0 New Articles

Συμβολή στο εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση - Οι Δημόσιοι Μνήμονες Πύργου, Στέλιος Α. Κουβαράς και Νικόλαος Ι. Πατρώνας

Συμβολή στο εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση - Οι Δημόσιοι Μνήμονες Πύργου, Στέλιος Α. Κουβαράς και Νικόλαος Ι. Πατρώνας

Ιστορία
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

 

i. Η έννοια του λειτουργήματος των Δημοσίων Μνημόνων

Οι όροι μνήμων και μνημονείο έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Τα μνημονεία απαντώνται σε πτολεμαϊκούς παπύρους, όρος που σημαίνει τα δημοτικά αρχεία, στα οποία κατατίθεντο συμβόλαια πολιτών, πάσης φύσεως, τα οποία εγγράφονταν σε ευρετήρια[i].Στην αρχαιότητα, μνήμονες ονομάζονταν οι υπάλληλοι των αρχαίων ελληνικών πολιτειών, που ήταν επιφορτισμένοι να εγγράφουν και να φυλάττουν τις δημόσιες και ιδιωτικές πράξεις, καθώς και τις αιτήσεις ιδιωτών, όπως και τις αποφάσεις των δικαστηρίων[ii].

Για την εποχή που μας ενδιαφέρει, μπορούμε να πούμε ότι με το υπ’ αριθμόν 67 ψήφισμα της 11ης Φεβρουαρίου 1830[iii], «περί καταστάσεως της Μνημονείας» του Ιωάννη Καποδίστρια, καθιερώθηκε ο θεσμός των μνημόνων, σε αντικατάσταση του επί τουρκοκρατίας και μέχρι την εποχή εκείνη θεσμού των νοταρίων[iv], ενώ με το 68 ψήφισμα, επίσης της 11ης Φεβρουαρίου 1830, προσδιορίστηκαν οι τύποι των διαθηκών και ο τρόπος σύνταξής τους[v].

Σχετικά με τα στοιχεία που όριζαν το αξίωμα του Δημοσίου Μνήμονα μπορούμε να πούμε ότι αυτοί ήταν ισόβιοι δημόσιοι λειτουργοί («αξιωματικοί», κατά την ορολογία της εποχής) εκλεγόμενοι από το επαρχιακό συμβούλιο ή τη δημογεροντία, υπό την προεδρία του διοικητή, ενώ η εκλογή τους επικυρωνόταν απ’ την κυβέρνηση. Για να εκλεγεί κανείς στη θέση του Μνήμονα θα έπρεπε να έχει κτηματική περιουσία, και επιπλέον θα έπρεπε να καταβάλει εγγύηση ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με τιμιότητα και ευσυνειδησία, καθήκοντα, που ήταν όμοια με τα καθήκοντα του σημερινού συμβολαιογράφου. Απαγορευόταν στον Δημόσιο Μνήμονα να ασκεί καθήκοντα εκτός της περιφέρειάς του, καθώς, και να μετέρχεται συνηγορικές, διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές πράξεις. Το ψήφισμα αυτό δημοσιεύτηκε την 26η Μαρτίου 1830 στην «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» (έτος Ε΄, αριθ. 25). Οι μνήμονες αντικαταστάθηκαν[vi] αργότερα, επί Αντιβασιλείας, από τους συμβολαιογράφους, με το Διάταγμα περί οργανισμού των δικαστηρίων και συμβολαιογράφων της 16ης Οκτωβρίου 1834. Τα καθήκοντα των μνημόνων ήταν τα ίδια με αυτά των συμβολαιογράφων όπως προκύπτει από τον ορισμό της έννοιας του Δημοσίου Μνήμονα και άλλες πληροφορίες[vii].

ii. Οι Δημόσιοι Μνήμονες Πύργου, Στέλιος Α. Κουβαράς και Νικόλαος Ι. Πατρώνας

Ο πρώτος, χρονικά, είναι ο Στέλιος Α. Κουβαράς, αφού τα σωζόμενα έγγραφα με την υπογραφή του χρονολογούνται από το 1829. Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, από κάποια πηγή, για την καταγωγή του και το οικογενειακό περιβάλλον, από το οποίο προερχόταν. Επίσης, από έρευνα που κάναμε στο Μητρώο Αρρένων Πύργου, το οποίο τηρείται από το 1826, δεν βρήκαμε το ονοματεπώνυμό του, ούτε κάποιον με το επώνυμο Κουβαράς, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1850[viii]. Πιθανολογούμε ότι ο Στέλιος Α. Κουβαράς είναι επτανησιακής καταγωγής, και πιο συγκεκριμένα ή Θιακός ή Κεφαλλονίτης.

