95 New Articles

Προς ανοικοδόμησιν του Ναού του Πολιούχου Αγίου Διονυσίου.

του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

 

Στο ΦΕΚ 98, τεύχος Α΄ Της 24Ης Απριλίου 1909 δημοσιεύτηκε ο Νόμος ΓΤΜΗ’ (3348) περί επιβολής πρόσθετων φόρων επί των εκ του λιμένος Ζακύνθου εξαγομένων ή μεταφερόμενων σταφίδος, ελαίου και ξυλανθράκων, προς ανοικοδόμηση του Ναού του Πολιούχου Αγίου Διονυσίου.

Ο νόμος αποτελείτο από επτά άρθρα. Στο πρώτο από αυτά οριζόταν ότι επιβαλλόταν πρόσθετος φόρος μίας δραχμής επί εκάστου ιονικού χιλιόλιτρου σταφίδος και πενήντα λεπτών επί εκάστης ιονικής βαρέλας ελαίου.

Με το 2ο άρθρο, η διάρκεια της φορολογίας αυτής οριζόταν έως ότου αποπληρωνόταν το δάνειο το οποίο θα συνομολογείτο κατά το άρθρο 5 του παρόντος νόμου.

Στο άρθρο 3 οριζόταν ότι οι φόροι αυτοί θα εισπράττονταν από τον Τελώνη Ζακύνθου και θα κατατίθεντο επ’ ονόματι της διαχειριστικής επιτροπής, η οποία οριζόταν με το επόμενο άρθρο, σε λογαριασμό, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Η διαχειριστική επιτροπή (άρθρο 4ο) η οποία συστηνόταν, αποτελείτο από εννέα πρόσωπα, συγκροτούμενη από τον Σεβασμιότατο Επίσκοπο Ζακύνθου, το δήμαρχο Ζακυνθίων, τον ηγούμενο της Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου και από έξη έγκριτους πολίτες που θα διορίζονταν εφάπαξ μετά από πρόταση του δημοτικού συμβουλίου.

Με το 5ο άρθρο επιτρέπεται στην επιτροπή αυτή να συνομολογήσει δάνειο με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ή με άλλη αναγνωρισμένη Τράπεζα μέχρι του ποσού των 250.000 δρχ.

Στο 6ο άρθρο διακανονίζονταν τα περί του τρόπου λειτουργίας της διαχειριστικής επιτροπής, ενώ στο 7ο άρθρο οριζόταν η κατάργηση της ερανικής επιτροπής που είχε συσταθεί με το βασιλικό Διάταγμα της 16ης Μαρτίου του 1900, η οποία αντικαθίσταται από την διαχειριστική επιτροπή του παρόντος νόμου και η οποία θα συνέχιζε την οικονομική διαχείριση των ποσών που είχε συγκεντρώσει η προηγούμενη επιτροπή.

Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή και υπογράφτηκε στην Κέρκυρα από τον Γεώργιο Α΄ και του υπουργούς Οικονομικών Ν. Π. Καλογερόπουλο, Εσωτερικών Ν. Π. Λεβίδη και τον Δικαιοσύνης Κ. Αργ. Λομβάρδο.

Στη συνέχεια, με το νόμο 2799 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ αρ. 95, τεύχος Α, της 20ης Ιουνίου 1922, αυξάνεται ο πρόσθετος φόρος σταφίδος σε 2 δρχ. ανά ιονικό χιλιόλιτρο εξαγομένης ή μεταφερομένης σταφίδος και αυξήθηκε επίσης το όριο του δανείου που θα μπορούσε να συνομολογηθεί σε 400.000 δρχ.

Τα ήδη συγκεντρωμένα ποσά και αυτά που θα συγκεντρώνονταν θα διατίθεντο για την ρυμοτόμηση του χώρου ανέγερσης του ναού και για την πρόσκτηση των αναγκαίων οικοπέδων και οικοδομημάτων, ενώ τα περισσεύματα για την εσωτερική διακόσμηση του Ναού.

Για την ανοικοδόμηση και την εσωτερική διακόσμηση του ναού θα διατίθεντο και τα περισσεύματα των εράνων, ενώ για τους ίδιους σκοπούς θα διατίθεντο και τα χρήματα που προήρχοντο από τη διαχείριση του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής των Στροφάδων (τρέχοντα και προηγούμενων χρήσεων).

Ο νόμος ψηφίστηκε από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση και υπογράφτηκε από τον Κωνσταντίνο, τον επί των Εσωτερικών υπουργό Ν. Στράτο, τον επί των Εκκλησιαστικών υπουργό Κ. Πολυγένη και τον υπουργό των Εσωτερικών Δ. Γούναρη.

Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι οι λιμενικοί φόροι χρηματοδότησαν και άλλα έργα στο ελληνικό κράτος, εκτός των λιμενικών, κάτι άλλωστε που συνάδει και με τη δυνατότατα που έχουν, γενικότερα, τα Λιμενικά Ταμεία να χρηματοδοτούν έργα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορούν τις περιοχές στις οποίες ευρίσκονται.

Προέλευση φωτογραφίας: Youtube 

 

 

*Ο Διονύσης (Σάκης) Τραμπαδώρος είναι απόφοιτος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, καθώς και κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στην Μεθοδολογία Κριτικής και Έκδοσης Ιστορικών και Αρχειακών Πηγών, επίσης, του Ιονίου Πανεπιστημίου.

 

 

 

 

 

Προέλευση φωτογραφίας: https://www.zakynthos.gov.gr

Για τον Ιερό Αυγουστίνο - Μια σύντομη μελέτη για μια κορυφαία προσωπικότητα

του Διονύση Τραμπαδώρου

 

 

Προέλευση εικόνας:https://www.sostis.gr

 

Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis)

Ο βίος του

Οι σπουδαιότερες χρονολογίες του βίου του συνοπτικά:

Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας (Β. Αφρική) στις 13 Νοεμβρίου 354, 373-382 Μανιχαϊστής, από το 375 διδάσκαλος ρητορικής, 384 άφιξη στα Μεδιόλανα, 386 επιστροφή στην Εκκλησία, βαπτίζεται το Πάσχα του 387, το φθινόπωρο του 387 θάνατος της μητέρας του Μόννικας, φθινόπωρο 388 επιστροφή στην Αφρική, 391 πρεσβύτερος, 395 επίσκοπος, από το 395 πολέμιος του Μανιχαϊσμού, από το 400 πολέμιος του Δονατισμού και από το 412 πολέμιος του Πελαγιανισμού. Πέθανε στις 28 Αυγούστου του 430, στην Ιππώνα.

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (στα λατινικά, Aurelius Augustinus Hipponensis), γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος ή Ιερός Αυγουστίνος, ήταν χριστιανός θεολόγος, του οποίου τα γραπτά είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής φιλοσοφίας.

Ως προσωπικότητα αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο και τον μεσαιωνικό, τον χριστιανικό.

Είναι στραμμένος και προς το παρελθόν, τον κλασικό κόσμο και την Αγία Γραφή, αλλά και προς το μέλλον, προς το Μεσαίωνα.

Η Αγία γραφή και ο Πλωτίνος,ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος της αρχαιότητας, είναι οι δύο πηγές από τις οποίες αντλεί ο Αυγουστίνος[i].

Η παρουσία του Αυγουστίνου σηματοδοτεί το γλυκοχάραμα του νεώτερου δυτικού (ή ευρωπαϊκού τύπου ανθρώπου. Και δεν είναι μόνον αυτό το χαρακτηριστικό που τον ξεχωρίζει.

Ο Αυγουστίνος πολεμώντας το αρχαίο πνεύμα το ζει, το βιώνει.

Πολεμώντας την εγκόσμια πολιτεία δεν καταφεύγει σαν ασκητής στην έρημο, αλλά ζητάει να εξασφαλίσει για την Εκκλησία την πολιτειακή κληρονομιά και τον οικουμενισμό της Ρώμης.

Τέλος, πολεμώντας τον εαυτόν του δεν κρύβει από τα μάτια μας τον αγώνα του, δεν αφανίζει τα ατομικά ψυχικά του παθήματα για να αφήσει να ισχύσουν, όπως θα έκανε ο κλασσικός Έλληνας, οι υπερπροσωπικές μονάχα λύσεις και εκβάσεις των εσωτερικών του αγώνων, αλλά ανοίγει την ψυχή του με τις εσωτερικές της αντιφάσεις και τα δυο της «Εγώ», τραγουδάει και κλαίει λυρικά τον ίδιο τον εαυτόν του και γίνεται έτσι ο πρώτος μουσικός λυρικός[ii].

Γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 354 στην ορεινή πόλη Ταγάστη, της Νουμιδίας (σημερινό Σουκ Αράς της Αλγερίας) και απεβίωσε στις 28 Αυγούστου 430 στην Ιππώνα της Νουμιδίας (σημερινό Ανάμπα της Αλγερίας), από υψηλό πυρετό, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Βανδάλους[iii].Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόν(ν)ικας[iv] - όνομα Βερβέρικο - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη, ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του, μάλιστα,  βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει[v], το 371.

 

Ο Αυγουστίνος ήταν επίσκοπος Ιππώνος για το χρονικό διάστημα από το 396 μέχρι το 430 και θεωρείται ένας από Λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας και, ίσως, ο σημαντικότερος Χριστιανός στοχαστής μετά τον Απόστολο Παύλο[vi].

Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγάστη, και ήταν λατινική αποκλειστικά, τα Μάδαυρα, και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα[vii], ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός[viii], θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος.

Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία (19 ετών) ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου΄(Hortensius), του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος Και τούτο γιατί ενθουσιάστηκε από το έργο αυτό του Κικέρωνα που του ενέπνευσε την έννοια όχι απλώς της αφοσίωσης στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά την πεποίθηση για πραγματική αφιέρωση σε αυτή την αναζήτηση έναντι της επιδίωξης εγκόσμιων φιλοδοξιών[ix].

Εξαιτίας αυτής της στροφής του προς τη φιλοσοφία και λόγω του ότι θεωρούσε  πως η Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν απελπιστικά κενή από φιλοσοφικές έννοιες, σε σημείο που κανείς καλλιεργημένος άνθρωπος να μην μπορεί να την ακολουθήσει, στράφηκε προς το Μανιχαϊσμό[x] που διακήρυττε ότι απευθυνόταν στον ορθό λόγο παρά στην αυθεντία[xi].

Το  ρεύμα του Μανιχαϊσμού, ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παρέμεινε ακόλουθός του για 7 έτη (ή 9 κατά τη γνώμη άλλων). Σε ηλικία δεκαέξι ετών γνωρίζεται και με μία χριστιανή, με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του, αργότερα στο Μιλάνο, επειδή τον εμπόδιζε στην σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγάστη και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση, καθώς πλέον η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου, επισκόπου Μεδιολάνων, και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα προσέρχεται στο χριστιανισμό.

Συγκεκριμένα, όταν μετέβη στη Ρώμη απέκτησε γνωριμίες, χάρη στις οποίες διορίστηκε σε μια δημόσια διδακτική θέση στα Μεδιόλανα (Μιλάνο), που ήταν τότε τόπος διαμονής του Αυτοκράτορα της Δύσης.

Εκεί γνώρισε τον Αμβρόσιο[xii], τον επίσκοπο Μεδιολάνων, τον επιφανέστερο εκκλησιαστικό άνδρα της εποχής, και παρά το γεγονός ότι ουδέποτε ανέπτυξε πραγματική φιλία μαζί του, το κήρυγμα του Αμβροσίουήταν αρκετό για να κλονίσει την προκατάληψή του έναντι της διδασκαλίας της Εκκλησίας[xiii].

Μολονότι είχε εγκαταλείψει τα δόγματα του Μανιχαϊσμού,  διατηρούσε το υλιστικό υπόβαθρο της σκέψης του, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει ικανοποιητικές απαντήσεις στις μανιχαϊστικές αντιλήψεις για την τελική πραγματικότητα[xiv].

Η ουσία του Θεού, η φύση και η προέλευση του Κακού, παρέμεναν για αυτόν άλυτα προβλήματα[xv].

Σε αυτά τα ζητήματα ο Αυγουστίνος έλαβε την απάντηση μέσω μιας τυχαίας γνωριμίας με τον Νεοπλατωνισμό, απαντήσεις για τις οποίες ενδεχομένως να είχε προϊδεαστεί από τον Αμβρόσιο.

Ο Νεοπλατωνισμός του 3ου μ.Χ. αιώνα, έτσι όπως παρουσιάστηκε από τον φιλόσοφο και μυστικό Πλωτίνο, ήταν ένας πνευματικός μονισμός, όπου όλα ανάγονται σε μια και μόνη αρχή και όπου ο κόσμος της υπαρκτής πραγματικότητας υπάρχει ως μια όλο και ατελέστερη σειρά εκπορεύσεων από το απόλυτο «Εν».

Το εσωστρεφές είναι ανώτερο από το εξωστρεφές, και για να φθάσει κανείς στο Αγαθό, που είναι το πραγματικό, πρέπει να επανέλθει στον εαυτόν του, στο Νου, που βρίσκεται στον εσώτερο εαυτόν του και τον συνδέει με το πρωταρχικό «Εν»[xvi].

Δεν είναι οπωσδήποτε τυχαία η αναφορά του Αυγουστίνου, στις Εξομολογήσεις, στη μυστική εμπειρία που είχε όταν σε μια τέτοια πράξη ενδοσκόπησης βρήκε το Θεό[xvii].

Δεν ήταν απλώς η κατάληξη μιας έλλογης διαδικασίας, αλλά ένα άγγιγμα που ήλθε και παρήλθε, που όμως άφησε ως αποτέλεσμα την απάντηση που ο Αυγουστίνος έψαχνε να βρει στα ζητήματα που τον απασχολούσαν.

Πράγματι ο Θεός είναι φως και το κακό είναι σκότος, όπως έλεγαν οι Μανιχαίοι, όμως το φως και το σκότος δεν είναι υλικές ουσίες.

Το αμετάβλητο φως του Θεού είναι απολύτως πνευματικό ον και το κακό είναι ανυπαρξία, «μη ον», όπως το σκότος είναι απλώς η απουσία φωτός[xviii].

Ο Νεοπλατωνισμός είχε ενισχύσει στον εσωτερικό του κόσμο την μανιχαϊσική πεποίθηση ότι η πορεία της επιστροφής στο Θεό γίνεται μέσω της φυγής από το σώμα και επομένως τη φυγή από τη σεξουαλικότητα[xix].

Στο όγδοο βιβλίο των Εξομολογήσεων περιγράφεται η αυτοπεριφρόνηση που ένιωσε όταν έμαθε τα κατορθώματα των ασκητών στη Δύσης και την Ανατολή.

Η πάλη του Αυγουστίνου για να κατανικήσει τη σεξουαλική του φύση μπορεί να θεωρηθεί και ως η τελική φάση της πορείας του προς την επιδίωξη του φιλοσοφικού βίου, όπως τον είχε γνωρίσει από τον Ορτένσιο του Κικέρωνα.

Δεν μπορούμε όμως να αμφισβητήσουμε το ό,τι η πρόθεσή του ήταν πραγματικά χριστιανική όταν δέχθηκε το βάπτισμα  την άνοιξη του 387, από τον Αμβρόσιο[xx].

Παρόλα αυτά όταν 3-4 χρόνια αργότερα έγραφε το Περί της Αληθούς θρησκείας (Deverareligione), ο τρόπος που σκεφτόταν και ανέλυε ήταν νεοπλατωνικός και η επίδραση του πλωτίνειου Νου, ο οποίος φωτίζει το Λόγο μέσω του οποίου η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να προσεγγίσει την υπερβατική θεότητα ήταν φανερή.

Αμέσως μετά την βάπτισή του, το 388, ο Αυγουστίνος αποφασίζει μαζί με τη μητέρα του και μια ομάδα από φίλους του να εγκαταλείψει τα Μεδιόλανα και να επιστρέψει στην Αφρική[xxi].

Στο ταξίδι της επιστροφής, στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, πεθαίνει η μητέρα του.

Όταν φτάνουν στην Αφρική, ο Αυγουστίνος και οι φίλοι του εγκαθίστανται στην Ταγάστη, δημιουργώντας μια ομάδα αφοσιωμένη στην περισυλλογή και στην μελέτη.

Η ήσυχη ζωή διακόπηκε το 391, όταν σε μια επίσκεψή του στην Ιππώνα αναγκάζεται να χειροτονηθεί ιερέας για να γίνει βοηθός του ηλικιωμένου επισκόπου Βαλερίου. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας, σε αντικατάσταση του Βαλερίου, ο οποίος πέθανε.

Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα αλλά και ως ιεροκήρυκας και δικαστής, και, επίσης, για την έντονη αντι-αιρετική του δράση[xxii].

Ο Αυγουστίνος δεν διακρινόταν για την ευρωστία της υγείας του, και το μεγάλο σε  όγκο έργο του οφείλεται στις υπηρεσίες των ταχυγράφων, αλλά και στην δική του δεινότητα στην αυτοσχέδια διατύπωση ολοκληρωμένης σκέψης.

Δεν υπήρξε συστηματικός θεολόγος.

Έγραψε πολλά έργα κατόπιν εκκλήσεων από άλλους, χάρη στην αυξανόμενη φήμη του στον χριστιανικό κόσμο, για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων.

Υπήρξε ακαταπόνητος στις έριδες με τους αιρετικούς Μανιχαίους, Δονατιστές και Πελαγιανούς, όπως άλλωστε φαίνεται και από την εργογραφία του που παρατίθεται στην παρούσα εργασία.

Η βαθύτερη σκέψη του όμως βρίσκεται στα υπομνήματά του στην Αγία Γραφή και στις Ομιλίες του, ιδιαίτερα στα κείμενά του για τους Ψαλμούς, τα Ευαγγέλια και την Α’ Επιστολή του Ιωάννη[xxiii].

Η σφραγίδα που έθεσε στην χριστιανική θεολογία δεν ήταν προϊόν δογματικών διενέξεων.

Η αποφασιστική καμπή στη ζωή του ήταν η ακούσια χειροτονία του στην ιεροσύνη, που σήμανε και την μεταστροφή του από το θεωρητικό βίο στον κόσμο, και από τη φιλοσοφία στην Αγία Γραφή[xxiv].

Η θεολογία του Αυγουστίνου

Από την εποχή της βάπτισής του αυτό που αναζητούσε ήταν η γνώση του Θεού και της ψυχής.

Ακολουθώντας τον Πλωτίνο αναζήτησε το Θεό μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, γεγονός που δεν είναι ασύμβατο με την Βίβλο, που αναφέρεται στο ομοίωμα του Θεού που είναι αποτυπωμένο στην ψυχή.

Για τις σχέσεις Πλατωνισμού και Χριστιανισμού ο Μπέρτραντ Ράσσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας αναφέρει τα λόγια του πρωθιερέα Ίνγκ: «Ο Πλατωνισμός είναι μέρος της ζωτικής δομής της χριστιανικής θεολογίας, με την οποία, τολμώ να ειπώ, καμιά άλλη φιλοσοφία δεν μπορεί να συνυπάρξει δίχως προστριβές». Και συνεχίζει, «Είναι εντελώς αδύνατο να αποκόψει κανείς τον Πλατωνισμό από το Χριστιανισμό χωρίς να κατακερματίσει το Χριστιανισμό». Τονίζει δε, ότι ο Αυγουστίνος είχε χαρακτηρίσει το πλατωνικό σύστημα «ως το καθαρότερο και λαμπρότερο σ’ ολόκληρη την φιλοσοφία», ενώ χαρακτηρίζει τον Πλωτίνο σαν έναν άνθρωπο στον οποίο ο «Πλάτων ανέζησε»[xxv].

Ενώ όμως στον Νεοπλατωνισμό η «ομοίωση» της ψυχής προς τον θεό είναι ελαττωμένης θεότητας, για τον χριστιανισμό είναι μια προσωρινή και μεταβλητή εικόνα του «αιώνιου» και αμετάβλητου.

Έτσι, κατά τον Αυγουστίνο, χρέος χριστιανικής φιλοσοφίας είναι να προσπαθήσει, καθοδηγούμενη από τη βιβλική αποκάλυψη, να γνωρίσει το Θεό, μέσω της εικόνας του που υπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή.

Αυτό ακολούθησε στο Περί Τριάδος.

Κατά τη γνώμη του, η αληθινή γνώση για τη φύση της ψυχής μπορεί να βασίζεται μόνο στην άμεση αυτογνωσία της συνείδησης.

Και η αυτεπίγνωση της ψυχής είναι εκείνη μιας τριαδικής ενότητας που ανακλά την ουσία του Πλάστη της.

Δεν αγνοεί την ύπαρξη του «εγώ» που «είναι, γνωρίζει, βούλεται», αλλά πιστεύει ότι αυτό το «εγώ» δεν είναι ανεξάρτητο ή αυτοδύναμο.

Άλλωστε είναι εμφανής σε αυτό το σημείο η επίδραση των Πλατωνιστών γύρω από το ότι ο Θεός δημιουργεί κάθε ύπαρξη, αποκαλύπτει κάθε αλήθεια και χαρίζει κάθε ευδαιμονία (Η πολιτεία του Θεού, DecivitateDei)[xxvi].

Ο χρόνος είναι μια κοσμολογική κατηγορία. Ο Θεός κείται πέρα από κάθε χρόνο.

Η αιωνιότητα του Θεού είναι απαλλαγμένη από τη σχέση του χρόνου. Κάθε χρόνος είναι σ’ Εκείνον παρόν αμέσως.

Ο Θεός ίσταται αιωνίως, εκτός της ροής του χρόνου.

Στον Αυγουστίνο έχουμε τρεις χρόνους: το παρών των παρόντων, το παρόν των παρελθόντων και το παρόν των μελλόντων [ενόραση (intuition), μνήμη, προσδοκία][xxvii].

Ο χρόνος δεν είναι παρά στιγμή δίχως διάρκεια, και συνείδηση του χρόνου σημαίνει ότι το πνεύμα είναι εκείνο που εκτείνεται ως μνήμη προς το παρελθόν και ως αναμονή προς το μέλλον[xxviii].

Η καλύτερη καθαρά φιλοσοφική εργασία του Αυγουστίνου είναι το ενδέκατο βιβλίο των Εξομολογήσεων το οποίο δεν είναι βιογραφικό όπως τα βιβλία μέχρι το 10ο.

Σε αυτό το βιβλίο κυρίαρχο ζήτημα είναι το ζήτημα της δημιουργίας και επομένως το σημαντικό ζήτημα του χρόνου[xxix].

Στον Αυγουστίνο, λόγος και πίστη συνυπάρχουν, όμως η δεύτερη  προηγείται χρονικά του πρώτου. Και ο ένας όρος προϋποθέτει τον άλλο. Τα μη ορατά και τα ορατά μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο και δια της πίστεως.

Η πίστη βασίζεται στην Αγία Γραφή, η αυθεντικότητα της οποίας στηρίζεται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όσα περιέχονται σε αυτήν είναι προσλήψιμα δια της πίστεως κι όχι μόνο μέσω του νου[xxx].

Ο Αυγουστίνος παρ΄ ό,τι θεωρεί την πίστη απαραίτητη δεν απορρίπτει τη γνώση.

Μέσω της φιλοσοφίας μπορεί να προσδιορισθεί ο σκοπός, αλλά όχι και η οδός. Η οδός είναι ο ενανθρωπήσας θείος λόγος, δια του οποίου ο άνθρωπος καθίσταται σοφός και ευδαίμων[xxxi].

Η κοσμολογία του Αυγουστίνου

Κατά τον Πλωτίνο, η δημιουργία δεν έχει κίνητρο ούτε σκοπό και είναι αυτόματο παράγωγό της θεϊκής ενδοσκόπησης.

Κατά τον Αυγουστίνο, πηγή της δημιουργίας είναι «η βούληση ενός αγαθού Θεού να υπάρξουν αγαθά πράγματα» (Η πολιτεία του Θεού).

Η ενέργεια της αγάπης που πηγάζει από τον Δημιουργό είναι η βασική αρχή της θεολογίας του.

Ό,τι υπάρχει είναι αγαθό εφόσον είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του Δημιουργού.

Και επειδή υπάρχουν διαβαθμίσεις αγαθότητας υπάρχουν και διαβαθμίσεις ύπαρξης.

Ακόμα όμως και ότι βρίσκεται κοντά στην ανυπαρξία στο «μη ον» είναι κατά βάση αγαθό αφού δημιουργήθηκε από τον Θεό[xxxii].

Ως πλατωνιστής θεωρεί το Θεό ως κορύφωμα της πραγματικότητας, ουσιαστικά ασύλληπτο από τη δική μας περιορισμένη νόηση.

Ο Θεός δεν προσδιορίζεται από ανθρώπινες (κατηγορίες ποσότητα, χώρο ποιότητα, χρόνο) και το μόνο που ταιριάζει σε αυτόν δεν είναι παρά το «είναι».

Όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Αυγουστίνο το πρωταρχικό και ανώτατο ον είναι και το ύψιστο αγαθό.

Κάθε τι που είναι καλό το οφείλει στη μετοχή του στο Θεό, όπου υπάρχουν τα αιώνια πρότυπα των πραγμάτων.

Ο Αυγουστίνος μεταμορφώνει τον απρόσωπο κόσμο του Πλάτωνα σε ιδέες ενός προσωπικού Θεού.

Ο κόσμος μπορεί να μας παραπέμψει στο Θεό που τα «παραδείγματά» του απεικονίζει.

Ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της δημιουργίας και ο συνδετικός αρμός ανάμεσα στον ορατό και τον αόρατο κόσμο.

Η σύνθεση σώματος και ψυχής έχει περιορισμένη διάρκεια γιατί το σώμα είναι από τη φύση του κοντά στο μηδέν και υπόκειται στο θάνατο.

Η ψυχή είναι ανώτερη και χαρακτηρίζεται από την αγάπη, που διακρίνεται στην αληθινή  αγάπη, που σημαίνει αγάπη του Θεού, και την αγάπη του κόσμου που σημαίνει επιθυμία χρονικών πραγμάτων.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα όλης της Τριάδος κι όχι μόνο του Υιού, διότι τότε τα τρία πρόσωπα θα ήταν ανόμοια ως προς την ουσία τους (ουσιοκρατική αντίληψη)[xxxiii].

Η ύπαρξη του κακού δεν πρέπει να αναζητείται στον υλικό κόσμο.

Ο Αυγουστίνος αρνείται να αποδώσει την ανθρώπινη κακία στις υλικές συνθήκες της ανθρώπινης ζωής.

Η γνωσιολογία του Αυγουστίνου

Ακολουθώντας τον Πλάτωνα υποστηρίζει ότι η ικανότητα της ορθής κρίσης δεν έρχεται στον εσωτερικό κόσμο του κάθε ανθρώπου από τα έξω.

Η ατομική διάνοια ασυνείδητα γνωρίζει και ο άνθρωπος, ο δάσκαλος, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να βοηθήσει τον μαθητή να αντιληφθεί αυτό που ασυνείδητα γνωρίζει.

Ο στοχαστής δεν κατασκευάζει την αλήθεια αλλά την ανακαλύπτει.

Και μπορεί να την αποκαλύψει γιατί ο Χριστός, ως αποκαλυπτικός λόγος του Θεού, είναι ο εσωτερικός δάσκαλος, ο «magisterinterior» που καθιστά κάθε άνθρωπο ικανό να αντιλαμβάνεται την αλήθεια όταν αυτός τον ακούει.

Η γνωσιολογία του Αυγουστίνου συνδέεται με την οντολογία και την κοσμολογία του[xxxiv].

Η ηθική του Αυγουστίνου

Ο Αυγουστίνος δεχόταν την βασική υπόθεση της αρχαίας ηθικής θεωρίας ότι η συμπεριφορά ορθώς κατευθύνεται προς την επίτευξη της ευδαιμονίας, που θεωρείται η κοινή επιδίωξη όλων των ανθρώπων.

Για τον Αυγουστίνο η διαβάθμιση των όντων είναι ταυτοχρόνως και διαβάθμιση των αξιών. Τα κατώτερα υποτάσσονται στα ανώτερα: το σώμα στο πνεύμα και το πνεύμα στο Θεό.

Ο Άνθρωπος θα πρέπει να αποδίδει στον εαυτό του την πρέπουσα σχετική αξία[xxxv].

Ονομάζει την ηθική αξία που επιδρά στη διαγωγή amor (ανθρώπινη αγάπη).

Είναι η ηθική δυναμική που ωθεί τον άνθρωπο στην πράξη.

Αν ο άνθρωπος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, τότε ποτέ δεν θα προσδώσει μεγαλύτερη αξία στα κατώτερα απ’ ό,τι στα ανώτερα.

