετέρωση της IMRO και της MMTRO.[105]

Η γέννηση του Μακεδονισμού

Το 1934, σε συνεδρίαση της Γραμματείας Βαλκανικών Κρατών (ΓΒΚ) της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποφασίζεται η υιοθέτηση της υπόθεσης ενός «Μακεδονικού» έθνους που θα αγωνίζονταν για την αυτοδιάθεσή του στα πλαίσια μιας «Μακεδονικής Δημοκρατίας των Εργαζόμενων Μαζών». Ο λόγος αυτής της στροφής ήταν το αντιστάθμισμα στις Βουλγαρικές διεκδικήσεις στο Μακεδονικό Ζήτημα, ενόψει της ανόδου του Ναζισμού στη Γερμανία και της διαφαινόμενης συμμαχίας με τη Βουλγαρία, που ενδέχετο να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το κείμενο - απόφαση που δημοσιοποιήθηκε, επιμελήθηκε από τον Ότο Βίλχελμ Κουουσίνεν, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλους του Φινλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επιβλήθηκε αρχικά στα τρία Κομμουνιστικά κόμματα των άμεσα εμπλεκόμενων κρατών, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, και στη συνέχεια στα Κομμουνιστικά κόμματα όλων των κρατών. Παράλληλα, τα κομμουνιστικά κόμματα Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας υποχρεώθηκαν να ενισχύσουν και να βοηθήσουν τη δράση της οργάνωσης ΕΜΕΟ Ενωμένη, που στο εξής θα αναλάμβανε τη διάδοση της εθνικής ιδέας του «Μακεδονισμού» και θα μπορούσε να μετεξελιχθεί στο μέλλον, εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας». Η ΕΜΕΟ Ενωμένη έως τότε εξυπηρετούσε τα Βουλγαρικά συμφέροντα στην περιοχή, αλλά λόγω του νέου της ρόλου, η Βουλγαρική εθνικιστική πτέρυγά της αναγκάστηκε σε αποχώρηση, έτσι ώστε η οργάνωση να μπορέσει να συμβιβαστεί με τη νέα γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1935 ο Βούλγαρος Άγγελ Ντίνεφ που εξέδιδε την εφημερίδα Μακεδονικά Νέα προσπάθησε να δώσει ένα ιστορικό υπόβαθρο στη «μακεδονική εθνότητα», συνδέοντάς το για πρώτη φορά με την Εξέγερση του Ίλιντεν (που έως τότε θεωρούνταν από όλους ως Βουλγαρική) και τους Έλληνες ιεραπόστολους των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο. Παράλληλα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αν και είχε μετακινηθεί από την αρχική γραμμή περί αυτοδιάθεσης του «μακεδονικού έθνους» και είχε υιοθετήσει το σύνθημα «ισοτιμία για όλους τους λαούς της Μακεδονίας», συνέχισε να υποστηρίζει την ΕΜΕΟ Ενωμένη εντός ελληνικού εδάφους και το 1935 δημοσίευσε στα ελληνικά άρθρο του Βούλγαρου Βασίλ Ιβανόφσκι, ο οποίος επιχείρησε μία ιστορική προσέγγιση του «μακεδονικού έθνους» υποστηρίζοντας για πρώτη φορά ότι προέρχεται από τους αρχαίους Μακεδόνες (οι οποίοι κατ' αυτόν δεν ήταν Έλληνες) και αναμίχθηκε με τους σλάβους που εισχώρησαν στη Βαλκανική 10 αιώνες αργότερα. Στο ίδιο άρθρο υποστηρίζει ότι ο τσάρος Σαμουήλ ενσάρκωσε τους πόθους του «Μακεδονικού έθνους». Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας κατά τον Μεσοπόλεμο προσπάθησε να καλλιεργήσει την ιδέα της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας» στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας και κατάφερε να δημιουργήσει αρκετά στελέχη που ασπάζονταν τον «Μακεδονισμό», μεταξύ των οποίων οι Λάζαρος Τερπόφσκι, Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας και άλλοι. Αντίθετα, την ίδια περίοδο τα κομμουνιστικά κόμματα της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας δεν κατάφεραν να σημειώσουν πρόοδο στην καλλιέργεια του «μακεδονισμού» στους σλάβους και τους σλαβόφωνους των μακεδονικών περιοχών που βρίσκονταν στην επικράτειά τους.[106]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Ο διαμελισμός

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γιουγκοσλαβία πέρασε στην κατοχή των δυνάμεων του Άξονα από το 1941 μέχρι το 1945. Η Βαρντάρσκα Μπανόβινα διαμελήθηκε μεταξύ της Βουλγαρίας και της ιταλοκρατούμενης Αλβανίας. Ιδρύθηκαν οι λεγόμενες Βουλγαρικές Επιτροπές Δράσης που είχαν ως στόχο να προετοιμάσουν την περιοχή για το νέο Βουλγαρικό διοικητικό και στρατιωτικό καθεστώς.[107] Οι Επιτροπές αποτελούνταν κυρίως από πρώην μέλη της IMRO, αλλά και μερικούς κομμουνιστές όπως ήταν οι Πάνκο Μπρασνάροφ (Panko Brashnarov), Στραχίλ Γκόγκοφ (Strahil Gogov) και Μετόντι Σατόροφ (Metodi Shatorov).

Συγκεκριμένα η Κομιντέρν είχε αναθέσει στον Σατόροφ τη θέση του Γραμματέα της Μακεδονικής Περιφερειακής Επιτροπής του Κομμουνιστκού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ). Παρόλα αυτά, μετά τη Βουλγαρική εισβολή, η Μακεδονική Περιφερειακή Επιτροπή υπό την ηγεσία του Σατόροφ πέρασε στη σφαίρα επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (ΚΚΒ)[108][109] και διέκοψε κάθε σχέση με το ΚΚΓ. Συγκεκριμένα, ο Σατόροφ αρνήθηκε να ακολουθήσει την εντολή του ΚΚΓ περί στρατιωτικής επίθεσης κατά των Βουλγάρων.[110] Οι Βουλγαρικές αρχές, υπό Γερμανική πίεση,[111] συγκέντρωσαν περισσότερους από 7.000 Εβραίους στα Σκόπια και την Μπίτολα και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.[112] Η σκληρή διακυβέρνηση από τις κατοχικές δυνάμεις οδήγησε πολλούς Σλαβομακεδόνες στη στήριξη της κομμουνιστικής αντίστασης των παρτιζάνων στο κίνημα του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο μετά το 1943,[113] με επακόλουθο την ολοκλήρωση του Εθνικού Απελευθερωτικού Πολέμου και την υποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων έξω από την περιοχή μέχρι το τέλος του 1944.

Στη Δημοκρατία του Βαρδάρη, μετά το Βουλγαρικό κομμουνιστικό πραξικόπημα του 1944, τα Βουλγαρικά στρατεύματα βρέθηκαν περικυκλωμένα από Γερμανικές δυνάμεις, τις οποίες αντιμετώπισαν επιτυχώς προσπαθώντας να επιστρέψουν στα παλιά Βουλγαρικά σύνορα. Τρεις Βουλγαρικοί στρατοί (των περίπου 455.000 ατόμων συνολικά) μπήκαν στη Γιουγκοσλαβία τον Σεπτέμβριο του 1944 και μετακινήθηκαν από τη Σόφια στο Νις και τα Σκόπια με σκοπό την εξουδετέρωση των Γερμανικών δυνάμεων που υποχωρούσαν από την Ελλάδα. Η νότια και ανατολική Σερβία όπως και η περιοχή της βόρειας Μακεδονίας απελευθερώθηκαν σε διάστημα ενός μήνα.[114] Ωθούμενη από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε βλέψεις για τη δημιουργία μίας μεγάλης Νότιας Σλαβικής Ομοσπονδίας, η Βουλγαρική κυβέρνηση προσφέρθηκε ξανά να παραχωρήσει τη Μακεδονία του Πιρίν στη γειτονική χώρα στο πλαίσιο του οράματος της Ενωμένης Μακεδονίας το 1945.[εκκρεμεί παραπομπή]

Γιουγκοσλαβική Μακεδονία

Η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως μέρος της Γιουγκοσλαβίας.

Το 1944 η Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας (ASNOM) διακήρυξε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ως μέρος της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Η ASNOM παρέμεινε ενεργή κυβέρνηση μέχρι το τέλος του πολέμου. Το σλαβομακεδονικό αλφάβητο κωδικοποιήθηκε από γλωσσολόγους της ASNOM, οι οποίοι στήριξαν το αλφάβητο τους στο φωνητικό αλφάβητο του Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς και τους κανόνες του Κρίστε Πέτκοφ Μισίρκοφ.

Η νέα δημοκρατία έγινε μία από τις έξι επιμέρους δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Μετά τη μετονομασία της ομοσπονδίας σε Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας το 1963, η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας μετονομάστηκε ανάλογα σε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949) οι Σλαβομακεδόνες κομμουνιστές αντάρτες υποστήριξαν τους Έλληνες κομμουνιστές. Πολλοί από τους πρόσφυγες του πολέμου κατέφυγαν στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ασφάλεια.

Ανεξαρτησία

Ανεξαρτητοποίηση

Στις 11 Νοεμβρίου του 1990 διεξήχθησαν οι πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές στην τότε ΣΔΜ της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας με τη συμμετοχή 18 κομμάτων για τις 120 θέσεις της Συνέλευσης (Собрание), δηλαδή του κοινοβουλίου της χώρας. Μια από τις πρώτες ενέργειες της νέας πολυκομματικής Συνέλευσης ήταν να προβεί σε μία διακήρυξη κυριαρχίας της ΣΔΜ και στη συνέχεια, στις 7 Ιουνίου 1991, αποφάσισε το σβήσιμο (бришење) του όρου Σοσιαλιστική από την ονομασία της χώρας. Με απόφαση της Συνέλευσης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1991 διεξήχθη δημοψήφισμα με το ερώτημα της έγκρισης ενός «κυρίαρχο[υ] και ανεξάρτητο[υ] κράτο[υ]ς της «Μακεδονίας» με το δικαίωμα να εισέλθει σε μια ένωση των κυρίαρχων κρατών της Γιουγκοσλαβίας.» Το δημοψήφισμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την αποχή των Αλβανών της Βόρειας Μακεδονίας, ήταν θετικό με πολύ μεγάλη πλειοψηφία (96,4%) σε σύνολο 1.130.000 ψηφοφόρων. Με βάση τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος η Συνέλευση στις 17 Νοεμβρίου 1991 ανακηρύσσει το Σύνταγμα της χώρας ως την ανώτατη κρατικο-νομική πράξη του κράτους, ολοκληρώνοντας έτσι διαδικασία της απόσχισης από τη Γιουγκοσλαβία και τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους. Το Βελιγράδι συνεργάστηκε και απέσυρε όλες τις ομοσπονδιακές γιουγκοσλαβικές δυνάμεις από τη χώρα και η απόσχιση ήταν ειρηνική και αναίμακτη.

Εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ Αλβανών και Σλαβομακεδόνων

Η κρίση του 2001

Τον Αύγουστο του 2001 ξέσπασε εξέγερση στη χώρα με συμπλοκές Αλβανών αυτονομιστών του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού και του κρατικού στρατού στις δυτικές περιοχές όπου διαμένουν κυρίως Αλβανοί (το αλβανικό στοιχείο είναι συγκεντρωμένο κυρίως στη δυτική Βόρεια Μακεδονία, ιδιαίτερα στις πόλεις Τέτοβο (70%), Γκόστιβαρ (66%), Κίτσεβο (30%), Στρούγκα (56%) και Κουμάνοβο (25%), όπως και στην πρωτεύουσα Σκόπια (20%), σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας).[115] Οι εχθροπραξίες έλαβαν τέλος με τη Συμφωνία της Οχρίδας στις 13 Αυγούστου, η οποία προβλέπει σειρά μέτρων συνδιαλλαγής, αυτοδιοίκηση και αποκέντρωση, καθεστώς επίσημης γλώσσης του κράτους τα αλβανικά, ίση αντιπροσώπευση των Αλβανών στη δημόσια διοίκηση και αφοπλισμό των αντιμαχομένων πλευρών.[116]

Οι βουλευτικές εκλογές τον Οκτωβρίου του 2002 έφεραν στην εξουσία τον Σοσιαλδημοκρατικό Συνασπισμό «Μαζί για τη Μακεδονία», στον οποίο ηγείτο το κόμμα «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση της Μακεδονίας», το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να σεβασθεί τη διαδικασία εφαρμογής της Συμφωνίας της Οχρίδας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς και την εξυγίανση της οικονομίας.[117][118]

Δεκαετία 2010

Μεταξύ 2012 και 2014 υπήρχαν βίαιες εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ Αλβανών και Σλαβομακεδόνων. Το 2012 υπήρχαν και επτά νεκροί. Το 2016 σημειώνεται μία κυβερνητική κρίση όπου κατέληξε και σε ακυβερνησία για ένα διάστημα.

Ζήτημα της ονομασίας

Πολιτική

Η Βόρεια Μακεδονία είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία,[119] η πολιτική οργάνωση της οποίας ορίζεται από το Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας που συντάχθηκε το 1991. Το σύνταγμα εγγυάται το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Καθιερώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία η ελευθερία της έκφρασης, η καθολική ψήφος, ο πολιτικός πλουραλισμός και η ελευθερία του επιχειρείν.[120]

Οργάνωση των εξουσιών

Το Μέγαρο της Εθνοσυνέλευσης στα Σκόπια.

Το σύνταγμα του 1991 αναθέτει τη νομοθετική εξουσία στο Κοινοβούλιο, που αποτελείται από ένα σώμα, τη Συνέλευση της Βόρειας Μακεδονίας. Τα 123 μέλη της εκλέγονται με άμεση καθολική ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια. Το κοινοβούλιο ψηφίζει τους νόμους, εκλέγει τα μέλη της κυβέρνησης, ψηφίζει τον κρατικό προϋπολογισμό, επικυρώνει τις διεθνείς συνθήκες, ορίζει και ανακαλεί τους δικαστές και κηρύσσει πόλεμο. Κάθε μέλος της Συνέλευσης μπορεί να προτείνει νόμους, όπως και κάθε άτομο εφοδιασμένο με μία αίτηση με τουλάχιστον 10.000 υπογραφές εκλογέων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να ασκήσει βέτο στα νομοσχέδια· όταν κάνει χρήση του, ο νόμος εισάγεται για δεύτερη φορά στη Συνέλευση και υιοθετείται οριστικά αν πάρει τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ψήφων. Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης εκλέγεται από τουλάχιστον 61 μέλη του Κοινοβουλίου. Αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αν δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του.[121]

Η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος εκλέγεται κάθε πέντε χρόνια με άμεση καθολική ψηφοφορία· μπορεί να ασκήσει έως δύο θητείες. Ο Πρόεδρος διαπραγματεύεται τις διεθνείς συμφωνίες, ορίζει τους πρέσβεις, δέχεται τους ξένους διπλωμάτες, ορίζει διάφορους αξιωματούχους της Δημοκρατίας, όπως τους δύο δικαστές του συνταγματικού δικαστηρίου, είναι ο ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και εκπροσωπεί το κράτος στο εσωτερικό και το εξωτερικό.[122] Η κυβέρνηση μπορεί να προτείνει νόμους και προϋπολογισμούς, είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των νόμων, αποφασίζει την αναγνώριση των ξένων κρατών και προτείνει τους πρέσβεις.[123]

Η δικαστική εξουσία ασκείται από δικαστές που εκλέγονται από τη Συνέλευση χωρίς χρονικό περιορισμό. Η χώρα αριθμεί 27 αστικά δικαστήρια, τρία εφετεία και ένα ανώτατο δικαστήριο. Το σύνταγμα απαγορεύει τη σύσταση έκτακτων δικαστηρίων. Τέλος, το συνταγματικό δικαστήριο είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των πράξεων του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης με το Σύνταγμα.[124] Το δίκαιο της χώρας ανήκει στην παράδοση του αστικού-ρωμαϊκού δικαίου.[119]

Διοικητική διαίρεση

Οι 80 δήμοι της Βόρειας Μακεδονίας.