Αυτό το βασίζουμε σε κάποια από τα συμβόλαια του ίδιου του αρχείου του. Συγκεκριμένα, στο συμβόλαιο με αριθμό 133/27-11-1829 αναφέρεται το όνομα κάποιου Γεωργίου Κουβαρά με την ένδειξη Ιθακίσιος, ενώ σε άλλο έγγραφο και συγκεκριμένα στο με αριθμό 605/2-11-1830 αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των αδελφών Παναγή και Αναστασίου Κουβαρά του Ανδρέου, με την ένδειξη «Κεφαληναίοι». Ανεξάρτητα, δε, από αυτό, το επώνυμο είναι συνηθισμένο στην Ιθάκη και συνεπώς απαντιέται και στην Κεφαλονιά.

Επιπροσθέτως, στο συμβόλαιο με αριθμό 580/3-10-1830 (Κουβαράς), φαίνεται να έχει αποκτήσει συγγενικούς και περιουσιακούς δεσμούς με την περιοχή του Πύργου. Συγκεκριμένα, στο συμβόλαιο αυτό εμφανίζεται ως σύζυγος και επίτροπος της Κατίνας Αχόλου, αδελφής του Αλέκου Αχόλου, κληρονόμου του αποθανόντος θείου της, Γεωργίου Ρεντινιώτη[ix]. Η ηπειρωτικής καταγωγής οικογένεια Αχόλου[x] είναι σίγουρα από τις πιο παλιές του Πύργου, μαζί με την, μάλλον, επίσης, ηπειρωτικής καταγωγής, οικογένεια Βιλαέτη[xi], μέλη της οποίας εμφανίζονται σε κάποια από τα υπό διαπραγμάτευση έγγραφα.

Εκτός αυτών, ο τρόπος που συντάσσει τα έγγραφα ο Κουβαράς και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις μας παραπέμπει στον επτανησιακό χώρο[xii]. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι ακόμη και ο τρόπος γραφής κάποιων λέξεων είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που συναντούμε σε επτανησιακά έγγραφα της εποχής εκείνης, όπως επί παραδείγματι, της λέξης «συνχωρούντος» (του καιρού, του νόμου κ.λπ.) ή της φράσης «άνω ειρημένος» η οποία γράφεται ως μία λέξη («ἀνωηριμένος») και στα υπό εξέταση έγγραφα όσο λ.χ. και στον «Κανονισμό και Διόρθωση της Ναυτικής (Μαρίνας)», τον πρώτο κανονισμό της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας του Ιονίου κράτους που δημοσιεύτηκε το 1803[xiii].

Επιπροσθέτως, στα συμβόλαια που έχει συντάξει ο Κουβαράς, σχεδόν πάντα, στο πάνω μέρος της εκάστοτε μπροστινής σελίδας (recto) υπάρχει η σφραγίδα του Δημοσίου Μνήμονα Ήλιδας, η οποία είναι σχήματος ωοειδούς, τοποθετημένη κατακόρυφα, ενώ στο μέσον της φέρει παράσταση της θεάς Αθηνάς, που στο δεξί της χέρι φέρει δόρυ, ενώ περιβάλλεται και από τις δυο πλευρές, από το κάτω μέρος και έως τη μέση περίπου, από δύο κλαδιά. Στις περιπτώσεις που το κείμενο συναντά την σφραγίδα από το αριστερό μέρος, αυτό διακόπτεται, για να συνεχιστεί απ’ εκεί που τελειώνει η σφραγίδα, στο δεξί μέρος της.

Τέλος, από τους διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες που συναντούμε στα συμβόλαια του Κουβαρά διαπιστώνουμε ότι αυτός χρησιμοποιούσε και κάποιους γραφείς. Αυτό το συμπέρασμα το εξάγουμε, από τη θεώρηση του συνόλου των εγγράφων του αρχείου, και από το γεγονός ότι στα συμβόλαιά που έχει συντάξει αυτός συναντούμε τρεις γραφικούς χαρακτήρες, δίχως να γνωρίζουμε, αν κάποια, και ποια, είναι βγαλμένα από το χέρι του, και ποια από χέρια άλλων γραφέων. Πάντως, στην μεγάλη πλειονότητα των συμβολαίων που έχει συντάξει ο Κουβαράς, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα των συμβολαίων του αρχείου που μελετήσαμε, ο γραφικός χαρακτήρας του γραφέα είναι απλός και κατανοητός, με λίγα σημεία όπου η ανάγνωση των λέξεων είναι δύσκολη, και πολύ λίγα σημεία που είναι πολύ δύσκολη.