Τα κατώτερα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα για τα ανώτερα (πλατωνισμός).

Μόνο το ύψιστο αγαθό θα πρέπει να απολαμβάνεται ως ο τελικός σκοπός προς τον οποίο προσβλέπει η καρδιά.

Και υπέρτατο αγαθό είναι ο Θεός που φύση του είναι η αγάπη (agape).

Αν λοιπόν η ανθρώπινη αγάπη μπορεί να ανυψωθεί στην απόλαυση του Θεού, θα μετέχει της θείας αγάπης, της αγάπης αυτής καθαυτής.

Έτσι, ο Θεός θα προσφέρει την αγάπη του στους ανθρώπους και έτσι οι άνθρωποι μετέχοντας στην αγάπη του θα αγαπούν αλλήλους, όπως ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, αντλώντας από το Θεό τη δύναμη να προσφέρουν τον εαυτόν τους στους άλλους

Η φιλοσοφία της Ιστορίας του Αυγουστίνου-Η πολιτική του θεωρία

Διακρίνοντας ανάμεσα στην πολιτεία του Θεού και στην πολιτεία του κόσμου, ήθελε να εξηγήσει την παγκόσμια ιστορία σαν πορεία που εξελίσσεται με βάση δυο αρχές[xxxvi].

Την κοσμική αρχή, όπου μια πολιτεία μπορεί να είναι καλά οργανωμένη και επιτυχημένη, αλλά είναι πρόσκαιρη και με αξίες που δεν είναι παρά σκιές, και που, επίσης, της λείπει η τάση προς τον έσχατο σκοπό που βρίσκεται στο Θεό.

Αντίθετα, η θεϊκή πολιτεία διέπετε από την αιώνια τάξη και την αγάπη του Θεού, που συνενώνει όλα τα μέλη της[xxxvii].

Έτσι σχηματικά περνά σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην κοσμική πολιτεία και την πολιτεία του Θεού που είναι ο πόλεμος ανάμεσα στη δύναμη του καλού και του κακού αντίστοιχα, και όπου στο τέλος θα θριαμβεύσει το καλό[xxxviii].

Στην Πολιτεία του Θεού είναι ο πρώτος στον κόσμο που επιχειρεί την αναγωγή της ιστορίας σε «σύστημα», την αναγωγή του άπειρου ιστορικού γίγνεσθαι σε αντικείμενο φιλοσοφικής θέας[xxxix].

Ο Αυγουστίνος αντέκρουσε και τους ειδωλολάτρες στοχαστές του καιρού του, όπως τον νεοπλατωνιστή Πορφύριο, που υποστήριζε ότι τα γεγονότα του καιρού εκείνου όπως οι επιδρομές και οι καταστροφές από την πλευρά των Βαρβάρων δεν ήταν συμβατές με την κηρυγμένη χριστιανική πεποίθηση για την οικουμενική οδό της σωτηρίας.

Σχετικές ήταν και οι απορίες των χριστιανών σχετικά με το πώς συμβιβάζεται η σοφή διακυβέρνηση με τις καταστροφές[xl].

Στην αντίθεση της πολιτείας του Θεού και την πολιτεία του κόσμου βασίζεται και η πολιτική του θεωρία

Ο Αυγουστίνος ήρθε σε αντίθεση με τους των ειδωλολάτρες διανοούμενους, όπως τον Κικέρωνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως σκοπός μιας οργανωμένης πολιτείας ήταν η απονομή δικαιοσύνης. Όμως αυτό δεν μπορούσε να το κάνει μια ειδωλολατρική κοινότητα, έλεγε ο Αυγουστίνος. Ένα κράτος είναι δίκαιο, μόνο αν είναι χριστιανικό τελικά[xli].

Σχετικά με το καλό και το κακό

Το κακό είναι κάτι που δεν υπάρχει, είναι «μη-ον», στέρηση του όντος-αγαθού ή και ελάττωσή του. Το κακό είναι έτσι δυνατό στο αγαθό, μέσα στο οποίο εμφανίζεται.

Δεν μπορεί να το δει κανείς αποκομμένο από το γενικό σχέδιο του κόσμου[xlii].

Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει κάποιο ποσοστό αγαθότητας.

Δεν δέχεται μίξη καλού και κακού.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για βαθμίδες αγαθότητας.

Το κακό συνδέεται με το ιεραρχημένο σύστημα του Αυγουστίνου και κατά το ό,τι τα ανώτερα πράγματα πρέπει να άρχουν των κατώτερων πραγμάτων.

Αν ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή τα κατώτερα εξουσιάζουν τα ανώτερα, τότε έχουμε το κακό, δηλαδή μια αντεστραμμένη ταξινόμηση[xliii].

Συγγραφικό έργο

Ο Αυγουστίνος ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς Λατίνους συγγραφείς, όσον αφορά την σωζόμενα έργα, και ο κατάλογος των έργων του αποτελείται από περισσότερους από εκατό ξεχωριστούς τίτλους. Στους τόμους αυτούς περιλαμβάνονται απολογητικά έργα εναντίον των αιρέσεων των Αρειανών, Δονατιστών, Μανιχαίων και Πελαγιανών[xliv].

Κατά τον καθηγητή θεολογίας Στυλιανό Γ. Παπαδόπουλο που έχει ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, και με τους εκκλησιαστικούς πατέρες η έκταση του έργου του Αυγουστίνου και η ποικιλία της θεματολογίας του είναι μια από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μελετητής σχετικά με την κατανόηση του έργου αυτού[xlv].

Επίσης, κείμενα σχετικά με το χριστιανικό δόγμα, κυρίως το De Doctrina Christiana (Από το χριστιανικό δόγμα, σε 4 βιβλία), ερμηνευτικά έργα όπως σχόλια επί της Γένεσης, τους Ψαλμούς και την Προς Ρωμαίους του Παύλου επιστολή.

Ακόμα, έγραψε πολλά κηρύγματα και επιστολές, και τις Retractationes, μια αναθεώρηση των προηγούμενων έργων του που έγραψε κοντά στο τέλος της ζωής του.

Εκτός από αυτά, ο Αυγουστίνος είναι ίσως περισσότερο γνωστός για τις Εξομολογήσεις του (Confessiones, σε 13 βιβλία), που αποτελούν έναν προσωπικό λογαριασμό της προηγούμενης ζωής του, καθώς και για το De civitate Dei (Πόλη του Θεού, που αποτελείται από 22 βιβλία), που έγραψε για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των συντρόφων του Χριστιανών, η οποία είχε κλονίστηκε από τη λεηλασία της Ρώμης, από τους Βησιγότθους, το 410. Το έργο του για την Αγία Τριάδα, (Περί Τριάδος, De Trinitate, σε 15 βιβλία), στο οποίο αναπτύχθηκε αυτό που έχει γίνει γνωστό ως η «ψυχολογική αναλογία» της Αγίας Τριάδας, θεωρείται, επίσης, ότι είναι ένα από τα  αριστουργήματά του, και αναμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα θεολογικά έργα όλων των εποχών.

Επίσης, έγραψε για την ελεύθερη επιλογή της βούλησης (De libero arbitrio), για να αντιμετωπίσει το ερώτημα γιατί ο Θεός δίνει τον άνθρωπο την ελεύθερη βούληση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κακό[xlvi].

Το έργο του, στην παλαιά έκδοση των Βενεδικτίνων, καταλαμβάνουν 11 τόμους, ενώ στην έκδοση του Migne και στην έκδοση των CSEL (Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum) πολύ μεγάλη έκταση.

Ο μαθητής, φίλος του και επί πολύ χρόνο σύνοικος του Αυγουστίνου Ποσσίδιος, ανα- φέρει ότι ο Αυγουστίνος συνέταξε 1030 συγγράμματα, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών, των ομιλιών, και των μικρότερων δοκιμίων.

Ο ίδιος ο Αυγουστίνος, στις Αναθεωρήσεις αναφέρει ότι μέχρι το 427 είχε συγγράψει 93 συγγράμματα σε 232 βιβλία. Από αυτά μόνον 10 χάθηκαν.

Τα έργα του Αυγουστίνου θα μπορούσαν να διαιρεθούν στις εξής τρεις κατηγορίες.

Τα αυτοβιογραφικά, τα φιλοσοφικά, και τα θεολογικά.

Α. Αυτοβιογραφικά έργα

  1. Αναθεωρήσεις (Retractationes)

Συντάχθηκαν περί τα τέλη της ζωής του Αυγουστίνου, δηλαδή το 427.

Διαιρείται σε δύο βιβλία. Σε αυτά αναλύει και κρίνει τα συγγράμματά του, ενώ τα κατατάσσει κατά χρονολογική σειρά δημοσιεύσεως.

Στο πρώτο βιβλίο αναλύει τα έργα του από το 386, όταν έγινε χριστιανός, ενώ στο δεύτερο τα έργα του από τα Χριστούγεννα του 395, όταν χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιππώνος και μέχρι το 427.

Απαριθμεί 94 έργα, δίδοντας αξιόλογες πληροφορίες σχετικά με την αφορμή και τον σκοπό σύνταξης κάθε έργου, σύντομες περιλήψεις αυτών, τις κεντρικές ιδέες, διορθώνει τυχούσες ελλείψεις και σφάλματα, κάνει αυτοκριτική, γεγονός που είναι μοναδικό για αρχαίο συγγραφέα και μάλιστα αυτοκριτική όχι μόνον επί των αυτοτελών συγγραφών του, αλλά και επί των ομιλιών του και επιστολών του.

Το έργο παρέμεινε ημιτελές.

  1. Εξομολογήσεις (Confessiones), Όπως και οι Αναθεωρήσεις έτσι και οι Εξομολογήσεις αποτελούν μοναδικό φιλολογικό είδος χριστιανικής αυτοβιογραφίας.

Συντάχθηκε  μεταξύ των ετών 397 και 401 και αποτελούνται από 13 βιβλία.

Στις Εξομολογήσεις ο Αυγουστίνος ασκεί οξεία αυτοκριτική και αυτοέλεγχο όλου του βίου.

Στο 10ο βιβλίο περιλαμβάνεται μια λεπτή ψυχολογική ανάλυση και ηθικοθρησκευτική περιγραφή, κατά την εποχή που συνέτασσε το έργο, όντας επίσκοπος.

Στα βιβλία 11-13 αναπτύσσεται το κεφάλαιο της Γενέσεως, της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου και δίδονται βαθυστόχαστες απαντήσεις σε ζητήματα θεολογικά και φιλοσοφικά περί του άχρονου Θεού, περί του χρόνου δημιουργίας του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητας[xlvii],περί του τρισυπόστατου της Θεότητας, περί του τρισυνθέτου του ανθρώπου κ.ά.

Ο Αυγουστίνος ζητεί να αποδείξει την άπειρη φιλανθρωπία του Θεού και να εμφανίσει τη θεία χάρη, τη σωτηρία του ανθρώπου με κάθε τρόπο και πάντοτε.

Ο συγγραφέας ζητεί να διδάξει, να οικοδομήσει, να ποδηγετήσει, να κηρύξει να φιλοσοφήσει, να αντικρούσει, να απολογηθεί να καταπείσει, να ικανοποιήσει, να ηρεμήσει, να αναπαύσει κάθε βεβαρυμμένη ψυχή[xlviii].

 

Β. Φιλοσοφικά έργα

  1. Περί του ωραίου και του προσήκοντος (Del pulchro et apto).

2.Κατά των Ακαδειμικών (Contra Academicos), στο οποίο εναντιώνεται στην αρχή των σκεπτικών Νέο-Ακαδειμικών ότι τίποτα δεν μπορεί να γνωρισθεί με ασφάλεια.

  1. Περί της μακαρίας ζωής (De beata vita) αποτελούμενο από 4 βιβλία στο οποίο υποστηρίζει ότι η ευτυχία της ζωής και η μακαριότητα έγκεινται στη γνώση του Θεού
  2. Περί της τάξεως (De ordine), σε 2 βιβλία.
  3. Μονόλογοι (Soliloquia), σε 2 βιβλία.
  4. Περί της αθανασίας της ψυχής (de immortalitate animae), ατελές, επειδή ο Αυγουστίνος παραπονείται ότι ήρθε στη δημοσιότητα παρά τη θέλησή του.
  5. Εγκυκλοπαιδικά έργα, δηλαδή εγχειρίδια των διαφόρων επιστημών και τεχνών υπό τον τίτλο Disciplinarum libri (De grammatica, De musica (De rhythmo), De dialectica, De rhetorica, De geometrica, De arithmetica, De philosophia. Εκτός των δύο πρώτων τα υπόλοιπα ουδέποτε αποπερατώθηκαν, ενώ από το De grammatica διασώθηκαν 2 αποσπάσματα

Πλήρες διασώθηκε το De music libis ex.

Από το σύγγραμμα αυτό διασώθηκαν αποσπασματικά το Principia dialecticae και Principia rhetorices, ενώ οι Categoria edecem ex Aristotele decerptae θεωρούνται νόθες.

  1. Περί ποσότητος της ψυχής (De quantitat e animae).
  2. Περί του Δασκάλου (De magistro).

Όλα τα φιλοσοφικά έργα του Αυγουστίνου είναι γραμμένα με τη μορφή διαλόγου, ενώ όχι μόνο αυτό το λογοτεχνικό είδος, αλλά και το ύφος και τα νοήματα και οι ιδέες είναι πλατωνικά.

Γ. Θεολογικά έργα

Α. Απολογητικά

  1. Περί της πολιτείας του Θεού (De civitate Dei).

To εκτενέστερο, σπουδαιότερο απ’ όλα τα έργα του Αυγουστίνου.

Συντάχθηκε στην Ιππώνα μεταξύ των ετών 413-426 και αποτελείται από 22 βιβλία.

Με το έργο επιζητείται να αποδειχθεί ότι τα συμβαίνοντα στις ανθρώπινες κοινωνίες βρίσκονται πάντοτε εντός του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας, ο οποία λειτουργεί χωρίς την άρση ή τη δέσμευση της ανθρώπινης βούλησης[xlix].

  1. Περί της μαντείας των δαιμόνων (De divinatione daemonum). Μικρό εγχειρίδιο που συντάχθηκε μεταξύ 406 και 411 ή 414.
  2. Πραγματεία κατά των Ιουδαίων (Tractatusad versus Judaeos).

 

Β. Δογματικά έργα

1.Εγχειρίδιον προς Λαυρέντιον είτε περί της πίστεως, ελπίδος, και αγάπης (Enchiridion ad Laurentium sive De fide, spe et caritate liber unus). Γράφτηκε το 423 κατά παράκληση του Ρωμαίου φίλου του Λαυρεντίου που του ζήτησε συνοπτική έκθεση της χριστιανικής Δογματικής και Ηθικής.

  1. Περί πίστεως και συμβόλου (De fide et symbol). Ουσιαστικά περιλαμβάνει τον υπό τον Αυγουστίνο λόγο στην σύνοδο της Ιππώνος στις 8 Οκτωβρίου 393.

Είναι περιληπτική ερμηνεία του αποστολικού συμβόλου.

  1. Λόγοι περί συμβόλου προς κατηχούμενους (Sermones de symbol ad catechumenos), των οποίων η γνησιότητα αμφισβητείται.
  2. Περί πίστεως εις τα μη ορώμενα (De fide rerum quae non videntur). Ομιλία του 399-400 για την ανάγκη πίστης στις υπερφυσικές αλήθειες.
  3. Περί πίστεως και έργων (De fide et operibus). Γραμμένο το 413. Σχετικά με το ότι δεν αρκεί η πίστη, αλλά υπάρχει ανάγκη και αγαθοεργιών.
  4. Περί Τριάδος (Detrinitate). To σπουδαιότερο δογματικό έργο του Αυγουστίνου, το οποίο συντάχθηκε σε διάστημα 17 ετών (399-416). Αποτελείται από 15 βιβλία, εκ των οποίων τα 8 πρώτα αναπτύσσουν το τριαδικό δόγμα στη βάση της Αγίας Γραφής, τα δε επόμενα διασαφηνίζουν το τριαδικό δόγμα δι’ αναλογιών από τον ψυχικό κόσμο.

 

Η Τριαδολογία του Αυγουστίνου

Ο Τριαδικός Θεός είναι απλός και άτρεπτος, και είναι απλός επειδή ταυτίζεται το έχειν με το είναι του. Αντίθετα ο κτιστός κόσμος είναι τρεπτός και σύνθετος και μπορεί να χάσει ότι έχει. Υπάρχει χαώδης διαφορά ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, κι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει επί της ουσίας τον Θεό. Το χάσμα αυτό όμως δεν είναι και αγεφύρωτο επειδή υπάρχει ένας μεσίτης ο Υιός του Θεού. Ο Τριαδικός θεός είναι συγχρόνως ενότητα και διάκριση των θείων προσώπων[l]. Η ενότητα ξεκινά από την κοινή θεία ουσία και φύση και επεκτείνεται και στην κοινή θέληση, πράξη ή ενέργεια. Μέχρις εδώ ο Αυγουστίνος ακολουθεί την σκέψη των Καππαδοκών πατέρων, την οποία γνωρίζει έμμεσα μόνο, αφού αγνοεί την ελληνική γλώσσα, δια μέσου άλλων θεολόγων που την γνωρίζουν όπως ο Ιλάριος Πικταβίου και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων.

Επί του ζητήματος της γνώσης ης ελληνικής γλώσσας και γραφής[li] από τον Αυγουστίνο υπάρχει και η άποψη ότι ίσως να μπορούσε να διαβάσει ελληνικά κείμενα με τη βοήθεια λεξικού, αν και η γνώση της ελληνικής την οποία είχε δεν ήταν καλή[lii].

Επίσης, αγνοούσε την εβραϊκή γλώσσα και το εβραϊκό αλφάβητο[liii].

Ο Αυγουστίνος επιχειρεί να περιγράψει τις ενδοτριαδικές σχέσεις με εικόνες ειλημμένες από τις λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής: όπως είμαστε ,λέει, μια αδιαίρετη ενότητα, αλλά αποτελούμαστε από 

«μνήμη», «νου» και «θέληση» (μνήμη, νόηση, άμεση και έμμεση και βούληση)[liv] έτσι συμβαίνει και με τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Αποκλίνει από την Καππαδοκική θεολογία κατά το ό,τι δίνει έμφαση στη ενότητα του τριαδικού Θεού παρά στις υποστατικές διακρίσεις, εκκινώντας από την «φύση» ή «ουσία» του Θεού κι όχι από τα «Πρόσωπα». Αντίθετα οι Καππαδόκες εκκινούν από τα «Πρόσωπα» και στη συνέχεια επιχειρούν κατά το δυνατόν να μιλήσουν για τη θεία φύση.

Ο Αυγουστίνος αναπτύσσει την περί σχέσεων θεολογία του για να απαντήσει στον Αρειανισμό, ο οποίος θεωρούσε πως στον Θεό δεν υπάρχει συμβεβηκός, δηλαδή αλλαγή ή ποιότητα, κάτι που συνεπαγόταν πως ο Υιός ήταν ετερούσιος.

Ο Αυγουστίνος απαντούσε πως, η μεταξύ του Υιού και του Πατρός σχέση είναι σχέση ουσίας. Και οι δύο είναι ομοούσιοι.

Ένα μειονέκτημα της θεολογίας του ήταν η ανυπαρξία στην λατινική γλώσσα όρων επαρκών να αποδώσουν της θεολογικές έννοιες. Έτσι για τον όρο «Υπόστασις» χρησιμοποιεί τον όρο «Πρόσωπο» και αποδίδει στην λατινική τον όρο «Υπόστασις» ως substantia, ο οποίος χρησιμοποιείται για να αποδοθεί η ουσία και το θείο είναι.

Ανεξάρτητα από αυτό ο λόγος που ο Αυγουστίνος δεν αναπτύσσει εκτενώς μία τριαδική θεολογία έχει να κάνει με το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στην παραδοχή τριών θεοτήτων ή μιας τριπλής θεότητας.

Η περί των σχέσεων των τριών προσώπων της θεότητας θεολογία του έχει αριστοτελική φιλοσοφική ρίζα[lv].

Το De trinitate μεταφράστηκε, αρχικά, στα ελληνικά, από τον Μάξιμο Πλανούδη το 13ο αιώνα.

  1. Περί των μοιχικών γάμων προς Πολλέντινον (De conjugiis ad ulterinis ad Pollentium). Γράφτηκε περί το 419, αποτελείται από 2 βιβλία και αναφέρει ότι ο χριστιανικός γάμος είναι αδιάλυτος.
  2. Περί των νεκρών καταβλητέας μερίμνης (De cura gerenda pro mortuis. Γράφτηκε περί το 421, ως απάντηση σε ερώτημα περί του ζητήματος που τέθηκε από τον άγιο Παυλίνο Νώλης.

9.Περί 83 διαφορετικών ζητημάτων (De diversis quaestionibus octoginta tribus liber unus). Το πρώτο ήμισυ των ερωτημάτων είναι δογματικού περιεχομένου, τα δε υπόλοιπα ερμηνευτικού.

10 Περί διαφόρων ζητημάτων προς τον Σιμπλικιανό (De diversis quaestionibus ad Simplicanum libri duo). Περί το  379, για να απαντήσει σε ρωτήματα του διαδόχου του Αμβροσίου Μεδιολάνων, Σιμπλικιανού, σχετικά με το νόημα ορισμένων θέσεων της προς Ρωμαίους επιστολής και των Βασιλειών.

  1. Περί 8 ζητημάτων του Δουλκιτίου (De octo Dulcitii quaestionibus liber unus). Γράφτηκε, μάλλον, μεταξύ του 422 και 425 και απαντά σε ερμηνευτικά και δογματικά ζητήματα που έθεσε ο αυτοκρατορικός νοτάριος στην Καρθαγένη Δουλκίτιος.

Γ. Αντιρρητικά έργα και δογματοπολεμικά

-Περί των αιρέσεων προς τον Quodvultdeum (De haeresibus ad Quodvultdeum).

Το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εισαγωγή στα ειδικά αντιρρητικά και πολεμικά έργα του τα οποία στρέφονται κατά των αιρέσεων του Μανιχαϊσμού, του Πρισκιλλιανισμού, του Δονατισμού και του Πελαγιανισμού.

Συντάχθηκε το 428-429 κατά παράκληση του διακόνου από την Καρχιδόνα Quodvultdeus.

  1. Κατά Μανιχαίων
  2. Περί των ηθώ της καθολικής εκκλησία ςκαι των ηθών των Μανιχαίων (De moribus ecclesiae catholicae et de moribus Manichaeorum). Σε δύο βιβλία, γραμμένο το 388-389.
  3. Περί της ελευθέρας βουλήσεως βιβλία τρία (De libero arbitrio libri tres). Το έργο άρχισε να συντάσσεται στη Ρώμη το 388, αλλά ολοκληρώθηκε στην Αφρική το 395. Αποτελεί διάλογο μεταξύ του Αυγουστίνου και του Αλυπίου.
  4. Περί της Γενέσεως κατά των Μανιχαίων (De Genesi contra Manichaeos libri duo. Υπεραμύνεται των τριών πρώτων κεφαλαίων της Γενέσεως κατά των Μανιχαίων. Έχει γραφτεί το 389.
  5. Περί της Αληθούς θρησκείας (De verareligione liber unus), σχετικά με το ότι η μοναδική αλήθεια βρίσκεται στην Καθολική Εκκλησία.
  6. Περί της ωφελείας του πιστεύειν προς τον Ονωράτον(DeutitlitatecredendiadHonoratum). Εγράφη στην Ιππώνα, όταν ήταν πρεσβύτερος περί το 391.
  7. Περί των δύο ψυχών κατά Μανιχαίων (DeduabusanimabuscontraManichaeos). Έργο του391 περίπου.
  8. Πρακτικά ή συζήτησις κατά του Μανιχαίου Φορτουνάτου (AetaseudisputatiocontraFortunatumManichaeum). Με βάση τις συζητήσεις της 28ης και 29ης Αυγούστου 392 στην Ιππώνα.
  9. Κατά του Μανιχαίου Αδειμάντου (ContraAdimantumManichaeidiscipulum). Περί το Σχετικά με την εγκυρότητα της Παλαιάς Διαθήκης.
  10. Κατά της επιστολής Μανιχαίου, ην λέγουσι θεμελιώδη (ContraepistolamManichaeiquamvocantfundamenti). Περί το 397. Εδώ συναντούμε την περίφημη ρήση του Αυγουστίνου «Egoveroevangeliononcrederem, nisimecatholicaeecclesiaecommoveretauctoritas» που σημαίνει ότι εγώ δεν θα πίστευα στο αληθές ευαγγέλιο αν η αυθεντία της καθολικής Εκκλησίας δεν με παρακινούσε.
  11. ΚατάτουΜανιχαίουΦαύστου(Contra Faustum Manichaeum libri triginta tres).Περί το 400.Τριάντα τρία βιβλία που περιέχουν την συνδιάλεξη του Αυγουστίνου με τον κορυφαίο των Μανιχαίων Φαύστου, επισκόπου Μιλεύης στη Βόρεια Αφρική. Είναι το σπουδαιότερο και εκτενέστερο έργο του Αυγουστίνου κατά του μανιχαϊσμού.
  12. Περί των πρακτικών των συζητήσεων μετά του Μανιχαίου Φήλικος (DeactisFeliceManichaeolibriduo). Αφορά τη συζήτηση περί της ελευθερίας της βουλήσεως.
  13. Περί της φύσεως του αγαθού κατά Μανιχαίων (DenaturabonicontraManichaeos). Περί το 404, για την συνύπαρξηκαλού και κακού.
  14. Κατά του Μανιχαίου Σεκουνδίνου (ContraSecundinumManichaeum). Γράφτηκε περί το405 . Απαντά στον Σεκουνδίνο που τον παρότρυνε τον Αυγουστίνο να γυρίσει στον Μανιχαϊσμό.
  15. Κατά του πολεμίου του νόμου και των προφητών (Contraadversariumlegisetprophetarum) και Προς Ορώσιον κατά των Πρισκιλλιανιστών και Ωριγενιστών (AdOrosiumcontraPriscillianistasetOrigenistas).

Οι Πρισκιλλιανιστές ήταν συγγενής αίρεση των Μανιχαίων, στην Ισπανία. Το πρώτο από αυτά τα έργα γράφτηκε περί το 420 και είχε να κάνει με την αντίκρουση της κακόδοξης αντίληψης ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι έργο πονηρού δαίμονος. Το δεύτερο απαντά σε ερώτημα του Ισπανού πρεσβυτέρου Ορωσίου περί Πρισκιλλιανισμού και Ωριγενισμού.

ΙΙ. Κατά Δονατιστών.

  1. Ψαλμός κατά της μερίδος του Δονάτου (PsalmuscontrapartemDonati). Περί το 393.Δημώδες ποίημα ή ψαλμός για λαϊκή χρήση.
  2. Κατά της επιστολής του Δονάτου (ContraepistolamDonati), (απολεσθέν).
  3. Κατά της μερίδος του Δονάτου, σε δύο βιβλία. Συνταχθέν το 399, (απολεσθέν).
  4. Κατά της επιστολής του Παρμενιανού (ContraepistolamParmenianilibritres). Γραμμένοπερί το 400.
  5. Περί βαπτίσματος κατά των Δονατιστών (DebaptismocontraDonatistaslibriseptem) Έργο περίπου του 400 στο οποίοαποκρούει τη θεωρία του αναβαπτισμού.
  6. Κατά του Δονατιστού Κεντουρίου (ContraquodattulitCenturiusaDonatistisliberunus), γραμμένο μετά το 400 (απολεσθέν).
  7. Κατά των γραμμάτων του Πετιλιανού δονατιστού επισκόπου Σύρτεως (ContralitteraPetilianiDonatistasCirtrnsisepiscopilibritres. Γραμμένο μεταξύ του 401 και 403.
  8. Επιστολή προς τους Καθολικούς κατά των Δονατιστών είτε περί της ενότητος της Εκκλησίας (AdCatholicosepistolacontraDonatistas, vulgoDeunitateecclesiaeunus). Αμφισβητείται η γνησιότητά του.
  9. Κατά του γραμματικού Κρεσκονίου, οπαδού του Δονάτου (ContraCresconiumgrammaticumpartisDonatilibriquator). Έργο που γράφτηκε το 406.
  10. Μία Συλλογή μαρτυριών και αποδείξεων των ετών 406-407 υπό τον τίτλο“ProbationumettestimoniorumcontraDonatistasliberunus,απολεσθέν.
  11. Επίσης απολεσθέντα θεωρούνται τα έργα ContranascioquemDonatistamliberunus , Κατά του ον αγνοώ Δονατιστού (406/7) και AdmonitioDonatistarumdeMaximianistis (Υπόμνησις Δονατιστών περί Μαξιμιανιστών), έργο των ετών 406/407.
  12. Περί του ενός βαπτίσματος κατά του Πελιτιανού προς τον Κωνσταντίνον (DeunicobaptismcontraPetilianum, adConstantinum,liberunus).
  13. De Maximianistis contra Donatistas liber unus. Συντάχθηκε το 410-411 και είναι απολεσθέν.
  14. Βραχεία είδησις περί της μετά των Δονατιστών διαπραγματεύσεως (BreviculuscollationiscumDonatistis). Περίληψη συνδιάλεξης που έγινε στην Καρθαγένη το 411.
  15. Συμπλήρωση του προηγούμενου έργου είναι το έργο:Προς τους Δονατιστάς μετά την διαπραγμάτευση (AdDonatistaspostcollationemlibrunus,του 412.
  16. Προς τον Εμέριτον, επίσκοπον των Δονατιστών μετά την διαπραγμάτευση.(Ad Emeritum Donatistarum episcopum post collationem liber unus . Περίτο 417, απολεσθέν.
  17. ΛόγοςπροςτονλαόντηςενΚαισαρείαΕκκλησίας, παρόντοςΕμερίτου(Sermo ad Caesarieensis ecclesiae plebem Emerito praesente habitus). Εννοεί την Καισαρεία της Μαυριτανίας στη Β. Αφρική και είναι ο λόγος που εξεφώνησε την 18η Σεπτεμβρίου 418 για την ανάγκη συμφιλίωσης Καθολικών και Δονατιστών.
  18. Βιβλίον περί των διαπραγματεύσεων μετά του Εμερίτου, του εν Καισαρεία Δονατιστού επισκόπου (LiberdegestiscumEmerito, CaesareensiDonatistarumepiscopo). Στενογραφημένη απόδοση των συζητήσεων της 18ης-20ης Σεπτεμβρίου 418, στην Καισαρεία.
  19. Κατά του Γκαουδεντίου επισκόπου των Δονατιστών (ContraGaudentiumDonatistarumepiscopumlibriduo. Περί το 420.