Η Βόρεια Μακεδονία διαθέτει μόνο μία βαθμίδα εδαφικής υποδιαίρεσης, τους 80 δήμους.[125] Η πόλη των Σκοπίων διαθέτει ιδιαίτερο καθεστώς, ορισμένο από το Σύνταγμα: αποτελείται από δέκα δήμους, ο καθένας από τους οποίους έχει δικό του συμβούλιο και δήμαρχο. Οι δήμοι αποτελούνται από μία ή περισσότερες περιοχές, που έχουν κοινές ανάγκες και συμφέροντα. Κάθε δήμος είναι μία γεωγραφική και οικονομική ενότητα με έδρα έναν τόπο, η εκλογή και η αλλαγή του οποίου, σύμφωνα με τη νομοθεσία, αποφασίζονται μετά από τοπικό δημοψήφισμα. Κάθε δήμος έχει κυβέρνηση και δήμαρχο, εκλεγμένους με άμεση καθολική ψηφοφορία, οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται με νόμο. Οι δήμοι διαθέτουν ορισμένη τοπική αυτονομία, ψηφίζουν το δημοτικό προϋπολογισμό και κάνουν αναπτυξιακά σχέδια.[126]

Μπορούν να αδειοδοτούν την ύπαρξη κατώτερων βαθμίδων, που αντιστοιχούν για παράδειγμα σε ένα χωριό ή μια συνοικία. Οι εξουσίες αυτών των οντοτήτων καθορίζονται από τη δημοτική κυβέρνηση και ποικίλλουν από τον ένα δήμο στον άλλο. Δε μπορούν, ωστόσο, αυτές οι οντότητες να έχουν πολιτική φύση, αλλά μόνο να προτείνουν ιδέες στην τοπική κυβέρνηση και να ασχολούνται εθελοντικά με την ανάπτυξη του χωριού ή της συνοικίας. Μπορούν να δέχονται χορηγίες του δήμου, του πληθυσμού ή επιχειρήσεων.[126]

Ενώ η αλβανική μειονότητα υποστηρίζει τη διοικητική αποκέντρωση για να ενισχύσει την αυτονομία της, οι Σλαβομακεδόνες αντιτίθενται κατ΄ αρχήν στη δημιουργία περιφερειών, ισχυριζόμενοι ότι η χώρα είναι πολύ μικρή για να είναι κατάλληλη αυτή η βαθμίδα.[126] Ωστόσο, από το 2009 η χώρα χωρίζεται σε οκτώ στατιστικές περιοχές, που δεν έχουν κανένα διοικητικό ρόλο· δημιουργήθηκαν ώστε η χώρα να διαθέτει μονάδες αντίστοιχες στις ευρωπαϊκές NUTS. Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν στη βαθμίδα NUTS-3 και, πέρα από τη στατιστική χρησιμότητά τους, οφείλουν να συντονίζουν την οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στους δήμους. Διαθέτουν συμβούλιο που αποτελείται από τους δημάρχους των δήμων τους.[127]

Πολιτική ζωή και κόμματα

Από την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, το 1991, και την εγκαθίδρυση ενός πολυκομματικού συστήματος, η πολιτική σκηνή κυριαρχείται από δύο μεγάλα κόμματα, που σχηματίζουν συνασπισμούς με μικρότερους σχηματισμού. Αυτά τα δύο μεγάλα κόμματα, σταθερά μετά το 1991, είναι η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση - Δημοκρατικό Κόμμα για την Εθνική Μακεδονική Ενότητα (VMRO-DPMNE) και η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση της Μακεδονίας (SDSM). Το VMRO-DPMNE ήταν αρχικά ένα εθνικιστικό κόμμα, αλλά εξαιτίας της έλλειψης διεθνούς αναγνώρισης, επέλεξε το 1995 μία χριστιανοδημοκρατική γραμμή. Η SDSM είναι κληρονόμος της παλιάς Ένωσης Κομμουνιστών Μακεδονίας, αλλά ο σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός της που τείνει προς τον νεοφιλελευθερισμό της προσφέρει μεγαλύτερη υποστήριξη από τις εύπορες παρά τις λαϊκές τάξεις.[128] Η SDSM χαρακτηρίζεται επίσης από τη θέληση βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων και τη γρήγορη επίλυση της διένεξης για την ονομασία με την Ελλάδα.[129] Και τα δύο κόμματα υποστηρίζουν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.[129] Η SDSM συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα[130] και το VMRO-DPMNE με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.[131]

Ανάμεσα στους μικρότερους σχηματισμούς βρίσκονται τα αλβανικά εθνικά κόμματα, όπως η Δημοκρατική ένωση για την ενσωμάτωση (DUI, εθνικιστές), το Κόμμα για τη δημοκρατική ευημερία (PDP, μετριοπαθές) και το Δημοκρατικό αλβανικό κόμμα (συντηρητικό), και άλλοι σχηματισμοί, όπως το Νέο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που δημιουργήθηκε το 2005 από ένα πρώην μέλος του SDSM.[128]

Οι εκλογές στη χώρα επηρεάζονται έντονα από την πολυεθνοτική φύση της, κυρίως την αντίθεση ανάμεσα στη σλαβομακεδονική πλειονότητα και την αλβανική μειονότητα. Έτσι, οι Σλαβομακεδόνες επιλέγουν το κόμμα που θα σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ οι Αλβανοί ένα κόμμα που τους αντιπροσωπεύει, που συντάσσεται με την πλειοψηφία. Έτσι, από το 2008, το VMRO-DPMNE βρίσκεται στην εξουσία μαζί με το DUI.[129]

Τωρινοί κυβερνώντες

Από τις 3 Ιανουαρίου 2019 υπάρχει υπηρεσιακή κυβέρνηση με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Όλιβερ Σπάσοφσκι (τελευταίο υπουργό Εσωτερικών).[132] Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας, 100 ημέρες πριν από τις εκλογές σχηματίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση, με κύριο μέλημα τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών. Οι εκλογές προκυρήχθηκαν αφότου ο προηγούμενος πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ παραιτήθηκε μετά την άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία, κάτι που προκάλεσε πολιτικές αναταράξεις στη χώρα.[133]

Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον Απρίλιο του 2009 είναι ο Γκιόργκε Ίβανοβ, καθηγητής πολιτικής επιστήμης, πολιτικός που δεν ανήκει σε κάποια κόμμα, αλλά ευρισκόμενος κοντά στο VMRO-DPMNE. Διαδέχθηκε τον Μπράνκο Τσρβένκοβσκι, μέλος της SDSM.[134]

Δημόσια οικονομικά

Στη Βόρεια Μακεδονία, οι υποχρεωτικές εισφορές αντιπροσώπευαν το 30,9% του ΑΕΠ το 2011, ποσοστό χαμηλότερο από εκείνων των περισσότερων Ευρωπαϊκών κρατών, που τοποθετεί τη χώρα 84η στην παγκόσμια κατάταξη.[44] Το 2009, το 49,7% αυτών των εισφορών προερχόταν από τον ΦΠΑ, ενώ οι κοινωνικές εισφορές αντιπροσώπευαν το 9,5% του ΑΕΠ. Τέλος, το κράτος συνέλεξε ποσό ίσο με το 4% του ΑΕΠ το 2009 χάρη σε ιδιωτικοποιήσεις, πληρωμές της εθνικής τράπεζας και διοικητικά πρόστιμα[135]. Η χώρα εισήγαγε το 2007 ενιαίο φορολογικό συντελεστή, αρχικά 12%,[136] που μειώθηκε στο 10% το 2008,[137] ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα πολλών κεντροευρωπαϊκών χωρών, που επεδίωκαν να απλοποιήσουν το φορολογικό σύστημα και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον φιλικό προς τις επιχειρήσεις.[136]

Το έλλειμμα της Βόρειας Μακεδονίας, που είχε ύψος 2,7% του ΑΕΠ για το 2011, είναι χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως και το δημόσιο χρέος, που έφτασε το 26,1% του ΑΕΠ το 2011.[44] Η επίτευξη αυτών των σχετικά χαμηλών μεγεθών έγινε δυνατή χάρη στη μαζική αποπληρωμή δανείων το 2006 και το 2007, όταν η χώρα γνώριζε σταθερή οικονομική κατάσταση. Οι αποπληρωμές αυτές επέτρεψαν στην κυβέρνηση της χώρας να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια πριν την κρίση που ξεκίνησε το 2008, για να διατηρήσει την εσωτερική οικονομική δραστηριότητα.[135]

Κοινωνική προστασία

Το δημόσιο σύστημα υγείας είναι προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες από το 2009· μέχρι τότε, υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί, κυρίως για τους ανέργους και τους ανασφάλιστους. Χρηματοδοτείται από το κράτος και προσφέρει ορισμένες υπηρεσίες δωρεάν, όπως ιατρικές επισκέψεις, εμβολιασμούς και την πρόσβαση σε κάποιες ιατρικές θεραπείες και φάρμακα. Το επίπεδο δημόσιας υγείας στη χώρα είναι σχετικά καλό συγκρινόμενο με εκείνο άλλων χωρών της περιοχής και το ταμείο πληρωμών είναι γενναιόδωρο σε σχέση με τον προϋπολογισμό της, αλλά υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, τις περιοχές και τις εθνοτικές κοινότητες. Αν και τα ιδρύματα υγείας μπορούν να είναι ιδιωτικά, ο ιδιωτικός τομέας παραμένει μη ενταγμένος στο σύστημα. Το κράτος δαπανά κάθε χρόνο περίπου 5% του ΑΕΠ για τον τομέα υγείας, ποσό που συγκεντρώνεται εν μέρει χάρη σε προεισφορές ύψους 7,5% επί των ακαθάριστων μισθών.[138]

Οι συντάξεις χρηματοδοτούνται από τους εργοδότες, που πληρώνουν εισφορές στο κράτος και σε ιδιωτικές εταιρείες. Το 2009 αυτές οι εισφορές αντιπροσώπευαν το 19% του ακαθάριστου μισθού, από το οποίο το 13,35% πήγαινε στο κράτος και το 6,65% σε ιδιωτικές εταιρείες. Αντιπροσωπεύουν επίσης το 63,2% του εθνικού προϋπολογισμού για τις συντάξεις, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται από πληρωμές του κράτους. Η ηλικία νόμιμης συνταξιοδότησης είναι ορισμένη στα 64 έτη για τους άνδρες και τα 62 για τις γυναίκες.[138]

Εξωτερικές σχέσεις

Διεθνής παρουσία

Στρατιώτες της Βόρειας Μακεδονίας σε δρόμο της Καμπούλ, στο Αφγανιστάν.

Η Βόρεια Μακεδονία διαθέτει προξενείο ή πρεσβεία σε 38 ξένα κράτη και έχει διπλωματικές σχέσεις με 167 κράτη.[139] Έχει καλές διπλωματικές σχέσεις με τα μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και με τις γειτονικές χώρες Αλβανία και Κοσσυφοπέδιο, την ανεξαρτησία του οποίου αναγνώρισε το 2009. Οι σχέσεις με τη Σερβία είναι καλές αν και επισκιάζονται από μία διένεξη με αφορμή την ανεξαρτησία της μακεδονικής ορθόδοξης εκκλησίας από το Πατριαρχείο Σερβίας, ενώ οι σχέσεις με την Ελλάδα, αν και πλούσιες σε οικονομικό επίπεδο, δυσχεραίνονται από τη διένεξη σχετικά με την ονομασία της χώρας.[140] Οι σχέσεις ανάμεσα στη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία είναι ως επί το πλείστον καλές, αλλά υπάρχουν επίσης διαφορές όσον αφορά ιστορικές θέσεις, κυρίως για την ύπαρξη της σλαβομακεδονικής γλώσσας, που για τους Βούλγαρους είναι απλώς διάλεκτος, και για την εθνικότητα πολλών ιστορικών προσωπικοτήτων που γεννήθηκαν στην περιοχή της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς και στο βόρειο τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας πριν το σλαβομακεδονικό έθνος αναγνωριστεί (οι Σλαβομακεδόνες θεωρούνταν Βούλγαροι έως τα μέσα του 20ού αιώνα).[141] Οι Σλαβομακεδόνες και οι Βούλγαροι αλληλοκατηγορούνται για κλοπή της πολιτιστικής κληρονομιάς.[142]

Η Βόρεια Μακεδονία είναι μέλος πολλών διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η FAO, η Interpol, η UNESCO και ο Διεθνής Οργανισμός Γαλλοφωνίας.[44] Η χώρα (υπό το όνομα πΓΔΜ) ήταν υποψήφια για ένταξη στο ΝΑΤΟ από το 1999,[143] αλλά η ένταξή της μπλοκαρίστηκε από το βέτο της Ελλάδας το 2008.[144] Η Βόρεια Μακεδονία απέκτησε το status υποψήφιας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας το 2004, αλλά η διαπραγμάτευση δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, παρ όλες τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2009. Το κύριο εμπόδιο ήταν η διένεξη με την Ελλάδα, η διευθέτηση της οποίας ήταν όρος για την εισδοχή της χώρας στην Ένωση.[145] Το 2019 μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αλλαγή του Συνταγματικού ονόματος της χώρας η Ελλάδα συναίνεσε στην εισδοχή της Βόρειας Μακεδονίας ως μέλος στο ΝΑΤΟ, στο οποίο έγινε δεκτή. Το αίτημά της για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίφθηκε από τη Γαλλία.[146]

Η χώρα αφιέρωσε το 2010 το 1,52% του ΑΕΠ της στον αμυντικό προϋπολογισμό[147] και ο στρατός αριθμεί περίπου 12800 στρατιώτες σε καιρό ειρήνης.[148] Έχει ως αποστολή την υπεράσπιση του πολιτεύματος και της επικράτειας, τη διατήρηση της ειρήνης και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό και τη συμμετοχή σε συλλογικά συστήματα άμυνας όπως η EUFOR, το ΝΑΤΟ και η Συνεργασία για την ειρήνη.[149] Με την κατάργηση της θητείας το 2006 ο στρατός της όρειας Μακεδονίαςή ταν ο πρώτος στρατός των δυτικών Βαλκανίων που έγινε επαγγελματικός.[150]

Ο στρατός είναι παρών με την EUFOR Αλθαία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπως και στο Αφγανιστάν, στον Λίβανο και στο Κόσοβο.[151] Συμμετείχε επίσης στον πόλεμο του Ιράκ[143]

Σχέσεις με την Ελλάδα

Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι αρκετά καλές και η μετακίνηση των πολιτών γίνεται με την ταυτότητα για τους Έλληνες που εισέρχονται στη Βόρεια Μακεδονία και με διαβατήριο για τους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας που εισέρχονται στην Ελλάδα. Από το 1991, έτος ανεξαρτησίας της Βόρειας Μακεδονίας, μέχρι και τις αρχές του 2019 συνεχιζόταν η πολιτική και διπλωματική διαμάχη για τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» στο συνταγματικό όνομα της γείτονος. Η Ελλάδα υποστήριζε ότι η ονομασία Μακεδονία είναι αναμφίβολα ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της. Θεωρεί ότι η ιστορία της Μακεδονίας και ειδικά η συγκεκριμένη ονομασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ως πατρική ταυτότητα και κληρονομιά δε δύναται να παραχωρηθεί σε τρίτους.[152]