Ο δεύτερος, χρονολογικά, Δημόσιος Μνήμονας είναι ο Νικόλαος Πατρώνας. Ο Νικόλαος Πατρώνας εμφανίζεται ως Δημόσιος Μνήμων της επαρχίας Πύργου το 1833. Και στην περίπτωση των συμβολαίων του Πατρώνα, μπορούμε να εξάγουμε με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι χρησιμοποιούσε και αυτός γραφείς, δεδομένου ότι υπάρχουν και σε αυτά διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες. Γενικά, όμως, στα συμβόλαια που έχει συντάξει αυτός, τα κείμενα παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυσκολία ανάγνωσης, απ’ ό,τι στην περίπτωση των εγγράφων του Κουβαρά.

Όπως και στην περίπτωση του Κουβαρά, δεν γνωρίζουμε ποια κείμενα ανήκουν αποκλειστικά στο χέρι του, και ποια είναι αποτέλεσμα της δουλειάς άλλων γραφέων. Ακόμα, στα έγγραφα που έχει συντάξει αυτός, τουλάχιστον σε αυτά της πρώτης περιόδου του, του 1833, η σφραγίδα τίθεται στο τέλος του εγγράφου, και όχι στο πάνω μέρος του recto, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Κουβαρά.

Η σφραγίδα που χρησιμοποιεί έχει και αυτή σχήμα ωοειδές, τίθεται κατακόρυφα, στην περίμετρό της αναφέρει τη φράση «Ο ΔΗΜ. ΜΝΗΜ. ΕΠ. ΠΥΡΓΟΥ. Ν. ΠΑΤΡΩΝΑ», ενώ στο μέσον της φέρει παράσταση φοίνικα, αναδυόμενου από την πυρά, στο πάνω μέρος του μέσου έναν σταυρό, και στο κάτω μέρος τη χρονολογία 1833, αν και αυτή είναι δυσδιάκριτη. Η σφραγίδα αυτή τίθεται έως την 5η Μαρτίου 1835, ενώ από τις 6 Μαρτίου 1835 και εντεύθεν η σφραγίδα αλλάζει[xiv], γίνεται στρογγυλή, φέρει τον βασιλικό θυρεό της δυναστείας του Όθωνα, και στην περίμετρό της αναφέρει τη φράση «ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΥΡΓΟΥ Ν. ΠΑΤΡΩΝΑ», ενώ ο Πατρώνας αρχίζει και υπογράφει ως συμβολαιογράφος.

Επομένως, δεδομένου ότι ο Νικόλαος Ιωάν. Πατρώνας αντικαταστάθηκε, λόγω του ό,τι απεβίωσε, με το Β.Δ. της 13ης /25ης Μαρτίου 1838, από τον Νικόλαο Γρατζαλιά (ΦΕΚ αρ. 13/19-4-1838), αυτός εκτέλεσε χρέη Δημοσίου Μνήμονα από το 1833 έως τις 5 Μαρτίου του 1835, και χρέη συμβολαιογράφου από τις 6 Μαρτίου 1835, έως τους πρώτους τρεις ή τέσσερις μήνες του 1838[xv].

            Επιπροσθέτως η Τζελίνα Χαρλαύτη αναφέρει κάποιον Ν. Πατρώνα, Χιώτη, ως ναυτοδιδάσκαλο στη Σύρο, κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου[xvi]. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, μπορούμε να δεχθούμε, όμως, την ύπαρξη πιθανότητας ο Δημόσιος Μνήμων Πύργου, Νικόλαος Πατρώνας, να είναι Χιώτης στη καταγωγή[xvii], αφού είναι αποδεδειγμένο ότι εκείνη την εποχή, στον Πύργο, υπήρχαν Χιώτες όπως ο Μιχαήλ Ζυγομαλάς (Κουβαράς, α/σ 554/12-9-1830) και ενδεχομένως η οικογένεια του αγωνιστή της Επανάστασης, Αποστολίδη, η οποία σίγουρα ήρθε στον Πύργο, εκείνη την εποχή, αλλά δεν γνωρίζουμε το πότε ακριβώς[xviii].