Ο Γκαουδέντιος ήταν κατά το 411 ένας από τους αρχηγούς των Δονατιστών στην Καρθαγένη.

Μηγνήσιαθεωρούνταιταέργα Sermo de Rusticiano subdiacono a Donatistis rebaptizato et in diaconum ordinate και  Contra Fulgentium Donatistam.

 

 

Η . Ποιήματα

  1. Psalmus contra partem Donati. Εναντίον των Δονατιστών.
  2. Deanima (αποδίδεται).
  3. Exsultet (προεόρτιο της Αναστάσεως, ψαλλόμενο το Μ. Σάββατο), αποδιδόμενο το οποίο, όμως, δεν του ανήκει.
  4. Στην Anthologia Latina βρίσκονται πολλά δίστιχα (ρητά, αποφθέγματα ) που αποδίδονται στον Αυγουστίνο.
  5. Επιτάφειον Επίγραμμα εις τον διάκονον Nabor, που δολοφονήθηκε από τους Δονατιστές.

Ελληνικές μεταφράσεις του έργου του Αυγουστίνου

  1. Μάξιμου Πλανούδη (1310), ο οποίος μετέφρασε το De trinitate και το ψευδο-Αυγουστίνειο Dedecemabusionumgradibus.
  2. Δημητρίου Κυδώνη (1324-1397/8), ο οποίος μετέφρασε τους Μονολόγους (Soliloquia), το Defideseuderegulaveraefidei, του Πρόσπερου Ακυιτανίας Augustinidelibatarumliber,  το αποδιδόμενο στον Αυγουστίνο έργο του  Fulgentius von Ruspe, De fide ad Petrum), και επίσης πολλές επιστολές όπως και μέρος της Ερμηνείας του Αυγουστίνου εις τον Ευαγγελιστή Ιωάννη που κατά κάποιους αποδίδεται στον Βησσαρίωνα.
  3. Αυγουστίνεια και ψευδο-Αυγουστίνια έργα επίσης μετέφρασαν και οι Πρόχορος Κυδώνης \(1330-1368/9), Ιωάννης Κασσομάτης, Νεόφυτος Ροδινός (1669, θάνατος), Αυγουστίνος Χαλκός, Ευγένειος Βούλγαρης (θάνατος 1806), Δ. Σ. Μενάγιας, ο Πενταπόλεως Νεκτάριος Κεφαλάς, ο Ανδρέας Δαλέζιος κ.ά.
  4. Δημοσίευση περί των ελληνικών μεταφράσεων του Αυγουστίνου έκανε ο Mich. Ranckl, Die griechischen Augustinusubersetzungen, στο Miscellanea Francesco Ehrle. Srcitti di storia et paleografia, I (Roma 1929), 1-38[lviii].

Βιβλιογραφία

Μελέτες

Walter Berscihn,, Ελληνικά γράμματα και λατινικός μεσαίωνας.Από τον Ιερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, Μτφρ:  Δ. Ζ. Νικήτας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.

Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Χριστιανικά και φιλοσοφικά μελετήματα, Βιβλιοθήκη Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1949.

Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Από τον Αυγουστίνο ως τον Γκαίτε, τόμος, Α’, Αετός, Αθήνα 1942.

Κωνστ. Γ. Μπόνη, Ο Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Ιππώνος, [13 Ν/βρίου 354 – 28 Αυγ. 430].Βίος και συγγράμματα, Ανάτυπον εκ της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Τόμος ΙΕ’, τιμητικόν αφιέρωμα εις Νικόλαον Λούβαριν, Αθήναι 1964.

Μπέρτραντ Ράσσελ, Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας Α. Η αρχαία φιλοσοφία.Η καθολική φιλοσοφία, τόμος Α’, μτφρ.-σημειώσεις: Αιμ. Χουρμούζιου, Ι. Δ. Αρσενίδης & Σία, Αθήνα, χχ.

 

Εγκυκλοπαίδειες

Θ. Βέικος, «Ο Αυγουστίνος ως στοχαστής», Πάπυρος-Λαρούς-Μπριττάνικα, τόμος 12, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1996.

Χ.Ο., «Αυγουστίνος», Πάπυρος-Λαρούς-Μπριττάνικα, τόμος 12, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1996

Άρθρα

Πέτρος Βασιλειάδης, Ο ιερός Αυγουστίνος ως ερμηνευτής του αποστόλου Παύλου και το πρόβλημα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, προέλευση academia.edu.

 

Γεώργιος Μαρτζέλος, Νους και βούληση κατά τον Ιερό Αυγουστίνο και την ελληνική πατερική παράδοση, προέλευση academia.edu.

Πανεπιστημιακές σημειώσεις

Γεώργιος Στείρης, Σημειώσεις ΦΣ 105 «Μεσαιωνική Φιλοσοφία», Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τομέας Φιλοσοφίας, Αθήνα, χ.χ, προέλευση academia.edu.

Ιστοσελίδες

 

Παρουσίαση του βιβλίου του E.J. Hobsbawm «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ 1789-1848»

του Διον. Τραμπαδώρου

Προέλευση φωτογραφίας: https://left.gr

 

Α. ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το  βιβλίο  περιλαμβάνει  πρόλογο και εισαγωγή καθώς και  δεκαέξι κεφάλαια. Αποτελείται δε από δύο μέρη.

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τα κεφάλαια από το Α’ έως και το Ζ’, και έχει ως αντικείμενο τις εξελίξεις  ενώ το δεύτερο τα κεφάλαια από το Η’ έως και το Ις’ και έχει ως αντικείμενο τα αποτελέσματα.

Ο συγγραφέας προκειμένου να δείξει την σπουδαιότητα των μεταβολών αυτής της περιόδου  ξεκινά την εισαγωγή του βιβλίου με την αναφορά σε μια σειρά από όρους που αποτελούν επινοήσεις ή προσαρμογές αυτής της περιόδου[i].

Επισημαίνει ότι το κρίσιμο διάστημα είναι ανάμεσα στο 1789 και το 1848 όπου και  ξέσπασε η επανάσταση που προκάλεσε τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας  από την μακρινή εποχή που ο άνθρωπος εφεύρε τη γεωργία και τη μεταλλουργία, τη γραφή την πόλη και το κράτος και η οποία μεταμόρφωσε και εξακολουθεί να μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο.

Ωστόσο όπως λέει θα πρέπει να κάνουμε  προσεκτική διάκριση  ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της, που δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένα πλαίσια και στη πρώτη αποφασιστική της φάση  που ήταν στενά συνδεδεμένη μια συγκεκριμένη κοινωνική και διεθνή  κατάσταση. Δηλαδή η μεγάλη επανάσταση της περιόδου 1789-1848 ήταν ο θρίαμβος όχι απλά της «βιομηχανίας» αλλά της καπιταλιστικής βιομηχανίας , όχι της ελευθερίας και της ισότητας αλλά της αστικής φιλελεύθερης κοινωνίας, όχι της σύγχρονης οικονομίας ή του σύγχρονου κράτους αλλά της οικονομίας και των κρατών σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου.

Ουσιαστικά ο μετασχηματισμός της περιόδου 1789-1848 είναι η διπλή επαναστατική έκρηξη που σημειώθηκε στην Αγγλία και την Γαλλία και από κει απλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο[ii].

Το γεγονός ότι οι ταυτόχρονες εκρήξεις που σημειώνονται στην Αγγλία και τη Γαλλία εμφανίζουν κάπως διαφορετικό χαρακτήρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αδιάφορο  αλλά το ζήτημα είναι ότι σημειώθηκαν στην βορειοδυτική Ευρώπη και στις υπερπόντιες προεκτάσεις της, και ότι την εποχή εκείνη δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.

Επίσης σημαντικό είναι και θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή τέτοιες εκρήξεις είναι σχεδόν αδιανόητες με οποιαδήποτε άλλη μορφή παρά μόνον ως θρίαμβος ενός αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Ο ριζικός αυτός μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς ιστορική αναδρομή πολύ προ του 1789 –Αμερικάνικη Επανάσταση το 1776 , συνταγματικές κρίσεις και οικονομικές ανακατατάξεις  και αναταραχές των ετών 1760-1789- παράγοντες όμως που ερμηνεύουν μονάχα την αφορμή και όχι τα θεμελιώδη αίτιά της.

Δεν μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό να κάνουμε μια ανάλυση σε βάθος – να ανατρέξομε δηλαδή σε γεγονότα όπως η Αγγλική Επανάσταση των μέσων του 17ου αιώνα , η Μεταρρύθμιση, η απαρχή των ευρωπαϊκών κατακτήσεων και της αποικιοκρατίας – γιατί μια τέτοια ανάλυση σε βάθος θα υπερέβαινε κατά πολύ τα χρονολογικά όρια του βιβλίου.

Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, τα πολιτικά και πνευματικά εργαλεία αυτού του μετασχηματισμού ήταν ήδη έτοιμα, τουλάχιστον σε ένα τμήμα της Ευρώπης αρκετά μεγάλο για να ξεσηκώσει το υπόλοιπο.

Το πρόβλημα δεν είναι να περιγράψουμε την εμφάνιση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας αρκετά δραστήριας τάξης ιδιωτών επιχειρηματιών, ή ακόμη (στην Αγγλία) ενός κράτους προσκολλημένου στην άποψη ότι το μέγιστο δυνατό ιδιωτικό κέρδος αποτελεί το θεμέλιο της κυβερνητικής πολιτικής.

Ούτε σκοπεύουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας , της επιστημονικής γνώσης ή της ιδεολογίας μιας ατομιστικής, «κοσμικής», ορθολογικής πίστης στην πρόοδο.

Ήδη στην δεκαετία του 1780 μπορούμε να θεωρήσουμε ως δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία ,μολονότι δεν ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ή διαδεδομένα.

Αντίθετα, δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παραβλέψουμε τον νεωτεριστικό χαρακτήρα της διττής επανάστασης εξαιτίας των εξωτερικών χαρακτηριστικών που μας φαίνονται οικεία.

Συνεπώς το ζήτημα είναι , να ερμηνεύσομε όχι την ύπαρξη αυτών των στοιχείων μιας νέας οικονομίας και κοινωνίας αλλά το θρίαμβό τους.

Να παρακολουθήσουμε όχι την πρόοδο της βαθμιαίας διάβρωσης και υπονόμευσης που προκάλεσαν στο σύστημα, στην διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, αλλά την οριστική κατάκτηση του οχυρού.

Επίσης το ζήτημα είναι να παρακολουθήσουμε  τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσε ο αιφνίδιος αυτός θρίαμβος στις χώρες που επηρεάστηκαν αμεσότερα από αυτόν, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο που ήταν έτοιμος να δεχθεί όλο τον εκρηκτικό αντίκτυπο των νέων δυνάμεων, των «αστών κατακτητών»

Η ιστορία που πραγματεύεται το βιβλίο είναι κατά κύριο λόγο τοπική δεδομένου ότι η διττή επανάσταση σημειώθηκε σε ένα τμήμα της Ευρώπης και οι εμφανέστερες και αμεσότερες συνέπειες της έγιναν εκεί περισσότερο αισθητές.

Επίσης αναπόφευκτα , η παγκόσμια επανάσταση, εφόσον ξεχύθηκε από τον διπλό κρατήρα της Αγγλίας και της Γαλλίας, πήρε τη μορφή ευρωπαϊκής επέκτασης και κατάκτησης του υπόλοιπου κόσμου.

Πράγματι η πιο εντυπωσιακή της συνέπεια για την παγκόσμια ιστορία ήταν ότι κυριάρχησαν στη γη μερικά δυτικά καθεστώτα (και ιδίως το βρετανικό ) γεγονός που δεν έχει παράλληλο στην ιστορία.

Μπροστά στους εμπόρους, τις ατμομηχανές , τα πλοία και τα κανόνια της Δύσης –και μπροστά στις ιδέες της –οι πανάρχαιοι πολιτισμοί και οι αυτοκρατορίες του κόσμου υποχώρησαν και κατέρρευσαν[iii].

Το 1848 τίποτε πια δεν στεκόταν εμπόδιο στην κατάκτηση οποιουδήποτε εδάφους αν οι δυτικές κυβερνήσεις ή οι επιχειρηματίες θεωρούσαν συμφέρον τους να το καταλάβουν , όπως ακριβώς τίποτε , εκτός από το χρόνο , δεν στεκόταν εμπόδιο στην πρόοδο του δυτικού καπιταλιστικού εγχειρήματος.

Η ιστορία της διττής επανάστασης , ωστόσο , δεν είναι απλά και μόνο η ιστορία του θριάμβου της νέας αστικής κοινωνίας.

Είναι επίσης η ιστορία της εμφάνισης των δυνάμεων που μέσα σε έναν αιώνα από το 1848 επρόκειτο να μετατρέψουν την επέκταση σε συρρίκνωση[iv].

Η ιστορική περίοδος που αρχίζει με την οικοδόμηση του πρώτου εργοστασιακού συγκροτήματος του σύγχρονου κόσμου στο Lancashire  και με τη Γαλλική επανάσταση του 1789 τελειώνει με την κατασκευή του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου και με την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

 

Β. βασικη θεματικη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1780

Το πρώτο κεφάλαιο είναι εισαγωγικό και περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στον κόσμο κατά την δεκαετία του 1780.

Ξεκινά με την διαπίστωση ότι ο κόσμος κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1780 ήταν πολύ μικρότερος και συγχρόνως πολύ μεγαλύτερος από το τον δικό μας, αφού από την μια ακόμα και οι πιο μορφωμένοι και ενήμεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης γνώριζαν μόνο ορισμένα τμήματα του κατοικημένου κόσμου ενώ ταυτόχρονα ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν αισθητά μικρότερος ,οι αστικές συγκεντρώσεις πολύ λιγότερες, ενώ οι άνθρωποι ήταν αισθητά κοντύτεροι και ελαφρύτεροι από σήμερα.

Ταυτόχρονα όμως οι δυσχέρειες και η αβεβαιότητα στην επικοινωνία τον έκαναν στην πράξη πολύ μεγαλύτερο-ανυπολόγιστα μεγάλο για τους περισσότερους κατοίκους- παρά το γεγονός ότι βελτιώσεις στις υποδομές ανάμεσα στην δεκαετία του 1760 και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές[v].

Ταυτόχρονα έκανε την εμφάνισή του και ο τύπος του δημοσίου υπαλλήλου που διόριζε η κεντρική κυβέρνηση και έστελνε σε διάφορες επαρχιακές θέσεις.

Εκείνο επίσης που επισημαίνει είναι ότι ο κόσμος του 1789 ήταν κατεξοχήν αγροτικός στοιχειό δίχως την κατανόηση του οποίου δεν μπορεί να γίνει κατανοητός[vi].

Ο όρος αστικός ήταν αμφίσημος. Καλύπτει τις δύο ευρωπαϊκές πόλεις που το 1789 θα μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματικά μεγάλες όπως το Λονδίνο με 1 εκατομμύριο και το Παρίσι με 500 χιλιάδες και καμιά εικοσαριά άλλες με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000.

Επίσης ο όρος «αστικός» καλύπτει επίσης την πληθώρα των μικρών επαρχιακών πόλεων στις οποίες ζούσε η πλειονότητα των κατοίκων των «άστεων».

Οι επαρχιακές αυτές πόλεις , αν και μικρές ήταν ωστόσο «αστικές» υπό την έννοια ότι υπήρχε μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις ενασχολήσεις που υπήρχαν σ’ αυτές και στις ενασχολήσεις της υπαίθρου, την οποία και περιφρονούσαν.

Παρόλα αυτά ήταν τόσο αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο όσο σχεδόν και οι χωρικοί[vii].

Έτσι το αγροτικό πρόβλημα ήταν το πιο βασικό για τον κόσμο του 1789[viii].

Ο δε πυρήνας του αγροτικού προβλήματος ήταν η σχέση ανάμεσα σε όσους καλλιεργούσαν τη γη και στους ιδιοκτήτες της, ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου της και σε όσους συσσώρευαν τον πλούτο αυτόν.

Από την άποψη των σχέσεων της αγροτικής ιδιοκτησίας, η Ευρώπη ή μάλλον το οικονομικό συγκρότημα που είχε κέντρο τη δυτική Ευρώπη-μπορεί να χωριστεί σε τρία μεγάλα τμήματα

1.Στα δυτικά της Ευρώπης όπου βρίσκονταν οι υπερπόντιες αποικίες, με την εξαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών και μερικά λιγότερο σημαντικά τμήματα.

Η οικονομία του τμήματος αυτού βασιζόταν σε παραγωγικές σχέσεις σχεδόν φεουδαλικού τύπου και ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ανελεύθερος ή σε πολιτικό περιορισμό.

Η οικονομία αυτή ήταν αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής και μέσω του δουλεμπορίου της αφρικανικής οικονομίας.

Βασικά, η ιστορία της ζώνης αυτής στην περίοδο που μας απασχολεί μπορεί να γράφει με επίκεντρο το σχήμα «παρακμή της ζάχαρης-ακμή του βαμβακιού».

  1. Στα ανατολικά της δυτικής Ευρώπης , και πιο συγκεκριμένα στα ανατολικά της ζώνης κατά μήκος του ποταμού Έλβα και νότια ως την Τεργέστη-διασχίζοντας την ανατολική και την δυτική Αυστρία, ήταν η περιοχή της αγροτικής δουλοπαροικίας, όπου ο τυπικός καλλιεργητής δεν ήταν σε γενικές γραμμές ελεύθερος παρά τις εξαιρέσεις.

Η υπό δουλοπαροικία ανατολική περιοχή μπορεί κατά συνέπεια να θεωρηθεί και αυτή ως «εξαρτώμενη οικονομία» της δυτικής Ευρώπης για τη οποία παρήγε τρόφιμα και πρώτες ύλες , οικονομία ανάλογη με των υπερπόντιων αποικιών[ix].

Υπό τους μεγιστάνες υπήρξε μια τάξη ευγενών της υπαίθρου , ποικίλου μεγέθους και οικονομικών πόρων, που εκμεταλλευόταν την αγροτιά[x].

  1. Στην υπόλοιπη Ευρώπη η αγροτική δομή δεν διέφερε και πολύ από κοινωνική άποψη.

Δηλαδή , για τον αγρότη ή τον αγρεργάτη , όποιος είχε κτήματα ήταν «ευγενής» και μέλος της άρχουσας τάξης.

Αντιστρόφως η ιδιότητα του ευγενούς –που παρείχε κοινωνικά και πολιτικά προνόμια, ενώ τυπικά αποτελούσε ακόμη τον μόνο δρόμο προς τα υψηλότερα κρατικά αξιώματα ήταν αδιανόητη χωρίς έγγεια ιδιοκτησία.

Παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης η φεουδαλική τάξη των πραγμάτων ,την οποία προϋπέθετε αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι ,ήταν ακόμη πολύ ζωντανή πολιτικά , από οικονομική άποψη έφθινε ολοένα.

Αυτή η οικονομική της παρακμή ,που έκανε τα εισοδήματα των ευγενών να υπολείπονται όλο και πιο πολύ από την αύξηση των τιμών και των εξόδων, ανάγκαζε και την αριστοκρατία να εκμεταλλεύεται ολοένα και περισσότερο ,το μόνο αναφαίρετο περιουσιακό της στοιχείο  που ήταν τα προνόμια της ευγενούς καταγωγής και της κοινωνικής της τάξης[xi].

Ωστόσο από οικονομική άποψη , η δυτική κοινωνία ήταν πολύ διαφορική .Στα τέλη του Μεσαίωνα ο μέσος αγρότης είχε χάσει πολλά από τα στοιχεία που συνέθεταν το καθεστώς του ως δουλοπαροίκου, μολονότι συχνά  διατηρούσε πάρα πολλά στοιχεία νομικής εξάρτησης.

Το μέσο αγρόκτημα είχε πάψει να είναι από καιρό μονάδα οικονομικής επιχείρησης και είχε γίνει ένα σύστημα για την είσπραξη ενοικίων και άλλων προσόδων σε χρήμα[xii].

Μόνο λίγες περιοχές είχαν προάγει ακόμη περισσότερο την αγροτική ανάπτυξη προς μια καθαρά καπιταλιστική γεωργία. Πρώτη μεταξύ αυτών η Αγγλία.

Εκεί η έγγεια ιδιοκτησία ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένη ,αλλά ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ένας μέσου μεγέθους ενοικιαστής –γεωργός προσανατολισμένος στο εμπόριο , ο οποίος μίσθωνε τα εργατικά χέρια που του χρειάζονταν.

Όταν όμως εξαλείφθηκε αυτό –μεταξύ 1760 και 1830- ότι  προέκυψε δεν ήταν ένα σύστημα γεωργίας ελεύθερων αγροτών αλλά μια τάξη γεωργικών επιχειρηματιών, οι μικροί ή μεσαίοι κτηματίες, και ένα μεγάλο αγροτικό προλεταριάτο.

Από τεχνολογική άποψη η ευρωπαϊκή γεωργία , με εξαίρεση ορισμένες ανεπτυγμένες περιοχές ήταν ακόμη και παραδοσιακή και εκπληκτικά αναποτελεσματική[xiii].

Ο 18ος αιώνας δεν ήταν φυσικά αιώνας γεωργικής στασιμότητας.

Αντίθετα, μια μακρά εποχή δημογραφικής επέκτασης, αυξανόμενου εξαστισμού, εμπορίου και βιομηχανίας, ευνοούσε αλλά και απαιτούσε γεωργική βελτίωση.

Αυτό όμως που εντυπωσίαζε τους πολυάριθμους υπέρμαχους της γεωργικής βελτίωσης, ήταν μάλλον το μέγεθος των εμποδίων που αντιμετώπιζε η αγροτική ανάπτυξη παρά η πρόοδος της[xiv].

Μέσω του συστήματος θαλάσσιου εμπορίου ,χρησιμοποιούσαν την αποικιοκρατική δύναμη για να ληστεύουν τους κατοίκους των Ανατολικών Ινδιών, να τους αποσπούν τα βασικά προϊόντα και να τα εξάγουν στην Ευρώπη και την Αφρική

Τα προϊόντα αυτά καθώς και άλλα ευρωπαϊκά χρησιμοποιούντα να για την αγορά δούλων που προορίζονταν για τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα συστήματα φυτειών της Αμερικής.

Οι αμερικάνικες φυτείες, με την σειρά τους, έκαναν εξαγωγές ζάχαρης, βαμβακιού και άλλων ειδών σε όλο μεγαλύτερες ποσότητες και όλο και χαμηλότερο κόστος στα λιμάνια του Ατλαντικού και της Βόρειας Θάλασσας, απ’ όπου διοχετεύονταν ξανά προς τα ανατολικά, μαζί με τα παραδοσιακά προϊόντα του ευρωπαϊκού εμπορίου Ανατολής-Δύσης (κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, αλάτι, κρασί , σιτάρι, ξυλεία, λινάρι).

Ο ιστός του εμπορίου πύκνωνε συνεχώς.

Απ’ την άλλη μολονότι τα μεταλλεία και οι βιομηχανίες αναπτύσσονταν, γρήγορα και παντού στην Ευρώπη, παρέμεναν βασικά υπό τον έλεγχο των εμπόρων και στην Ανατολική Ευρώπη συχνά και των φεουδαλικών γαιοκτημόνων.

Αυτό συνέβαινε διότι η κύρια μορφή της αναπτυσσόμενης παραγωγής ήταν το λεγόμενο σύστημα οικιακής βιοτεχνίας (ανάθεση εργασίας με το κομμάτι). Έτσι δημιουργήθηκαν αναπόφευκτα υποτυπώδεις συνθήκες για ένα πρώιμο βιομηχανικό καπιταλισμό.

Αυτός που ήλεγχε με λίγες εξαιρέσεις τις αποκεντρωμένες αυτές μορφές παραγωγής ήταν κάποιος μεγαλέμπορος.

Το πιο επιτυχημένο ευρωπαϊκό κράτος του 18ου αιώνα, η Βρετανία, όφειλε καθαρά την δύναμή της στην οικονομική  της πρόοδο[xv].

Επίσης σε ιδεολογικό επίπεδο ο  Διαφωτισμός ήταν επαναστατική ιδεολογία, με κεντρικό πυρήνα την κυριαρχία της ατομικής ελευθερίας

Οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι του Διαφωτισμού ήταν οι πιο προοδευτικές οικονομικά τάξεις[xvi].

Τα δύο μεγάλα κέντρα της ιδεολογίας του Διαφωτισμού ήταν τα κέντρα της δυτικής επανάστασης , η Γαλλία και η Αγγλία.

Η διαφώτιση προϋπέθετε την κατάργηση την κατάργηση της επικρατούσας κοινωνικής και πολιτικής τάξης, παρότι οι μετριοπαθείς διαφωτιστές εναπέθεταν στις ελπίδες τους στις μοναρχίες.

Με εξαίρεση τη Βρετανία , απόλυτοι μονάρχες βασίλευαν σε όλα τα σημαντικά κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Τον καιρό εκείνο οι ηγεμόνες υιοθετούσαν το σύνθημα του διαφωτισμού όπως στις μέρες μας οι κυβερνήσεις για παρεμφερείς λόγους υιοθετούν το σύνθημα του προγραμματισμού προσβλέποντας στο πρακτικό πλεονέκτημα πολλαπλασιασμού των εσόδων παρά σε αόριστα ιδανικά.

Οι μεσαίες και μορφωμένες τάξεις καθώς και αυτές που ενδιαφέρονταν για την πρόοδο, προσέβλεπαν συχνά στην ισχυρή κεντρική μηχανή μιας «φωτισμένης μοναρχίας» για να υλοποιήσουν τις ελπίδες τους[xvii].

Επίσης ο ηγεμόνας χρειαζόταν μια μεσαία τάξη και τις ιδέες της για να εκσυγχρονίσει τι κράτος του.

Υπήρχε μια λανθάνουσα σύγκρουση-που σύντομα θα γινόταν ανοιχτή- μεταξύ των δυνάμεων της παλιάς και της νέας αστικής κοινωνίας που δεν μπορούσε να διευθετηθεί στο πλαίσιο των υφιστάμενων πολιτικών καθεστώτων εκτός της Βρετανίας.

Έτσι τα παλαιά καθεστώτα υπόκεινταν σε πιέσεις από τρεις πλευρές.

 Από τις νέες δυνάμεις, από την αντίσταση των παλαιότερων εδραιωμένων συμφερόντων, και από τους ξένους ανταγωνιστές.

Η οικονομική πρόοδος, η ανάπτυξη των αποικιών και οι εντάσεις που προκάλεσαν οι επιχειρούμενες από την φωτισμένη δεσποτεία μεταρρυθμίσεις πολλαπλασίασαν τις αφορμές για τέτοιες συγκρούσεις στις δεκαετίες του 1770 και 1780[xviii].