Την 8 Απριλίου 1993 αναγνωρίστηκε στα Ηνωμένη Έθνη (με την Απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας (του ΟΗΕ)[153][154]) με την προσωρινή ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, χωρίς το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας. Η Βόρειας Μακεδονίας είχε επισήμως αποδεχθεί ότι το όνομα του κράτους αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Την 16 Φεβρουαρίου 1994 η Ελλάδα αποφάσισε τον οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) της πΓΔΜ και τη διακοπή λειτουργίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, ως μέσο πίεσης για την αποδοχή των ελληνικών όρων.[155] Στις 13 Σεπτεμβρίου υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Παπούλια και τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας Τσερβένκοφσκι με προσωρινές δεσμεύσεις μέχρι την εξεύρεση τελικής συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών.[156]

Τον Απρίλιο του 2008 η Ελλάδα άσκησε βέτο στην ένταξη της όμορης χώρας στο ΝΑΤΟ, κατά τη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι. Τελικά, η αίτηση ένταξης απορρίφθηκε ομόφωνα από τα μέλη του ΝΑΤΟ. Στις 21 Μαρτίου 2011 η Βόρεια Μακεδονία ξεκίνησε προφορική διαδικασία προσφυγής κατά Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης.[157] Στην προσφυγή επικαλείται την παραβίαση από την Ελλάδα του Άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας μεταξύ των χωρών που υπογράφηκε το 1995.[158][159] Το Δικαστήριο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 καταδίκασε την Ελλάδα για τις επίσημες δηλώσεις, κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου, όπου ουσιαστικά αρνούνταν την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, λόγω της μη εύρεσης λύσης για το όνομα.[160][161]

Το ζήτημα της ονομασίας επανήλθε στο προσκήνιο από τα τέλη του 2017, καθώς η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας δήλωνε προδιάθεση προς την επίτευξη συμφωνίας με σύνθετη ονομασία, μια λύση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τις Ελληνικές κυβερνήσεις από το 2008. Η προσέγγιση των δύο μερών προς αυτή τη λύση συνάντησε αντίδραση, τόσο στην Ελλάδα όπου μεγάλο μέρος των πολιτών δεν επιθυμεί καμία χρήση του όρου Μακεδονία, όσο και στη Βόρεια Μακεδονία όπου μεγάλο μέρος των πολιτών δεν επιθυμούσε καμία αλλαγή του ονόματος. Μετά από τη Συμφωνία των Πρεσπών και σχετικό δημοψήφισμα στην πΓΔΜ, έγινε τροποποίηση του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας ως προς το όνομα και άλλα θέματα. Μετά από αυτό, η Ελλάδα υποστήριξε την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ όπου έγινε δεκτή, και στην ΕΕ όπου δεν έγινε δεκτή λόγω διαφωνίας της Γαλλίας και άλλων χωρών.

Σχέσεις με τη Βουλγαρία

Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά όχι και την ύπαρξη ξεχωριστού έθνους Σλαβομακεδόνων και ξεχωριστής σλαβομακεδονικής γλώσσας αφού θεωρεί τους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας ως ομόεθνους και ομόγλωσσούς της. Στο πλαίσιο αυτό η Βουλγαρία χορηγεί βουλγαρικό διαβατήριο σε όποιον πολίτη της Βόρειας Μακεδονίας το αιτηθεί αποδεικνύοντας εθνική Βουλγαρική καταγωγή, ενώ ανάμεσα στους κατόχους βουλγαρικού διαβατηρίου είναι και ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας κ. Λιούμπκο Γκεοργκιέφσκι[162][163][164]. Πρόσφατα έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η βουλγαρική υποστήριξη για την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπό όρους και θα εξαρτηθεί από την πραγματική δυνατότητά της να εφαρμόσει τις πολιτικές ενός καλού γείτονα.[165]

Η Βουλγαρία έχει προτείνει να υπογράψει μία συνθήκη (με βάση την Κοινή δήλωση του 1999[166]) για τη διασφάλιση της καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η βουλγαρική υποστήριξη για την προσχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.[167][168]

Πληθυσμός και κοινωνία

Εθνότητες

Χάρτη των εθνοτήτων το 2002
Εθνοτική κατανομή το 2002:

Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή (2002), ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 2.022.547 άτομα, των οποίων η εθνικότητα κατανέμεται ως εξής:[115] 1.297.981 ή το 64% είναι Σλαβομακεδόνες, 509.083 ή 25,2% είναι Αλβανοί, 77.959 ή 3,9% είναι Τούρκοι, 53.879 ή 2,7% είναι Ρομά[169], 35.939 ή 1,8% είναι Σέρβοι, 17.018 ή 0,8% είναι Μποσνιάκοι, 9.695 ή 0,5% είναι Βλάχοι[170] και οι υπόλοιποι 20.993 δεν ανήκουν σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες.[171]

Αυτές οι μειονότητες είναι οι μόνες που αναγνωρίζονται από το κράτος και αναφέρονται σε αυτή τη σειρά στο προοίμιο του Συντάγματος, που ορίζει επίσης ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και ότι το κράτος προστατεύει και προωθεί τον πολιτισμό όλων των κοινοτήτων [172]. Τα δικαιώματα των μειονοτήτων είναι ευρεία, καθώς μπορούν για παράδειγμα να χρησιμοποιούν επίσημα τη γλώσσα τους σε δήμους όπου αποτελούν τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού. Αν μια ομάδα αποτελεί το 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, όπως οι Αλβανοί, η γλώσσα τους μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στους κυβερνητικούς θεσμούς. Έτσι οι Αλβανοί βουλευτές μπορούν να εκφράζονται στη γλώσσα τους στο κοινοβούλιο.[173]

Αν και το διακοινοτικό κλίμα είναι γενικά ήρεμο, υπάρχουν ωστόσο εντάσεις, κυρίως ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς της Βόρειας Μακεδονίας, τις δύο μεγαλύτερες κοινότητες. Οι πολιτικές σχέσεις ανάμεσά τους έχουν βελτιωθεί μετά τη σύγκρουση του 2001, μετά την οποία οι Αλβανοί και οι μειονότητες εν γένει απέκτησαν περισσότερα δικαιώματα, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις παραμένουν συνήθως δύσκολες, κυρίως εξαιτίας των προκαταλήψεων της κάθε κοινότητας. Έτσι, οι Σλαβομακεδόνες είναι συχνά εχθρικοί απέναντι στο Ισλάμ, την πλειοψηφούσα ανάμεσα στους Αλβανούς θρησκεία, και εξηγούν την ισχυρή δημογραφική αύξηση των Αλβανών ως θέληση τους να γίνουν πολυπληθέστεροι. Από την άλλη, οι Αλβανοί έχουν συχνά την εντύπωση ότι οι Σλαβομακεδόνες τους θεωρούν πληθυσμό μεταναστών και δεν προσπαθούν να τους κατανοήσουν ή να αναγνωρίσουν τον πολιτισμό τους.[174]

Αλβανόπουλα από το χωριό Γκλότζι (2010).

Οι Τούρκοι, πολύ λιγότεροι από τους Αλβανούς, είναι λιγότερο ορατοί και σχεδόν απόντες από την πολιτική σκηνή.[175] Οι Ρομά, ζουν γενικά σε δύσκολες συνθήκες. Ανάμεσα στους 54.000 Ρομά της Βόρειας Μακεδονίας, 17.000 είναι άνεργοι και 14.000 δεν έχουν πρόσβαση σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Οι περισσότεροι ζουν από το μικροεμπόριο, τη συλλογή απορριμμάτων και την επαιτεία. Η Βόρεια Μακεδονία δείχνει μια ορισμένη θέληση να ενσωματώσει τους Ρομά στην κοινωνία και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης, κυρίως διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση δημιουργώντας υπουργείο για τους Ρομά. Έτσι, στη Βόρεια Μακεδονία βρίσκεται ο μόνος δήμος που έχει υιοθετήσει τη ρομάνι ως επίσημη γλώσσα, ο Chouto Orizari, προάστιο των Σκοπίων. Τέλος, η χώρα έχει έναν μεγάλο αριθμό μη-κυβερνητικών οργανώσεων αφιερωμένων στη βελτίωση της τύχης των Ρομά.[176]

Οι Βλάχοι, των οποίων η ποιμενική παράδοση εξαφανίστηκε κατά τη σοσιαλιστική περίοδο, έχουν αφομοιωθεί στη σλαβομακεδονική κοινότητα, με την οποία μοιράζονται την ίδια θρησκεία. Έχουν ωστόσο κάποια σχολεία όπου διδάσκεται η γλώσσα τους, τα βλάχικα.[177] Οι Σέρβοι διατηρούν μάλλον καλές σχέσεις με τους Σλαβομακεδόνες, ακόμα και αν υπάρχουν ελαφρές εντάσεις ανάμεσά τους, κυρίως εξαιτίας της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τη Βόρεια Μακεδονία.[178] Τέλος, οι Βόσνιοι, που παραδοσιακά αποκαλούνται Πομάκοι ή Τορμπέκι, είναι Σλάβοι που είχαν προσηλυτισθεί στο Ισλάμ από τους Οθωμανούς. Μιλούνε σλαβομακεδονικά, αλλά ταυτίζονται περισσότερο με τις υπόλοιπες μουσουλμανικές κοινότητες της χώρας. Η επίσημη ονομασία τους, Μποσνιάκοι αντικατέστησε εκείνη των Μουσουλμάνων, που είχε δοθεί από τον Τίτο το 1961 σε όλους τους Σλάβους της Γιουγκοσλαβίας που είχαν προσηλυτισθεί στο Ισλάμ. Η μουσουλμανική εθνικότητα αναγνωρίστηκε πλήρως ως έθνος δέκα έτη αργότερα.[179]

Δημογραφία

Δημογραφική εξέλιξη μεταξύ 1992 και 2003 (αριθμοί της FAO, 2005). Πληθυσμός σε εκατομμύρια κατοίκους.

Η Βόρεια Μακεδονία είναι ένα νέο κράτος και η περιοχή γνώρισε στη διάρκεια της ιστορίας της οικονομικές και πολιτικές δυσχέρειες που εμπόδισαν τη διενέργεια αξιόπιστης απογραφής. Η πρώτη απογραφή δεν έλαβε χώρα παρά το 1948, ενώ ξεκινούσε ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Καταμέτρησε 1.152.986 κατοίκους στην τότε γιουγκοσλαβική δημοκρατία.[180] Η δημογραφική αύξηση ήταν γρήγορη στο κομμουνιστικό καθεστώς, καθώς το 1953 η χώρα είχε ήδη 240.000 και πλέον κατοίκους περισσότερους σε σχέση με το 1948 και το 1971 αριθμούσε 1.647.308 κατοίκους. Η χώρα ξεπέρασε τα δύο εκατομμύρια το 1991[181] και αριθμεί 2.022.547 κατοίκους σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, που έγινε το 2002.[115] Κατά μια εκτίμηση, ο πληθυσμός της το 2022 υπολογίζεται σε 1.829.954 κατοίκους.[2]

Ο δείκτης γονιμότητας, που μετρούσε περισσότερα από 4 παιδιά ανά γυναίκα πριν τη δεκαετία του 1960, βρίσκεται πλέον γύρω στο 1,5. Αυτός ο χαμηλός αριθμός εξηγείται από την έλλειψη πόρων των οικογενειών για την ανατροφή πολλών παιδιών και από τη συνεχώς αυξανόμενη ηλικία γάμου των γυναικών όπως και την είσοδό τους στην επαγγελματική ζωή. Για τη βελτίωση του χαμηλού δείκτη γονιμότητας, που δεν αρκεί για την αναπλήρωση του πληθυσμού, από το 2008 το κράτος δίνει μηνιαία 120 ευρώ σε οικογένειες που έχουν τρία παιδιά.[182] Ο αριθμός των γεννήσεων είναι ωστόσο μεγαλύτερος από εκείνο των θανάτων, 23.684 γεννήσεις για 19.060 θανάτους το 2009,[183] και η ετήσια αύξηση υπολογίζεται σε 0,237% για το 2012.[44] Το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι ελαφρώς αρνητικό (510 μετανάστες το 2009).[183] Η Βόρεια Μακεδονία μαζί με την Αλβανία ήταν το 2011 τα μόνα κράτη των Βαλκανίων των οποίων ο πληθυσμός δε μειώνεται.[184]

Ο πληθυσμός της χώρας γερνάει, αλλά λιγότερο γρήγορα απ' ότι εκείνος της δυτικής Ευρώπης. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 74,8 χρόνια (72,8 χρόνια οι άνδρες και 76,9 οι γυναίκες).[185]

Θρησκείες

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η θρησκευτική ελευθερία είναι διασφαλισμένη. Η ελεύθερη και δημόσια έκφραση της πίστης ατομικά ή από κοινού με άλλους είναι εγγυημένη. Η προσφάτως αναγνωρισμένη (2022) ως Ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), καθώς και κάποιες άλλες ομολογιακές κοινότητες και θρησκευτικές ομάδες διαχωρίζονται από το κράτος και είναι ίσες ενώπιον του νόμου. Το Σύνταγμα επιτρέπει επίσης τη δημιουργία θρησκευτικών σχολείων και κοινωνικών ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών οργανώσεων από θρησκευτικές ομάδες.[172] Η νομοθεσία απαγορεύει κάθε διάκριση που βασίζεται στη θρησκεία.[186]

Ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της πλειονότητας στη Βόρεια Μακεδονία αφού το 64,7% του πληθυσμού ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με την απογραφή του 2002. Μια μικρή μειονότητα (0,37%) ανήκει σε άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Το Ισλάμ συγκεντρώνει το 33,3% του πληθυσμού, γεγονός που κάνει τη χώρα την πέμπτη χώρα της Ευρώπης όσον αφορά την αναλογία του μουσουλμανικού πληθυσμού, μετά την Τουρκία (99%), το Κόσοβο (90%), την Αλβανία (70%) και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (48%). Η κοινότητα των μπεκτασήδων Αλεβιτών υπολογίζεται σε 30.0000 άτομα.[187] σύμφωνα με τους επικεφαλής της. Το υπόλοιπο 1,63% δεν έχει δηλώσει ότι ανήκει σε κάποια θρησκεία.[44][188]

Το θρησκευτικό ανήκειν είναι ισχυρά συνδεδεμένη με το εθνοτικό. Είναι εξάλλου σημαντικός παράγοντας ταυτότητας για τις διάφορες ομάδες και, στην πραγματικότητα, αυτή η ταυτοτική λειτουργία είναι σημαντικότερη από την ορθή άσκηση της λατρείας και την πίστη.[189] Οι Σλαβομακεδόνες και οι Βλάχοι ανήκουν γενικά στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας) και οι Σέρβοι στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ οι Αλβανοί, οι Τούρκοι, οι Ρομά και οι Βόσνιοι της χώρας ανήκουν στην πλειονότητά τους στο σουνιτικό Ισλάμ. Υπάρχει ακόμη μια μειονότητα Ρωμαιοκαθολικών Αλβανών, συγκεντρωμένη κυρίως στα Σκόπια, απ' όπου καταγόταν η Μητέρα Τερέζα,[190] διάφορες προτεσταντικές εκκλησίες[44] καθώς και 1.337 Μάρτυρες του Ιεχωβά.[191] Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η χώρα αριθμούσε μία μικρή κοινότητα σεφαραδιτών Εβραίων, που υπολογίζεται στα 7.000 με 8000 άτομα, συγκεντρωμένη στις πόλεις των Σκοπίων και της Μπίτολα. Όλοι τους εκτοπίστηκαν το 1943 στην Τρεμπλίνκα, και περισσότεροι από 7.000 σκοτώθηκαν εκεί.[192][193]

Ο ταυτοτικός ρόλος των θρησκειών τις τοποθετεί συχνά στο επίκεντρο διεθνοτικών προβλημάτων. Έτσι, τόποι λατρείας ορθόδοξων και μουσουλμάνων κάποιες φορές είναι στόχος εξτρεμιστικών ομάδων.[186] Η αλβανική αναδίπλωση έχει οδηγήσει στην εμφάνιση θρησκευτικού ριζοσπαστισμού και οι Αλβανοί της χώρας θεωρούνται περισσότερο θρησκευόμενοι από εκείνους του Κοσόβου και της Αλβανίας.[194]

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι μοιρασμένοι: βρίσκονται υπό την Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος που ανήκει στο Πατριαρχείο Σερβίας και στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας) που αναγνωρίστηκε πρόσφατα (2022) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η συγκεκριμένη Εκκλησία είχε αποσχισθεί το 1967 από τους κόλπους του Πατριαρχείου των Σέρβων και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη. Αυτή μόνο αναγνωριζόταν από την κυβέρνηση, αλλά μέχρι το 2022 δεν αναγνωριζόταν από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρούμενη ως σχισματική.[195][196].[197]

Οικογένεια, σεξουαλικότητα και ισότητα των φύλων

Γυναίκες του χωριού Σμίλεβο το 1913.