 

 

[i]Λήμμα «μνημονεία», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σσ. 284-285.

[ii]Ήταν δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, αρχειοφύλακες. Επειδή, δε, τα αρχείο βρισκόντουσαν εντός ναών, οι μνήμονες ονομάζονταν αλλιώς και ιερομνήμονες. Ανάλογα με το είδος των εγγράφων, που φύλατταν, ονομάζονταν γραμματείς, δημοσιοφύλακες, τεθμοφύλακες, ρητροφύλακες. Οι μνήμονες κατά την αρχαιότητα ήταν άλλοτε τρεις, άλλοτε πέντε και άλλοτε δέκα. Επίσης, ιδιαιτερότητες είχε και ο ρόλος τους, ανάλογα με την πόλη ή την περιοχή που δραστηριοποιούντο. Στην Αλικαρνασσό ήταν δύο και εκλέγονταν ετησίως. Στην Κέρκυρα ο μνήμων ήταν πρόεδρος τριών διαιτητών, ενώ στη Σικελία είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σελ. 285, επίσης, και λήμμα «μνήμων», Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμος 42ος, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα 1996, σελ. 272.

[iii]Ο τρόπος σύνταξης των συμβολαίων και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσονται τα έγγραφα αυτά στο βιβλίο του Δημοσίου Μνήμονα, όπως και το τι επιτρέπεται και απαγορεύεται, καθορίζονται από το ψήφισμα αυτό (ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο Δεύτερο και Κεφάλαιο Τρίτο), Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, του έτους 1830, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1976 (Αριθ. 25, Έτους Ε΄, 26ης Μαρτίου 19830).

[iv]Παρ’ όλα αυτά τα μνημονιακά έγγραφα που διαπραγματευόμαστε αρχίζουν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1829, ενώ το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται στο αρχείο, συνολικά, είναι το υπ’ αριθμόν 17, της 15ης Ιουλίου 1829.

Έκτοτε ο Κουβαράς υπογράφει στα έγγραφα που συντάσσει ως «Δημόσιος Μνήμων».

[v]Στυλιανός Μπίος, Ιστορική εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου. Από την επανάσταση του 1821 έως τη σύνταξη αστικού κώδικα, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Ιούνιος 2017, διαθέσιμη στο https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/20428, σελ. 34, επικαλούμενος τον Μενέλαο Τουρτόγλου, «Ο Διοργανισμός των Δικαστηρίων και η Πολιτική και Εγκληματική Διαδικασία του 1839. Κριτικαί παρατηρήσεις Αλ. Πάλμα- Απαντήσεις Ι. Γενατά». Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 8, Αθήνα 1958, σσ. 1-102.

[vi]Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σσ. 285-286.

[vii]Αυτό συνάγεται από δύο στοιχεία: 1. Στο άρθρο Ι του Πρώτου Κεφαλαίου του ψηφίσματος 67 του Ι. Καποδίστρια αναφέρεται ότι οι Δημόσιοι Μνήμονες ήταν «δημόσιοι αξιωματικοί διορισμένοι να δέχωνται διαθήκας, και λοιπάς πράξεις, καί συμβόλαια, εις όσα τα μέρη οφείλουν ή θέλουν να δώσωσιν έπίσημον χαρακτήρα, να βεβαιόνουν την χρονολογίαν των, να τάς φυλάττουν ασφαλώς, καί να δίδωσιν αντίγραφα αυτών.» Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, του έτους 1830, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1976 (Αριθ. 25, Έτους Ε΄, 26ης Μαρτίου 19830), 2.Επιπροσθέτως, στο λήμμα «μνήμων» στης Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας αναφέρεται ότι Δημόσιοι Μνήμονες καλούνταν παλαιότερα οι συμβολαιογράφοι. Χ.Ο. Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σελ. 285.

[viii]Την έρευνα στο Μητρώο Αρρένων την πραγματοποιήσαμε, γιατί παρά το γεγονός ότι κανονικά καταχωρούνται πρόσωπα που έχουν γεννηθεί στον Πύργο μετά το 1826, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις, όπου έχουν καταχωρηθεί με την ένδειξη «από γέννηση», και πρόσωπα που είχαν έρθει σε μεγάλη ηλικία στον Πύργο, ενδεχομένως από παραδρομή ή για κάποιον άλλο λόγο που δεν γνωρίζουμε.

[ix]Η οικογένεια Ρετουνιώτη ήταν παλιά προυχοντική οικογένεια της Πάτρας. Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Ηρόδοτος, Αθήνα 2005, σσ. 121, 208.