Ένας τέτοιος ανταγωνισμός κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διεθνή σκηνή για το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα και αποτέλεσε τον πυρήνα των γενικών πολέμων: 1689-1713, 1740-1748, 1756-1763, 1776-1783 και 1792-1815.

Κυριαρχεί η σύγκρουση Βρετανίας –Γαλλίας η οποία ήταν επίσης η πιο ισχυρή, η πιο εξέχουσα και σημαίνουσα, με μια λέξη η κλασσική αριστοκρατική απόλυτη μοναρχία.

Η Βρετανία ήταν η νικήτρια όλων των πολέμων εκτός από έναν γεγονός που δηλώνει την ανωτερότητα της νέας κοινωνικής τάξης των πραγμάτων απέναντι στην παλιά.

Η Βρετανία άντεξε και στην προσπάθεια οργάνωσης και χρηματοδότησης και διεξαγωγής με σχετική ευκολία.

Το γαλλικό βασίλειο παρότι πολυανθρωπότερο και με περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές βρήκε την προσπάθεια υπερβολικά μεγάλη.

Μετά την ήττα στον επταετή πόλεμο (1756-1763) η εξέγερση των αμερικάνικων αποικιών του έδωσε την ευκαιρία να ανακτήσει το κύρος του έναντι της Βρετανίας – που έχασε το πιο σημαντικό μέρος της αμερικάνικης αυτοκρατορίας-αλλά με υπερβολικά μεγάλο κόστος που οδήγησε σε εσωτερική πολιτική κρίση από την οποία ξεπήδησε η Επανάσταση.

Η διττή επανάσταση έκανε την ευρωπαϊκή επέκταση ακάθεκτη, μολονότι θα πρόσφερε επίσης στον μη ευρωπαϊκό κόσμο τις συνθήκες και τον εξοπλισμό για την εν καιρώ αντεπίθεσή του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ -Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΉ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο   συγγραφές εξετάζει πρώτα την βιομηχανική επανάσταση α. γιατί ξέσπασε πρώτα από την κατάληψη της Βαστίλης και β. γιατί μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την διαδικασία που είχε πρωτοφανή και καίρια αποτελέσματα για την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία.

Ορίζοντας ο συγγραφέας τι σημαίνει η φράση η «Βιομηχανική Επανάσταση ,ξέσπασε, επισημαίνει ότι στη δεκαετία του 1780 , για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία , λύθηκαν τα δεσμά της παραγωγικής δύναμης των ανθρωπίνων κοινωνιών, που στο εξής μπόρεσαν να πετύχουν τον συνεχή, ταχύ και απεριόριστο πολλαπλασιασμό ανθρώπων , αγαθών και υπηρεσιών.

Χαρακτηρίζεται από έναν απότομο ποιοτικό και ριζικό μετασχηματισμό που πραγματοποιήθηκε γύρω στη δεκαετία του 1780 και που επέβαλε μια ουσιαστικά βιομηχανική οικονομία, ικανή να παράγει, σε γενικές γραμμές οτιδήποτε ήθελε στο πλαίσιο των υφιστάμενων τεχνικών μεθόδων, δηλαδή μια ώριμη βιομηχανική οικονομία.

Η βιομηχανική Επανάσταση εγκαινιάστηκε από τη Βρετανία και αυτό δεν ήταν συμπωματικό.

Και σε άλλες χώρες υπήρχε άφθονη βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη.

Επίσης η πρόοδος της Βρετανίας δεν οφειλόταν σε επιστημονική και τεχνολογική υπεροχή –την πρωτοκαθεδρία την είχε μάλλον η Γαλλία.

Οι τεχνικές εφευρέσεις  ήταν υπερβολικά απλοϊκές.

Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στη Βρετανία υπήρχαν εμφανώς οι κατάλληλες συνθήκες όπου είχε περάσει ένας αιώνας από την δίκη και εκτέλεση του βασιλιά από τον λαό και από τότε που το ιδιωτικό κέρδος και η οικονομική ανάπτυξη είχαν θεωρηθεί ως ύψιστοι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής.

Ουσιαστικό ζήτημα ήταν η επαναστατική βρετανική λύση στο αγροτικό πρόβλημα με κυρίαρχο τον «Νόμο περί περιφράξεων» («Enclosure Acts» 1760-1830) που εξάλειψαν τα τελευταία απομεινάρια της παλαιάς συλλογικής οικονομίας του χωριού.

Επίσης οι μεταβολές στη γεωργία εξασφάλισαν:

  1. i. Αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας που επέτρεπε την συντήρηση ενός ολοένα μεγαλύτερου μη αγροτικού πληθυσμού
  2. ii. Απελευθέρωση πληθυσμού από τον πρωτογενή τομέα και επομένως φθηνά εργατικά χέρια για την αναπτυσσόμενη βιομηχανία

iii. Προσέφερε επίσης μηχανισμό συσσώρευσης κεφαλαίου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους πιο σύγχρονους τομείς της οικονομίας.

Η πολιτική ήταν ήδη προσανατολισμένη προς την κερδοσκοπία και το μόνο που χρειαζόταν κάποιος για να γίνει δεκτός στην ηγετική τάξη ήταν το χρήμα.

Με δεδομένα τα κύρια κοινωνικά θεμέλια που είχαν τεθεί στην Αγγλία του τέλους του 18ου αιώνα , οι επιχειρηματίες χρειάζονταν δυο πράγματα:

  1. Μια βιομηχανία που αντάμειβε ήδη πλουσιοπάροχα τον βιομήχανο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του όταν χρειαζόταν με φτηνές και απλές καινοτομίες και
  2. Μια παγκόσμια αγορά την οποία θα μονοπωλούσε ένα μόνο παραγωγικό έθνος.

Το ζήτημα όμως είναι πως παρά το γεγονός ότι η Βρετανία δεν είχε τέτοια πλεονεκτήματα διέθετε μια οικονομία αρκετά ισχυρή και μια πολιτεία αρκετά επιθετική ώστε να μπορεί να κατακτά τις αγορές των ανταγωνιστών της.

Έτσι οι πόλεμοι των ετών 1793-1815, στην ουσία εξάλειψαν όλους τους ανταγωνιστές από το μη ευρωπαϊκό χώρο, ίσως εκτός των ΗΠΑ.

Η Βρετανία διέθετε μια βιομηχανία που προσφερόταν για πρωτοπόρο βιομηχανική επανάσταση καθώς και μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία που ήταν η βαμβακοβιομηχανία που αναπτύχθηκε ως παραπροϊόν του υπερπόντιου εμπορίου και η αποικιοκρατική εξάπλωση.

Το αποικιακό εμπόριο ήταν αυτό που είχε δημιουργήσει τη βαμβακοβιομηχανία και εξακολουθούσε να την συντηρεί, με παράλληλη ανάπτυξη του δουλεμπορίου.

 Δουλεία και βαμβάκι συμπορεύονταν[xix].

Από την άλλη η ώθηση την οποία έδωσε το αποικιακό εμπόριο στην βαμβακοβιομηχανία ενθάρρυνε τους επιχειρηματίες να υιοθετήσουν τις απαραίτητες για την αντιμετώπιση της γρήγορης και κυρίως αστάθμητης ανάπτυξης, επαναστατικές τεχνικές.

Ανάμεσα στα 1750 και 1769 οι βρετανικές εξαγωγές βαμβακιού υπερδεκαπλασιάστηκαν.

Επίσης τα βαμβακερά της Βιομηχανικής Επανάστασης για πρώτη φορά ανάτρεψαν την σχέση σύμφωνα με την οποία οι εισαγωγές από την Ανατολή ήταν πάντα περισσότερες από τις εξαγωγές[xx].

Επίσης  το βαμβάκι πρόσφερε και άλλες συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη αυτή.

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας, μπορούσε να χρηματοδοτείται εύκολα από τα τρέχοντα κέρδη, διότι οι τεράστιες  κατακτήσεις στις αγορές, σε συνδυασμό με έναν σταθερό πληθωρισμό τιμών, προσέφεραν αφάνταστου ύψους ποσοστά κέρδους.

Η βαμβακοβιομηχανία όμως είχε και άλλα πλεονεκτήματα.

Όλη η πρώτη ύλη προερχόταν από το εξωτερικό, και η βαμβακοπαραγωγή μπορούσε να αναπτύσσεται περισσότερο με τις αποτελεσματικές διαδικασίες στους λευκούς στις αποικίες-δουλεία και νέες εκτάσεις για βαμβακοκαλλιέργεια- παρά με τις αργές διαδικασίες της ευρωπαϊκής γεωργίας.

Επιπλέον στα κρίσιμα στάδια της επεξεργασίας του βαμβακιού -ιδίως στην κλώση- υπήρχε έλλειψη φτηνών και αποδοτικών εργατικών χεριών, κι αυτό προώθησε την αυτοματοποίηση.

Μια γενιά μετά την κλώση αυτοματοποιήθηκε και η υφαντική.

Επομένως η παραδοσιακή άποψη που συνδέει την ιστορία της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης κατά κύριο λόγο με το βαμβάκι είναι  ορθή[xxi].

Μόνο η γεωργία είχε ανάλογη δύναμη , που όμως παράκμαζε εμφανώς.

Η πρόοδος της κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν , και στη δεκαετία του 1840 εμφάνισε μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης .

Αυτή η πρώτη κρίση της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας δεν ήταν καθαρά βρετανικό φαινόμενο και οι σοβαρότερες συνέπειες της κρίσης ήταν κοινωνικές:  η μετάβαση στη νέα οικονομία προκάλεσε αθλιότητα και δυσαρέσκεια , την πρώτη ύλη της κοινωνικής επανάστασης. Έτσι έχουμε τις επαναστάσεις του 1848 στην ηπειρωτική Ευρώπη και το μεγάλο κίνημα των Χαρτιστών στη Βρετανία[xxii].

Επίσης φαίνεται ότι υπήρχαν ορισμένα ενδογενή μειονεκτήματα της οικονομικής διεργασίας που απειλούσαν τη  θεμελιώδη την κινητήρια δύναμη, δηλαδή το κέρδος.

Τα τρία πιο προφανή μειονεκτήματα ήταν: i. ο εμπορικός κύκλος  της οικονομικής άνθησης και της οικονομικής κρίσης, ii. η πτωτική τάση του συντελεστή κέρδους και iii. η έλλειψη επικερδών επενδυτικών ευκαιριών.

Ως τη δεκαετία του 1830 , αναγνώριζε κανείς γενικά ότι υπήρχαν περιοδικά φαινόμενα κατά τακτά διαστήματα, τουλάχιστον στον τομέα του εμπορίου και των χρηματοδοτήσεων.

Επίσης θα πρέπει να αναφερθούμε στους «Νόμους περί σιτηρών» οι οποίοι σύμφωνα με τους βαμβακοβιομήχανους  κρατούσαν τεχνητά υψηλό το κόστος ζωής  από το μονοπώλιο των γαιοκτητικών  συμφερόντων που εμπόδιζαν και την ουσιαστική ανάπτυξη των βρετανικών εξαγωγών, ενώ η κατάσταση επιδεινωνόταν από τους υψηλούς προστατευτικούς δασμούς  που το κοινοβούλιο γαιοκτημόνων έθετε.

Ο επιχειρηματικός  κόσμος του Manchester έγινε το κέντρο μιας μαχητικής αντίδρασης ενάντια στους γαιοκτήμονες  γενικά και τους «Νόμους περί σιτηρών» ειδικότερα και ο άξονας του Συνδέσμου κατά των Νόμων περί σιτηρών το 1836-38.

Οι νόμοι δεν καταργήθηκαν παρά το 1846, ενώ η κατάργησή τους δεν οδήγησε αμέσως σε πτώση του κόστους ζωής.

Η βιομηχανία πιεζόταν πάρα πολύ να προχωρήσει σε αυτοματισμούς , έτσι ώστε να αντισταθμίσει τη μείωση των περιθωρίων κέρδους με τα πολλά μικρά κέρδη ανά μονάδα .

Η επιτυχία της είχε διακυμάνσεις.

Επίσης θα πρέπει να προσθέσουμε την αναφορά του στο γεγονός ότι καμιά οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο πριν αποκτήσει επαρκή ικανότητα παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών.

Η αγορά για τέτοια είδη-όπως οι σιδηρόδρομοι- δεν υπάρχει αρχικά αλλά δημιουργείται στην πορεία μιας βιομηχανικής επανάστασης[xxiii].

Τα μειονεκτήματα αυτά ίσχυαν ιδιαίτερα για τη μεταλλουργία, κυρίως του σιδήρου στην παραγωγή του οποίου είχε αυξηθεί κατά τη δεκαετία του 1780 χάρη σε μερικές απλές καινοτομίες, όπως η κάμινος αναδεύσεως και η ελασματοποίηση.

Ωστόσο η ζήτηση για μη στρατιωτικούς σκοπούς ήταν περιορισμένη , ενώ η ζήτηση για το στρατό, μολονότι ικανοποιητικά μεγάλη λογω μιας σειράς  πολέμων μεταξύ 1756 και του 1815 σημείωσε απότομη κάμψη μετά το Βατερλό.

Σίγουρα δεν ήταν μεγάλη για να κάνει την Βρετανία μείζονα σιδηροπαραγωγό χώρα.

Τα μειονεκτήματα αυτά ίσχυαν λιγότερο για τα ορυχεία, που ήταν κυρίως ορυχεία άνθρακα ο οποίος εκτός των άλλων ήταν και σημαντική μορφή οικιακού καυσίμου.

Η ανάπτυξη των πόλεων και ιδίως του Λονδίνου , έδωσε ώθηση στη γρήγορη ανάπτυξη των ανθρακωρυχείων  από τα τέλη ήδη του 16ου αιώνα.

Η τεράστια αυτή βιομηχανία ,μολονότι δεν αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα ώστε να προκαλέσει μια πραγματικά μαζική εκβιομηχάνιση σημερινού τύπου ,ήταν ωστόσο αρκετά μεγάλη για να δώσει κίνητρο στη βασική εφεύρεση που έμελλε να μετασχηματίσει τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών δηλαδή το σιδηρόδρομο.

Στην πραγματικότητα τα μεγάλα έξοδα που συνεπαγόταν ο σιδηρόδρομος ήταν και το κύριο πλεονέκτημά του δεδομένης  της τοποθέτηση κεφαλαίων που ήταν επισφαλή σε άλλες επενδύσεις όπως τα εξωτερικά δάνεια.- νοτιοαμερικάνικα ,ελληνικά  του 1824- και τα οποία  αναζητούσαν μια λιγότερο απογοητευτική διέξοδο.

Έτσι έχουμε πραγματικός χείμαρρο επενδύσεων κεφαλαίου που τοποθετήθηκε  σε αυτούς, ιδίως στα μέσα της δεκαετίας του 1840.

Ήταν μια ευτυχής συγκυρία, διότι οι σιδηρόδρομοι έλυσαν σχεδόν όλα τα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης μονομιάς[xxiv].

Η τεράστια αύξηση της παραγωγής επιτεύχθηκε με τη γενική υιοθέτηση μεθόδων οι οποίες δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αιώνα με την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και με την επέκταση των καλλιεργημένων εκτάσεων.

Όλα αυτά επιτεύχθηκαν με κοινωνικό μάλλον παρά με τεχνολογικό μετασχηματισμό[xxv].

Οι «Νόμοι περί σιτηρών»  ήταν ουσιαστικά μια καταδικασμένη ενέργεια οπισθοχώρησης

στην τελική εισαγωγή του καπιταλισμού στην ύπαιθρο.

Τελικά ηττήθηκαν από το κύμα της ριζοσπαστικής προόδου της μεσαίας τάξης μετά το 1830, το «Νόμο περί πτωχών» του 1834 και την κατάργηση των «Νόμων περί σιτηρών» το 1836[xxvi].

Αναφορικά με το ζήτημα της εξεύρεσης των κατάλληλων ειδικοτήτων των εργατών μπορούμε να πούμε ότι η αργή εκβιομηχάνιση της Βρετανίας κατά την διάρκεια των αιώνων πριν το 1789 είχε δημιουργήσει αρκετά μεγάλο απόθεμα κατάλληλων ειδικοτήτων, τόσο στην τεχνική της υφαντουργίας όσο και στην επεξεργασία μετάλλων.

Επίσης έχουμε και την Ιρλανδική μετανάστευση 1,5 εκ. ατόμων και το  λιμό του 1835-180.

Η βρετανική εκβιομηχάνιση στηρίχθηκε πράγματι σε αυτή τη μη προγραμματισμένη προσφορά ειδικοτήτων, γεγονός που δεν μπορούσε να συμβεί στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Τα προβλήματα προσφοράς κεφαλαίου ήταν ασήμαντα.

Αντίθετα με όσα συνέβαιναν στην ηπειρωτική Ευρώπη στη Βρετανία δεν υπήρχε έλλειψη κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις[xxvii].

Η κυβερνητική πολιτική ήδη στα τέλη  του 18ο αιώνα ήταν σταθερά προσανατολισμένη  υπέρ της κυριαρχίας των επιχειρήσεων εν γένει.

Ο τρόπος  με τον οποίο δημιουργήθηκε η πρώτη σημαντική βιομηχανική οικονομία ήταν μάλλον τυχαίος και απρογραμμάτιστος.

Η Βρετανία εκείνης της περιόδου ήταν το «εργαστήρι του κόσμου», με ισχυρό εμπόριο,

υψηλές καταναλώσεις πρώτων υλών, υψηλές επενδύσεις συνολικού κεφαλαίου υψηλότερες από αυτές των ανταγωνιστών της Γαλλίας και Η.Π.Α.

Η βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε από εμπόρους και επιχειρηματίες στα Βρετανικά νησιά άρχιζε να μετασχηματίζει τον κόσμο.

Τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο της.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ -H ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ενώ η οικονομία του κόσμου, τον 19ο αιώνα , δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης.

Η Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις και του έδωσε τις ιδέες του[xxviii].

Η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

Την έννοια και το λεξιλόγιο του εθνικισμού, τους νομικούς κώδικες, το πρότυπο της τεχνικής και επιστημονικής οργάνωσης , το μετρικό σύστημα στις περισσότερες χώρες.

Η ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου διαπέρασε για πρώτη φορά, μέσω της γαλλικής επίδρασης, τους αρχαίους πολιτισμούς που ως τότε είχαν αντισταθεί στις ευρωπαϊκές ιδέες.

Η κρίση των παλαιών καθεστώτων δεν αποτελούσε καθαρά γαλλικό φαινόμενο ούτε η Γαλλική Επανάσταση ένα μεμονωμένο φαινόμενο ,αλλά ήταν πολύ πιο ουσιαστική από κάθε άλλη σύγχρονή της με πολύ πιο σοβαρές συνέπειες[xxix].

Η Γαλλική επανάσταση ξεχωρίζει διότι:

1.Πραγματοποιήθηκε στην ισχυρότερη και μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης.

2.Ήταν η μόνη από όλες τις προηγούμενες ή τις μετέπειτα επαναστάσεις που είχε χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης , και ήταν απείρως πιο ριζοσπαστική από κάθε άλλη ανάλογη αναταραχή.

3.Η γαλλική επανάσταση ήταν η μόνη από τις σύγχρονές της που είχε οικουμενικό χαρακτήρα[xxx].

Τα αίτιά της θα πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο στις γενικές συνθήκες της Ευρώπης αλλά στη συγκεκριμένη κατάσταση στην Ευρώπη.

Συγκεκριμένα, η σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο πλαίσιο και στα κεκτημένα συμφέροντα του παλιού καθεστώτος αφενός και στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις αφετέρου ήταν οξύτερη στη Γαλλία απ’ότι σε άλλες χώρες[xxxi].

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί η επανάσταση ξέσπασε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ή γιατί ακολούθησε αυτή την καταπληκτική πορεία μπορεί να δοθεί αν εξετάσουμε τη λεγόμενη «φεουδαλική αντίδραση», που άναψε το φυτίλι για να εκραγεί η μπαρουταποθήκη της Γαλλίας.

Οι ευγενείς στην Γαλλία αποτελούνταν από 400.000 μεταξύ 23 εκατομμυρίων Γάλλων.

Η απόλυτη μοναρχία ,ενώ ήταν ακραιφνώς αριστοκρατική, ακόμη και φεουδαλική ως προς το κοινωνικό της ήθος είχε αφαιρέσει από τους ευγενείς την πολιτική ανεξαρτησία και είχε περιορίσει τους παλιούς αντιπροσωπευτικούς του θεσμούς.

Επίσης οι ευγενείς αντιμετώπιζαν καθόλου αμελητέα οικονομικά προβλήματα.

Συνεπώς ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσουν οι ευγενείς το μόνο βασικό πλεονέκτημα τους που ήταν τα αναγνωρισμένα προνόμια της τάξης τους.

Έτσι  αφενός ανταγωνίζονταν με επιτυχία τη μεσαία τάξη στην πλήρωση των κρατικών θέσεων και υπονόμευαν το ίδιο το κράτος εκδηλώνοντας την τάση τους ολοένα και περισσότερο να αναλάβουν αυτοί την περιφερειακή και κεντρική διοίκηση.

Επίσης εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα φεουδαλικά τους δικαιώματα για να αποσπάσουν χρήματα (ή και σπανιότερα υπηρεσίες) από την αγροτική τάξη[xxxii].

Δηλαδή οι ευγενείς εξερέθιζαν όχι μόνο την μεσαία τάξη αλλά και τους αγρότες των οποίων η θέση ήταν δυσχερής και είχε επιδεινωθεί την τελευταία εικοσαετία πριν την Επανάσταση.

Επίσης η νίκη κατά της Αγγλίας στον Αμερικάνικο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ήταν η χρεοκοπία, αφού τα χρέη γονάτισαν την μοναρχία.

Η αριστοκρατία και τα δικαστικά συμβούλια εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που προσέφερε η κυβερνητική κρίση. Αρνούνταν να πληρώσουν και αξίωναν επέκταση των προνομίων τους.

Το πρώτο ρήγμα στο μέτωπο του απολυταρχισμού ήταν μια επαναστατική «συνέλευση ευγενών» που συγκλήθηκε το 1787 ενώ το δεύτερο και αποφασιστικό  ρήγμα ήταν η απεγνωσμένη απόφαση σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων-της παλιάς φεουδαλικής συνέλευσης του κράτους- που είχε ξεχαστεί από το 1614.

Έτσι η Επανάσταση άρχισε ως απόπειρα της αριστοκρατίας να ανακαταλάβει το κράτος.

Η απόπειρά τους οδηγήθηκε σε αποτυχία για δύο λόγους:

1.Υποτίμησε τις ανεξάρτητες προθέσεις της τρίτης τάξης που ήταν ανομοιογενής αλλά κυριαρχούσε η μεσαία τάξη

2.Παρέβλεψε την βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση.

Εκείνο που έδωσε στο επαναστατικό κίνημα πραγματική ενότητα ήταν η εκπληκτική σύγκλιση ιδεών στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας.

Η ομάδα αυτή ήταν η αστική τάξη[xxxiii].Οι αξιώσεις της αστικής τάξης του 1789 διατυπώνονται στην περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη κατά το ίδιο έτος, σύμφωνα με την οποία «οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους».

Η αβασίλευτη δημοκρατία δεν ήταν ο αρχικός στόχος των αστών –αν και μερικοί το υποστήριξαν, και ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε  όχι τα ταξικά συμφέροντα αλλά την γενική επιθυμία του λαού που συνταυτιζόταν με το «γαλλικό έθνος», και αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία.

Επίσης οι αστοί του 1789 έδωσαν στον εθνικισμό την πρώτη του επίσημη έκφραση.

Ο «λαός» ως έννοια ταυτόσημη με το «έθνος» ήταν επαναστατική σύλληψη, πιο επαναστατική από το αστικοφιλελεύθερο πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εκφράσει.

Ήταν όμως έννοια διφορούμενη.

Την Τρίτη τάξη την αντιπροσώπευαν 610 άτομα στην πλειοψηφία τους αστοί, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς δικηγόροι που έπαιζαν σημαντικό οικονομικό ρόλο στην επαρχιακή Γαλλία, ενώ περίπου εκατό ήταν κεφαλαιούχοι και επιχειρηματίες.

Είχε καταφέρει να επιτύχει μια αντιπροσώπευση τόσο ευρεία όσο των ευγενών και του κλήρου μαζί ενώ τώρα πάλευε να επιτύχει τη μεταβολή της Γενικής Συνέλευσης σε συνέλευση μεμονωμένων αντιπροσώπων που ψήφιζαν ως άτομα., αντί του παραδοσιακού φεουδαρχικού σώματος που ψηφίζει κατά κοινωνικές ομάδες.

Έτσι έξη εβδομάδες περίπου μετά την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, οι λαϊκοί αντιπρόσωποι , θέλοντας να προκαταλάβουν τυχόν ενέργειες του βασιλιά, των ευγενών και του κλήρου ,ενώθηκαν με όσους ήταν πρόθυμοι να δεχθούν τους όρους τους και αυτοανακηρύχθηκαν «Εθνοσυνέλευση» με συντακτική δικαιοδοσία.

Μια απόπειρα αντεπανάστασης τους οδήγησε στη διατύπωση των διεκδικήσεων τους.

 Η εποχή του απολυταρχισμού είχε φτάσει στο τέλος της.

Η Τρίτη τάξη κατόρθωσε να επικρατήσει γιατί εκπροσωπούσε πολύ πιο ισχυρές δυνάμεις δηλαδή τους φτωχούς εργαζομένους  των πόλεων-ιδίως του Παρισιού- και την ,σε λίγο επαναστατημένη αγροτιά.

Δηλαδή πίσω από τους αντιπροσώπους της Τρίτης Τάξης στεκόταν ένας λαός που είχε εξεγερθεί.

Η αντεπανάσταση –ο Λουδοβίκος ο Ις’ δεν θα μπορούσε να ομολογήσει ότι ηττήθηκε-

μετέβαλε την ενδεχόμενη μαζική εξέγερση σε πραγματικότητα.

Η πτώση της Βαστίλης στις 14 Ιουλίου 1789,σήμανε την πτώση του δεσποτισμού και χεραιτίστηκε από όλο τον κόσμο ως η απαρχή της απελευθέρωσης.

Η πτώση της Βαστίλης έγινε αφορμή να εξαπλωθεί η επανάσταση στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο[xxxiv].

Μέσα σε τρεις εβδομάδες από τις 14 Ιουλίου , η κοινωνική δομή του γαλλικού αγροτικού φεουδαλισμού και ο κρατικός μηχανισμός της βασιλικής Γαλλίας είχαν κατακερματιστεί[xxxv].

Η ιδιομορφία όμως της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει «επαναστατικό» ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης , και μάλιστα πέρα απ’αυτά.

Το τμήμα αυτό ήταν οι Ιακωβίνοι που το όνομά τους έφτασε να ταυτίζεται παντού με τη «ριζοσπαστική επανάσταση».

Οι Ιακωβίνοι είχαν περιθώρια να είναι ριζοσπαστικοί, γιατί στην εποχή τους δεν υπήρχε κοινωνική τάξη που να μπορεί να προβάλει μια διαφορετική από τη δική τους εναλλακτική κοινωνική λύση με κάποια συνοχή.

Στη Γαλλική Επανάσταση η εργατική τάξη δεν έπαιζε ακόμη σημαντικό ρόλο ενώ η αγροτική τάξη ποτέ δεν προσφέρει εναλλακτική πολιτική λύση σε κανένα.

Μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό ήταν οι άκρως δημοκρατικοί ή «Ξεβράκωτοι» ή Σανκιλότ (Sans culottes), ένα άμορφο κίνημα ,κυρίως ων φτωχών εργατών των πόλεων , μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών, μικροεπιχειρηματιών, και αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της Επανάστασης.

Ούτε όμως και αυτοί αποτελούσαν πραγματική εναλλακτική λύση, και οι εξελίξεις ήταν καθαρά εναντίον τους[xxxvi].

Στην περίοδο 1789-1791, οι νικητές μετριοπαθείς αστοί, μέσω της Συντακτικής πλέον Συνέλευσης , άρχισαν να υλοποιούν τη γιγαντιαία προσπάθεια ορθολογικής οργάνωσης και αναμόρφωσης της Γαλλίας που αποτελούσε άλλωστε το στόχο της.

Από οικονομική άποψη οι προοπτικές της Συντακτικής Συνέλευσης ήταν καθαρά φιλελεύθερες: πολιτική γραμμή της για την αγροτική τάξη ήταν η περίφραξη των κοινοτικών γαιών και η ενθάρρυνση των επιχειρηματιών της υπαίθρου, για την εργατική τάξη, η απαγόρευση των συνδικαλιστικών ενώσεων, για τους βιοτέχνες η κατάργηση των συντεχνιών και των σωματείων.