Η κοινωνία της Βόρειας Μακεδονίας έχει επηρεαστεί από τον ορθόδοξο και τον μουσουλμανικό θρησκευτικό λόγο, που ευνοούν συντηρητικές θεωρίες, αλλά το κοινό των εξτρεμιστικών ομάδων είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Η βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση της χώρας έχουν ωστόσο επηρεάσει σημαντικά τις οικογένειες. Το πατριαρχικό σύστημα έχει εξασθενίσει προς όφελος της ισότητας των μελών μιας οικογένειας. Η επαγγελματική ζωή και η έλλειψη οικονομικών μέσων έχουν αυξήσει την ηλικία γάμου και έχουν μειώσει τον αριθμό παιδιών ανά οικογένεια. Τα διαζύγια είναι όλο και πιο συχνά, αντιστοιχούσαν π.χ. σε 90,2 γάμους στους 1000 το 2002. Αυτή η εξέλιξη της οικογένειας δεν αφορά ολόκληρη την κοινωνία: οι Σλαβομακεδόνες που ζουν σε αγροτικό περιβάλλον και οι μειονότητες όπως οι Αλβανοί και οι Ρομά συχνά ακολουθούν ακόμη πιο παραδοσιακά μοντέλα. Τέλος, ο αριθμός ζευγαριών που απλώς συζούν παραμένει πολύ χαμηλός σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού.[198]

Οι μικτοί γάμοι αυξάνονται αλλά παραμένουν περιθωριακοί. Τέτοιοι γάμοι θεωρούνται συχνά προδοσία της εθνοτικής κοινότητας και μία έρευνα του 2006 αποκάλυψε ότι το 78% των Σλαβομακεδόνων και το 86% των Αλβανών αντιτίθενται στους μικτούς γάμους. Αλλά, περισσότερο από τον εθνοτικό διαχωρισμό, οι θρησκευτικές διαφορές σταματούν αυτούς τους γάμους, αν και οι γάμοι με τους Ρομά αποδοκιμάζονται τόσο από Μουσουλμάνους και Ορθοδόξους.[199]

Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Βόρειας Μακεδονίας, οι γυναίκες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες. Η κατάστασή τους είναι ωστόσο μειονεκτική σε πολλά σημεία. Απολαμβάνουν κάποιου είδους ισότητα με τους άντρες γιατί είναι ενσωματωμένες στην επαγγελματική ζωή και αυτό τους εγγυάται κυρίως μία πηγή εισοδήματος και επιβάλλει το μοίρασμα των οικιακών καθηκόντων. Αλλά, ορισμένες όψεις της οικογενειακής ζωής, όπως η αγωγή των παιδιών, εξακολουθούν συνήθως να θεωρούνται γυναικεία υπόθεση.[198] Η συζυγική βία είναι υπαρκτή, αλλά οι καταγγελίες είναι σπάνιες και το πρόβλημα δε θίγεται ούτε από την κοινωνία ούτε από τους θεσμούς.[200] Η Βόρεια Μακεδονία συναντά επίσης προβλήματα όσον αφορά την αντισύλληψη, καθώς πολλές γυναίκες είναι κακοπληροφορημένες και το θέμα παραμένει ταμπού. Μόνο 11,6% των Βορειομακεδονισσών χρησιμοποιούν το αντισυλληπτικό χάπι, που συχνά θεωρείται επιβλαβές για την υγεία, και οι αμβλώσεις είναι ασυνήθιστα πολυάριθμες, καθώς περίπου 130.000 Βορειομακεδόνισσες έχουν κάνει τουλάχιστον μία.[201] Ο αριθμός των γυναικών στα υψηλά αξιώματα είναι ακόμα χαμηλός. Έτσι, το 2011, υπήρχαν 43 γυναίκες ανάμεσα στα 120 μέλη του Κοινοβουλίου, δεν υπήρχαν παρά μόνο τρεις γυναίκες στην κυβέρνηση (στα υπουργεία Εσωτερικών, Πολιτισμού και ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης).[202][203]

Όσον αφορά τις διάφορες μορφές σεξουαλικής διαφορετικότητας, απορρίπτονται μαζικά από την κοινωνία της χώρας. Το 2002, το 80% του πληθυσμού θεωρούσε την ομοφυλοφιλία νοητική ασθένεια και το θέμα σχεδόν ποτέ δεν εξετάζεται από τους θεσμούς. Η κοινότητα ΛΟΑΤ της Βόρειας Μακεδονίας είναι αδύναμη και ανοργάνωτη. Η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε το 1996, αλλά ο νόμος ενάντια στις διακρίσεις που θεσπίστηκε το 2010 δεν τους έχει συμπεριλάβει όπως είχε προταθεί αρχικά.[204]

Γλώσσες

Πινακίδα στα σλαβομακεδονικά.

Τα σλαβομακεδονικά και τα αλβανικά είναι οι επίσημες γλώσσες της Βόρειας Μακεδονίας.[172] Η πρώτη είναι σλαβική γλώσσα, πολύ κοντινή με τη βουλγαρική, με την οποία μοιράζεται ισχυρές βαλκανικές επιδράσεις. Για παράδειγμα, είναι οι μοναδικές σλάβικες γλώσσες που δεν έχουν πτωτικό σύστημα και χρησιμοποιούν άρθρα. Τα σλαβομακεδονικά γράφονται με το κυριλλικό αλφάβητο και χρησιμοποιούνται επίσης από Σλαβομακεδόνες σε άλλα κράτη της Βαλκανικής. Κωδικοποιήθηκαν το 1945, γεγονός που τα καθιστούν νέα γλώσσα από λογοτεχνική άποψη.[εκκρεμεί παραπομπή] Πλάι στην επίσημη σλαβομακεδονική γλώσσα υπάρχουν πολλές διάλεκτοι, που χρησιμοποιούνται ακόμα στην ιδιωτική σφαίρα, κυρίως σε αγροτικές περιοχές.[205]

Οι μειονοτικές γλώσσες, η τουρκική, η ρομάνι, τα βλάχικα και τα σέρβικα, έχουν και αυτά διαλέκτους που απαντώνται μόνο στη Βόρεια Μακεδονία και παρουσιάζουν ομοιότητες μεταξύ τους, για παράδειγμα στη φωνολογία.[206] Η χώρα έχει υπογράψει τον Ευρωπαϊκό χάρτη περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών του Συμβουλίου της Ευρώπης[207] και προστατεύει τις γλώσσες των μειονοτήτων της, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διοίκηση, τα ΜΜΕ και τη διδασκαλία σύμφωνα με το ορισμένο από το νόμο πλαίσιο.[172]

Εκπαίδευση

Το λύκειο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στα Μπίτολα.

Το εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη μεγάλες μεταρρυθμίσεις τη δεκαετία του 2000 για να συμμορφωθεί με τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της διαδικασίας της Μπολόνια. Για παράδειγμα, η άλλοτε συγκεντρωτική διαχείριση των ιδρυμάτων γίνεται πλέον από δήμους και η υποχρεωτική ηλικία έναρξης της εκπαίδευσης χαμήλωσε ένα έτος.[208]

Η διδασκαλία είναι υποχρεωτική από τα έξι έως τα δεκαπέντε και το σχολείο είναι δωρεάν στα δημόσια ιδρύματα, εκτός από την ανώτερη εκπαίδευση, για την οποία απαιτούνται δίδακτρα. Η εγγραφή σε ιδιωτικά ιδρύματα είναι ακριβή. Τα δεύτερα διαθέτουν μεγάλη ελευθερία απέναντι στο υπουργείο, κυρίως όσον αφορά το σχολικό πρόγραμμα.[209]

Τα παιδιά από έξι μηνών έως έξι ετών μπορούν να πάνε σε παιδικούς σταθμούς, όπου περίπου το 81% των παιδιών περνάνε τουλάχιστον ένα χρόνο (σχεδόν το 100% στις πόλεις). Έπειτα, υπάρχει το δημοτικό, το μόνο υποχρεωτικό, που χωρίζεται σε δύο στάδια. Το πρώτο, που αντιστοιχεί στις τάξεις 1 έως 4 ή από 6 έως 9 χρονών, είναι το στάδιο στο οποίο τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν. Έχουν ένα μόνο καθηγητή για αυτά τα τέσσερα χρόνια και αυτός τους διδάσκει όλα τα μαθήματα του προγράμματος.[209] Στο τέλος της τέταρτης τάξης, δίνουν μια γενική εξέταση για την είσοδο στην πέμπτη. Από την 5η έως την 8η τάξη, δηλαδή από τα 10 έως τα 14, οι μαθητές έχουν διάφορους καθηγητές ειδικευμένους σε ένα μάθημα. Στο τέλος της 8ης τάξης, οι μαθητές περνάν άλλη μια εξέταση και έπειτα επιλέγουν ένα από τα δύο: το ειδικό τεχνικό σχολείο ή το λύκειο.[210]

Τα εξειδικευμένα τεχνικά σχολεία προετοιμάζουν ειδικά για ένα επάγγελμα και προσφέρουν προγράμματα σπουδών από 2 έως 4 έτη, ακολουθούμενα από μία εξέταση στο τέλος. Τα λύκεια λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά οι μαθητές τους πρέπει να φοιτήσουν τέσσερα χρόνια και έχουν προσανατολισμό τις ανώτερες σπουδές. Υπάρχουν επίσης τεχνικά σχολεία για ενήλικες, που προσφέρουν για παράδειγμα μαθήματα πληροφορικής, ξένων γλωσσών ή διαχείρισης.[210]

Η ανώτερη εκπαίδευση γίνεται στα πανεπιστήμια, που λειτουργούν με το σύστημα πτυχίο-μεταπτυχιακό-διδακτορικό. Η διάρκεια της προετοιμασίας του πτυχίου είναι ορισμένη στα τέσσερα έως έξι χρόνια ανάλογα με τη σχολή και εκείνη του μεταπτυχιακού στα δύο χρόνια. Η χώρα αριθμεί τέσσερα δημόσια πανεπιστήμια, το Πανεπιστήμιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στα Σκόπια, το Πανεπιστήμιο Γκότσε Ντέλτσεφ στο Στιπ, το Πανεπιστήμιο Αγίου Κλήμεντος Οχρίδας στα Μπίτολα και το Κρατικό Πανεπιστήμιο Τετόβου, καθώς και πολλά μικρότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια.[210]

Για να γίνεται σεβαστός ο πολυεθνοτικός χαρακτήρας της χώρας, οι μαθητές που προέρχονται από μειονότητες μπορούν να πραγματοποιούν την εκπαίδευσή τους στη μητρική τους γλώσσα.[211] Οφείλουν ωστόσο να κάνουν μάθημα σλαβομακεδονικών από την τρίτη τάξη. Από το 2007 διδάσκονται από την πρώτη τάξη και τα αγγλικά.[208] Ασκείται, ωστόσο, κριτική στον διαχωρισμό των μαθητών σύμφωνα με τη μητρική τους, γιατί βαθαίνει έναν εθνοτικό διαχωρισμό που εμποδίζει κυρίως τους νεαρούς Σλαβομακεδόνες και Αλβανούς να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους.[212]

Το επίπεδο εκπαίδευσης στη χώρα παραμένει κάτω από τους μέσους όρους της περιοχής και υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στα σχολεία των πόλεων και της υπαίθρου, όπως και ανάμεσα στις εθνοτικές κοινότητες. Έτσι, η σχολική διαρροή, που υπολογίζεται στο 1,8% για την υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αφορά κυρίως τους Ρομά.[213] Μεγάλη πρόοδος έχει επιτευχθεί ωστόσο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ο αναλφαβητισμός, που άγγιζε το 64% του πληθυσμού το 1944,[214] δεν αφορά πλέον παρά το 3,9% των Σλαβομακεδόνων[44] και οι Αλβανοί, που άλλοτε υποεκπροσωπούνταν στα πανεπιστήμια, έχουν πλέον ευχερή πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση στη γλώσσα τους.[213]

Υγεία

Το επίπεδο ιατρικών υπηρεσιών έπεσε σημαντικά μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, αλλά ο τομέας γνώρισε σημαντικές αλλαγές, κυρίως το άνοιγμα στον ανταγωνισμό.[215] Η χώρα αριθμεί 4,94 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1000 κατοίκους, αναλογία υψηλότερη του μέσου όρου των πρώην κομμουνιστικών χωρών, αλλά κάτω από εκείνη των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Υπάρχουν, επίσης, 2,5 γιατροί ανά 1000 κατοίκους, αναλογία χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η χώρα ξόδεψε το 6,9% του ΑΕΠ της για την υγεία το 2009.[44]

Η χώρα αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα υγείας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες: οι καρδιοαγγειακές ασθένειες, ο καρκίνος, οι ψυχικές ασθένειες, οι τραυματισμοί και τα αναπνευστικά προβλήματα είναι οι κύριες αιτίες θανάτου. Το AIDS και η φυματίωση είναι, ωστόσο, πολύ σπάνια. Η υγεία των πολιτών απειλείται επίσης από την έλλειψη προσοχής κατά την οδήγηση, την υψηλή κατανάλωση καπνού και την αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ.[138] Το ποσοστό παιδικής θνησιμότητας είναι ακόμα υψηλό, αν και όμοιο με εκείνο άλλων χωρών της περιοχής, όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία. Υπολογίζεται σε 8,32 τοις χιλίοις το 2012. Το 2008, το 11% του πληθυσμού, κυρίως του αγροτικού, δεν είχε ακόμα πρόσβαση σε πόσιμο νερό.[44]

ΜΜΕ

Η έδρα της Ραδιοτηλεόρασης της Βόρειας Μακεδονίας στα Σκόπια.