[x]Από την οικογένεια Άχολου είχαν αναδειχθεί οπλαρχηγοί του Αγώνα, όπως ο Παναγιώτης Άχολος που ήταν αντιπρόσωπος της Ηλείας και πληρεξούσιος της Πελοποννησιακής Γερουσίας (29-7-1822). Βύρων Δάβος, Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821-1830, Ιδιωτική έκδοση, Πύργος 1983, σσ. 7, 9.

[xi]Το ίδιο, από την οικογένεια Βιλαέτη είχαν αναδειχθεί οι Χαράλαμπος Βιλαέτης, καθώς και ο Νικόλαος Βιλαέτης, ο οποίος εξελέγη πληρεξούσιος και βουλευτής της Α΄Εθνικής Συνέλευσης, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1821 με τις αρχές του 1822. Βύρων Δάβος, Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821-1930, Ιδιωτική έκδοση, Πύργος 1985, σσ. 7, 9.

[xii]Αν και βλέπουμε αρκετές λέξεις από τον επτανησιακό χώρο να έχουν περάσει στην διάλεκτο της Ηλείας, όπως οι λέξεις «ορδινία», «σινγρουριτά», «κρεδιτάρω», «μονέδα». Γεώργιος Αριστείδου Χρυσανθακόπουλος, Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας, Ιδιωτική έκδοση, Εν Αθήναις 1950 passim.

[xiii]Ντίνος Κονόμος, Ο πρώτος κανονισμός της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας (1803), Ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, δαπάναις Ιωαν. Διον. Θεοδωρακόπουλου, Αθήνα 1970, σελ. 14 (άρθρο Τρίτον).

[xiv]Οι αλλαγές επήλθαν διότι, όπως έχουμε αναφέρει, οι μνήμονες αντικαταστάθηκαν αργότερα, επί Αντιβασιλείας, από τους συμβολαιογράφους με το Διάταγμα περί οργανισμού των δικαστηρίων και συμβολαιογράφων της 16ης Οκτωβρίου 1834, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 21/2 Φεβρουαρίου 1935. Χρήστος Λούκος, «Οι συμβολαιογράφοι της Ερμούπολης-Σύρου (19ος αιώνας)», Μνήμων 12, 1989, σελ. 254.

[xv]Σε έγγραφο του ειρηνοδικείου Πύργου της 10ης Οκτωβρίου 1839, το οποίο περιλαμβάνεται στο αρχείο, μέρος του οποίου μελετήσαμε, αναφέρεται ο γιος του Νικ. Πατρώνα, Ιωάννης, ως γραμματέας του.

Ο Ιωάννης Νικ. Πατρώνας διορίσθηκε, αργότερα ως συμβολαιογράφος Πύργου, έως το 1870, οπότε και απεβίωσε. Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Τυπογραφείου, ΦΕΚ Αρ. 42, 11-12-1870, στο οποίο αναφέρεται εκ παραδρομής ότι διορίστηκε στη θέση του Ι. Πατρώνα ο Β. Κορομάντζος, αντί του ορθού Θεμιστοκλής Β. Κορομάντζος (με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας). Επίσης, σύμφωνα με αυτό το ΦΕΚ βρίσκουμε τον Ι. Πατρώνα να μετατίθεται από τη θέση του Ειρηνοδίκη Κορώνης στη θέση του Ειρηνοδίκη Κάμπου (Μεσσηνίας).

[xvi] Τζελίνα Χαρλαύτη, Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ος αιώνας, Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 308.

[xvii]Επίσης, βρήκαμε κάποιον με το ονοματεπώνυμο Α. Πατρώνας, ως ελαιοτριβέα στο χωριό Σουλεϊμάναγα (σημερινό χωριό Μυρσίνη), στον Οδηγό Ελλάδος, του Νικολάου Ιγγλέση, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1918, σελ. 528.

[xviii]Στα Μητρώα Αρρένων Δήμου Πύργου υπάρχει η εγγραφή του Γεωργίου Αποστολίδη του Παναγιώτη, το 1845, με αιτιολογία ότι ενεγράφη «από γέννηση».

*Ο Διονύσης (Σάκης) Τραμπαδώρος είναι οικονομολόγος και ιστορικός (ΜΑ)

Εγγραφείτε προκειμένου να λαμβάνετε δωρεάν ειδοποιήσεις όταν έχουμε νεότερες πληροφορίες.