Η ουσιαστική ικανοποίηση που προσέφερε στο λαό ήταν περιορισμένη , με εξαίρεση από το 1790 το μέτρο για τη μεταβίβαση στην πολιτεία των εκκλησιαστικών γαιών και για την εκποίηση τους.

Το Αστικό Σύνταγμα του Κλήρου (1790), μια απόπειρα να καταργηθεί όχι η ίδια η Εκκλησία αλλά η απολυταρχική υποταγή της στη Ρώμη, οδήγησε την πλειοψηφία του κλήρου και των πιστών στην αντιπολίτευση και συνέβαλε στην απεγνωσμένη και καταστροφική προσπάθεια του βασιλιά να εγκαταλείψει τη χώρα.

Από την άλλη η ανεξέλεγκτη ελεύθερη οικονομία των μετριοπαθών επέτεινε τις διακυμάνσεις στο επίπεδο των τιμών των τροφίμων ,και συνεπώς όξυνε τη μαχητικότητα των φτωχών των πόλεων, ιδίως στο Παρίσι.

Η έκρηξη του πολέμου ώθησε τα πράγματα σε αποφασιστικές εξελίξεις , οδήγησε στη δεύτερη επανάσταση του 1792 στη Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους ΙΙ και τελικά στον Ναπολέοντα.

Δηλαδή, μετέτρεψε την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης σε ιστορία της Ευρώπης.

Δύο δυνάμεις  ώθησαν τη Γαλλία σε γενικό πόλεμο :η άκρα δεξιά και η μετριοπαθής αριστερά.

Από τη μια οι δυνάμεις για την ανάκτηση της Γαλλίας συσπειρώνονταν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως οι ίδιοι οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι , και ιδίως αυτοί που συσπειρώνονταν γύρω από τους εκπροσώπους της εμπορικής περιφέρειας την Gironde, αποτελούσαν την φιλοπόλεμη δύναμη.

Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι κάθε γνήσια επανάσταση τείνει να  γίνει οικουμενική.

Επίσης όμως ο πόλεμος θα συνέβαλλε και στην επίλυση πολυάριθμων εσωτερικών προβλημάτων και κυρίως να στρέψουν τη δυσαρέσκεια που απόρρεε από τις δυσκολίες του νέου καθεστώτος προς τους εμιγκρέδες και τους ξένους.

Έτσι η πλειοψηφία της νέας Νομοθετικής Συνέλευσης με εξαίρεση μια μικρή δεξιά πτέρυγα και μια μικρή αριστερή πτέρυγα υπό τον Ροβεσπιέρο , προπαγάνδιζαν τον πόλεμο.

Έτσι όταν αυτός άρχισε , οι κατακτήσεις της επανάστασης άρχισαν να συνδυάζουν την απελευθέρωση, την εκμετάλλευση και τον πολιτικό αντιπερισπασμό.

Ο πόλεμος κηρύχτηκε το Απρίλιο του 1792.

Η ήττα που ο λαός απέδωσε (αρκετά εύλογα) σε βασιλική δολιοφθορά και σε προδοσία έφερε τη στροφή στο ριζοσπαστισμό.

Η βασιλεία ανατράπηκε (Αύγουστος –Σεπτέμβριος ).

Το κόμμα που δέσποζε στην Εθνοσυνέλευση ήταν οι Γιρονδίνοι, πολεμοχαρείς στο εξωτερικό και μετριοπαθείς στο εσωτερικό που εκπροσωπούσε τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους επαρχιώτες αστούς και πολλούς διανοούμενους περιωπής.

Ο πόλεμος που διεξήγαγε η Γαλλική Δημοκρατία ήταν ένας ολοκληρωτικός πόλεμος πράγμα που σήμαινε την πλήρη κινητοποίηση των πόρων του έθνους με τη στρατολόγηση, την επιβολή δελτίων τροφίμων και μια αυστηρά ελεγχόμενη πολεμική οικονομία, καθώς κα κατάργηση της διάκρισης μετά στρατιωτών και πολιτών.

Από τη σύγκρουση Γιρονδίνων και «Ορεινών» νικήθηκαν οι πρώτοι και οδηγήθηκαν τελικά σε κακά υπολογισμένες επιθέσεις κατά  της αριστεράς, που σύντομα μεταβλήθηκαν σε οργανωμένη εξέγερση της επαρχίας κατά του Παρισιού.

Ένα αιφνίδιο χτύπημα των Ξεβράκωτων την κατέπνιξε στις 2 Ιουνίου 1793.

Η ώρα της δημοκρατία των Ιακωβίνων είχε σημάνει.

Αυτή άλλωστε έρχεται στο νου όταν κάποιος σκέφτεται την Γαλλική επανάσταση, δηλαδή τα γεγονότα του 1789 και η Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους ΙΙ.

Ο Ροβεσπιέρος, ο Danton, ο Saint-Just, ο Marat, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, το επαναστατικό δικαστήριο και η λαιμητόμος είναι οι εικόνες που έρχονται πιο καθαρά στο μυαλό[xxxvii].

Οι επαναστάτες, ιδίως στη Γαλλία την είδαν ως την πρώτη δημοκρατία του λαού, ως πηγή έμπνευσης όλων των μεταγενέστερων εξεγέρσεων. Για όλους ήταν μια εποχή που δεν μπορεί να μετρηθεί με ανθρώπινα μέτρα.

Αυτό που κατόρθωσε η Δημοκρατία των Ιακωβίνων ήταν να προστατευθεί η χώρα αποτελεσματικά. Τον Ιούνιο του 1793, 60 από τους 80 νομούς της Γαλλίας είχαν εξεγερθεί κατά του Παρισιού. Τα στρατεύματα των Γερμανών πριγκίπων εισέβαλαν στη Γαλλία, όπως και οι Βρετανοί. Η χώρα ήταν ανίσχυρη και χρεοκοπημένη .

Δεκατέσσερις μήνες αργότερα η χώρα ήταν υπό σταθερό έλεγχο, οι εισβολείς είχαν εκδιωχθεί, ο γαλλικός στρατός είχε καταλάβει με τη σειρά του το Βέλγιο και ετοιμαζόταν να μπει στην εικοσαετία ενός σχεδόν αδιάκοπου στρατιωτικού θριάμβου.

Το πολίτευμα ήταν μια συμμαχία τη μεσαίας τάξης με τις εργαζόμενες μάζες ,αλλά για τους Ιακωβίνους της μεσαίας τάξης οι παραχωρήσεις στους Ξεβράκωτους ήταν ανεκτές μόνο εφόσον κρατούσαν τις μάζες αφοσιωμένες στο καθεστώς , χωρίς να τρομοκρατούνται οι ιδιοκτήτες .Στους κόλπους της συμμαχίας αυτής οι Ιακωβίνοι της μεσαίας τάξης είχαν την αποφασιστική δύναμη.

Οι ίδιες οι ανάγκες του πολέμου υποχρέωναν κάθε κυβέρνηση να απαιτεί συγκεντρωτισμό και πειθαρχία  εις βάρος της ελεύθερης, τοπικής άμεσης δημοκρατίας των λεσχών και των συνοικιών ,της έκτακτης εθελοντικής πολιτοφυλακής, των ελεύθερων εκλογών και των επιχειρηματολογιών τους , στις οποίες ευδοκιμούσαν οι Ξεβράκωτοι.

Ως το 1794 η κυβέρνηση και οι πολιτικές διεργασίες είχαν αποκτήσει μονολιθικό χαρακτήρα και χειραγωγούνταν από άμεσους πράκτορες της Επιτροπής ή της Συνέλευσης., και από μια μεγάλη ομάδα Ιακωβίνων αξιωματικών και αξιωματούχων σε σύνδεση με τοπικές κομματικές οργανώσεις.

Επίσης οι οικονομικές ανάγκες του πολέμου αποξένωσαν το λαό[xxxviii].

Ως τον Απρίλιο του 1794, αριστεροί και δεξιοί είχαν οδηγηθεί στη λαιμητόμο και συνεπώς οι Ροβεσπιερικοί ήταν πολιτικά απομονωμένοι και μόνο η κρίση του πολέμου  τους διατηρούσε στην εξουσία. Όταν στο τέλος Ιουνίου του 1794, τα  στρατεύματα της Δημοκρατίας απέδειξαν τη σταθερότητα τους νικώντας τους Αυστριακούς και κυριεύοντας το Βέλγιο, το τέλος ήταν κοντά.

Στις 9 του Θερμιδόρ (27 Ιουλίου 1794), η Συνέλευση ανέτρεψε τον Ροβεσπιέρο. Την επόμενη, αυτός ο Saint-Just και ο Couthon εκτελέστηκαν, ενώ λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκαν και 87 μέλη της επαναστατικής παρισινής Κομμούνας.

Ο Θερμιδόρ  ήταν το τέλος της ηρωικής και αξιομνημόνευτης φάσης της επανάστασης  η ενέργεια της οποίας ήταν αρκετή για να σκορπίσει σαν άχυρα τους στρατούς των παλαιών καθεστώτων της Ευρώπης.

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε η γαλλική μεσαία τάξη στο τελευταίο μέρος της περιόδου που χαρακτηρίζεται ως επαναστατική(1794-1799) ήταν πως θα επιτύχει πολιτική σταθερότητα και οικονομική πρόοδο με βάση το αρχικό φιλελεύθερο πρόγραμμα του 1789-91.Ποτέ δεν επέλυσε αυτό το πρόβλημα ικανοποιητικά.

Όλες  οι εναλλαγές του πολιτεύματος ως το 1870 ήταν προσπάθειες να διατηρήσουν μιαν αστική κοινωνία, αποφεύγοντας συγχρόνως τον διπλό κίνδυνο της δημοκρατίας των Ιακωβίνων και του παλαιού καθεστώτος.

Ο επαναστατικός στρατός ήταν το τρομερό παιδί της Δημοκρατίας των Ιακωβίνων, που θα μπορούσε να κάνει και δίχως το ανίσχυρο πολιτικό καθεστώς[xxxix].

Από μια μαζική εξέγερση έγινε στρατός επαγγελματιών και διατήρησε τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης  διατηρώντας ταυτόχρονα τα γνωρίσματα του κατεστημένου συμφέροντος, που ήταν το τυπικό βοναπαρτικό μείγμα.

 Ο Ναπολέων ήταν αυτός που έδωσε στη φιλοδοξία ένα όνομα , τη στιγμή που η διττή επανάσταση είχε ανοίξει τον κόσμο στους φιλόδοξους.

Ο μύθος του Ναπολέοντα, όμως, φάνηκε  διαχρονικά πιο αδύναμος σε σχέση με την επανάσταση των Ιακωβίνων, το όραμα της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης και το όνειρο των λαών που ξεσηκώνονταν στο όνομά τους για να αποτινάξουν την τυραννία, αφού μετά την πτώση του Ναπολέοντα  αυτός ο μύθος και όχι η ανάμνηση του Βοναπάρτη ενέπνευσε τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα, ακόμη και στην ίδια τη Γαλλία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ – ΠΟΛΕΜΟΣ

Από το 1792 ως το 1815 ο πόλεμος στην Ευρώπη ήταν σχεδόν αδιάκοπος και συνδυαζόταν ή συνέπιπτε με κάποιο πόλεμο στο εξωτερικό: στις Δυτικές Ινδίες, την Ανατολική Μεσόγειο και την Ινδία στα 1790 και στις αρχές της δεκαετίας του 1800, σποραδικές ναυτικές επιχειρή­σεις στο εξωτερικό μετά το 1800, στις  ΗΠΑ το 1812-14. Οι συνέπειες μιας νίκης ή μιας ήττας στους πολέμους αυτούς ήταν σημαντικές, γιατί άλλαζαν το χάρτη του κόσμου. Πρέπει συνεπώς να τους εξετά­σουμε πρώτους, θα πρέπει όμως να εξετάσουμε επίσης κι ένα λιγότερο απτό πρόβλημα. Ποιες ήταν οι συνέπειες της ίδιας της πολεμικής διερ­γασίας, της στρατιωτικής κινητοποίησης και των επιχειρήσεων, ποια πολιτικά και οικονομικά μέτρα αυτές συνεπάγονταν.

Στη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας συγκρούστηκαν μεταξύ τους δύο πολύ διαφορετικές κατηγορίες εμπολέμων, δηλαδή, κράτη και συστήματα. Η Γαλλία ως κράτος, με τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες της, αντιμε­τώπιζε -ή ήταν σε συμμαχία με- άλλα κράτη του ίδιου τύπου. Από την άλλη μεριά, η Γαλλία ως Επανάσταση έκανε έκκληση στους λαούς της γης να ανατρέψουν την τυραννία και να ασπασθούν την ελευθερία, και οι δυνάμεις της συντήρησης και της αντίδρασης την αντιστρατεύονταν. Αναμφίβολα, μετά τα πρώτα κοσμογονικά χρόνια του επαναστα­τικού πολέμου, μειώθηκε η διαφορά μεταξύ αυτών των δυο τύπων δια­μάχης. Προς το τέλος της ναπολεόντειας ηγεμονίας, το στοιχείο της αυτοκρατορικής κατάκτησης και εκμετάλλευσης είχε επικρατήσει έναντι του στοιχείου της απελευθέρωσης, όποτε τα γαλλικά στρατεύ­ματα νικούσαν, καταλάμβαναν ή προσαρτούσαν κάποια χώρα· έτσι οι εχθροπραξίες σε παγκόσμια κλίμακα συνδυάζονταν πολύ λιγότερο με εμφύλιο πόλεμο, είτε σε διεθνή κλίμακα είτε στο εσωτερικό, της κάθε χωράς. Αντιστρόφως, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις αποδέχονταν τον αμετάκλητο χαρακτήρα πολλών από τα επιτεύγματα της Επανάστα­σης στη Γαλλία και, συνεπώς, ήταν πρόθυμες να διαπραγματευθούν (με ορισμένες επιφυλάξεις) όρους ειρήνης, όπως συμβαίνει ανάμεσα σε δυνάμεις με ομαλή λειτουργία και όχι ανάμεσα σε δυνάμεις του φωτός και του σκότους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη ήττα του Ναπολέοντα ήταν ακόμη και πρόθυμες να δεχτούν ξανά τη Γαλλία ως ισότιμο παίκτη στο παραδοσιακό παιχνίδι των συμμαχιών, των αντισυμμαχιών, της μπλόφας, της απειλής και του πολέμου, όπου η διπλω­ματία ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, διατηρήθηκε η διττή φύση των πολέμων, ως σύγκρουση δηλαδή μεταξύ κρατών και μεταξύ κοινωνικών συστημάτων. Από κοινωνική άποψη, οι εμπόλεμοι ήταν πολύ άνισα χωρισμένοι. Εκτός από την ίδια τη Γαλλία, υπήρχε ένα μόνο σημαντικό κράτος στο οποίο η επαναστατική του προέλευση και η προσήλωση του στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δημιουργούσε κάποια ιδεο­λογική συμπάθεια για τη Γαλλία και αυτές ήταν οι ΗΠΑ[xl]. Στις άλλες συγκρούσεις οι ιδεολογικοί σύμμαχοι της Γαλλίας ήταν κόμματα και ιδεολογικά ρεύματα μάλλον παρά κράτη στο σύνολο τους[xli].

Σοβαρό πολιτικό φιλοϊακωβινικό ή φιλογαλλικό αίσθημα υπήρχε κυρίως σε ορισμένες περιοχές κοντά στη Γαλλία, όπου οι κοινωνικές συνθήκες ήταν ανάλογες ή υπήρχαν μόνιμες πολιτιστικές επαφές (Κάτω Χώρες, Ρηνανία, Ελβετία[xlii] και Σαβοΐα), στην Ιταλία[xliii] και, για κάπως διαφορετικούς λόγους, στην Ιρλανδία[xliv] και την Πολωνία[xlv].

Στο εξωτερικό, ο Ιακωβινισμός έκανε την άμεση ιδεολογική του έκκληση στις μορφωμένες και τις μεσαίες τάξεις συνεπώς η πολιτική του δύναμη, , εξαρτιόταν από την ετοιμότητα και την προθυμία τους να τη χρησιμοποιήσουν[xlvi].

.Σε γενικές συνεπώς γραμμές, η στρατιωτική αξία του ξένου φιλοϊακωβινισμού ήταν κατά κύριο λόγο η βοήθεια που πρόσφερε στη γαλλική κατάκτηση, καθώς και μια πηγή πολιτικά εμπίστων διοικητών στις κατακτημένες περιοχές. Πράγματι, οι περιοχές που διέθεταν ισχυρό Ιακωβινισμό μετατρέπονταν συχνά σε δημοκρατίες-δορυφόρους και έπειτα, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε, τις προσαρτούσε  η Γαλλία[xlvii].

Ο ξένος Ιακωβινισμός είχε κάποια στρατιωτική σημασία, και οι αλ­λοδαποί Ιακωβίνοι μέσα στη Γαλλία έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο στη δια­μόρφωση της στρατηγικής της Δημοκρατίας, όπως κυρίως η ομάδα Saliceti, που άλλωστε ευθύνεται αρκετά για την άνοδο του Ιταλού Ναπολέοντα Βοναπάρτη στον γαλλικό στρατό, καθώς και για τις μετέπειτα επιτυχίες του στην Ιταλία. Δεν θα μπορούσαμε  όμως  να ισχυριστούμε ότι η επιρροή της ομάδας αυτής, ή των Ιακωβίνων γενι­κότερα, είχε αποφασιστική σημασία[xlviii].

Αν όμως οι Γάλλοι είχαν την υποστήριξη των επαναστατικών δυνά­μεων στο εξωτερικό, το ίδιο συνέβαινε και με τους πολέμιους τους. Γιατί δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το κοινωνικοεπαναστατικό στοι­χείο των αυθόρμητων κινημάτων λαϊκής αντίστασης ενάντια στη γαλ­λική κατάκτηση, παρόλο που οι αγρότες που πρωτοστάτησαν το εξέφρα­ζαν μέσα από μαχητικό συντηρητισμό προσκείμενο στην Εκκλησία και τον Βασιλιά. Είναι ενδεικτικό ότι η στρατιωτική τακτική που στον αιώνα μας ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τους επαναστατικούς πολέμους, η τακτική του αντάρτη ή του παρτιζάνου, ήταν στα 1792-1815 σχεδόν αποκλειστικά χαρακτηριστικό της αντιγαλλικής παράταξης.

 Παραδόξως, η στρατιωτική σημασία της επαναστατικής αυτής τακτικής ήταν πιθανότατα μεγαλύτερη για τους πολέμιους των Γάλ­λων απ’ ότι ήταν για τους Γάλλους η στρατιωτική σημασία του ξένου Ιακωβινισμού. Καμιά περιοχή πέρα από τα γαλλικά σύνορα δεν διατή­ρησε φιλοϊακωβινική κυβέρνηση ούτε στιγμή μετά την ήττα ή την υπο­χώρηση των γαλλικών στρατευμάτων[xlix].

Από κοινωνική άποψη, λοιπόν, δεν είναι τόσο μεγάλη παραποίηση της αλήθειας αν πούμε ότι ο πόλεμος ήταν πόλεμος της Γαλλίας και των γειτονικών της περιοχών ενάντια στους υπόλοιπους. Αν μιλήσουμε με βάση τις παλιού τύπου σχέσεις των δυνάμεων, το σχήμα ήταν πιο πολύπλοκο. Η βασική σύγκρουση εδώ ήταν ανάμεσα στη Γαλλία και τη Βρετανία, που είχε κυριαρχήσει στις ευρωπαϊκές διεθνείς σχέσεις σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα. Από πλευράς Βρετανών, ο  πόλεμος ήταν σχεδόν αποκλειστικά οικονομικός[l]. Στην Ευρώπη, ο στόχος αυτός δεν προϋπέθετε εδα­φικές φιλοδοξίες, εκτός βέβαια από τον έλεγχο ορισμένων σημείων μεγάλης ναυτικής σπουδαιότητας και τη βεβαιότητα ότι τα σημεία αυτά δεν θα έπεφταν στα χέρια κρατών με αρκετή ισχύ ώστε να είναι επικίνδυνα. Ως προς τα υπόλοιπα, η Βρετανία ήταν ευχαριστημένη με κάθε διακανονισμό των πραγμάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης που εξα­σφάλιζε ότι τα άλλα κράτη θα κρατούσαν υπό έλεγχο όλους τους δυνά­μει ανταγωνιστές της. Στο εξωτερικό, ο στόχος προϋπέθετε την ολο­σχερή καταστροφή των αποικιακών αυτοκρατοριών άλλων λαών και την προσάρτηση από τη Βρετανία σημαντικού αριθμού εδαφών[li].

. Οι περισσότερες ναυτικές δυνάμεις ήταν ανίσχυρες ή, λόγω της θέσης τους στην Ευρώπη, υπερβολικά αποκομ­μένες για να προκαλέσουν ιδιαίτερα προβλήματα στους Βρετανούς· ωστόσο, ο αγγλοαμερικανικός πόλεμος του 1812-14 ήταν το αποτέλε­σμα μιας τέτοιας σύγκρουσης.

Η γαλλική εχθρότητα για τη Βρετανία ήταν κάπως πιο πολύπλοκη, αλλά το στοιχείο εκείνο που, όπως το βρετανικό, απαιτούσε ολοκληρω­τική νίκη ενισχύθηκε πολύ από την Επανάσταση, που ανέδειξε στην εξουσία μια γαλλική αστική τάξη με φιλοδοξίες το ίδιο απεριόριστες όπως οι βρετανικές. Η νίκη ενάντια στους Βρετανούς απαιτούσε το λιγότερο την καταστροφή του βρετανικού εμπορίου από το οποίο, όπως ορθά πιστευόταν, εξαρτιόταν η Βρετανία, καθώς και μια εγγύηση ενάντια στη μελλοντική βρετανική ανάκαμψη, εγγύηση που θα πρόσφερε η οριστική καταστροφή της Αγγλίας.

Οι άλλες αντιγαλλικές δυνάμεις είχαν εμπλακεί σ’ έναν λιγότερο εξαντλητικό αγώνα. Όλες έλπιζαν να ανατρέψουν τη Γαλλική Επα­νάσταση, αλλά  όχι σε βάρος των δικών τους πολιτικών φιλοδοξιών. Η ελπίδα αυτή έπαψε σαφώς πια να είναι εφικτή μετά τα 1792-95.

Ωστόσο, ακόμη κι αν λογαριάσουμε τη διάσπαση της αντιγαλλικής πλευράς και το δυναμικό των συμμάχων από τους οποίους μπορούσαν να αντλήσουν βοήθεια οι Γάλλοι, θεωρητικά οι αντιγαλλικές συμμαχίες ήταν μονίμως πολύ ισχυρότερες από τις φιλογαλλικές, τουλάχιστον στην αρχή. Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική ιστορία των πολέμων είναι η ιστορία ενός σχεδόν ασταμάτητου και εκπληκτικού γαλλικού θριάμ­βου. Ο λόγος έγκειται στην Επανάσταση. Η πολιτική της ακτινοβολία στο εξωτερικό δεν ήταν, όπως είδαμε, αποφασιστικής σημασίας. Το περισ­σότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι απέτρεψε τον πληθυσμό των αντιδραστικών κρατών από το να αντισταθούν στους Γάλλους που τους έφεραν την ελευθερία τους. Η λαϊκή συμμετοχή όμως επέφερε αλλαγές στην πολε­μική τέχνη των Γάλλων και τους έδωσε ανυπολόγιστη υπεροχή απέναν­τι στις στρατιές του παλιού καθεστώτος. Από τεχνική άποψη, ο παλιός στρατός ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος και πιο πειθαρχημένος και, όπου οι. ιδιότητες αυτές ήταν αποφασιστικές, όπως π.χ. στις ναυμαχίες, οι Γάλλοι ήταν αισθητά κατώτεροι[lii]. Αλλά εκεί όπου μετρούσε ο αυτοσχεδιασμός στην ορ­γάνωση, η κινητικότητα, η ευελιξία και, προπάντων, το καθαρό θάρρος και το ακμαίο ηθικό, οι Γάλλοι ήταν ασυναγώνιστοι.

  Στα 1793-94 οι Γάλλοι διέσωσαν την επανάσταση. Στα 1794-95 κατέλαβαν τις Κάτω Χώρες, τη Ρηνανία, τμήματα της Ισπανίας, την Ελβετία και τη Σαβοΐα (και τη Λιγουρία)[liii].

Στη θάλασσα, εντούτοις, οι Γάλλοι είχαν ως τότε ηττηθεί ολοσχε­ρώς[liv].

 Η τεχνική του γαλλικού στρατού, όπως είδαμε, ήταν να εκτελεί ταχύρρυθμες επιχειρήσεις σε αρκετά πλούσιες και πυκνοκατοικημένες περιοχές ώστε να διασφαλίζεται η συντήρηση του. Αλλά αυτό που είχε επιτυχία στη Λομβαρδία ή τη Ρηνανία —όπου αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά οι .μέθοδοι αυτές— και ήταν ακόμη εφικτό στην κεντρική Ευρώπη, απέ­τυχε ολοσχερώς στις αχανείς, ακατοίκητες και φτωχές εκτάσεις της Πολωνίας και της Ρωσίας[lv].

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, στην τελική συμμαχία κατά της Γαλλίας προσχώρησαν όχι μόνο οι παλιοί εχθροί της και τα θύματα της αλλά και όλοι όσοι ποθούσαν να βρεθούν από την πλευρά του νικητή. Ο νέος, και σε μεγάλο βαθμό άπειρος, γαλλικός στρατός ηττήθηκε στη Λειψία (1813), και οι σύμμαχοι προχώρησαν αμείλικτοι και μπήκαν στη Γαλλία, παρά τους εκπληκτικούς στρατιωτικούς ελιγμούς του Ναπολέοντα, ενώ οι Βρετανοί εισέβαλαν στη Γαλλία από τη μεριά της Ιβηρικής Χερσονήσου, Το Παρίσι κατελήφθη και ο αυτοκράτορας πα­ραιτήθηκε στις 6 Απριλίου 1814. Επιχείρησε να ανακτήσει την εξου­σία το 1815, αλλά η μάχη του Βατερλό (Ιούνιος 1815) του κατάφερε το οριστικό πλήγμα.

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του πολέμου, τα πολιτικά σύνορα της Ευρώπης χαράχτηκαν ξανά και ξανά αρκετές φορές. Εδώ είναι σκό­πιμο να εξετάσουμε μόνο τις αλλαγές εκείνες που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν αρκετά σταθερές ώστε να επιζήσουν της ήττας του Ναπολέοντα.

Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η γενική ορθολογική αναδιάταξη του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη, ιδίως στη Γερμανία και την Ιταλία. Από άποψη πολιτικής γεωγραφίας, η Γαλλική Επανάσταση έθεσε τέλος στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα[lvi].

Η Επανάσταση και οι μετέπειτα πόλεμοι εξάλειψαν πολλά από αυτά τα κατάλοιπα, εν μέρει λόγω επαναστατικού ζήλου για εδαφική ενοποίηση και τυποποίηση, εν μέρει εκθέτοντας επανειλημμένα και για εξαιρετικά μακρά περίοδο τα μικρά και αδύναμα κρατίδια στην απληστία των μεγαλύτερων γειτόνων τους[lvii].

Εκτός Ευρώπης, φυσικά, οι εδαφικές μεταβολές που προκάλεσαν οι πόλεμοι ήταν συνέπεια της προσάρτησης από τη Βρετανία πολλών αποικιών που ανήκαν σε άλλους, καθώς και των απελευθερωτικών κινη­μάτων των αποικιών, τα όποια είτε ενέπνευσε ή επέτρεψε η Γαλλική Επανάσταση (όπως στο San Domingo) είτε επιβλήθηκαν με τον προσω­ρινό χωρισμό των αποικιών από τη μητρόπολη (όπως στην ισπανική και πορτογαλική Αμερική). Η βρετανική κυριαρχία στη θάλασσα εξα­σφάλιζε το αμετάκλητο των μεταβολών αυτών, που είχαν γίνει είτε εις βάρος των Γάλλων είτε —συχνότερα— εις βάρος των αντιπάλων τους.

Εξίσου σημαντικές ήταν οι θεσμικές μεταβολές που επέφερε, άμεσα ή έμμεσα, η γαλλική κατάκτηση[lviii].

Στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε, χωρίς μεγάλη υπερβολή, ότι κανένα σημαντικό ευρωπαϊκό κράτος δυτικά της Ρωσίας και της Τουρκίας και νότια της Σκανδιναβίας δεν βγήκε μετά τις δύο αυτές δεκαετίες πολέμου με εντελώς άθικτους τους εσωτερικούς θεσμούς του, ανεπηρέαστο από την εξάπλωση ή τη μίμηση της Γαλλικής Επανά­στασης[lix].

Αλλά οι μεταβολές στα σύνορα, τους νόμους και τους κυβερνητικούς θεσμούς δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με μια τρίτη συνέπεια των επανα­στατικών πολέμων: τον βαθύ μετασχηματισμό της πολιτικής ατμόσφαι­ρας. Όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, οι κυβερνήσεις της Ευ­ρώπης την αντιμετώπισαν με σχετική ψυχραιμία.

 Αλλά ως το 1815 είχε επικρατήσει μια τελείως διαφορετική στάση απέναντι στην επανάσταση, και η στάση αυτή κυριαρχούσε στην πολιτική των δυνάμεων.

Ήταν πια γνωστό ότι η επανάσταση σε μια χώρα μπορούσε να εξελι­χτεί σε ευρωπαϊκό φαινόμενο, ότι τα δόγματα της μπορούσαν να εξα­πλωθούν πέρα από τα σύνορα και, το χειρότερο, οι στρατιές της μπο­ρούσαν να τινάξουν στον αέρα τα πολιτικά συστήματα μιας ολόκληρης ηπείρου. Ήταν πια γνωστό ότι η κοινωνική επανάσταση μπορούσε να γίνει, ότι τα έθνη υπήρχαν ανεξάρτητα από τα κράτη, ότι οι λαοί υπήρχαν ανεξάρτητα από τους ηγεμόνες τους, ακόμη κι ότι οι φτωχοί υπήρ­χαν ανεξάρτητα από τις άρχουσες τάζεις

 Αλλά ποιες ήταν οι συνέπειες του ίδιου του πολέ­μου, των στρατιωτικών κινητοποιήσεων και των επιχειρήσεων, των πολιτικών και των οικονομικών μέτρων που προέκυψαν;

Παραδόξως οι συνέπειες αυτές ήταν μεγαλύτερες εκεί που είχαν μικρότερη σχέση με την αιματοχυσία, εκτός βέβαια από την ίδια τη Γαλλία, που ασφαλώς είχε μεγαλύτερες απώλειες και έχασε περισσό­τερο πληθυσμό από κάθε άλλη χώρα.

Η μακρά περίοδος οικονομικής ανάκαμψης που προηγή­θηκε του 1789 σήμαινε ότι ο λιμός και τα επακόλουθα του, η πανώλη  και ο λοιμός, δεν επιδείνωσαν υπερβολικά τα αποτελέσματα του ολέθρου και της λεηλασίας, και πάντως αυτό ίσχυε ως το 1811 και λίγο μετά[lx].

Κατά συνεπεία, οι ανθρώπινες απώλειες του εικοσαετούς πολέμου δεν φαίνεται να ήταν εξαιρετικά μεγάλες με σημερινά μέτρα, . Στην πραγματικότητα, σε καμία χώρα δεν παρατη­ρείται την εποχή αυτή αναχαίτιση της πληθυσμιακής αύξησης, εκτός ίσως από τη Γαλλία.

Για τους περισσότερους κατοίκους της Ευρώπης, εκτός από τους πολεμιστές, ο πόλεμος, αν σήμαινε κάτι, δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά μια περιστασιακή διακοπή της κανονικής πορείας της ζωής.

Οι απώλειες ήταν σημαντικές, μολονότι όχι υπερβολικές με τα φρι­κτά μέτρα του δικού μας αιώνα[lxi].

Οι ίδιες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις σκότωναν ανθρώπους, άμεσα και έμμεσα, και κατέστρεφαν τον παραγωγικό εξοπλισμό αλλά, όπως ήδη είπαμε, δεν το έκαναν σε βαθμό που να ανακόπτεται η συνήθης πορεία της ζωής και της ανάπτυξης μιας χώρας. Οι οικονομικές απαι­τήσεις του πολέμου και ο οικονομικός πόλεμος είχαν πολύ σημαντικότε­ρες συνέπειες[lxii].

Εξοικείωσαν καταρχάς τον κόσμο με τα μη μετατρέψιμα χαρτονομί­σματα[lxiii].

Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της χρηματοπιστωτικής κατάστασης τον καιρό των πολέμων είναι λιγότερο σημαντικές από τη γενική οικονο­μική απήχηση που προκάλεσε η μεγάλη εκτροπή των πόρων.

Η προφανής συνέπεια ενός τέτοιου ανταγωνισμού είναι ο πληθωρισμός[lxiv].

Οφείλουμε, ωστόσο, να θέσουμε ένα γενικότερο ερώτημα. Σε ποιο βαθμό η εκτροπή των πόρων που οφειλόταν στον πόλεμο εμπόδισε ή επι­βράδυνε την οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων χωρών; Ασφαλώς το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Γαλλία και τη Βρετανία, τις δύο σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις, οι όποιες και έφεραν τη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση.  Η βρετανική επιβάρυνση οφειλόταν στο κόστος όχι μόνο του πολέμου της ίδιας της χώρας αλλά, μέσω των παραδοσιακών επιδο­τήσεων προς τους συμμάχους, και μέρους των πολεμικών δαπανών άλλων χωρών. Από χρηματική άποψη ο πόλεμος επιβάρυνε τους Βρε­τανούς πολύ περισσότερο από κάθε άλλον αφού τους στοίχισε τρεις ως τέσσε­ρις φορές περισσότερο απ’ότι στοίχισε στους Γάλλους.

Η απάντηση στο γενικό ερώτημα είναι ευκολότερη προκειμένου για τη Γαλλία απ’ ότι για τη Βρετανία, διότι είναι σχεδόν αναμφισβήτητο ότι η γαλλική οικονομία παρέμεινε σχετικά στάσιμη και ότι η γαλλική βιομηχανία και το εμπόριο θα είχαν ασφαλώς αναπτυχθεί περισσότερο και γρηγορότερα αν έλειπαν η Επανάσταση και οι πόλεμοι[lxv]. Με τίμημα μια μικρή μόνο επιβράδυν­ση του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης, ο όποιος ωστόσο παρέμενε ταχύτατος, η Βρετανία εξόντωσε αποφασιστικά τον μεγαλύτερο αντα­γωνιστή της και έγινε το «εργαστήρι του κόσμου» για δυο γενεές[lxvi].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'ΕΙΡΗΝΗ

Μετά από είκοσι και πλέον χρόνια αδιάκοπου σχεδόν πολέμου και επα­νάστασης, τα νικηφόρα

παλαιά καθεστώτα αντιμετώπιζαν προβλήματα σύναψης και διατήρησης της ειρήνης, προβλήματα ιδιαίτερα δυσχερή και επικίνδυνα. Τα συντρίμμια που προκάλεσαν οι δύο δεκαετίες έπρεπε να εκκαθαριστούν, και να ανακατανεμηθούν τα εδάφη που κυριεύτηκαν. Κυρίως, ήταν φανερό για κάθε νοήμονα πολιτικό άνδρα ότι στο εξής ή­ταν ανεπίτρεπτος ένας ευρωπαϊκός πόλεμος μεγάλης κλίμακας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε, σχεδόν με βεβαιότητα, μια νέα επανάσταση και, κατά συνέπεια, την καταστροφή των παλαιών καθεστώτων[lxvii].  Οι βασιλείς και οι πολιτικοί δεν ήταν ούτε πιο σοφοί ούτε πιο ειρηνόφιλοι από πριν. Α­ναμφίβολα όμως ήταν πιο φοβισμένοι.

Είχαν επίσης ιδιαίτερη επιτυχία. Στην περίοδο μεταξύ της ήττας του Ναπολέοντα και του Κριμαϊκού Πολέμου του 1854-56 δεν μεσολά­βησε πράγματι ούτε γενικός ευρωπαϊκός πόλεμος ούτε σύρραξη στην οποία, μια Μεγάλη Δύναμη να αντιμετωπίσει μια άλλη στο πεδίο της μάχης. Και εκτός από τον Κριμαϊκό, μεταξύ του 1815 και του 1914 δεν μεσολάβησε πόλεμος στον οποίο να αναμειχθούν περισσότερες από δύο Μεγάλες Δυνάμεις.

Τα επαναστατικά κινήματα  ανέτρεψαν την πολύ δύσκολα κερδισμένη διεθνή στα­θερότητα πολλές φορές. Στη δεκαετία του 1820 κυρίως στη νότια Ευ­ρώπη, τα Βαλκάνια και τη Λατινική Αμερική, μετά το 1830 στη δυτική Ευρώπη (κυρίως στο Βέλγιο), και ξανά τις παραμονές της Επα­νάστασης του 1848[lxviii]. Ωστό­σο, παρά τους σκοπέλους και τις περιδινήσεις, τα σκάφη της διπλωμα­τίας έπλεαν σε ταραγμένα νερά χωρίς να συγκρουστούν.

Η γενιά μας, που γνώρισε πολύ πιο θεαματική αποτυχία στη βασική αποστολή της διεθνούς διπλωματίας, να αποσοβεί δηλαδή τους γενικούς πολέμους, φαίνεται να αντιμετωπίζει τους πολιτικούς και τις μεθόδους του 1815-48 με ένα σεβασμό που δεν αισθάνονταν πάντοτε οι άμεσοι διάδοχοί τους[lxix].

Κατά κάποιον τρόπο, οι πολιτικοί αυτής της περιόδου αξίζουν τον έπαινο. Ο δια­κανονισμός των πραγμάτων στην Ευρώπη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους δεν ήταν δικαιότερος ούτε ηθικότερος από οποιονδήποτε άλλο, αλλά, αν λάβουμε υπόψη τους εντελώς αντιφιλελεύθερους και αντεθνι­κούς (δηλαδή αντεπαναστατικούς) σκοπούς των δημιουργών του, ήταν ρεαλιστικός και συνετός. Δεν έγινε καμία απόπειρα εκμετάλλευσης της ολοκληρωτικής νίκης κατά των Γάλλων, που δεν έπρεπε να εξωθηθούν σε νέο γύρο Ιακωβινισμού[lxx].

Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε χωρίς να ληφθούν υπόψη ούτε οι βλέψεις των λαών ούτε τα δικαιώματα των πολυαρίθμων ηγεμόνων που εκδιώχθηκαν κάποια στιγμή από τους Γάλλους, αλλά με μόνη σοβαρή μέριμνα την ισορροπία των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων που αναδείχτη­καν από τους πολέμους: της Ρωσίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας.

Στην πραγματικότητα, μόνο οι πρώτες τρεις μετρούσαν. Η Βρετανία δεν είχε εδαφικές φιλοδοξίες στην ηπει­ρωτική Ευρώπη, μολονότι προτιμούσε να ελέγχει, ή να «προστατεύει», κάποια σημεία με μεγάλη ναυτιλιακή ή εμπορική σπουδαιότητα[lxxi].

Εκτός Ευ­ρώπης, οι βρετανικές εδαφικές φιλοδοξίες ήταν ασφαλώς πολύ μεγα­λύτερες. Ωστόσο, λόγω του ολοκληρωτικού ελέγχου όλων των θαλασ­σών από το βρετανικό ναυτικό, ήταν εν πολλοίς αδιάφορο αν μια περιο­χή ήταν πράγματι υπό τη βρετανική σημαία ή όχι με  εξαίρεση την βορειοδυτική Ινδία,. Στην Ευρώπη, τα βρετανικά συμφέροντα απλώς απαιτούσαν να μην υπάρχει καμιά δύναμη υπερβολικά ισχυρή.

Η Ρωσία, η αποφασιστική στρατιωτική δύναμη στην ξηρά, ικανο­ποίησε τις περιορισμένες εδαφικές της φιλοδοξίες[lxxii].

Η Αυστρία και η Πρωσία ήταν Μεγάλες Δυνάμεις μόνο κατ’όνομα· ή, τουλάχιστον, έτσι πιστευόταν, σωστά μεν λόγω της γνωστής αδυνα­μίας της Αυστρίας σε περιόδους διεθνούς κρίσης, και εσφαλμένα λόγω της κατάρρευσης της Πρωσίας το 1806[lxxiii].

Οι δημόσιοι άνδρες του 1815 είχαν αρκετή σύνεση για να γνωρίζουν ότι κανένας διακανονισμός, Όσο προσεκτικά μελετημένος κι αν ήταν, δεν θα άντεχε μακροπρόθεσμα τον ανταγωνισμό των κρατών και τις μετα­βαλλόμενες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, επιδόθηκαν στην εκπόνηση ενός μηχανισμού για τη διατήρηση της ειρήνης —ρυθμίζοντας δηλαδή όλα τα προβλήματα καθώς ανέκυπταν— μέσω τακτικών συνεδρίων. Ε­ξυπακούεται φυσικά ότι τις ζωτικές αποφάσεις στα συνέδρια αυτά θα έπαιρναν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» (ο ίδιος ο όρος είναι επινόημα της περιόδου αυτής)[lxxiv]. Τα τακτικά συνέδρια, ωστόσο, συνήλθαν μόνο για λίγα χρόνια —από το 1818, όταν η Γαλλία έγινε ξανά δεκτή επισήμως στη Συμφωνία, ως το 1822.

Το σύστημα των συνεδρίων κατέρρευσε, διότι δεν μπόρεσε να επιζή­σει τα χρόνια αμέσως μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, όταν ο λιμός του 1816-17 και η οικονομική ύφεση διατηρούσαν ένα ζωντανό αλλά αδικαιολόγητο φόβο κοινωνικής επανάστασης παντού, συμπεριλαμβανο­μένης και της Βρετανίας. Μετά την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας γύρω στα 1820, κάθε διαταραχή του διακανονισμού του 1815 απλώς αποκάλυπτε τις αποκλίσεις ανάμεσα στα συμφέροντα των δυνάμεων. Στο σημείο αυτό επίσης  κάνει εκτενή αναφορά στο Ανατολικό Ζήτημα και το ανταγωνισμό των δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Ρωσίας γύρω απ’ αυτό[lxxv].

Οι επαναστάσεις του 1830 έφεραν την οριστική τους εξαφάνιση γιατί δεν αφορούσαν πια μόνο κράτη αλλά και μια Μεγάλη Δύναμη, τη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, απάλλαξαν όλη την Ευρώπη δυτικά του Ρήνου από την αστυνόμευση της Ιεράς Συμμαχίας.

Αντιμέτωποι με τη βρετανική πίεση, οι Ρώσοι με τη σειρά τους υπο­χώρησαν, και στη δεκαετία του 1840 επανήλθαν σε προτάσεις για δια­μελισμό της Τουρκίας.

Αλλά τελικά, με εξαίρεση τον Κριμαϊκό Πόλεμο  δεν έγινε πόλεμος με αφορμή την Τουρκία στη διάρκεια  του 19ου αιώνα.     Είναι λοιπόν σαφές από την εξέλιξη των διπλωματικών διενέξεων στην περίοδο αυτή ότι το εύφλεκτο υλικό στις διεθνείς σχέσεις απλώς ,δεν ήταν αρκετά εκρηκτικό για να πυροδοτήσει ένα μείζονα πόλεμο.    

Από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι ήταν ανίσχυροι για να παίξουν σπουδαίο ρόλο. Οι Βρετανοί ήταν ικανοποιη­μένοι. Το 1815 είχαν ήδη κερδίσει την πιο ολοκληρωτική νίκη από κάθε άλλη δύναμη σ’ ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, και πρόβαλαν μετά από εικοσαετή πόλεμο κατά της Γαλλίας ως η μόνη βιομηχανική οικο­νομία, η μόνη ναυτική δύναμη —το βρετανικό ναυτικό το 1840 είχε περίπου τόσα πλοία όσα το ναυτικό όλων των άλλων Δυνάμεων— και ουσιαστικά η μόνη αποικιοκρατική δύναμη στον κόσμο. Τίποτε δεν φαι­νόταν να στέκει εμπόδιο στο μόνο κύριο επεκτατικό ενδιαφέρον της βρε­τανικής εξωτερικής πολιτικής, στην ανάπτυξη δηλαδή του βρετανικού εμπορίου και των επενδύσεων[lxxvi].  

Εκτός πεδίου ευρωπαϊκών Ισορροπιών, φυσικά, τίποτε δεν εμπόδιζε τον επεκτατισμό και τη φιλοπόλεμη διάθεση. Στην πραγματικότητα, οι εδαφικές κτήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αν και τεράστιες, ήταν στην ουσία περιορισμένες. Οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την απόκτηση περιοχών ζωτικής σημασίας για τον ναυτικό έλεγχο του κόσμου και για τα παγκόσμια εμπορικά τους συμφέροντα[lxxvii]. Οι απαιτή­σεις της εκστρατείας κατά του δουλεμπορίου —που ικανοποιούσε τόσο την ανθρωπιστική κοινή γνώμη στην Αγγλία όσο και τα στρατηγικά συμφέροντα του βρετανικού ναυτικού, που την χρησιμοποιούσε για να ενι­σχύσει το παγκόσμιο μονοπώλιο του— τους οδήγησε στη διατήρηση ερεισμάτων κατά μήκος των αφρικανικών ακτών. Αλλά, σε γενικές γραμμές, με μία μόνο σημαντική εξαίρεση, η άποψη τους ήταν ότι ένας κόσμος ανοιχτός στο βρετανικό εμπόριο και με την προστασία του βρετα­νικού ναυτικού απέναντι σε κάθε λογής ανεπιθύμητη εισβολή μπορούσε να αξιοποιηθεί φτηνότερα χωρίς τις διοικητικές δαπάνες που συνεπάγε­ται η κατάληψη[lxxviii].

 

Μια διάταξη του διεθνούς ειρηνευτικού διακανονισμού πρέπει, ωστό­σο, να μνημονευτεί χωριστά, δηλαδή η κατάργηση του διεθνούς δουλεμπορίου. Οι λόγοι ήταν και ανθρωπιστικοί και οικονομικοί: η δουλεία ήταν αποτροπιαστική και άκρως ασύμφορη. Άλλωστε, σύμφωνα με την άποψη των Βρετανών, που ήταν και οι κορυφαίοι διεθνείς υπέρμαχοι αυτού του θαυμάσιου κινήματος, η οικονομία του 1815-48 δεν στηριζόταν πια, όπως συνέβαινε τον 18ο αιώνα, στις πωλήσεις ανθρώπων και ζάχαρης, αλλά στις πωλήσεις βαμβακερών ειδών. Στην πράξη, η κατάργηση της δουλείας ήρθε με πιο αργό ρυθμό (εκτός, φυσικά, από τις περιοχές όπου η Γαλλική Επανάσταση την είχε ήδη εξαλείψει)[lxxix].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ς'ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ’ ότι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις ανα­λώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επανα­στατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού. Αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σε ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενι­κός ανάμεσα στο 1815 και το 1848[lxxx].  Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις κατα­πνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομο­νωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες. Οι τρεις μεγάλοι απελευθε­ρωτές της ισπανικής Νότιας Αμερικής ήταν o Simon Bolivar, ο San Martin και ο Bernardo O’ Higgins. To 1822 η Βραζιλία αποσπάστηκε αθόρυβα από την Πορτογαλία, με ηγεμόνα τον αντιβασιλέα που άφησε πίσω της η πορτογαλική βασιλική οικογένεια επιστρέφοντας στην Ευρώπη από τη ναπολεόντεια εξορία[lxxxi].

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επη­ρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοα­μερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποι­κίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία· το πολωνικό κίνημα (1830-31) καταπνίγηκε  μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις· διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση· ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία —πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ’ ότι τώρα— ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια, περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες. Ακόμη και η Βρετανία επηρεάστηκε, εν μέρει εξαιτίας της απει­λούμενης έκρηξης στην Ιρλανδία, πράγμα που εξασφάλισε την Καθολική Χειραφέτηση (1829) και τη νέα έναρξη της μεταρρυθμιστικής αναστάτωσης. Ο Μεταρρυθμιστικός Νόμος του 1832 αντιστοιχεί στην Iουλιανή Επανάσταση του 1830 στη Γαλλία, και μάλιστα πήρε ισχυρή ώθηση από τα νέα που έφτασαν από το Παρί­σι[lxxxii].

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβα­ρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη[lxxxiii].

 Το πολιτικό  σύστημα, στη Βρετα­νία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο δηλαδή φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς —υπήρχαν, αρ­χικά, μόνο 168.000 ψηφοφόροι στη Γαλλία— υπό συνταγματικό μονάρ­χη· στην πραγματικότητα, κάτι που έμοιαζε πολύ με τους θεσμούς της πρώτης και ιδιαίτερα μετριοπαθούς αστικής φάσης της Γαλλικής Ε­πανάστασης, το σύνταγμα δηλαδή του 1791 Αλλά, επίσης  θα δούμε, ότι το 1830 σημαδεύει μια ακόμη ριζοσπαστικότερη καινοτομία στην πολιτι­κή: την εμφάνιση της εργατικής τάξης ως μιας ανεξάρτητης και συνει­δητοποιημένης δύναμης στην πολιτική ζωή, στη Βρετανία και τη Γαλ­λία, καθώς και το ξέσπασμα των εθνικιστικών κινημάτων σε πάρα πολ­λές ευρωπαϊκές χώρες.

Πίσω από τις σημαντικές αυτές πολιτικές αλλαγές κρύβονταν ση­μαντικές μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Όποια  πλευρά της κοινωνικής ζωής κι αν εξετάσουμε, το 1830 αποτελεί σταθ­μό. Από όλες τις χρονολογίες μεταξύ του 1789 και του 1848 αυτή είναι η καταφανέστερα αξιομνημόνευτη[lxxxiv].

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847)[lxxxv].

«Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει αυτή η εποχή. Ότι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου».

Αντίθετα από ότι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμ­μένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέ­ρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστή­ματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώ­πης, και γιατί οι οικονομικές και κοινωνικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα. Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανά­σταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκρι­μένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ’ όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ’ ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα ήταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα.

Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας μεταξύ του 1789 και του 1797[lxxxvi].

Από την άποψη των απολυταρχικών κυβερνήσεων, όλα αυτά τα κινήματα ήταν εξίσου ανατρεπτικά για τη σταθερότητα και την ευρυθ­μία των πραγμάτων, μολονότι ορισμένα φάνηκαν να αποσκοπούν πιο συνειδητά από άλλα στη διάδοση του χάους, ενώ μερικά φαίνονταν πιο επικίνδυνα γιατί είχαν περισσότερες πιθανότητες να διεγείρουν τις αμαθείς και εξαθλιωμένες μάζες.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Παλινόρθωσης (1815-30) το στρώμα της αντίδρασης κάλυπτε εξίσου όλους τους διαφωνούντες, και στο σκοτάδι του δύσκολα διακρίνονταν οι διαφορές μεταξύ Βοναπαρτιστών και ρεπουμπλικάνων, μετριοπαθών και ριζοσπαστών. Δεν υπήρ­χαν ακόμη ενσυνείδητοι επαναστάτες ή σοσιαλιστές της εργατικής τάξης, τουλάχιστον στο πεδίο της πολιτικής, εκτός από τη Βρετανία[lxxxvii].

Στην περίοδο αυτή, δεν υπήρχαν, ακόμη, κοινωνικές αλλά ούτε και εθνικές διακρίσεις  στην ευρωπαϊκή αντιπολίτευση που να τη διαιρούν σε διαφορετικά στρατόπεδα χωρίς καμιά αλληλοκατανόηση μεταξύ τους. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη δηλαδή  ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης δηλαδή της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας[lxxxviii][lxxxix].

Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι επαναστάσεις του 1830 άλλαξαν εντελώς την κατάσταση. Οι επαναστάσεις αυτές ήταν οι πρώτοι καρποί μιας γενικότερης περιόδου οξείας και ευρύτατης οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής, καθώς και ταχύρρυθμης κοινωνικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό είχε δύο συνέπειες. Πρώτα απ’ όλα , οι μαζικές πολιτικές διεργασίες και η μα­ζική επανάσταση στα χνάρια του 1789 έγιναν για άλλη μια φορά εφι­κτές, και συνεπώς ήταν λιγότερο απαραίτητη η αποκλειστική εξάρ­τηση από τις μυστικές αδελφότητες. Στο Παρίσι, οι Βουρβόνοι ανα­τράπηκαν από έναν χαρακτηριστικό συνδυασμό αφενός της κρίσης στα πολιτικά πράγματα της μοναρχίας στην περίοδο της Παλινόρθωσης και αφετέρου της λαϊκής αναταραχής που προκαλούσε η οικονομική ύφεση[xc].

ΟΙ επαναστάσεις του 1830 επέφεραν επίσης δύο ακόμη αλλαγές στην αριστερή πολιτική. Χώρισαν τους μετριοπαθείς από τους ριζο­σπάστες και δημιούργησαν νέα διεθνή κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό συνέβαλαν στο να χωριστεί το κίνημα όχι μονό σε διαφορετικά κοινωνι­κά, αλλά και σε διαφορετικά εθνικά τμήματα. Από διεθνή άποψη, οι επαναστάσεις χώρισαν την Ευρώπη σε δύο σημαντικές περιφέρειες. Στα δυτικά του Ρήνου έσπασαν οριστικά τα στηρίγματα των ενωμένων αντιδραστικών δυνάμεων[xci].

Στα ανατολικά του Ρήνου η κατάσταση έμμενε φαινομενικά όπως ήταν πριν από το 1830, γιατί όλες οι επαναστάσεις καταπνίγηκαν[xcii]..

Οι διαφορές αυτές αντανακλούσαν τις παραλλαγές στο ρυθμό εξέλι­ξης και στις κοινωνικές συνθήκες από χώρα σε χώρα, παραλλαγές που γίνονταν όλο και εμφανέστερες στις δεκαετίες του 1830 και 1840 και έπαιζαν όλο και σημαντικότερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα[xciii].

 Σε σχέση με το 1848  η αποκέντρωση του επαναστατικού κινήματος ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, γιατί τότε τα έθνη πράγ­ματι ξεσηκώθηκαν χωριστά, αυθόρμητα και ταυτόχρονα. Από μια άλλη άποψη όμως, όχι διότι η ώθηση για την ταυτόχρονη επαναστατική τους έκρηξη προερχόταν ακόμη από τη Γαλλία, και η απροθυμία των Γάλλων να παίξουν το ρόλο του ελευθερωτή τα αποδυνάμωνε[xciv].

Παρ’ όλα αυτά, τα επαναστατικά κινήματα των ετών 1830-48, αν και τα χώριζαν διαφορές τοπικές, εθνικές και ταξικές, διατηρούσαν πολλά κοινά στοιχεία. Αφενός, παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ορ­γανώσεις μιας μειονότητας αστών και διανοούμενων συνωμοτών, συχνά εξόριστων, ή περιορίστηκαν στον σχετικά μικρό κόσμο των εγ­γραμμάτων[xcv].

Αφετέρου, διατήρησαν ένα κοινό σχήμα πολιτικής διαδικασίας, στρα­τηγικής, τακτικής κτλ., που προερχόταν από την εμπειρία και την κληρονομιά της Επανάστασης του 1789, καθώς και ένα έντονο αίσθημα διεθνούς ενότητας.

Οι παράνομες οργανώσεις είναι φυσικά μικρότερες από τις νόμιμες, και η κοινωνική τους σύνθεση κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική[xcvi].

Οι κοινές αντιλήψεις  που  διέπνεαν τους επαναστάτες ενισχύονταν περισσότερο από την ισχυρή παράδοση του διεθνισμού, που επιβίωνε ακόμη κι ανάμεσα στους αυτονο­μιστές εθνικιστές οι οποίοι αρνούνταν να δεχτούν την αυτόματη ηγεσία οποιασδήποτε χώρας —δηλαδή της Γαλλίας, ή μάλλον του Παρισιού. Ο σκοπός όλων των εθνών ήταν ο ίδιος[xcvii].

Ένας συμπωματικός παράγων που ενίσχυσε το διεθνισμό των ετών 1830-48 ήταν η εξορία. Τα περισσότερα μαχητικά πολιτικά στελέχη της ευρωπαϊκής αριστεράς εκπατρίζονταν για κάποιο διάστημα, πολ­λοί για δεκαετίες ολόκληρες, και συγκεντρώνονταν στις σχετικά λίγες ζώνες που προσέφεραν καταφύγιο ή άσυλο όπως στη Γαλλία, την Ελβετία και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία και το Βέλγιο.

Στα κέντρα όπου κατέφευγαν, οι πολιτικοί πρόσφυγες οργανώνον­ταν, επιχειρηματολογούσαν, λογομαχούσαν, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο και αλληλοκατηγορούνταν, ενώ σχεδίαζαν την απελευθέρωση της χώρας τους ή, παρεμπιπτόντως, άλλων χωρών[xcviii]. Ωστόσο δεν ήταν οί μόνοι.