Το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας είναι υπερφορτωμένο, με περισσότερες από εκατό ραδιοτηλεοπτικές αλυσίδες, οι περισσότερες από τις οποίες επιβιώνουν οικονομικά με δυσκολία. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση κυριαρχούνται από ιδιωτικές εμπορικές αλυσίδες που ανταγωνίζονται τα τρία δημόσια κανάλια της Μακεδονικής Ραδιοτηλεόρασης (MRT).[216] Άλλα μεγάλα κανάλια είναι το Sitel και το Κανάλι 5.[217] Ο ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός Κανάλι 77 είναι ο μόνος που ανταγωνίζεται πραγματικά τους δημόσιους σταθμούς της MRT.[218][219]

Το 2010, το 51% του πληθυσμού χρησιμοποιούσε το ίντερνετ.[216] Οι κύριες εφημερίδες της Βόρειας Μακεδονίας αθροίζουν περισσότερα από 140.000 φύλλα την ημέρα· ανάμεσά τους βρίσκονται η Νόβα Μακεντόνιγια και η Βέτσερ, παλιές κρατικές εφημερίδες που παρέμειναν φιλοκυβερνητικές, και η Ουτρίνσκι Βέσνικ και η Ντέβνικ, πολιτικά ανεξάρτητες. Οι μειονότητες διαθέτουν τα δικά τους ΜΜΕ και ο αλβανικός τύπος κατέχει σημαντικό μερίδιο της αγοράς.[216] Η χώρα έχει επίσης κρατικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, το MIA.[218]

Το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία του τύπου και της έκφρασης, αλλά τα ΜΜΕ της χώρας εμφανίζονται όλο και περισσότερο απειλούμενα. Έτσι, ένα δικαστήριο διέταξε το 2011 το κλείσιμο του πρώτου ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού και τριών καθημερινών εφημερίδων μετά από κατηγορίες απάτης εναντίον του ιδιοκτήτη τους, κάτι που δημοσιογραφικές ενώσεις θεώρησαν κυβερνητική πράξη εναντίον των μεγάλων ΜΜΕ της αντιπολίτευσης, και το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο μεταρρυθμίστηκε, επιτρέποντας μεγαλύτερη κυβερνητική παρέμβαση.[220] Επίσης, το 2012, το κοινοβούλιο ετοίμασε ένα νέο νόμο για τον απευθείας έλεγχο του ξένου τύπου από τον υπουργό εξωτερικών, που θα απαγόρευε σε ξένους δημοσιογράφους να «συλλέγουν μέσω έρευνας προσωπικές απόψεις και δεδομένα πολιτών».[221]

Εθελοντικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές ενώσεις

Η Βόρεια Μακεδονία αριθμεί περισσότερες από 11.000 ΜΚΟ,[222] που ειδικεύονται κυρίως στα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Οι περισσότερες, όμως, δε διαθέτουν πόρους και ορατότητα και μόνο μια μειονότητα ανάμεσά τους έχουν πραγματική αποτελεσματικότητα, δημοσιεύοντας αναλύσεις και προτείνοντας αλλαγές στη νομοθεσία. Η προοδευτική απώλεια ενδιαφέροντος των ξένων δωρητών για την πρώην Γιουγκοσλαβία πλήττει και αυτές τις συνενώσεις.[223] Ο εθελοντισμός, που ασκείται από το 17% του πληθυσμού,[222] παραμένει ισχνός και η τοπική φιλανθρωπία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι κρατικές παροχές κατευθύνονται κυρίως στην Ομοσπονδία συνδικάτων της Βόρειας Μακεδονίας, πράγμα που επιτρέπει στην κυβέρνηση να ικανοποιεί τους συνδικαλιστές ενώ επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι παροχές κατευθύνονται επίσης σε άλλους μεγάλους οργανισμούς, όπως τον Σύνδεσμο Βετεράνων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σύνδεσμο γυναικών ή το Κοινοβούλιο των Παιδιών.[223]

Από το τέλος του σοσιαλιστικού συστήματος, η ισχύς των συνδικάτων έχει εξασθενήσει σημαντικά προς όφελος εκείνης των θρησκευτικών ομάδων, που έχουν ωστόσο ισχνή παρουσία στον τομέα του συνεταιρίζεσθαι.[223] Ωστόσο, περίπου το 24% του πληθυσμού παραμένουν μέλη συνδικάτων.[224]

Το ενδιαφέρον των πολιτών για την πολιτική είναι περιορισμένο. Περίπου το 25% είναι μέλη πολιτικών οργανώσεων και σχεδόν οι μισοί έχουν ήδη πάρει μέρος σε δραστηριότητες τουλάχιστον δυο διαφορετικών οργανισμών. Τα άτομα που προέρχονται από μειονότητες είναι περισσότερο ευεπίφορα στην πολιτική ενασχόληση, καθώς αποτελούν περισσότερο από το 40% των ενεργών μελών, αλλά δεν υπάρχει πραγματική διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, τους άνδρες και τις γυναίκες, την πόλη και την ύπαιθρο.[225] Το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές ποικίλλει αρκετά και κυμαίνεται ανάμεσα στο 50 με 70% για τις κοινοβουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές.[226]

Αθλητισμός

Η ομάδα της Βόρειας Μακεδονίας στους Ολυμπιακούς του Βανκούβερ (2010).

Η Βόρεια Μακεδονία δεν αριθμεί πολλούς διεθνείς πρωταθλητές. Έτσι, αν και συμμετείχε σε τέσσερις Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες και τέσσερις χειμερινούς, έχει κερδίσει μόνο ένα χάλκινο μετάλλιο, στην πάλη στους Ολυμπιακούς του 2000.[227] Ωστόσο, οι Βορειομακεδόνες γιουγκοσλάβοι αθλητές είχαν κερδίσει 13 μετάλλια από το 1956 έως το 1988 και η χώρα έχει επίσης κερδίσει πέντε μετάλλια στους Παραολυμπιακούς, τρία με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας και δύο με εκείνα της Βόρειας Μακεδονίας, ένα αργυρό το 2004, και ένα χρυσό το 2012.[228] Οι Ντάρκο Πάντσεφ[229], Γκόραν Πάντεφ και Πέρο Άντιτς συγκαταλέγονται στους λίγους αθλητές της χώρας που έχουν αποκτήσει ευρωπαϊκή φήμη.

Ωστόσο, οι Βορειομακεδόνες ενδιαφέρονται πολύ για τον αθλητισμό, όπως φαίνεται από τη σημασία αθλητικών στοιχημάτων, που τοποθετούνται από το 37% του πληθυσμού. Το φαινόμενο αφορά κυρίως τους άνδρες και τους νέους (οι κάτω των 25 ετών αντιπροσωπεύουν το 48% των παικτών), αλλά αφορά όλες τις κοινωνικές κατηγορίες.[230] Η χώρα αριθμεί περισσότερους από 1.300 αθλητικούς ομίλους με σχεδόν 60.000 μέλη.[231]

Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στη χώρα, ακολουθούμενο από το χάντμπολ, το βόλεϋ, το μπάσκετ και την κολύμβηση.[232] Το σκι, το κυνήγι, το παραπέντε, η σπηλαιολογία, η αθλητική αλιεία, το καγιάκ, η αναρρίχηση και η ορεινή ποδηλασία είναι αθλήματα που ασκούνται στα βουνά της χώρας.[233]

Πολιτισμός

Ταυτότητα και εθνικά σύμβολα

Θυρεός της περιοχής της Μακεδονίας
Θυρεός της περιοχής της Μακεδονίας.

Η Βόρεια Μακεδονία είναι νέο κράτος και η ίδια η ύπαρξη σλαβομακεδονικού έθνους αμφισβητείται κάποιες φορές, ιδίως στη Βουλγαρία. Οι Σλαβομακεδόνες στην πλειοψηφία τους υποστήριζαν ένωση με τη Βουλγαρία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και η εθνογένεση που έλαβε χώρα κατά τον 19ο αιώνα προκάλεσε μακρά διερώτηση σχετικά με το πού ανήκαν εθνικά οι Σλάβοι της Μακεδονίας, τόσο των ίδιων και των γειτόνων τους όσο και των Δυτικών. Η εθνογένεση εμποδίστηκε από τις μαζικές πολιτικές αφομοίωσης της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, που τις έβλεπαν ως μέσο για την καλύτερη διεκδίκηση της περιοχής, που βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία[εκκρεμεί παραπομπή]. Ωστόσο, ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός εδραιώθηκε ευρέως σε δύο στάδια, πρώτα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Βουλγαρία κατέκτησε με τη βία τη βόρεια Μακεδονία και ξαναζωντάνεψε τα φιλογιουγκοσλαβικά αισθήματα των Σλαβομακεδόνων, και έπειτα κατά την ανεξαρτητοποίηση το 1991, όταν ο σερβικός εθνικισμός του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς τα αποθάρρυνε. Η ταυτότητα της Δημοκρατίας εξασθενεί από την πολυεθνική φύση της χώρας.[234][235]

Η ιδέα ότι οι Σλαβομακεδόνες κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες και η χρήση της εικόνας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι σχετικά πρόσφατες. Προέρχονται από τη σλαβομακεδονική διασπορά, παρούσα κυρίως στον Καναδά και στην Αυστραλία, που αποτελείται από μετανάστες που έφευγαν για να ξεφύγουν από την καταστολή και είναι περισσότερο εθνικιστές από τους ομοεθνείς τους. Τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε πολιτισμικός εξτρεμισμός στην αυστραλιανή διασπορά, που ξεκίνησε να ταυτίζεται με τους αρχαίους Μακεδόνες, και αυτή η ιδέα γρήγορα διαδόθηκε ανάμεσα στους κατοίκους της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.[236]

Η παλιά σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας, και η καινούργια, αναρτημένες μαζί στο Αθλητικό κέντρο Μπόρις Τραικόφσκι στα Σκόπια.

Η δημοκρατία εκπροσωπείται επίσημα από τη σημαία της, το εθνόσημό της και τον ύμνο της, Ντένες ναντ Μακεντόνιγια[172]. Η σημαία αναπαριστά έναν κίτρινο ήλιο με οκτώ ακτίνες σε κόκκινο φόντο και υιοθετήθηκε το 1995 μετά από διένεξη με την Ελλάδα, που δε δεχόταν την αρχική σημαία του κράτους, τον κίτρινο ήλιο της Βεργίνας σε κόκκινο φόντο. Το έμβλημα αυτό είχε επιλεγεί από τις αρχές του κράτους μετά την ανεξαρτησία επειδή είχε βρεθεί στον τάφο του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και μπορούσε έτσι να διεκδικήσει την αρχαία μακεδονική κληρονομιά, που τους αρνούνταν η Ελλάδα. Η νέα σημαία είναι ευρέως αποδεκτή αλλά ο ήλιος της Βεργίνας χρησιμοποιείται ακόμα από αρκετούς Σλαβομακεδόνες.[237] Η μη χρήση και απεικόνιση του Ήλιου της Βεργίνας σε οτιδήποτε κρατικό (προϊόν, λογότυπο, πινακίδες, κ.ο.κ.) συμφωνήθηκε από τη Βόρεια Μακεδονία με τη Συμφωνία των Πρεσπών (άρθρο 8, παράγραφος 2) και τέθηκε σε εφαρμογή από τις 12 Αυγούστου 2019.[238]

Το εθνόσημο είναι ίδιο με εκείνο της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, από το οποίο έχει αποσυρθεί μόνο το κόκκινο κομμουνιστικό αστέρι. Αναπαριστά τα τοπία της χώρας με μία λίμνη και ένα βουνό, τα γεωργικά προϊόντα της με σταρένια στάχυα και μπουμπούκια οπιούχου παπαρούνας και τη χειροτεχνία με ένα κέντημα.[239] Το εθνόσημο, σοσιαλιστικού σχεδίου, αρκετές φορές απειλήθηκε με αντικατάσταση, κυρίως από τον ιστορικό θυρεό της περιοχής της Μακεδονίας, ένα χρυσό λιοντάρι σε κόκκινο φόντο. Ο θυρεός αυτός βρίσκεται σχεδιασμένος σε οικόσημα του 1620 και χρησιμοποιήθηκε από μαχητές της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903.[240]

Μόνο οι Σλαβομακεδόνες αισθάνονται ότι αντιπροσωπεύονται από τα εθνικά σύμβολα της Δημοκρατίας, είτε πρόκειται για τα επίσημα είτε όχι. Οι μειονότητες από την πλευρά τους χρησιμοποιούν τις δικές τους σημαίες και εμβλήματα. Κατά τη δεκαετία του 1990, εξάλλου, στη χώρα συνέβησαν πολλές συγκρούσεις εξαιτίας δημάρχων δήμων με αλβανική πλειοψηφία που ήθελαν να υψώσουν την αλβανική σημαία στα κτήρια της διοίκησης. Από το 2005 και σύμφωνα με τη συμφωνία της Οχρίδας που υπογράφηκε το 2001, οι δήμοι των οποίων η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είναι σλαβομακεδονική μπορούν να χρησιμοποιούν επίσημα τα εθνικά σύμβολα της κυρίαρχης μειονότητας.[241]

Αρχιτεκτονική

Φωτογραφία παραδοσιακών σπιτιών στο χωριό Ζέλεζνετς
Παραδοσιακά σπίτια στο χωριό Ζέλεζνετς.

Στη Βόρεια Μακεδονία υπάρχουν δείγματα προϊστορικής αρχιτεκτονικής, κυρίως στους αρχαιολογικούς χώρους Τούμπα Μάτζαρι και Τρπέιτσα, όπου αναπαρίστανται οι οικισμοί, και αρχαίας αρχιτεκτονικής, π.χ. στις αρχαίες πόλεις Στόβοι, Σκούποι και Ηράκλεια Λυγκηστίς, όπου βρίσκονται κατάλοιπα θεάτρων, επαύλεων, θερμών και παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Η χώρα είναι επίσης πλούσια σε θρησκευτική βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπως τα μοναστήρια του Τρέσκαβετς, του Άγιου Ιωάννη Μπιγκόρσκι, και του Οσόγκοβο και οι πολλές εκκλησίες της πόλης της Αχρίδας. Η οθωμανική αρχιτεκτονική είναι πανταχού παρούσα στις πόλεις, που έχουν ακόμα τζαμιά, χαμάμ ή και τεκέδες δερβίσηδων. Ο τεκές και το ζωγραφισμένο τζαμί του Τετόβου θεωρούνται αριστουργήματα της ισλαμικής τέχνης στα Βαλκάνια. Τα κάστρα των Σκοπίων και της Οχρίδας είναι δείγματα βυζαντινής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής και υπερχιλιετών εγκαταστάσεων, καθώς ο χώρος όπου είναι κτισμένα κατοικούνταν από την προϊστορία έως τη νεότερη εποχή.[242]

Φωτογραφία του Μακεντόνιουμ
Το Μακεντόνιουμ, δείγμα της αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1970 στο Κρούσεβο.

