219 New Articles

Η Έφηβη

Η Έφηβη

Λύγκας Κ.
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times
Η δυσπιστία μου στις μαγκιές, στα «δήθεν» και στις μόστρες κάθε κοινωνικής έκφρασης, κατέληγε στην αμφισβήτηση θεσμών, κανόνων, νομοθετών και περιώνυμων εξουσιών. Από την κριτική μου δεν γλίτωναν ούτε οι αδρανείς τοίχοι του σπιτιού, αλλά ούτε και τα έπιπλα του δωματίου. Έτσι ήμουν στη φάση αυτή και δεν με ενδιέφερε αν με αποκαλούν υπερβολική. Απάντηση δεν έπαιρνα ούτε από την οικογένειά μου, ούτε από το σχολείο μου, ούτε από τους φίλους μου. Για μια στιγμή θεώρησα πως η λύση είναι ο εαυτός μου. Όχι για λόγους εγωιστικούς, αλλά μιας προσωρινής αυτοπροστασίας που θα με καλύψει μέχρι να βρω τις αιτίες που μπλοκάρουν το μυαλό μου. Στο παράξενο και στωικό βλέμμα των γονιών μου, που σήμαινε «μπόρα είναι θα περάσει», απαντούσα με όλη μου την άρνηση: «και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον». Τελικά μετά από τόσα χρόνια στο σχολείο, διδάχθηκα μια πρόταση. 
- Θες να σου κόψω ένα πηλιορείτικο μήλο που σ’ αρέσει, φώναξε η μαμά από το σαλόνι αφήνοντας το βιβλίο στο μαρμάρινο τραπέζι. 
- Ναι έρχομαι τώρα, της απαντάω αλλά μην αρχίσεις πάλι τις ερωτήσεις. Και που ’σαι, θα το καθαρίσω μόνη μου το μήλο, έχω δικά μου χεράκια όπως ξέρεις. 
Καθάρισα το μήλο και έβαλα τα μικρά φετάκια σ’ ένα ρηχό κόκκινο πιάτο. Γύρισα όμως πάλι για να πάρω νερό, πηρούνι και χαρτοπετσέτα. Η μαμά μου εκνευριζόταν όταν δεν χρησιμοποιούσα δίσκο για να μεταφέρω ή να σερβίρω. Και πριν καθίσω τη βλέπω να σηκώνεται χωρίς να με κοιτάξει. 
- Μην τολμήσεις να μου φέρεις δίσκο, της λέω. Και το πηρούνι για χάρη σου το πήρα γιατί με τα χέρια θα φάω το μήλο μου. 
Έκανε την κίνηση να με κοιτάξει και διέκοψε το βήμα της. Αλλά τελικά συνέχισε για την κουζίνα ώσπου άκουσα το άνοιγμα του ντουλαπιού με τα μπαχαρικά. Σίγουρα θα φέρει κανέλλα που ξέρει πως μ’ αρέσει. Έκλεισε το ντουλάπι και χαρούμενη γύρισε με το γυάλινο βαζάκι που έμοιαζε με αλατιέρα. Έτσι χαμογελαστή σήκωσε το καπάκι και σκόρπισε την κανέλλα πάνω στο μήλο. Ήταν μια μικρή ευχαρίστηση γι’ αυτήν και δεν μου πήγαινε να της την στερήσω. Όπως συνήθιζε έβαλε το χέρι της στον ώμο μου και αφού διαπίστωσε πως δεν αντιδρώ, έγειρε το κεφάλι της στο δικό μου. Δεν είπε τίποτα τη στιγμή εκείνη, αλλά ούτε κι’ εγώ δυσανασχέτησα. Πως μπορείς να τα βάλεις με τη μητρότητα; Μείναμε έτσι αμίλητες και βυθισμένες στα συναισθήματά μας. Κατάλαβα πως κάποια βουβή και σκοτεινή επικοινωνία υπήρχε ανάμεσά μας. Χωρίς λέξεις και αναλύσεις. Χωρίς προτάσεις και επιχειρήματα.