Τους εκπατρισμένους τους ένωνε κοινή μοίρα και κοινό ιδεώδες. Οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα φτώχειας και αστυνο­μικής επιτήρησης, παράνομης αλληλογραφίας, κατασκοπείας, καθώς και τις κατηγορίες των πανταχού παρόντων προβοκατόρων.  Μαζί προετοιμάστηκαν και περίμεναν την ευρωπαϊκή επανάσταση που ξέσπασε—και απέτυχε—το 1848.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'-ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα.

Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανά­σταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερ­μανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλαν­δία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής ορ­γάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των άρχων του 19ου αιώνα, τους Fenians η Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελε­στικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Ι.R.Α.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία· η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικό­τητα τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, Όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι η Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρό­γραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία —σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ’ αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότη­τα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωση τους[xcix].

Αν ο νέος εθνικισμός είχε περιοριστεί μόνο στα μέλη των εθνικοεπαναστατικών αδελφοτήτων δεν θα άξιζε περισσότερη προσοχή. Εντού­τοις αντανακλούσε επίσης πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, που έκαναν την εμφάνιση τους και απέκτησαν πολιτική συνείδηση στη δεκαετία του 1830 ως αποτέλεσμα της διττής επανάστασης. Οι πιο ισχυρές, σε πρώτη φάση, ήταν η δυσαρέσκεια των μικρότερων γαιοκτημόνων και των μελών της κατώτερης αριστοκρατίας, καθώς και η εμφάνιση μιας εθνικής μεσαίας τάξης, ή ακόμη και κατώτερης μεσαίας τάξης, σε πολ­λές χώρες· και τις δύο δυνάμεις εκπροσωπούσαν σε μεγάλο βαθμό επαγ­γελματίες διανοούμενοι[c].

Εκτός από τους μεγιστάνες στις χώρες αυτές υπήρχε μια τάξη ευγενών οι οποίοι  αν δεν μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς από τις προσόδους τους, και αν η παρακμασμένη εποχή τους δεν τους έδινε την ευκαιρία να γίνουν στρατιώτες, τότε, μπορούσαν να επιλέξουν σταδιοδρομία στα νομικά, τη διοίκηση, ή στον τομέα της διανόησης, αλλά ποτέ να επιδοθούν σε αστικές ενασχολήσεις. Οι ευγε­νείς αυτοί αποτελούσαν από καιρό το προπύργιο της αντιπολίτευσης στον απολυταρχισμό, στους ξένους και στην κυριαρχία των μεγιστάνων στις χώρες τους, προφυλαγμένοι (όπως στην Ουγγαρία) πίσω από το διπλό αντέρεισμα του Καλβινισμού και την οργάνωση της επαρχιακής διοίκησης[ci].

Οι εθνικές επαγγελματικές τάξεις που εμφανίστηκαν στην περίοδο αυτή ήταν, παραδόξως, στοιχείο μάλλον λιγότερο εθνικιστικό[cii]

Οι μεγάλοι υπέρμαχοι του αστικού εθνικισμού σε αυτό το στάδιο ήταν τα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά στρώματα, οι διοικητικοί υπάλ­ληλοι και οι διανοούμενοι, με άλλα λόγια οι μορφωμένες τάξεις[ciii].

Οι μικρές ελίτ μπορούν να λειτουργήσουν χρησιμοποιώντας ξένες γλώσσες· μόλις όμως οι μορφωμένοι πληθήνουν αρκετά, η εθνική γλώσσα επιβάλλεται (όπως μαρτυρεί ο αγώνας για γλωσσική αναγνώ­ριση στα ινδικά κράτη από τη δεκαετία του 1940). Συνεπώς, η στιγ­μή που γράφονται για πρώτη φορά στην εθνική γλώσσα τα εγχειρίδια ή οι εφημερίδες, ή που πρωτοχρησιμοποιείται η γλώσσα για κάποιον επίσημο σκοπό, αποτελεί αποφασιστικό βήμα στη διαδικασία της εθνι­κής εξέλιξης. Στη δεκαετία του 1830 το βήμα αυτό έγινε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης.

Πιο γενικά, η ανάπτυξη της εκδοτικής δραστηριότητας μας δίνει κάποιο μέτρο σύγκρισης. Έτσι, στη Γερμανία, ο αριθμός των βιβλίων παρέμεινε εν πολλοίς ο ίδιος το 1821 όπως το 1800 —περί τους 4.000 τίτλους το χρόνο— αλλά ως το 1841 είχε ανέλθει στους 12.000 τί­τλους.

Ασφαλώς, η μεγάλη μάζα των Ευρωπαίων και των μη Ευρωπαίων παρέμενε απαίδευτη, με εξαίρεση τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς, τους Σκανδιναβούς, τους Ελβετούς και τους πολίτες των ΗΠΑ.

Το να ταυτίζει κανείς τον εθνικισμό με τη στοιχειωδώς εγγράμματη τάξη δεν σημαίνει ότι υποστηρίζει πως οι Ρώσοι, ας πούμε, δεν ένιωθαν «Ρώσοι» όταν έρχονταν αντιμέτωποι με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ξένο. Εντούτοις, για τις μάζες εν γένει κριτήριο του εθνικισμού ήταν ακόμη η θρησκεία.

 Ω­στόσο, αν και οι ευκαιρίες για τέτοιες αντιπαραθέσεις πλήθαιναν όλο και περισσότερο, ήταν ακόμη σπάνιες, και κάποιοι τύποι εθνικού αι­σθήματος, όπως το ιταλικό, ήταν ακόμη εντελώς ξένο στη μεγάλη μάζα του λάου, που δεν μιλούσε καν την εθνική λόγια γλώσσα αλλά τοπικές διαλέκτους ακατάληπτες σχεδόν στους άλλους[civ].

Το ξερίζωμα των λαών, που αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο φαινό­μενο του 19ου αιώνα, επρόκειτο να σπάσει αυτή τη βαθιά, προαιώνια και τοπικού χαρακτήρα παραδοσιαρχία. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, και ως τη δεκαετία του 1820, σχεδόν κανείς δεν μετανά­στευε ακόμη, εκτός μόνο αν τον εξανάγκαζε ο στρατός ή η πείνα[cv].

To μόνο οργανωμένο κίνημα πριν το 1848 Πρόκειται για το Ιρλανδικό Κίνημα (Repeal) με την ηγεσία του Daniel O’Connell (1785-1847), δικηγόρου-δημαγωγού.

Έξω από το χώρο του σύγχρονου αστικού κόσμου υπήρχαν, ωστόσο, κινήματα λαϊκής εξέγερσης ενάντια στην ξένη κυριαρχία (που νοούνταν συνήθως ως κυριαρχία άλλης θρησκείας μάλλον παρά διαφορετικής εθνικότητας), τα οποία συχνά φάνηκαν να αποτελούν προδρόμους των μεταγενέστερων εθνικών κινημάτων. Τέτοιο χαρακτήρα είχαν οι εξε­γέρσεις κατά της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, κατά των Ρώσων στον Καύκασο, καθώς και ο αγώνας κατά της επεκτατικής βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία και τις παρυφές της.

Ακόμη και οι εξεγέρσεις κατά των Τούρκων στα Βαλκάνια, ιδίως από τους ορεσίβιους του Νότου και της Δύσης, που σπάνια μπορούσε κανείς να τους υποτάξει, δεν πρέπει να ερμηνευτούν αβασάνιστα ως κινήματα σύγχρονου εθνικισμού.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμονος πόλεμος των ποιμενικών φύλων και των ληστών- ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρ­νηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλι­κής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελ­λάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με  τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρω­παϊκής αριστεράς· και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αρι­στεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέ­βαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας[cvi].

Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτί­στικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπά­ροικων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821). Όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλεφτές», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία—του­λάχιστον μετά το 1818. Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα για αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους —ο σεβασμός και το ενδια­φέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελλη­νισμού— που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέ­φτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέν­νησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατι­νική Αμερική.

Το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλ­κανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις. Με αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προ­ϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών. Έξω από την Ευρώπη είναι δύσκολο να μιλάμε για εθνικισμό. Οι πολυάριθμες λατινοαμερικανικές δημοκρατίες που αντικατέστησαν τη διαλυμένη ισπανική και πορτογαλική αυτοκρατορία - η Βραζιλία έγινε και παρέμεινε ανεξάρτητη μοναρχία από το 1816 ως το 1889- με σύνορα που συχνά δεν αντιπροσώπευαν παρά την κατανομή των ιδιοκτησιών των ευγενών οι όποιοι είχαν υποστηρίξει στην τύχη τη μια ή την άλλη τοπική εξέγερση, άρχισαν να αποκτούν κατεστημένα πολιτικά συμφέροντα και εδαφικές φιλοδοξίες.

Ο εθνικισμός στην Ανατολή ήταν συνεπώς το τελικό προϊόν της δυτικής επίδρασης και της δυτικής κατάκτησης. Η σχέση αυτή είναι ίσως εμφανέστερη στη μόνη καθαρά ανατολική χώρα όπου τέθηκαν τα θεμέλια αυτού που επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο σύγχρονο αποι­κιακό εθνικιστικό κίνημα, την Αίγυπτο. Ο εθνικισμός, όπως και τόσα άλλα χαρακτη­ριστικά του σύγχρονου κόσμου, είναι γέννημα της διττής επανάστασης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'-Η ΓΗ

Ο αντίκτυπος της διττής επανάστασης στην έγγεια ιδιοκτησία, στη μορφή της γαιο­κτησίας και στη γεωργία ήταν το πιο καταστροφικό φαινόμενο της περιόδου που μας απασχολεί. Διότι ούτε η πολιτική ούτε η οικονομική επανάσταση μπορούσαν να αγνοήσουν τη γη, την οποία η πρώτη σχολή των οικονομολόγων, οι Φυσιοκράτες, θεωρούσαν τη μόνη πηγή πλούτου, και της οποίας ο επαναστατικός μετασχηματισμός ήταν, κατά γενική συναίνεση, η απαραίτητη προϋπόθεση και η συνέπεια της αστικής κοι­νωνίας, αν όχι και κάθε γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης.  Αυτό προϋπέθετε τριών ειδών αλλαγές. Αφενός η γη έπρεπε να γίνει αγαθό που θα ανήκε σε ιδιοκτήτες και θα μπορούσε ελεύθερα να αποτελεί προϊόν αγοραπωλησίας.   Αφετέρου έπρεπε να περάσει στην κυριότητα μιας τάξης ανθρώπων πρόθυμων να αναπτύξουν τους παραγωγικούς της πόρους για την αγορά, με κίνητρο τη λογική, δηλαδή το συμφέρον και το κέρδος τους. Η τρίτη αλλαγή αφορούσε τη μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού, που έπρεπε κάπως να μετατραπεί, τουλάχιστον εν μέρει, σε ελεύθερα μετακινούμενους μεροκαματιάρηδες για τον αναπτυσσόμενο μη γεωργικό τομέα της οικονο­μίας. Μερικοί από τους πιο συνετούς ή ριζοσπάστες οικονομολόγους εί­χαν επίσης επίγνωση της ανάγκης για μια τέταρτη αλλαγή, δύσκολη, αν όχι αδύνατη, στην πραγμάτωση της. Διότι σε μια οικονομία που προϋπέθετε την πλήρη κινητικότητα όλων των συντελεστών παραγω­γής, η γη, ένα «φυσικό μονοπώλιο», δεν ταίριαζε απολύτως. Εφόσον η έκταση της γης ήταν περιορισμένη και τα διάφορα τμήματα της διέ­φεραν ως προς τη γονιμότητα και την ευκολία πρόσβασης, όσοι κατεί­χαν τα πιο γόνιμα μέρη της είχαν αναπόφευκτα το ιδιαίτερο πλεονέ­κτημα να εισπράττουν ενοίκιο για το υπόλοιπο. Το πώς ήταν δυνατό να αρθεί η επιβάρυνση αυτή ή να μετριαστεί —π.χ. με κατάλληλη φορο­λογία, με νόμους κατά της συγκέντρωσης της έγγειας ιδιοκτησίας, ή ακόμη με εθνικοποίηση—αποτέλεσε θέμα οξύτατων συζητήσεων, ιδίως στη βιομηχανική Αγγλία.  Αυτά όμως ήταν προβλήματα μιας αστικής κοινωνίας. Ότι προείχε ήταν να εγκαθιδρυθεί η κοινωνία αυτή.

Η βορειοαμερικανική λύση στηριζόταν στο μοναδικό γεγονός μιας σχεδόν απεριόριστης προσφοράς σε διαθέσιμη γη, καθώς και στην απου­σία καταλοίπων φεουδαλικών σχέσεων ή παραδοσιακού αγροτικού κολεκτιβισμού[cvii].

 Μόνο μια πολιτική-θεσμική επανάσταση που θα στρε­φόταν τόσο ενάντια στους γαιοκτήμονες όσο και ενάντια στους παραδο­σιακούς αγρότες θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε η ορθο­λογική μειοψηφία να γίνει ορθολογική πλειοψηφία. Η ιστορία των αγροτικών σχέσεων στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης και των αποικιών της στην περίοδο μας είναι η ιστορία αυτής της επανά­στασης, μολονότι οι συνέπειες της δεν έγιναν πλήρως αισθητές παρά στο δεύτερο μισό του αιώνα.

Ο πρώτος στόχος της ήταν να κάνει τη γη εμπορεύσιμο αγαθό. Έπρεπε συνεπώς να αρθούν οι περιορισμοί στη μεταβίβαση και οι άλλες απαγορεύσεις ως προς την πώληση ή τον κατακερματισμό των αγροκτημάτων των ευγενών, ενώ ο γαιοκτήμονας να υπόκειται στη σωτήρια ποινή της χρεοκοπίας για οικονομική ανικανότητα, πράγμα που θα επέτρεπε στους πιο εύρωστους οικονομικά αγοραστές να αναλά­βουν στη θέση του. Οι εξίσου τεράστιες εκτάσεις συλλογικής ιδιοκτησίας — συνεπώς και κακής αξιοποίησης — που ανήκαν σε κοινότητες χωριών και πόλεων, κοινοί αγροί, κοινά βοσκοτόπια, δασώδεις εκτάσεις κ. ά. έπρεπε να γίνουν προσιτές στην ιδιωτική πρωτοβουλία, θα επακολουθούσε ο χωρισμός τους σε επιμέρους κλήρους και ή περίφραξη τους.

Ή­ταν αναμφίβολο ότι οι νέοι αγοραστές θα ήταν δραστήριοι, εύρωστοι και συνετοί, και έτσι θα πραγματωνόταν και ο δεύτερος στόχος της αγροτικής επανάστασης.

Όλα αυτά υπό τον όρο ότι οι αγρότες, από τις τάξεις των οποίων θα προέρχονταν αναμφισβήτητα πολλοί από τους αγοραστές, θα μετατρέ­πονταν σε μια τάξη ικανή να διαθέτει ελεύθερα τους πόρους της, ένα βήμα που θα πετύχαινε αυτόματα και τον τρίτο στόχο, τη δημιουργία δηλαδή μιας μεγάλης, «ελεύθερης» εργατικής δύναμης που θα την απάρτιζαν όσοι δεν μπόρεσαν να γίνουν αστοί. Ήταν συνεπώς απαραίτητη και η απελευθέρωση του αγρότη από μη οικονομικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις (μορφές παροικίας, δοσίματα στους γαιοκτήμονες, αναγκαστική εργασία, δουλεία, κ.ά.). Αυτό θα είχε ένα επιπρόσθετο και σημαντικότατο πλεονέκτημα· διότι ο ελεύθερος ημερομίσθιος εργά­της με κίνητρα για υψηλότερη αμοιβή, ή ο ελεύθερος μικροκτηματίας, θα αποδεικνύονταν, κατά τη γενική άποψη, πολύ πιο αποδοτικοί από τον εργαζόμενο εξαναγκαστικά, είτε επρόκειτο για δουλοπάροικο,  ή δούλο. Έπρεπε να πληρωθεί μία ακόμη προϋπόθεση δηλαδή ο τεράστιος αριθ­μός όσων φυτοζωούσαν από τη γη με την οποία ήταν δεμένοι κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας και οι όποιοι, αν η γη αξιοποιούνταν παραγωγικά, θα αποτελούσαν απλώς πληθυσμιακό πλεόνασμα, έπρεπε να εκριζωθούν από τον συγκεκριμένο χώρο τους και να μπορούν να κινούνται ελεύθερα. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να μετα­πηδήσουν στις πόλεις και στα εργοστάσια, όπου υπήρχε όλο και μεγα­λύτερη ανάγκη των χεριών τους. Με άλλα λόγια, οι αγρότες μαζί με τις δουλικές τους υποχρεώσεις έπρεπε να χάσουν και τη γη τους.

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, αυτό σήμαινε ότι το πλέγμα των παραδοσιακών νομικών και πολιτικών σχέσεων, που είναι κοινώς γνωστό ως «φεουδαλισμός», έπρεπε να καταργηθεί, εκεί φυσικά όπου εξακολουθούσε να υπάρχει. Σε γενικές γραμμές, στην περίοδο 1789-1848 η κατάργηση αυτή πραγματοποιήθηκε —κυρίως με την άμεση ε­πίδραση της Γαλλικής Επανάστασης— από το Γιβραλτάρ ως την Α­νατολική Πρωσία κι από τη Βαλτική ως τη Σικελία[cviii].

Εκτός από τη Βρετανία και λίγες ακόμη χώρες, όπου ο φεουδαλισμός υπ’ αυτήν την έννοια είτε είχε ήδη καταργηθεί είτε ποτέ δεν είχε πραγ­ματικά επικρατήσει οι μέθοδοι για την πραγμάτωση της επανάστασης αυτής ήταν παρόμοιες. Στη Βρετανία δεν ήταν απαραίτητη αλλά ούτε πολιτικά εφι­κτή η νομοθεσία για την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας, διότι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ή οι καλλιεργητές είχαν ήδη προσαρμο­στεί σε μια αστική κοινωνία. Η αντίσταση τους στον τελειωτικό θρίαμβο των αστικών σχέσεων στην ύπαιθρο —μεταξύ του 1795 και του 1846— υπήρξε δριμύτατη. Εντούτοις, αν και περιλάμβανε, με ασαφή μορφή, ένα είδος διαμαρτυρίας των παραδοσιακών ενάντια στην καταστρεπτική επέλαση της αρχής του καθαρά ατομικιστικού κέρδους, η αιτία των εμφανέστερων δυσαρεσκειών τους ήταν πολύ απλούστερη και ήταν η επιθυμία να διατηρηθούν οι υψηλές τιμές και τα υψηλά ενοίκια της εποχής της Επανάστασης και των ναπολεόντειων πολέμων σε μια περίοδο μεταπολεμικής ύφεσης. Η αντίδραση τους ήταν μάλλον αντί­δραση αγροτικής ομάδας πίεσης παρά αντίδραση φεουδαλικού τύπου. Ο νόμος στράφηκε κυρίως ενάντια στα κατάλοιπα των αγροτών, τους μικροκληρούχους και τους αγρεργάτες[cix]. Από το 1760, περί τα 24 εκατομ­μύρια στρέμματα κοινών αγρών και κοινών γαιών χωρίστηκαν σε 5.000 περίπου περίφρακτους χώρους σύμφωνα με τους ειδικούς και τους γενι­κούς «Νόμους περί περιφράξεων» και μετατράπηκαν σε ιδιωτικά κτήμα­τα, ενώ η διαδικασία συμπληρώθηκε με πολυάριθμες, λιγότερο επίση­μες ρυθμίσεις. Ο «Νόμος περί πτωχών» του 1834 στόχευε στο να κάνει τόσο αφόρητη τη ζωή των φτωχών της υπαίθρου ώστε να τους αναγκάσει να πάνε οπουδήποτε υπήρχαν δουλειές διαθέσιμες. Πράγματι, το φαινόμενο αυτό άρχισε να παρατηρείται σύντομα.

Στη Γαλλία, όπως είδαμε, η κατάργηση του φεουδαλισμού ήταν έργο της Επανάστασης. Η πίεση των αγροτών και ο Ιακωβινισμός ώθη­σαν την αγροτική μεταρρύθμιση πέρα από το σημείο που θα επιθυμούσαν οι υπέρμαχοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η Γαλλία, συνεπώς, δεν έγινε ούτε χώρα γαιοκτημόνων και άγρεργατών ούτε χώρα κτηματιών προσανατολισμένων στην εμπο­ρευματική παραγωγή, αλλά χώρα ποικίλων τύπων αγροτών ιδιοκτη­τών, που αποτέλεσαν τους στυλοβάτες όλων των μεταγενέστερων πολιτικών καθεστώτων τα όποια δεν τους απειλούσαν με στέρηση της γης τους. Οι συνθήκες στην ύπαιθρο ήταν σε γενικές γραμμές καλές. Α­κόμη και στα 1847-48 δεν υπήρχαν πραγματικές οικονομικές δυσχέ­ρειες, εκτός από την κρίση που περνούσε ένα τμήμα των ημερομίσθιων εργατών. Η ροή εργατικών χεριών από το χωριό προς την πόλη ήταν συνεπώς μικρή, γεγονός που συνέβαλε στην καθυστέρηση της γαλλικής βιομηχανικής ανάπτυξης.

Επίσης στο μεγαλύτερο μέρος της λατινικής Ευρώπης, τις Κάτω Χώρες, την Ελβετία και τη δυτική Γερμανία, η κατάργηση του φεουδαλισμού ήταν έργο του γαλλικού κατακτητικού στρατού. Οι γαλλικές μεταρρυθμίσεις, συνε­πώς, άρχισαν ή συνέχισαν μάλλον παρά ολοκλήρωσαν τη νομική επανάσταση σε περιοχές όπως η βορειοδυτική Γερμανία ανατολικά του Ρήνου[cx].

Το παλιό παραδοσιακό σύστημα, όσο κι αν ήταν αναποτελεσματικό, πρόσφερε όμως μεγάλη κοινωνική σιγουριά και, σε αθλιότατο επίπεδο, κάποια οικονομική ασφάλεια, χωρίς να υπολογίσουμε ότι το καθαγία­ζαν τα έθιμα και η παράδοση. Οι κατά καιρούς λιμοί και η επαχθής ερ­γασία, που έκανε τους άντρες γέρους στα σαράντα και τις γυναίκες στα τριάντα τους, ήταν θεόσταλτα· μόνο σε εποχές ασυνηθών δυσχε­ρειών ή επανάστασης θεωρήθηκαν πράξεις για τις όποιες ευθύνονταν οι άνθρωποι.

Η επανάσταση στον τομέα της έγγειας ιδιοκτησίας αποτελούσε την πολιτική πλευρά της διάσπασης της παραδοσιακής αγροτικής κοινω­νίας· η εισβολή της νέας αγροτικής οικονομίας και της παγκόσμιας αγοράς αποτέλεσε την οικονομική της πλευρά. Στην περίοδο 1787-1848 αυτός ο οικονομικός μετασχηματισμός ήταν ακόμη ατελής, όπως φαίνεται από τον πολύ περιορισμένο ρυθμό της μετανάστευσης. Οι σιδη­ρόδρομοι και τα ατμόπλοια δεν είχαν ακόμη αρχίσει να δημιουργούν μια ενιαία παγκόσμια γεωργική αγορά, κι αυτό ως τη μεγάλη ύφεση της γεωργίας προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η τοπική γεωργία ήταν συνε­πώς κατά μεγάλο μέρος προφυλαγμένη από τον διεθνή, ή ακόμη και από τον διαπεριφερειακό, ανταγωνισμό. Ο βιομηχανικός ανταγωνισμός δεν είχε ακόμη επηρεάσει σημαντικά τις πολυάριθμες χειροτεχνίες του χωριού και τις οικιακές βιοτεχνίες· ίσως έστρεψε κάποιες από αυτές στην αυξημένη παραγωγή για ευρύτερες αγορές. Οι νέες γεωργικές μέθοδοι —εκτός από τις περιοχές με επιτυχημένη καπιταλιστική γεωρ­γία— άρχισαν να διεισδύουν στο χωριό με πολύ βραδύ ρυθμό, μολονότι οι νέες βιομηχανικές καλλιέργειες, ιδίως του ζαχαρότευτλου, που γενι­κεύτηκε λόγω της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της (βρετανικής) ζά­χαρης από ζαχαροκάλαμο στη ναπολεόντεια εποχή, καθώς και νέες καλλιέργειες όπως του καλαμποκιού και της πατάτας, σημείωσαν εντυ­πωσιακή πρόοδο. Χρειάστηκε μια εξαιρετική οικονομική συγκυρία, όπως η άμεση γειτνίαση με μια άκρως βιομηχανική οικονομία και η αναχαίτιση της ομαλής ανάπτυξης, για να προκληθεί σε μια αγροτική κοινωνία πραγματικά συγκλονιστική μεταβολή με καθαρά οικονομικά μέσα[cxi].

Ο οικονομικός φιλελευθερισμός θέλησε να. επιλύσει το πρόβλημα του εργάτη με τον συνήθη σκληρό κι αλύπητο τρόπο, υποχρεώνοντας τον δηλαδή να βρει δουλειά με χαμηλό ημερομί­σθιο ή να μεταναστεύσει[cxii].

Η κατάσταση των εργατών της γης ήταν πράγματι κακή παντού, αν και ίσως στις καθυστερημένες και απόμακρες περιοχές όχι χειρότερη απ’ ότι συνήθως. Η ατυχής ανακάλυψη της πατάτας οδήγησε στην εύκολη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου σε μεγάλα τμήματα της βόρειας Ευρώπης, ενώ δεν επήλθε ουσιαστική βελτίωση στην κατά­σταση τους, π.χ. στην Πρωσία, παρά μόνο μετά το 1850 με 1860. Η κατάσταση του αγρότη που είχε αυτάρκεια ήταν ίσως καλύτερη, αν και σε περιόδους λιμού ο μικροϊδιοκτήτης καλλιεργητής ζούσε σε απελ­πιστικές συνθήκες. Η αγροτική Γαλλία επηρεάστηκε ίσως λιγότερο από κάθε άλλη χώρα από τη γενική γεωργική ύφεση μετά το κύμα ευη­μερίας των ναπολεόντειων πολέμων.

 Στο μεταξύ, πέρα από τον Ατλαντικό, οι Αμερικανοί γεωργοί παρατηρούσαν την αγροτική τάξη του Παλαιού Κόσμου και ευχαριστούσαν την καλή τους τύχη που τους βοήθησε να μην ανήκουν σε αυτήν.

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'-ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως το 1848, και κατά συνέπεια κυριαρχούσε στον κόσμο. Ίσως ως τη δεκαετία του 1840 οι ΗΠΑ κι ένα μεγάλο μέρος της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης να είχαν περάσει, ή να στέκονταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Ήταν ήδη σχεδόν βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα αποτελούσαν αργότερα  σοβαρό ανταγωνιστή των Βρετα­νών, και ως τη δεκαετία του 1840 κάποιοι Γερμανοί, αν και κανείς άλλος ίσως, ήδη επισήμαιναν την ταχεία βιομηχανική πρόοδο των συμπατριωτών τους. Αλλά οι προοπτικές δεν συνιστούν επιτεύγματα, και ως το 1850 οι ουσιαστικές βιομηχανικές αλλαγές που είχε υποστεί ο μη αγγλόφωνος κόσμος ήταν ακόμη αρκετά μικρές[cxiii].  Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης, τότε όπως και παλιότερα, ήταν αγρότες. Αυτή η βραδύτητα με την οποία επέρχονταν οι αλλαγές στον μη βρε­τανικό κόσμο σήμαινε ότι οι οικονομικές του εξελίξεις εξακολουθούσαν, ως το τέλος της περιόδου μας, να εξαρτώνται, όπως παλιά, από τις καλές ή κακές σοδειές και όχι από το νέο σύστημα της εναλλαγής βιο­μηχανικών εξάρσεων και κάμψεων. Η κρίση του 1857 ήταν πιθανόν η πρώτη που είχε παγκόσμιο χαρακτήρα και συγχρόνως είχε αίτια άλλα εκτός από την αγροτική καταστροφή. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, είχε σημαντικότατες πολιτικές συνέπειες. Ο ρυθμός αλλαγής στις βιομηχα­νικές και μη βιομηχανικές περιοχές σημείωνε απόκλιση ανάμεσα στο 1780 και το 1848.