Δεν υπάρχει κανένα δείγμα προνεωτερικής αστικής κατασκευής, αλλά σε χωριά και μικρές πόλεις, όπως η Αχρίδα, το Βέλες, το Κράτοβο, ο Πρίλαπος και το Κρούσεβο βρίσκονται ακόμα παραδοσιακά σπίτια του 18ου και 19ου αιώνα.[242] Τα χαρακτηρίζει η απουσία δυτικών επιρροών και άγνοια βιομηχανικών διαδικασιών. Η χρήση πέτρας συνήθως περιοριζόταν στο ισόγειο, ενώ οι όροφοι φτιάχνονταν από ξύλο και τσατμά. Στα πιο πλούσια σπίτια, τα παράθυρα σχηματίζουν καμάρα. Τέλος, όπου οι τοίχοι είναι σοβατισμένοι, μόνο δύο χρώματα χρησιμοποιούνται, το λευκό και το μαύρο.[243] Η δυτική αρχιτεκτονική εμφανίστηκε ωστόσο μετά το 1850, κυρίως στο Μοναστήρι, όπου είχαν εγκαταστήσει τα προξενεία τους οι ευρωπαϊκές δυνάμεις.[242]

Σπάνια είναι τα αρχιτεκτονικά δείγματα των αρχών του 20ου αιώνα, γιατί βρίσκονται κυρίως στα Σκόπια, που καταστράφηκαν από ένα σεισμό το 1963.[244] Η ανακατασκευή της πόλης άφησε δείγμα μοντερνιστικής και μπρουταλιστικής πολεοδομίας. Το νέο κέντρο της πόλης σχεδιάστηκε από τον Κένζο Τάνγκε, που είχε προηγουμένως σχεδιάσει την αναδόμηση της Χιροσίμα. Από τη δεκαετία του 2000, η πόλη υφίσταται και πάλι μια μεγάλη πολεοδομική επιχείρηση, με την ονομασία Σκόπια 2014, που της δίνει περισσότερο μνημειακή όψη με την κατασκευή νεοκλασικών οικοδομημάτων. Αυτή η επιχειρήση, μοναδική ως προς το εύρος της, προκάλεσε πολυάριθμες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους αρχιτέκτονες αλλά και τον πληθυσμό, κυρίως εξαιτίας του αναχρονιστικού στυλ και του κόστους της, που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό για μια χώρα όπως η Βόρεια Μακεδονία. Το «Σκόπια 2014» είναι μοναδικό δείγμα επαναχρησιμοποίησης της πολεοδομίας του ύστερου 19ου αιώνα, που προσπαθούσε να κάνει τις πρωτεύουσες un concentré ιστορίας και εθνικής κληρονομιάς, όπως και δείγμα εγκατάλειψης της σύγχρονης πολεοδομίας, που τείνει να ομογενοποιήσει τα αστικά τοπία όλου του πλανήτη.[245]

Μουσική και χορός

Άνδρες χορευτές του όρο.

Η Βόρεια Μακεδονία έχει πλούσιες και ξεχωριστές παραδόσεις, κυρίως εξαιτίας της απομόνωσης της περιοχής, που δε δέχτηκε δυτικές επιδράσεις πριν το τέλος του 19ου αιώνα. Η χώρα έχει έτσι μια μεγάλη ανθολογία δημοτικών ποιημάτων που συντηρούν την ιστορία και παλαιότερους τρόπους ζωής και τραγούδια πολύ χαρακτηριστικά για τον ακανόνιστο ρυθμό τους, η προέλευση των οποίων είναι άγνωστη. Η παραδοσιακή μουσική χαρακτηρίζεται ακόμη από τη σημασία των γυναικείων φωνών και τη χρήση οργάνων τούρκικης συνήθως προέλευσης, όπως ο ζουρνάς, το νταούλι, ο ταμπουράς και η γκάιντα. Οι περισσότερο διαδεδομένοι χοροί, όπως ο όρο και ο τέτσκοτο, χορεύονται κυρίως από άντρες. Ο όρο χορεύεται σε κύκλο ή σε γραμμή, ενώ ο τέτσκοτο είναι μια πιο δύσκολη παραλλαγή που δίνει την ευκαιρία στους χορευτές να επιδείξουν την ικανότητά τους. Ο πολιτισμός των Ρομά αντιπροσωπεύεται από ένα γυναικείο χορό, το τσότσεκ, και από φανφάρες. Η Έσμα Ρετζέποβα και η Ορχήστρα Kočani είναι οι δύο κυριότεροι πρεσβευτές της σύγχρονης τσιγγάνικης μουσικής της Βόρειας Μακεδονίας.[246]

Η σύγχρονη σκηνή έχει επίσης σημαδευτεί από τη ροκ, όπως το παλιό συγκρότημα Leb i Sol, από ένα ρεύμα darkwave, που αναμιγνύει ορθόδοξους ψαλμούς και άντεργκραουντ μουσικές, που εκπροσωπείται από τα συγκροτήματα Μίζαρ, Arhangel και Padot na Vizantija. Η ποπ μουσική έχει επίσης σημαντική θέση, με ερμηνευτές όπως ο Τόσε Πρόεσκι, η Καρολίνα Γκότσεβα και η Έλενα Ρίστεσκα. Στη χώρα διοργανώνονται πολλά μεγάλα φεστιβάλ, όπως το Φεστιβάλ Τζαζ των Σκοπίων, όπου έχει εμφανιστεί ο Ρέι Τσαρλς, ο Γιουσού Ν’ Ντουρ, ο Τίτο Πουέντε, οι Σιέρρα Μαέστρα, Ραμπί Αμπού Χαλίλ και οι Gotan Project[247] και οι May Opera Evenings, επίσης στα Σκόπια, όπου παρουσιάζονται όπερες, μπαλέτα και κονσέρτα.[248]

Καλές τέχνες

Λεπτομέρεια από τοιχογραφία στον Άγιο Παντελεήμονα στο Νερέζι.

Η παραδοσιακή τέχνη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην παραγωγή θρησκευτικών τοιχογραφιών, οι παλαιότερες από τις οποίες χρονολογούνται στον 12ο αιώνα. Οι τοιχογραφίες αυτές διαχωρίζονται από τον βυζαντινό κανόνα εξαιτίας της σημασίας που δίνουν στη φύση και την τρισδιάστατη οπτική τους. Οι τοιχογραφίες στο Νερέζι, που δημιουργήθηκαν τον 12ο αιώνα, άγγιξαν ένα τέτοιο επίπεδο συναισθηματικής έκφρασης που προεικονίζει μετέπειτα εξελίξεις στη Δύση.[249]

Η παραγωγή θρησκευτικών εικόνων είναι πολύ παλιά, καθώς χριστιανικές εικόνες σε τερακότα από τον 5ο ή 6ο αιώνα βρέθηκα στη Βίνιτσα.[250] Κάποιες μεσαιωνικές εικόνες που συντηρούνται στην Αχρίδα είναι ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα σλαβικής και βυζαντινής εικονογραφίας και ανταγωνίζονται εκείνες του όρους Σινά, του Άθω και τις ρωσικές συλλογές.[251] Στην περιοχή παρήχθησαν επίσης μεγάλος αριθμός ξύλινων γλυπτών, που προορίζονταν κυρίως για τη διακόσμηση εικονοστασίων και επηρεασμένα από ανατολικά μοτίβα μετά την οθωμανική κατάκτηση. Οι Οθωμανοί άφησαν επίσης το ίχνος τους με πολλά τεμένη, διακοσμημένα με τοιχογραφίες, ξυλόγλυπτες οροφές και τάπητες.[252]

Η τοιχογραφία και η γλυπτική αναπτύχθηκαν κατά τον 20ο αιώνα χάρη στη συνεισφορά δυτικών επιρροών.[252] Τα διεθνή ρεύματα όπως ο εξπρεσιονισμός υιοθετήθηκαν από καλλιτέχνες όπως οι ζωγράφοι Νίκολα Μαρτινόσκι και Πέταρ Μάζεβ και ο γλύπτης Ντίμο Τοντορόβσκι,[252] ενώ άλλοι εμπνεύστηκαν κυρίως από την παραδοσιακή τέχνη, όπως ο Ντιμιτάρ Κοντόβσκι που ζωγράφιζε πίνακες βασιζόμενος σε μεσαιωνικές εικόνες. Το Μουσείο σύγχρονης τέχνης των Σκοπίων, το μεγαλύτερο του είδους στη χώρα, έχει στη συλλογή του έργα τοπικών καλλιτεχνών, αλλά και διεθνών, όπως του Πάμπλο Πικάσο, του Πιερ Σουλάζ, του Αλεξάντερ Κάλντερ, Κρίστο και του Βικτώρ Βαζαρελί.[253]

Λογοτεχνία, θέατρο και κινηματογράφος

Η σλαβομακεδονική λογοτεχνία έχει αναπτυχθεί κυρίως μετά την κωδικοποίηση της σλαβομακεδονικής γλώσσας το 1945. Προηγουμένως, συγγραφείς, όπως οι αδερφοί Μιλαντίνοφ, αρκούνταν ως επί το πλείστον στη συλλογή λαϊκών θρύλων. Ο Κότσο Ράτσιν, ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα, είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς που πραγματικά καινοτόμησαν πριν την κωδικοποίηση. Η λογοτεχνία μετά το 1945 δεν απομακρύνθηκε από την ποίηση και τους λαϊκούς μύθους, αλλά κάποιοι συγγραφείς, όπως ο Σλάβκο Γιανέβσκι ή ο Βένκο Μάρκοφσκι, ασχολήθηκαν με το μυθιστόρημα και το θέατρο. Το θέατρο της Βόρειας Μακεδονίας δέχτηκε ισχυρές δυτικές επιρροές, αλλά εμπνέεται επίσης από παγανιστικά σλαβικά έθιμα.[254]

Από το 1945 έχει αναπτυχθεί μια μικρή κινηματογραφική βιομηχανία. Υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, τα Στούντιο Βαρντάρ παρήγαγαν 36 ταινίες, αλλά οι σκηνοθέτες της εποχής δεν είχαν ελευθερία, καθώς έπρεπε να απαντήσουν στις προσταγές της εξουσίας και να παραστήσουν τη σοσιαλιστική πραγματικότητα της χώρας. Μόνο η ταινία Ευτυχισμένο το 49 του σκηνοθέτη Στόλε Πόποφ, που βγήκε το 1986 διακρίνεται από καλλιτεχνική ελευθερία. Η υποψηφιότητα της ταινίας Πριν τη βροχή του Μίλτσο Ματσέβσκι στα 67α Όσκαρ το 1995 χάρισε ένα διεθνές κοινό και σε άλλες ταινίες, όπως το Είμαι ο Τίτωφ Βέλες, του 2007.[255] Το διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ των αδερφών Μανάκι της Μπίτολα, που ιδρύθηκε το 1979, ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κινηματογραφικά φεστιβάλ συμπεριλαμβάνοντας εικονολήπτες.[256]

Γαστρονομία

Ο φασουλοταβάς (tavče gravče) θεωρείται εθνικό πιάτο.

Η κουζίνα της χώρας είναι επηρεασμένη από την ελληνική, την τούρκικη και τη σλαβική και ωφελείται από την ποικιλότητα των τοπικών πολιτισμών. Ανάμεσα στα περισσότερο χρησιμοποιούμενα συστατικά είναι τα κρέατα (κυρίως το αρνί), οι πατάτες, οι ελιές, το καλαμπόκι, το λάχανο, οι μελιτζάνες, οι ντομάτες, οι πιπεριές, τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γιαούρτι, κρέμα γάλακτος και το τυρί), τα καρπούζια, τα κυδώνια, τα δαμάσκηνα και τα μήλα, ενώ τα προτιμώμενα μυρωδικά είναι η πάπρικα, η δάφνη, η μέντα, η ρίγανη και το σκόρδο. Τα πιο εμβληματικά πιάτα της εθνικής κουζίνας είναι οι σαλάτες με φέτα (η σαλάτα chopska, ή μελιτζανοσαλάτα (пинџур), ψητά κρέατα όπως το τσεβάπι, τα γκρατέν, όπως ο φασουλοταβάς (tavče gravče) και ο μουσακάς, τέλος, το αϊβάρ, καρύκευμα με πρώτη ύλη την πιπεριά, χρησιμοποιείται πολύ. Το πιο συνηθισμένο επιδόρπιο είναι ο μπακλαβάς, ένα ανατολίτικο γλυκό.[257]

Η κουζίνα της Βόρειας Μακεδονίας συνοδεύεται παραδοσιακά από μπύρες, μεταλλικό νερό και κυρίως ντόπια κρασιά. Ο τούρκικος καφές, καταναλώνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, είναι σημαντική όψη του ευ ζην της χώρας, όπως και η ρακή, απόσταγμα που παράγεται στο σπίτι. Κατά παράδοση, τα γεύματα είναι άφθονα και διαρκούν πολύ, εκτός από το πρωινό. Μπορούν να συνοδεύονται από κολατσιό, στο οποίο σερβίρεται κυρίως κρεατόπιτες (μπορέκ, κρεατόπιτα που συναντάται συχνά και σε άλλες βαλκανικές κουζίνες[εκκρεμεί παραπομπή]) ή καρυδόπιτες. Τους επισκέπτες τους υποδέχονται με μία κουταλιά σλάτκο, σπιτικής παραγωγής μαρμελάδα.[257]

Πέρα από τον φασουλοταβά ή «tavče gravče» (τηγανητά φασόλια), εθνική σπεσιαλιτέ είναι και η πέστροφα Οχρίδας,[εκκρεμεί παραπομπή] που βρίσκεται στα πρόθυρα εξαφάνισης.[258]

Εθνικές εορτές

Εορτασμός της 2ας Αυγούστου στα Μπίτολα.

Η Βόρεια Μακεδονία διαχωρίζει τις γενικές αργίες, που τηρούνται από το σύνολο του πληθυσμού, από τις θρησκευτικές γιορτές ή εκείνες που είναι αφιερωμένες σε μειονότητες, που τηρούνται μόνο από τα πρόσωπα που αφορούν. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε μισθολογική αποζημίωση ή προσαύξηση του μισθού, αν εργαστούν. Η εθνική εορτή, που ονομάζεται Ημέρα της Δημοκρατίας, λαμβάνει χώρα στις 2 Αυγούστου και τιμά την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903. Ανάμεσα στις υπόλοιπες γενικές ημέρες αργίας βρίσκονται η γιορτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθόδιου και εκείνη του Κλήμεντος της Οχρίδας, ο εορτασμός της ανεξαρτητοποίησης το 1991 και η εργατική Πρωτομαγιά. Οι κοινοτικές αργίες είναι ουσιαστικά οι θρησκευτικές γιορτές των μουσουλμάνων, των ορθοδόξων, των εβραίων και των καθολικών και επίσης ημέρες αφιερωμένες στις διάφορες εθνοτικές κοινότητες της χώρας.[259]

Οικονομία

Οικονομική ιστορία

Η μπρασερί Σκοπσκο υπάρχει από το 1922.