Δεν ήταν ο παλμός της καρδιάς της, που ένοιωθα στο πίσω μέρος του χεριού μου, καθώς ακουμπούσα στο στήθος της. Ήταν η σύγκρουση που μετατρέπεται σε κατανόηση, όταν οι άνθρωποι δεν αρνούνται το παρελθόν τους. Μέσα στην σύγχυση των συναισθημάτων, νόμισα πως μίλησε το χέρι της: 
«Σοφία μου σ’ αγαπώ! Μήπως δεν το καταλαβαίνεις;» 
«Όχι μανούλα, το ξέρω πως μ’ αγαπάς. Και η εικόνα σου δεν μ’ αφήνει να το ξεχάσω», της απάντησα κι’ εγώ με το στήθος μου, γιατί οι φωνητικές μου χορδές είχαν πλημμυρίσει. «Όμως», συνέχισα βουβά, «η αγάπη σας σκεπάζεται απ’ τον εγωισμό σας». 
«Όχι, εγώ εσένα αγαπώ», μου είπε αυτή τη φορά με την καρδιά της και συνέχισε χωρίς να πει κουβέντα: «όταν όμως μιλάω με το μυαλό θέλω να σε προστατεύσω. Σκέφτομαι το μέλλον σου με τις δικές μου αγωνίες. Συγχώρεσέ με ψυχή μου. Μερικές φορές το μυαλό, άδικα το λέμε μυαλό, γιατί μυαλό δεν είναι». 
Και μέσα στη σκοτεινιά της κουβέντας αυτής, πήρα κι’ εγώ το λόγο με το δικό μου το μυαλό: 
«Θέλω λοιπόν να φύγω από κοντά σας. Να αρνηθώ την άρνησή σας. Επιτρέπεται; Αλλά και πάλι δεν μπορώ. Το σούρουπο θα πάω στην παραλία με τους φίλους μου. Θα δούμε το ηλιοβασίλεμα και αργότερα θ’ ανάψουμε φωτιά. Εκεί θ’ αποφασίσω». Και μετά πήρα την απάντηση της μαμάς με τον ίδιο τρόπο: 
«Κάνε ότι νομίζεις. Εγώ απλώς θα κοιτάζω τα πατήματά σου». 
Μόνο που δεν κατάλαβα, αν αυτά τα λόγια τα είπε με την καρδιά της, με το μυαλό της ή με τα χέρια της αγκαλιάς της. 
Πήρα κι’ εγώ με τα δικά μου χέρια, το μεγαλύτερο κομμάτι μήλο και το άγγιξα στα χείλη της. Εκείνη πριν ανοίξει το στόμα της, με κοίταξε με ένα ευχαριστήριο βλέμμα και είπε μια τελευταία αμίλητη πρόταση: 
«Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το μήλο. Είναι γλυκό. Όπως τα μικρά-μικρά σου δάχτυλα, όταν σαν βρέφος με κρατούσαν απ’ το στήθος. Έτσι γλυκό παρέμεινε το πρόσωπό σου όταν κοιτούσες τις τεράστιες χορδές του βιολοντσέλου. Αλλά και όταν χωρίς να το καταλαβαίνεις, ανοιγόκλεινες αργά τις βλεφαρίδες μπροστά στο Νίκο. Σ’ ευχαριστώ γλυκούλι μου γι’ αυτό το μήλο». Οι λέξεις της ακούγονταν βραχνές λες και περνούσαν απ’ όλο της το σώμα. Για να τις πει όμως με τα μάτια, μεγάλωσαν οι κόρες της και δάκρυσαν. 
Μείναμε έτσι ζεστές και άφωνες, ώσπου χάθηκα μέσ’ στη νιρβάνα της σύγχυσης. 
 
Κωνσταντίνος Λύγκας
Προέλευση φωτογραφίας: https://www.facebook.com/pyrgosls/
Εγγραφείτε προκειμένου να λαμβάνετε δωρεάν ειδοποιήσεις όταν έχουμε νεότερες πληροφορίες.