Μέχρι τη σοσιαλιστική εποχή, η περιοχή ήταν πολύ φτωχή, πολύ αγροτική και χωρίς πραγματική βιομηχανία. Το 1945 το γιουγκοσλαβικό καθεστώς επιχείρησε μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση, που ωφελήθηκε από την απαλλοτρίωση των περιουσιών των εξόριστων, των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των μοναστηριών[260]. Οι γαίες αναδιανεμήθηκαν στους συνεταιρισμούς και τους μικρούς αγροκαλλιεργητές,[260] αλλά, έπειτα, η γρήγορη εκβιομηχάνιση προκάλεσε την πτώση του αριθμού των δεύτερων. Αν και αποτελούσαν σχεδόν το 80% του πληθυσμού το 1945,[261] αντιπροσώπευαν το 57% το 1961 και το 22% το 1981.[262]

Η βιομηχανία της Δημοκρατίας ήταν σχεδιασμένη για να εξυπηρετεί ορισμένες ανάγκες της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας και μόνο ορισμένες δραστηριότητες προωθούνταν, όπως η παραγωγή ηλεκτρισμού, χρωμίου, καπνού, υφασμάτων και οικοδομικών υλικών. Η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας εξαρτιόταν από εισαγωγές σε πολλούς τομείς, κυρίως τον αγροδιατροφικό, τα μηχανήματα και τα καταναλωτικά αγαθά. Ήταν επίσης η πιο φτωχή από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες και ο αριθμός ανεργίας ήταν συνεχώς υψηλός: έφτασε το 20% το 1971.[263]

Μετά την ανεξαρτησία, η χώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει την έκλειψη των αγορών στις οποίες εξήγαγε, εξαιτίας του ελληνικού εμπάργκο και των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας. Έχασε το 60% της εμπορικής της δραστηριότητας και έφτασε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας· η επακόλουθη φτώχεια ενθάρρυνε παράνομες δραστηριότητες.[264] Μετά το τέλος του ελληνικού εμπάργκο, η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε ελαφρά και ο πληθωρισμός, που υπολογιζόταν στα 2.200% το 1992, έπεσε στο 55% το 1995[265] και σε λιγότερο από 5% το 1997,[264] αλλά το ποσοστό της ανεργίας, που υπολογιζόταν περίπου στο 19% το 1991, άγγιξε το 40% το 1998. Η μόνη άλλη χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας που είχε τόσο υψηλό ποσοστό ήταν η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.[266] Το 1999, ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου επέδρασε βαρέως στην οικονομία, καθώς η χώρα δεν μπορούσε πλέον να εξάγει αγαθά προς τη Γιουγκοσλαβία και έπρεπε να βρει άλλες αγορές, όπως τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία ή την Ελλάδα.[267] Η ιδιωτικοποίηση ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς το 1995 και ολοκληρώθηκε περίπου το 2000.[264]

Το μικρό μέγεθος του κράτους καθιστά την οικονομία του ευάλωτη και εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Δημοκρατία, που δεν παρείχε παρά το 5% των εισοδημάτων της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1980, είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης. Παρά το ήδη χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού, έχει ποσοστά ανεργίας πολύ υψηλά και δυσκολία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.[268] Οι διαδοχικές κυβερνήσεις επέβαλαν οικονομική λιτότητα και πολλές μεταρρυθμίσεις που επέτρεψαν τη χορήγηση σημαντικών και απαραίτητων για την ανάπτυξη της χώρας δανείων. Η παγκόσμια κρίση γίνεται αισθητή με τη μείωση των εξωτερικών επενδύσεων και το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα.[268] Η οικονομική μεγέθυνση ξαναξεκίνησε με αργούς ρυθμούς το 2010 και το εθνικό ΑΕΠ γνώρισε αύξηση 3% το 2011.[44] Η οικονομία δε φαίνεται να υποφέρει από την ελληνική οικονομική κρίση, παρά τους σημαντικούς οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στις δύο χώρες.[269]

Το πέρασμα στην οικονομία της αγοράς όξυνε σταδιακά τις περιφερειακές αποκλίσεις, κυρίως ανάμεσα στην πρωτεύουσα και την υπόλοιπη χώρα. Η περιοχή των Σκοπίων, που προσελκύει τον πληθυσμό, τις επιχειρήσεις και τα μέσα επικοινωνίας, παράγει σχεδόν το μισό ΑΕΠ, ενώ η βορειοανατολική περιοχή, που συμπεριλαμβάνει, ωστόσο, την πόλη του Κουμάνοβο, παράγει μόλις το 4,5% του ΑΕΠ. Οι άλλες περιοχές παράγουν μόλις ανάμεσα στο 7 και το 8% του ΑΕΠ και μόνο η Πελαγονία, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά, ξεχωρίζει με ποσοστό 12,5%.[270] Οι περιφερειακές ανισότητες εξηγούνται κυρίως από τον πολιτικό και οικονομικό συγκεντρωτισμό και την απουσία μιας μεγάλης πόλης που να μπορεί να ανταγωνιστεί την πρωτεύουσα.[271]

Εισοδήματα του πληθυσμού και ανθρώπινη ανάπτυξη

Ένας δρόμος στο Νεζίλοβο
Οι αγροτικές περιοχές συχνά είναι λιγότερο εύπορες από τις πόλεις. Εδώ το χωριό Νεζίλοβο.

Το μέσο καθαρό εισόδημα στη Βόρεια Μακεδονία είχε ύψος 330 ευρώ τον μήνα το 2010,[εκκρεμεί παραπομπή] αριθμός σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά κοντά στο βουλγαρικό, 342 ευρώ,[272] και ίδιο με το σερβικό, 329 ευρώ.[273] Υπάρχουν σημαντικές μισθολογικές διαφορές ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα: η γεωργία, η βιομηχανία και οι κατασκευές είναι δραστηριότητες λιγότερο προσοδοφόρες, καθώς προσφέρουν περίπου 20% λιγότερο από τον μέσο μισθό. Αντιθέτως, η εξόρυξη μετάλλων, ο δημόσιος τομέας και οι μεταφορές προσφέρουν 20% περισσότερο και ο τομέας της χρηματοοικονομίας είναι ο πλέον προσοδοφόρος, με μισθούς σχεδόν δύο φορές υψηλότερους του μέσου όρου. Ο τομέας της ενέργειας είναι επίσης προσοδοφόρος, καθώς προσφέρει 43% περισσότερο από τον μέσο μισθό.[274]

Οι εργοδότες όφειλαν να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους τουλάχιστον το 65% του εθνικού μέσου μισθού[275] μέχρι το 2012, οπότε θεσπίστηκε ελάχιστος μισθός ύψους 130 ευρώ τον μήνα. Το μέτρο ευνοεί περίπου 65.000 εργαζόμενους, που λάμβαναν χαμηλότερο μισθό πριν την έναρξη ισχύος του νόμου.[276] Το 2008, το 28,7% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας,[44] ποσοστό που συνεχώς αυξάνεται μετά την ανεξαρτησία της χώρας.[277] Η φτώχεια επηρεάζει κυρίως τις αγροτικές περιοχές και τις πολυμελείς οικογένειες με ένα ή περισσότερα μέλη άνεργα ή με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Η ανεργία είναι ουσιαστικά αστικό φαινόμενο και η αγροτική φτώχεια συνδέεται περισσότερο με χαμηλά εισοδήματα παρά με έλλειψη εργασίας.[278] Ενώ οι φτωχοί αυξάνονται, οι ανώτερες τάξεις πλουτίζουν γρήγορα και η χώρα είχε δείκτη Gini 43,2 το 2009, που την τοποθετεί στην τεσσαρακοστή όγδοη θέση στον κόσμο και δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Βουλγαρία όσον αφορά την ανισότητα των εισοδημάτων ανάμεσα στον πληθυσμό.[279] Επίσης είναι η ευρωπαϊκή χώρα (εκτός της ΚΑΚ) όπου το 2009 οι τιμές των διατροφικών προϊόντων ήταν οι πιο χαμηλές: δεν αντιπροσωπεύουν παρά το 52% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[280]

Το 2007, ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης της χώρας ήταν 0,817, πράγμα που την τοποθετεί εβδομηκοστή δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη. Ο δείκτης βρίσκεται σε συνεχή ανοδική τροχιά και αυξήθηκε κατά 0,30 μονάδες ανάμεσα στο 2000 και το 2007.[281]

Εργασία

To 2010, η Βόρεια Μακεδονία ήταν η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στον κόσμο, το 33,8% του ενεργού πληθυσμού.[282] Η ανεργία ήταν υψηλή αρκετά πριν την ανεξαρτητοποίηση και τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, αλλά η κατάσταση χειροτέρευσε από το 1991, εξαιτίας της μείωσης του εξωτερικού εμπορίου και του κλεισίματος αρκετών εργοστασίων. Περισσότερα από τα τρία τέταρτα των ανέργων είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο και περισσότεροι από τους μισούς από αυτούς έχουν ολοκληρώσει μόνο τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η ανεργία των νέων είναι πολύ μεγάλη, φτάνοντας περισσότερο από 60%. Οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο από την ανεργία απ' ό,τι οι άντρες, αλλά η διαφορά, 2%, είναι μικρή.[283]

Το ποσοστό ανεργίας ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στις περιφέρειες, κυμαινόμενο από 20 με 25% στη νοτιοανατολική έως 40 με 45% στη βορειοανατολική. Μαζί με τη νοτιοανατολική, οι περιφέρειες που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας είναι η περιφέρεια Πόλογκ και τα Σκόπια. Τα ποσοστά αυτά ποικίλλουν επίσης ανάμεσα στις εθνοτικές κοινότητες· το ποσοστό είναι σχετικά χαμηλό ανάμεσα στους Αλβανούς, 27%, εξαιρετικά υψηλό για τους Ρομά, 73% το 2010.[271]

Το υψηλό ποσοστό ανεργίας αλλοιώνεται από το μεγάλο αριθμό αδήλωτων εργαζομένων, που αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των εγγεγραμμένων στα μητρώα ανεργίας. Πολλοί δουλεύουν στους τομείς του λιανικού εμπορίου, των προσωπικών υπηρεσιών, σε μικρές επιχειρήσεις ελαιοχρωματισμού ή υδραυλικών ή σε μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες. Η μαύρη εργασία, κοινωνικά ευρέως αποδεκτή, εξηγείται κυρίως από το υψηλό επίπεδο φορολογίας για τις μικρές επιχειρήσεις και τη γραφειοκρατεία. Ερμηνεύεται επίσης από την έλλειψη εμπιστοσύνης και σεβασμού των πολιτών προς το κράτος.[284] Για την εξαφάνιση της μαύρης εργασίας, η κυβέρνηση διεξάγει εκστρατείες επιθεώρησης· 24.000 έλαβαν χώρα το 2011 και επέφεραν περίπου χίλιες δηλώσεις εργαζομένων.[285]

Το 2011 η πλειονότητα του ενεργού πληθυσμού, περισσότερα από 460.000 άτομα, ήταν μισθωτοί· 80.000 ήταν αυτοαπασχολούμενοι και 39.000 είναι εργοδότες. Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του ενεργού πληθυσμού.[286] Το 2010, στη γεωργία απασχολούνταν το 19,9% των εργαζομένων, στη βιομηχανία το 22,1% και στις υπηρεσίες το 58%.[44]

Άτυπη οικονομία

Η Βόρεια Μακεδονία χαρακτηρίζεται από σημαντική άτυπη οικονομία, που αντιπροσωπεύει το 40% του ΑΕΠ.[284] Εμφανίστηκε μετά την ανεξαρτητοποίηση, κατά την οικονομική μετάβαση. Η χώρα ήταν απομονωμένη, εξαιτίας του εμπάργκο που δεν τις επέτρεπε πρόσβαση στις σέρβικες και ελληνικές αγορές και τις κακές σχέσεις με την Αλβανία και τη Βουλγαρία.[287] Με δυσκολία, λοιπόν, μπορούν να επιβιώσουν οι νέες επιχειρήσεις και οι τεχνίτες όταν δηλώνουν τη δραστηριότητά τους και η εθνική οικονομική κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί αρκετά ώστε οι μικροί επιχειρηματίες να καταβάλουν φόρους χωρίς να κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.[284]

Η χώρα βρίσκεται πάνω στους εμπορικούς δρόμους που συνδέουν την Ασία και τη δυτική Ευρώπη και χρησιμοποιούνται για μεταφορά ηρωίνης, αλλά κυρίως κοκαΐνης, όπλων, αλκοόλ και σωματεμπορία. Οι εγχώριοι εγκληματίες έχουν μικρή ανάμιξη στη διακίνηση αυτή, αλλά οι δραστηριότητές τους ευνοούνται από την ντόπια κουλτούρα, δηλαδή την ύπαρξη φατριών στην αλβανική μειονότητα, όπως και τις πολιτικές αναταραχές στο Κόσοβο, άλλης μιας χώρας-πέρασμα.[287] Στη χώρα γίνεται επίσης ξέπλυμα χρήματος, που διευκολύνεται από το μέγεθος των συναλλαγών σε ρευστό, παρά τη συνεχώς αυστηρότερη νομοθεσία.[288]

Τέλος, η διαφθορά είναι διαδεδομένη, κυρίως στους τομείς της υγείας, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό του εθνικού γραφείου στατιστικών, η διαφθορά κόστιζε έως ένα εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο και κάθε άτομο πλήρωνε κατά μέσο όρο 470 ευρώ τον χρόνο για πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες, πράγμα που έκανε τη χώρα τη χειρότερη των Βαλκανίων στο θέμα της διαφθοράς. Πολλές είναι οι συλλήψεις που γίνονται για διαφθορά, αλλά οι εγχώριοι και διεθνείς παρατηρητές αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα του κράτους.[289]

Κύριοι τομείς

Η οικονομία της χώρας χαρακτηρίζεται από σχετικά σημαντική αγροκτηνοτροφία καθώς αντιπροσώπευε το 8,7% του ΑΕΠ το 2010. Η βιομηχανία, πληγμένη από την οικονομική μετάβαση που ακολούθησε την ανεξαρτητοποίηση, αντιπροσώπευε την ίδια χρονιά το 22,1% του ΑΕΠ, και γνωρίζει νέα άνθιση, καθώς η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 10% το 2011, αριθμός που την τοποθετεί στην ένατη θέση παγκοσμίως ως προς τη βιομηχανική μεγέθυνση. Οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν 69,2% του ΑΕΠ.[44]

Γεωργία

Χωράφια δημητριακών και πτηνοτροφείο στο Πόλογκ.

Η Βόρεια Μακεδονία έχει 10.140 τ.χλμ. γεωργικής γης, που αντιπροσωπεύουν το 39% της επικράτειάς της. Το μισό αυτής της γης χρησιμοποιείται σε καλλιέργειες, το άλλο μισό για κτηνοτροφία, αλλά η αγροκαλλιέργειες αντιστοιχούν περίπου στο 70% της συνολικής παραγωγής. Η χώρα αριθμεί επίσης 48.606,75 εκτάρια δασών, μη αξιοποιημένα ως επί το πλείστον.[290] Υπάρχουν δύο είδη γεωργικών εγκαταστάσεων: μια μειοψηφία, κατάλοιπα του σοσιαλιστικού συστήματος, είναι πολύ εκτεταμένες και λειτουργούν ως βιομηχανίες, οι υπόλοιπες, οικογενειακές, είναι πολύ μικρές και κυρίως πολυάριθμες, καθώς το 80% των εκμεταλλεύσεων εκτείνονται μεταξύ 2,5 και 2,8 εκταρίων.[291] Οι γεωργοί συναντούν πολλές δυσκολίες, όπως την έλλειψη ποιοτικών σπόρων και λιπασμάτων, την κακή κατάσταση του αρδευτικού συστήματος και την απουσία καλών στρατηγικών πώλησης. [εκκρεμεί παραπομπή]

Κυριαρχεί η αιγοτροφία, αλλά υπάρχει επίσης βιοτροφία και χοιροτροφία. Η αιγοτροφία επιτρέπει την παραγωγή μαλλιού, κρέατος και γάλακτος, που χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή τυριού. Οι γεωργοί της χώρας εκτρέφουν επίσης πουλερικά και κουνέλια. Τέλος, η χώρα αριθμεί περισσότερες από 100.000 κυψέλες.[290]

Οι Βορειομακεδόνες καλλιεργητές παράγουν δημητριακά, κυρίως στάρι, καλαμπόκι, βρώμη και ρύζι, και κηπευτικά, όπως ντομάτα, πατάτες, λάχανα και καρπούζι. Παράγουν επίσης καπνό, οπιούχο παπαρούνα και φρούτα.[290] Η οινοκαλλιέργεια είναι επίσης σημαντική: ο αμπελώνας της χώρας έχει έκταση 28.000 εκτάρια[292] και παράγει 98.000.000 λίτρα κρασιού τον χρόνο.[293] Το 2008 η μεγαλύτερη επιχείρηση, ο αμπελώνας Tikveš, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις 30 καλύτερες ετικέτες παγκοσμίως σύμφωνα με τη Διεθνή Έκθεση Διατροφής.[294] Το κρασί και ο καπνός αντιπροσωπεύουν μαζί το εν τέταρτο των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων και τα κηπευτικά αποτελούν επίσης σημαντικό μερίδιο των εξαγωγών, που κατευθύνονται κυρίως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, κυρίως τη Σερβία.[291]

Βιομηχανία

Παραγωγή νικελίου κοντά στο Καβάνταρτσι.

Η βιομηχανία της χώρας επικεντρώνεται στα τρόφιμα, τα υφάσματα και τη μεταλλουργία. Η βιομηχανία τροφίμων στηρίζεται στην αφθονία και την ποικιλία των τοπικών πόρων και η κλωστοϋφαντουργία επωφελείται από το χαμηλό εργασιακό κόστος. Αυτός ο τομέας λίγο έχει αναπτυχθεί, καθώς η Βόρεια Μακεδονία δεν παράγει υφάσματα και τα εργοστάσιά της δεν κατασκευάζουν σχεδόν καθόλου έτοιμα προϊόντα. Η βιομηχανία υφασμάτων χαρακτηρίζεται επίσης από μικρές επιχειρήσεις και εξαγωγές που σε ποσοστό έως 80% κατευθύνονται προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.[295]

Η μεταλλουργική δραστηριότητα, που άλλοτε τροφοδοτούνταν από τοπικά μεταλλεία, όλο και περισσότερο εξαρτάται από την εισαγωγή μεταλλεύματος. Η εξόρυξη δεν παράγει περισσότερο από 0,7% του ΑΕΠ και αφορά κυρίως το χρώμιο, αλλά υπάρχουν ακόμα αποθέματα χαλκού.[296] Τα μεταλλεία χαλκού, στα ανατολικά της χώρας, κοντά στο Ράντοβιτς και το Πέχτσεβο, έκλεισαν μετά την πτώση των τιμών των μετάλλων το 2008, αλλά θα αντικατασταθούν περί το 2013 από νέα συμπλέγματα εξόρυξης και επεξεργασίας.[297] Τα εργοστάσια της χώρας επεξεργάζονται κυρίως νικέλιο, σίδηρο και χάλυβα, όλα εισαγόμενα,[296] και οι κύριες επιχειρήσεις σε αυτόν τον τομέα είναι η ArcelorMittal και η Makstil Skopje. Ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις της Βόρειας Μακεδονίας βρίσκονται επίσης η Alkаloid Skopje, που κατασκευάζει φάρμακα, η Rade Končar Skopje, που εξειδικεύεται στην παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών, και η μπρασερί Prilepska Pivarnica, που παράγει μπύρα και χυμούς φρούτων.[298][299]

Ενέργεια

Φωτογραφία της λίμνης του φράματος του Κόζιακ.
Η τεχνητή λίμνη Κόζιακ.

Η χώρα παράγει το 60% της πρωτογενούς ενέργειας που καταναλώνει και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές. Αναγκάζεται να αγοράζει φυσικό αέριο και πετρέλαιο, αλλά και ηλεκτρισμό από το 2000. Το 2007 οι εισαγωγές αυτές είχαν ύψος 774 εκατομμύρια δολάρια, από τα οποία 253 μόνο για την ηλεκτρική ενέργεια. Η ηλεκτρική παραγωγή απειλείται ιδίως από την προοδευτική εξάντληση των αποθεμάτων της χώρας σε λιγνίτη, με τον οποίο λειτουργούν περισσότερα από τα τρία τέταρτα των εγκαταστάσεων. Η διάδοση της ηλεκτρικής θέρμανσης εξηγεί την πολύ υψηλή κατανάλωση ηλεκτρισμού, και περιορίζει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο.[300] Το φυσικό αέριο εισάγεται από τη Ρωσία χάρη σε αγωγό που διασχίζει την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Ο μόνος αγωγός αερίου της Βόρειας Μακεδονίας, που συνδέει τα σύνορα με τη Βουλγαρία με τα Σκόπια, είναι σχετικά καινούργιος· κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1990. Η χώρα έχει μόνο έναν αγωγό πετρελαίου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή και συνδέει το διυλιστήριο της Okta, το μοναδικό της χώρας, με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.[301] Η Makpetrol, κύριος διανομέας πετρελαίου και των παραγώγων του στη Βόρεια Μακεδονία, είναι μία από τις κύριες επιχειρήσεις της χώρας.[299]

Η μερίδα των μορφών ανανεώσιμης ενέργειας είναι ακόμα ευκαταφρόνητη, αν και η Βόρεια Μακεδονία κληρονόμησε από τη σοσιαλιστική περίοδο πολλά υδροηλεκτρικά εργοστάσια, που υποφέρουν ωστόσο από έλλειψη συντήρησης. Η ηλιακή ενέργεια αναπτύσσεται αργά, κυρίως χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία,[300] και κατασκευάζεται το πρώτο αιολικό πάρκο ισχύος 37 μεγαβάτ.[302] Η γεωθερμία χρησιμοποιείται για θέρμανη θερμοκηπίων και ατομική θέρμανση, αλλά οι πηγές δεν είναι αρκετά θερμές για μαζική εκμετάλλευση.[300]

Εμπόριο και μικροτεχνία

Κατάστημα χαλιών στην παλιά αγορά των Σκοπίων.

Το εμπόριο στηρίζεται κυρίως σε 20.000 (το 2008) παραδοσιακά καταστήματα, αλλά τα μεγάλα καταστήματα βρίσκονται στις πόλεις, σε 212 μεγάλους και 798 μικρούς χώρους. Υπάρχουν επίσης 162 εκπτωτικά καταστήματα.[303]

Η μικροτεχνία απειλείται από τον εκσυγχρονισμό των μέσων κατανάλωσης και η κυβέρνηση προσπαθεί να την προστατεύσει, προσφέροντας, για παράδειγμα, κεφάλαια για την αγορά υλικών. Η παραδοσιακή μικροτεχνία είναι σημαντική για τη χώρα γιατί αποτελεί μη αμελητέο πλεονέκτημα για τον τουρισμό και μπορεί να συνεισφέρει στις εξαγωγές.[304] Οι μικροτεχνικές επιχειρήσεις είναι εμβληματικά χαρακτηριστικά των παλαιών αγορών που έχουν μείνει από την οθωμανική εποχή και δουλεύουν τον χαλκό, τον χρυσό, το ασήμι, κατασκευάζουν όπλα, ενδύματα και ξυλοκατασκευές.[305]

Τουρισμός

Ο Άγιος Ιωάννης Κανέο και η λίμνη Οχρίδα, τουριστικά σύμβολα της χώρας.

Ο τουρισμός στη Βόρεια Μακεδονία είναι σχετικά ισχνός, αν και αναπτυσσόμενος, και συνεισέφερε έως 1,8% στο ΑΕΠ το 2008. Μεταξύ 1997 και 2008, ο αριθμός ξενοδοχείων και εστιατορίων αύξανε κατά μέσο όρο 4,64% τον χρόνο. Ο αριθμός των ξένων επισκεπτών επίσης αυξάνει συνεχώς, το 2011 για παράδειγμα κατά 14,6%.[306] Εκείνο τον χρόνο η χώρα δέχθηκε σχεδόν 262.000 αλλοδαπούς τουρίστες,[307] που ήρθαν κυρίως από γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Σερβία και η Αλβανία, αλλά και από χώρες της δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ.[306] Ο αριθμός ξένων επισκεπτών το 2011, ωστόσο, είναι πολύ μακριά από τον μέσο όρο της δεκαετίας του 1980, όταν η χώρα ήταν τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, οπότε η Βόρεια Μακεδονία δεχόταν περίπου 600.000 τουρίστες τον χρόνο, φτάνοντας τους 689.000 ξένους επισκέπτες το 1987.[308]

Αν και η χώρα δεν έχει ακτογραμμή, διαθέτει μεγάλη τουριστική δυνατότητα, κυρίως χάρη στα βουνά της και το διατηρημένο φυσικό περιβάλλον, ιδίως στους τρεις εθνικούς δρυμούς της χώρας. Η τουριστική πρωτεύουσα της χώρας είναι η Οχρίδα, που έχει αναγνωριστεί ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιά από την UNESCO. Η πόλη είναι διάσημη για τη λίμνη της, που πλαισιώνεται από πολλές πλαζ, και για τα πολλά ιστορικά μνημεία. Τα Σκόπια, πολιτική και οικονομική πρωτεύουσα, έχασε το σημαντικότερο μέρος των μνημείων της, κατά τον σεισμό του 1963, αλλά διατηρείται μια οθωμανική συνοικία με χαμάμ και τζαμιά καθώς και ένα οχυρό και εθνικό μουσείο. Όσο για την πόλη της Μπίτολα, είναι γνωστή για την αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα και τα πολυάριθμα προξενεία, που λειτουργούν από την εποχή που η πόλη ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία. Άλλα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος είναι οι μικρές πόλεις, όπως το Στιπ, το Βέλες, το Κράτοβο ή το Κρούσοβο, για τον γραφικό τους χαρακτήρα, όπως και τα πολυάριθμα ορθόδοξα μοναστήρια.[305] Ο οικοτουρισμός αναπτύσσεται σε αρκετά χωριά, όπως το Γκαλίτσνικ και το Μπραΐτσινο,[305] όπως και ο ιαματικός τουρισμός, για παράδειγμα στο Κατλάνοβο, σημαντική λουτρόπολη της χώρας.[309] Τα λίγα χιονοδρομικά κέντρα γνωρίζουν επίσης μία ορισμένη ανάπτυξη, με αύξηση επισκέψεων 35% ανάμεσα στο 2011 και το 2012.[310]

Χρηματοοικονομία

Photographie du quartier des affaires de Skopje
Το χρηματοοικονομικό κέντρο των Σκοπίων.

Μετά το πέρασμα στην οικονομία της αγοράς ο τραπεζικός τομέας της χώρας χαρακτηρίζεται από συνετές και αυστηρές πολιτικές, εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας της χώρας. Στην αγορά επενδύουν κυρίως ξένοι όμιλοι, όπως η Αυστριακή Steiermärkische Sparkasse, η Hypo Investbank του Λίχτενσταϊν και η Γαλλική Société générale που αγόρασαν τοπικές επιχειρήσεις.[311] Οι πιο μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι της Βόρειας Μακεδονίας είναι η Komercijаlnа bаnkа Skopje, η Stopanska banka Bitola, η TTK Banka Skopje, η Stopanska banka Skopje και η Tutunska banka Skopje.[298][299]

Το Χρηματιστήριο της Βόρειας Μακεδονίας είναι η επίσημη αγορά μετοχών του κράτους. Ο κύριος δείκτης του, ο MBI 10, που συγκεντρώνει τις κινήσεις των 10 μετοχών που συναλλάσσονται περισσότερο, αντιπροσώπευε στο τέλος του 2011 συνολική κεφαλαιοποίηση περισσότερων από 27 εκατομμυρίων δηναρίων ή 440 εκατομμύρια ευρώ.[312] Η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, του δηναρίου, που είχε συνδεθεί με το γερμανικό μάρκο το 1995, είναι συνδεδεμένη με το ευρώ από τη δημιουργία του.[311]

Κύριοι οικονομικοί εταίροι

Η Βόρεια Μακεδονία έχει εμπορικές σχέσεις κυρίως με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έχει διατηρήσει σημαντικούς δεσμούς με τα υπόλοιπα κράτη που προήλθαν από τη Γιουγκοσλαβία. Το 2010 οι εξαγωγές της κατευθύνθηκαν σε ποσοστό περίπου 20% προς τη Γερμανία, 7% προς την Ιταλία και τη Βουλγαρία και 6% προς την Ελλάδα και εισάγει κυρίως από τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία και την Ιταλία. Εξαρτώμενη ευρέως από τις εισαγωγές πρώτων υλών και καταναλωτικών αγαθών, το εμπορικό ισοζύγιό της παραμένει συνεχώς ελλειμματικό, φτάνοντας τα 6 εκατομμύρια δολάρια το 2011.[44] Η χώρα έχει συνάψει συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης με τις περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης·[313] το 2012, υπέγραψε επίσης τελωνειακή ένωση με την Τουρκία, εταίρο όλο και πιο σημαντικό,[314] και σχεδιάζει ίδιου τύπου ένωση με το Ισραήλ.[315]

Η χώρα δέχεται όλο και περισσότερες ξένες επενδύσεις, αλλά παραμένουν λίγες. Το 1993, στο απόγειο της διένεξης με την Ελλάδα για την ονομασία, είχε δεχτεί επενδύσεις ύψους μόλις 812.000 δολαρίων, έναντι περισσότερων από 330 εκατομμύρια το 2007.[316] Ωστόσο, δεν ήταν παρά το 86ο κράτος στον κόσμο το 2010 ως προς την αξία των επενδύσεων που δέχτηκε.[44] Οι επενδύσεις προέρχονται κυρίως από ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Βουλγαρία, η Ελβετία ή και η Σλοβενία. Οι ελληνικές επενδύσεις ήταν πολύ σημαντικές στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά έχουν μειωθεί σημαντικά έκτοτε.[316] Για την προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση εγκατέστησε το 2007 ένα φόρο με ενιαίο συντελεστή για τις επιχειρήσεις, εμπνευσμένη από εκείνο της Εσθονίας.[284] Οι ξένες επενδύσεις γίνονται στην αγορά ενέργειας σε ποσοστό περίπου 29% και ακολουθούν η βιομηχανική παραγωγή με 25% και το χρηματοπιστωτικό σύστημα με 15%.[316]

Υποσημειώσεις

 

 

  • Εθνική και επίσημη γλώσσα για όλες τις χρήσεις σε όλη τη επικράτεια του κράτους και τις διεθνείς σχέσεις.
  • Επίσημη γλώσσα σε κρατικό επίπεδο (εκτός άμυνας, κεντρικής αστυνομίας και χρηματοοικονομική πολιτική) και σε τοπικές αυτοδιοικούμενες μονάδες όπου οι ομιλητές της αλβανικής αποτελούν τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού.
  • σλαβομακεδονικά: Северна Македонија, Σέβερνα Μακεντόνιγια, αλβανικά: Maqedonia e Veriut
  • σλαβομακεδονικά: Република Северна Македонија, Ρεπούμπλικα Σέβερνα Μακεντόνιγια, αλβανικά: Republika e Maqedonisë së Veriut
  • σλαβομακεδονικά: Република Македонија, Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια, αλβανικά: Republika e Maqedonisë
  • σλαβομακεδονικά: Македонија, Μακεντόνιγια, αλβανικά: Maqedonia

 

  1. σλαβομακεδονικά: поранешна Југословенска Република Македонија, ποράνεσνα Γιουγκοσλοβένσκα Ρεπούμπλικα Μακεντόνιγια, αλβανικά: ish Republika Jugosllave e Maqedonisë

Δείτε επίσης

Παραπομπές

 

 

 

  1. (Αγγλικά) (Σλαβομακεδονικά) «Foreign direct investments in the Republic of Macedonia, 2003-2007» (PDF). Office national macédonien des statistiques. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2013.

Βιβλιογραφία

Πηγή: Wikipedia