Η οικονομική κρίση που άναψε φωτιές σε τόσο μεγάλο μέρος της Ευρώπης στα 1846-48 δεν ήταν παρά μια παλαιού τύπου ύφεση αγροτικού χαρακτήρα. Ήταν κατά μία έννοια η τελευταία, και ίσως η χειρότερη οικονομική κατάρρευση του οικονομικού παλαιοκαθεστωτισμού. Αυτό δεν ίσχυε τόσο για τη Βρετανία, όπου η χειρότερη κρίση της περιόδου του πρώιμου βιομηχανισμού εμφανίστηκε μεταξύ του 1839 και του 1842 για καθαρά «σύγχρονους» λόγους, και μάλιστα συνέπεσε με σχετικά χαμηλές τιμές στα σιτηρά[cxiv].

Σύμφωνα με μεταγενέστερα κριτήρια, οι οικονομικές μεταβολές ήταν μικρές, αλλά κατ’ ουσία οι αλλαγές ήταν  θεμελιώδεις . Η πρώτη ήταν δημογραφική. Ο παγκόσμιος πληθυσμός —και ιδίως ο πληθυσμός που περιλαμβανόταν στη σφαίρα επιρροής της διττής επανάστασης— έμπαινε στην περίοδο της άνευ προηγουμένου «έκρη­ξης», που σε διάστημα εκατόν πενήντα χρόνων τον πολλαπλασίασε.

Ο πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου διπλασιάστηκε σχεδόν από το 1800 ως το 1850, περίπου τρι­πλασιάστηκε από το 1750 ως το 1850. Ο πληθυσμός της Πρωσίας σχεδόν διπλασιάστηκε από το 1800 ως το 1846, όπως και της Ευρωπαϊκής Ρωσίας (χωρίς τη Φιλανδία). Ο πληθυσμός της Νορβηγίας, της Δανίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας και μεγά­λων τμημάτων της Ιταλίας σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ του 1750 και του 1850.

Εκτός Ευρώπης έχουμε λιγότερα στοιχεία, μολονότι φαίνεται πώς ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό κατά τη διάρκεια του 18ου και των πρώτων ετών του 19ου αιώνα. Στη Λατινική Αμερική ο πληθυσμός πιθανόν αυξήθηκε με ρυθμό ανάλογο με τον Ισπανικό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για πληθυσμιακή έκρηξη σε άλλα τμήματα της Ασίας[cxv].

Η εκπληκτική αυτή πληθυσμιακή αύξηση ασφαλώς τόνωσε εξαιρε­τικά την οικονομία, μολονότι πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως συνέπεια παρά ως εξωγενές αίτιο της οικονομικής επανάστασης[cxvi].

Η δεύτερη σημαντικότατη αλλαγή αφορούσε τις επικοινωνίες. Ομολογουμένως ο σιδηρόδρομος ήταν ακόμη στα πρώτα του βήματα το 1848, μολονότι είχε ήδη μεγάλη πρακτική σημασία στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία· αλλά και πριν από την εμφάνιση του, η βελτίωση των επικοινωνιών ήταν, σε σύγκριση με το παρελθόν  εκπληκτική[cxvii].

 Τα ιστιοφόρα δεν ήταν απλώς ταχύτερα και πιο ασφαλή, αλλά και κατά κανόνα μεγαλύτερα.

Αναμφίβολα, από τεχνική άποψη, οι βελτιώσεις αυτές δεν ήταν τόσο μεγαλόπνοες όπως ο σιδηρόδρομος. Και ως μέσα όμως για τη διευ­κόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών, για τη σύνδεση πόλης και υπαίθρου, φτωχών και πλούσιων περιοχών, ήταν εξαιρετικά αποτε­λεσματικά[cxviii].

Η τρίτη σημαντική αλλαγή επισημαίνεται φυσικά στον μεγάλο όγκο του εμπορίου και της μετανάστευσης. Ασφαλώς όχι παντού.  Μεταξύ του 1780 και του 1840 οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές του δυτικού κόσμου υπερτριπλασιάστηκαν μεταξύ του 1780 και του 1850 υπερτετραπλασιάστηκαν. Με μεταγενέστερα μέτρα, αυτή η κίνηση ήταν αναμφισβήτητα πολύ περιορισμένη, αλλά με προγενέ­στερα —άλλωστε με βάση αυτά τα μέτρα έκριναν οι άνθρωποι την εποχή τους— ξεπερνούσαν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία.

Για να πάρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα της νέας βιομηχανίας: εκτός Βρετανίας, ΗΠΑ και Γαλλίας, ο αριθμός ατμομηχανών και ατμοδύναμης στον υπόλοιπο κόσμο κατά τη δεκαετία του 1820 δεν άξιζε ούτε καν την προσοχή του στατιστικού.

Το έτος σταθμός ήταν το 1830.Μετά το 1830 (ή περίπου) η κατάσταση άλλαξε απότομα και δρα­στικά, τόσο που γύρω στο 1840 τα χαρακτηριστικά κοινωνικά προβλή­ματα της βιομηχανικής εποχής —το νέο προλεταριάτο, η φρίκη της ανεξέλεγκτης και ιλιγγιώδους αστυφιλίας— αποτελούσαν κοινότοπα θέματα συζήτησης στη δυτική Ευρώπη και ήταν ο εφιάλτης των πολιτι­κών και των στελεχών της διοίκησης.

Απ’ την άλλη οι  ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν πολύ μεγα­λύτερη εξάρτηση απ’  ότι οι βρετανικές από μια επαρκώς εκσυγχρονι­σμένη νομοθεσία στον επιχειρηματικό, εμπορικό και τραπεζικό τομέα, καθώς και από έναν σύγχρονο χρηματοδοτικό μηχανισμό. Η κρατική παρέμβαση στην Ευρώπη είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην ηπειρωτική Ευρώπη απ’ ότι στην Βρετανία Η Γαλλική Επανάσταση τα παρέσχε και τα δύο: οι νομικοί κώδικες του Ναπολέον­τα, με την έμφαση που έδιναν στη νομικά εγγυημένη ελευθερία συνά­ψεως συμβάσεων, την αναγνώριση των συναλλαγματικών και άλλων εμπορικών γραμματίων και τις ρυθμίσεις που θέσπιζαν για τις μετοχι­κές εταιρείες .

Η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου αυτής ωστόσο εμπεριέχει κάτι το εντελώς παράδοξο: το γαλλικό φαινόμενο. Κανονικά, καμία χώρα δεν θα έπρεπε να σημειώσει ταχύτερη πρόοδο από τη Γαλλία. Όπως είδα­με, διέθετε θεσμούς ιδεώδεις για καπιταλιστική ανάπτυξη. Η ευφυΐα και η επινοητικότητα των επιχειρηματιών της δεν είχαν το όμοιο τους στην Ευρώπη[cxix].

 Στον αντίποδα της Γαλλίας βρισκόταν οι ΗΠΑ όπου έκαναν εισαγωγή κεφαλαίου κι ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα ειδικευμένου.

Το μεγάλο εμπόδιο στεκόταν στο δρόμο των ΗΠΑ για να μετα­τραπούν σε παγκόσμια οικονομική δύναμη ήταν η διαμάχη ανάμεσα σε έναν βιομηχανικό και αγροτικό Βορρά και σε έναν ημιαποικιακό Νότο[cxx]. . Το μέλλον της αμερικανικής οι­κονομίας δεν αποφασίστηκε παρά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1861-65 που ήταν στην ουσία η ενοποίηση της Αμερικής από και υπό τον καπιταλισμό του Βορρά.

Ο άλλος επίδοξος γίγαντας της παγκόσμιας οικονομίας, η Ρωσία, ήταν ακόμη οικονομικώς αμελητέα, αν και οξυδερκείς παρατηρητές πρόβλε­παν ήδη ότι το τεράστιο μέγεθος της, ο πληθυσμός και οι πόροι της θα έδειχναν αργά ή γρήγορα τι αξίζουν.

Έτσι, ένα τμήμα του κόσμου όρμισε μπροστά, προς τη βιομηχανική ανάπτυξη και το άλλο έμεινε πίσω. Τα δύο όμως αυτά φαινόμενα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους. Η οικονομική αδράνεια, η νωθρότητα, ακόμη και η ύφεση, ήταν τα επακόλουθα της οικονομικής προόδου.

Θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ την αποβιομηχάνιση της Ινδίας και την εξαίρεση του παραδείγματος της Αιγύπτου  με την εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Μωχάμετ Άλη[cxxi].

Από όλες τις οικονομικές συνέπειες της εποχής της διττής επανά­στασης, αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των «προηγμένων» και των «υπα­νάπτυκτων» χωρών αποδείχτηκε ο πιο βαθύς και ο πιο σταθερός[cxxii]. Το χάσμα ανά­μεσα στους «καθυστερημένους» και τους «προηγμένους» θα έμενε αμε­τακίνητο, αδιαπέραστο, και μάλιστα θα πλάταινε συνεχώς μεταξύ της μειοψηφίας και της πλειοψηφίας των κατοίκων του κόσμου, ωσότου οι Ρώσοι να αναπτύξουν στη δεκαετία του 1930 τα μέσα για να το γεφυ­ρώσουν. Τίποτε δεν ήταν πιο καθοριστικό για την ιστορία του εικοστού αιώνα από το χάσμα αυτό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι'-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΚΑΝΟΥΣ

Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Επανάστασης στη Γαλλία ήταν ότι έθεσε τέλος στην αριστοκρατική κοινωνία. Όχι στην «αριστοκρατία» με την έννοια της ιεραρχίας ως προς την κοινωνική θέση, που διακρίνεται με τους τίτλους  ή άλλα εμφανή τεκμήρια και συχνά διαμορφώνεται κατά το πρότυπο τέτοιων ιεραρχιών, την ευγένεια «αίματος». Οι κοινωνίες άλλωστε  οι χτισμένες  με βάση τον ατομικό καριερισμό επικροτούν παρόμοια εμφανή και καθιερωμένα σημάδια επιτυχίας.

Ο Ναπολέων μάλιστα επίσημα  ξαναδημιούργησε μια αριστοκρατία από τέτοια στοιχεία, η οποία και συνενώθηκε μετά το 1815 με τους παλιούς αριστοκράτες που είχαν επιβιώσει. Άλλωστε, το τέλος της αριστοκρατικής κοινωνίας δεν σήμαινε και το τέλος της αριστοκρατικής επιρροής. Οι ανερχόμενες τάξεις  εύλογα, τείνουν να βλέπουν τα σύμβολα του πλούτου και της δύναμης τους σύμφωνα με τα κριτήρια της άνεσης, της πολυτέλειας ή του μεγαλείου που είχαν καθιερώσει τα προηγούμενα ανώτερα στρώματα[cxxiii].

Η κοινωνία της μετεπαναστατικής Γαλλίας ήταν αστι­κή στη δομή και στις αξίες της. Ήταν η κοινωνία του νεόπλουτου, δη­λαδή του αυτοδημιούργητου, μολονότι αυτό δεν ήταν εντελώς φανερό παρά μόνο όταν κυβερνούσαν τη χώρα οι νεόπλουτοι, δηλαδή όταν ήταν ρεπουμπλικανική ή βοναπαρτική.

Αυτή η κυριαρχία της νέας κοινωνίας δεν ήταν αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Γαλλίας, αλλά, αν εξαιρέσουμε τις δημοκρατικές ΗΠΑ, ήταν από κάποιες επιφανειακές πλευρές και πιο φανερή και πιο επίση­μη στη Γαλλία, μολονότι στην πραγματικότητα δεν ήταν πιο έντονη απ’ ότι στη Βρετανία ή τις Κάτω Χώρες.

Οι συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης στη δομή της αστι­κής κοινωνίας ήταν φαινομενικά λιγότερο σημαντικές αλλά στην ουσία πολύ ριζικότερες. Κι αυτό, γιατί δημιούργησε νέες αστικές ομάδες, που συνυπήρχαν με το κοινωνικό κατεστημένο και που ήταν

πολύ μεγά­λες για να απορροφηθούν από αυτό —εκτός από μια μικρή αφομοίωση στην κορυφή της πυραμίδας— και είχαν υπερβολική αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, ώστε να επιζητούν την απορρόφηση τους μόνο αν επέ­βαλλαν δικούς τους όρους.

Οι νέοι άνθρωποι από τις επαρχίες αποτελούσαν ένα ισχυρό σώμα, που ισχυροποιούνταν όλο και πιο πολύ καθώς οι ίδιοι αποκτούσαν συνείδηση του εαυτού τους ως τάξης μάλλον παρά ως «μέσης κατηγορίας» που γεφύρωνε το χάσμα ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατωτέρα στρώ­ματα. Ο ίδιος ο όρος  «μεσαία τάξη» εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στο 1812[cxxiv].  

Υπήρχε μια τάξη πραγμάτων στο σύμπαν, αλλά δεν ήταν πια η παλιά τάξη. Υπήρχε ένας μόνο θεός, που το όνομά του ήταν ατμός, και μιλούσε με τη φωνή του Malthus, του McCulloh και όλων όσοι χρησιμο­ποιούσαν μηχανήματα[cxxv].

Το σημαντικότατο επίτευγμα των δύο επαναστάσεων ήταν  ότι άνοιξαν προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας και κοινωνικής κινητικότητας. Η κινητικότητα  αυτή  εν ήταν τόσο ευρεία στην Ευρώπη όσο στις ΗΠΑ. Δεν ανοίχτηκαν όλα τα επαγγέλματα, και όχι στις ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας, εκτός  από τις ΗΠΑ. Τέσσερις δρόμοι ανοίγονταν μπροστά τους και αυτοί ήταν ο επιχειρηματικός κλάδος, η εκπαίδευση (που με τη σειρά της οδη­γούσε στους τρεις στόχους της κυβερνητικής υπηρεσίας, της πολιτικής και των ελευθέριων επαγγελμάτων), οι τέχνες και ο στρατός.

Ο επιχειρηματικός κλάδος και η εκπαίδευση δεν ήταν δρόμοι ανοι­χτοί σε όλους και θα έπρεπε κάποιος για να εισέλθει στο κατώφλι τους να πληρώσει κάποια «διόδια»[cxxvi].

Η εκπαίδευση εντούτοις αντιπροσώπευε, κατά κάποιο τρόπο, τον ατομικό συναγωνισμό, τη «σταδιοδρομία για τους ικανούς» και το θρίαμβο της προσωπικής αξίας έναντι της καταγωγής και των διασυν­δέσεων, σχεδόν τόσο αποτελεσματικά όσο και ο επιχειρηματικός κλά­δος· κι αυτό γινόταν με την επινόηση των εξετάσεων και της άμιλλας. Η Γαλλική Επανάσταση πρόσφερε, ως συνήθως, τη λογικότερη έκ­φραση τους, τις παράλληλες ιεραρχίες εξετάσεων που ακόμη επιλέγουν προοδευτικά από το εθνικό σώμα των υποτρόφων την ελίτ της διανόησης που διοικεί και διδάσκει τον γαλλικό λαό[cxxvii].  

Έτσι, το κύριο κοινωνικό αποτέλεσμα της ανοιχτής στους ταλαντού­χους εκπαίδευσης ήταν παράδοξο. Δεν οδήγησε στην «ανοιχτή κοινω­νία» του ελεύθερου επιχειρηματικού ανταγωνισμού αλλά στην «κλει­στή κοινωνία» της γραφειοκρατίας· αλλά και οι δύο, στις ποικίλες μορ­φές τους, ήταν χαρακτηριστικοί θεσμοί της αστικοφιλελεύθερης επο­χής. Το ήθος των ανώτερων δημόσιων υπηρεσιών του 19ου αιώνα ήταν κατά βάση το ίδιο με του Διαφωτισμού του 18ου αι. δηλαδή μασονικό και «ιωσηφινικό» στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ναπολεόντειο στη Γαλλία. φιλελεύθερο και αντικληρικό στις άλλες λατινικές χώρες, μπενθαμικό στη Βρετανία[cxxviii].

Αποτελούσε επομένως ευτύχημα για όποιον σκόπευε να σταδιοδρο­μήσει στον δημόσιο τομέα το γεγονός ότι η μεταναπολεόντεια περίοδος σχεδόν παντού χαρακτηρίστηκε από σημαντική διόγκωση του κυβερνη­τικού μηχανισμού και της κυβερνητικής δραστηριότητας, μολονότι δεν υπήρχαν τόσες δυνατότητες ώστε να απορροφηθούν όλοι οι εγγράμματοι πολίτες που πλήθαιναν ολοένα.

 Το χονδροειδές φιλε­λεύθερο σύνθημα για ένα κράτος υπεύθυνο μόνο για τα υποτυπώδη καθή­κοντα του νυχτοφύλακα συγκαλύπτει κάπως το γεγονός ότι το κράτος απογυμνωμένο από τα αναποτελεσματικά και παρεμβατικά του καθή­κοντα, ήταν πολύ ισχυρότερο και πολύ πιο φιλόδοξο από προηγουμένως. Για παράδειγμα, το 1848 ήταν πια ένα κράτος που είχε αποκτήσει σύγ­χρονες, συχνά εθνικές, αστυνομικές δυνάμεις. Έτσι στη Γαλλία από το 1798, στην Ιρλανδία από το 1823, στην Αγγλία από το 1829 και στην Ι­σπανία από το 1844. Εκτός από τη Βρετανία, ήταν συνήθως ένα κράτος που διέθετε εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα· εκτός από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ήταν ένα κράτος που είχε ήδη ή επρό­κειτο σύντομα να αποκτήσει δημόσια σιδηροδρομική υπηρεσία· παντού ήταν ένα κράτος που διέθετε όλο και μεγαλύτερη ταχυδρομική υπηρεσία για να εξυπηρετεί τις αυξανόμενες ανάγκες της επαγγελματικής και της ιδιωτικής επικοινωνίας. Η πληθυσμιακή αύξηση το υποχρέωνε να διαθέτει ευρύτερο δικαστικό σύστημα, η αύξηση των πόλεων και των αστικών κοινωνικών προβλημάτων ένα ευρύτερο σύστημα δημοτικής διοίκησης.

Τα κυβερνητικά καθήκοντα, παλιά ή νέα, τα αναλάμβανε βαθμιαία μια ενιαία εθνική δημόσια υπηρεσία επανδρωμένη με υπαλ­λήλους καριέρας, ενώ τα ανώτερα στελέχη μεταθέτονταν και προάγον­ταν ελεύθερα από την κεντρική εξουσία κάθε κράτους. Εντούτοις, μο­λονότι μια αποδοτική υπηρεσία αυτού του τύπου μπορούσε να επιφέρει μείωση του αριθμού των υπαλλήλων και του κόστους των υπηρεσιών της διοίκησης,   εξαλείφοντας τη  διαφθορά και  τη  μερική  απασχόληση, δημιουργούσε ωστόσο έναν πολύ μεγαλύτερο κυβερνητικό μηχανισμό. 0ι στοιχειωδέστερες λειτουργίες του φιλελεύθερου κράτους, όπως ο αποτελεσματικός υπολογισμός και η είσπραξη των φόρων από ένα σώμα εμμίσθων υπαλλήλων ή η διατήρηση μιας τακτικής, εθνικά οργανωμέ­νης χωροφυλακής, θα ξεπερνούσαν και τα πιο τρελά όνειρα των περισ­σοτέρων προεπαναστατικών απολυταρχιών.

Σε σχέση με την επιλογή των επαγγελμάτων μπορούμε να πούμε ότι τα ελευθέρια επαγγέλματα δεν μπορούσαν να τα αγγίξουν, γιατί το να γίνει κανείς γιατρός, δικηγόρος, καθηγητής  ή «άλλος μορφωμένος με ποικίλες ενασχολήσεις» απαιτούσε πολύ­χρονη εκπαίδευση η εξαιρετικό ταλέντο και ευκαιρίες[cxxix]. Η νομική και η ιατρική ήταν δύο από τα κατεξοχήν παραδοσιακά επαγγέλματα. Το τρίτο, ο κλήρος, πρόσφερε λιγότερες προοπτικές από ότι μπορούσε να αναμένει κανείς, ίσως διότι (εκτός από τους ιεροκήρυκες των προτεσταντικών δογμάτων επεκτεινόταν με βραδύτερο ρυθμό απ’ ότι ο πληθυσμός.

Μία μόνο προοπτική ανοιγόταν δηλαδή η διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία από κληρικούς και μη. Ο αριθμός των δασκάλων, που προέρχονταν κατά κανόνα από αγροτικές οικογένειες και οικογένειες τεχνιτών, δεν ήταν καθόλου αμελητέος στα δυτικά κράτη. Έτσι στη Βρετανία το 1851 περί τα 76.000 άτομα, άντρες και γυναίκες, δήλωναν δημοδιδάσκαλοι ή δάσκαλοι εν γένει, χωρίς να υπολογίσουμε τις 20.000 περίπου οικοδιδασκάλισσες —πασίγνωστο τελευταίο καταφύγιο των άπορων μορφωμένων κοριτσιών που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κερδίσουν τη ζωή τους με λιγότερο αξιοπρεπείς τρόπους. Επιπλέον, το επάγγελμα τον δασκάλου δεν ήταν μόνο διαδεδομένο αλλά επεκτεινόταν συνεχώς.

Καμία άλλη μερίδα του πληθυσμού δεν χαιρέτισε το άνοιγμα της επαγ­γελματικής σταδιοδρομίας  πιο θερμά από τις μειονότητες εκείνες που ως τότε είχαν αποκλειστεί από κάθε είδους αξίωμα,  όχι μόνο επειδή δεν ήταν ευγενούς καταγωγής αλλά και επειδή υφίσταντο επισήμως και συλλογικά δυσμενείς διακρίσεις. Τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι Γάλλοι Διαμαρτυρόμενοι ρίχτηκαν στο δημόσιο βίο κατά την Επανάσταση και μετά, ξεπέρασε μόνο η ηφαι­στειώδης έκρηξη του ταλέντου των Εβραίων της Δύσης. Πριν από την χειραφέτηση που προετοίμασε ο ορθολογισμός του 18ου αιώνα και έφερε η Γαλλική Επανάσταση δύο μόνο δρόμοι περιωπής ανοίγονταν στον Ε­βραίο[cxxx].. Αιώνες κοινωνικής καταπίεσης είχαν προκαλέσει τον εκούσιο πια περιορισμό του γκέτο, το οποίο απέρ­ριπτε κάθε κίνηση απομάκρυνσης από τις αυστηρές ορθόδοξες αρχές του θεωρώντας την ως απιστία και προδοσία.

Παρά το γεγονός  ότι  η διττή επανάσταση είχε δώσει στους Εβραίους τη μεγαλύτερη ισότητα  η θέση τους ήταν αβέβαιη, μολονότι οι δημαγωγοί πολιτικοί δεν είχαν ακόμη εκμεταλλευτεί  τον ενδη­μικό αντισημιτισμό των καταπιεσμένων μαζών, που συχνά ταύτιζαν τον Εβραίο με τον «αστό» [cxxxi].  

Η κατάσταση  έκανε τους Εβραίους εξαιρετικά πρόθυμους να αφομοιωθούν στην αστική κοινωνία. Αποτελούσαν μειονότητα[cxxxii]. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη μάζα των λαών δυσκολεύ­τηκε πολύ περισσότερο να προσαρμοστεί στη νέα κοινωνία.

Η ομαδική περιφρόνηση των «πολιτισμένων για τους «βαρβάρους» στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι φτωχοί εργαζόμενοι της ίδιας τους της χώρας)  στηριζόταν σε αυτό το αίσθημα της επιδεικνυόμενης

ανωτερότητας. Ο αστικός κόσμος ήταν ανοιχτός σε όλους. Όσοι, δεν κατόρθωναν να τον προσπελάσουν ήταν από ανικανότητα.

 Από άποψη σχέσεων τη δρακόντεια πειθαρχία του εργοστασίου τη συμπλήρωνε η πολιτεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύγχρονη αστική κοινή γνώμη δεν έβλεπε την αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και τους εσκεμμένα μεροληπτικούς εργατικούς κώδικες που, όπως ο βρετανικός κώδικας του 1823 περί  Αφέντη  και   Υπηρέτη,   τιμωρούσε  τους  εργάτες  σε φυλάκιση  για καταγγελία των συμβάσεων, ενώ τους εργοδότες καθόλου, ή μόνο με  μικρά πρόστιμα. Έπρεπε μονίμως σχεδόν να λιμοκτονούν, γιατί δια­φορετικά δεν θα δούλευαν, μια και τα «ανθρώπινα» κίνητρα δεν τους άγγιζαν. Υπήρχαν, ωστόσο, υπερβολικά πολλοί φτωχοί για να δούνε άσπρη μέρα, και έπρεπε να ελπίζει κανείς ότι η εφαρμογή του Μαλθουσιανού Νόμου θα έκανε αρκετούς να λιμοκτονήσουν ώστε να απο­μείνει ένας βιώσιμος ανώτατος αριθμός· εκτός φυσικά αν, παρ’ ελπίδα οι ίδιοι οι φτωχοί είχαν τη λογική να εφαρμόσουν πληθυσμιακούς ελέγχους αποφεύγοντας την υπερβολική τεκνοποίηση.

Η ιεραρχική κοινωνία οικοδο­μήθηκε πάνω στα θεμέλια της επίσημης ισότητας. Είχε απλώς χάσει το στοιχείο που την έκανε ανεκτή στο παρελθόν: τη γενική κοινωνική πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είχαν υποχρεώσεις και δικαιώματα, ότι η αρετή δεν ήταν απλώς το ισοδύναμο του χρήματος και ότι η κατώτερη τάξη, αν και ταπεινή, είχε δικαίωμα να ζήσει στην κατάσταση που της έταξε ο Θεός.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’-ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

Τρεις δυνατότητες ανοίγονταν  στους φτωχούς εκείνους που βρίσκονταν στο δρόμο της αστικής κοινωνίας και δεν προστατεύονταν πια με αποτελεσματικό τρόπο στις δυσπρόσιτες ακόμη περιοχές της παραδοσιακής κοινωνίας.

 Μπορούσαν να πασχίσουν να γίνουν αστοί, απορούσαν να αφεθούν στην καταπίεση, ή μπορούσαν να ξεσηκωθούν.

Ο πρώτος δρόμος, δεν ήταν μονάχα τεχνικά δύσκολος για όσους δεν διέθεταν ούτε τα ελάχιστα προσόντα όσον αφορά την περιουσία ή την παιδεία και επίσης ήταν και ιδιαίτερα απεχθής. Η καθιέρωση ενός συστήματος κοινωνικής συμπεριφοράς με καθαρά ωφελιμιστικό και ατομιστικό χαρακτήρα, , φάνταζε στους ανθρώπους που είχαν μεγαλώσει σε παραδοσιακές κοινωνίες ως προστυχιά. Αλλά επρόκειτο τώρα, καθώς φαινόταν, να στερηθούν και αυτήν ακόμη την ταπεινή θέση τους στην κοινωνική τάξη των πραγμάτων.

Η αντίσταση αυτή ενισχυόταν κάποτε και από την εναντίωση του ίδιου του αστού στους τομείς εκείνους του ατομικού ελεύθερου ανταγωνι­σμού που δεν τον συνέφεραν ουσιαστικά[cxxxiii]. Ένα από τα κύρια οφέλη που μπορούσε να περιμένει κανείς από τον ιδιωτικό τομέα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό ήταν τα νέα μηχανήματα. Όταν οι λουδιστές  εργάτες ξεσηκώθηκαν για να τα καταστρέψουν,  μαζί τους συμφω­νούσαν και οι μικρότεροι επιχειρηματίες και οι κτηματίες της περιο­χής, που θεωρούσαν τους νεωτεριστές ως καταστροφείς του βιοπορισμού του ανθρώπου.

 Απ’ την άλλη ο μαζικός αλκοολισμός, σταθε­ρός σχεδόν σύντροφος της ορμητικής και ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού , συνέβαλλε στην εξάπλωση «μιας επιδημίας σκλη­ρού πότου» σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα συντελούσαν στην ηθική κατά­πτωση των νέων φτωχών τους οποίους γέννησε ο εξαστισμός και η εκ­βιομηχάνιση. Οι πόλεις και οι βιομηχανικές περιο­χές επεκτείνονταν πολύ γρήγορα, χωρίς σχέδια ή έλεγχο, και οι στοι­χειωδέστερες των υπηρεσιών στην πόλη, η καθαριότητα των οδών, η ύδρευση, η αποχέτευση, για να μην αναφέρουμε την οικοδόμηση τω σπιτιών της εργατικής τάξης, δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το ξέφρενο ρυθμό της επέκτασης αυτής, με συνέπεια την εμφάνιση επιδημιών. Μόνο η  βελτίωση των αστικών κέντρων κατάφερε να απο­καταστήσει όσα η ολιγωρία των προηγούμενων γενεών είχε αφήσει χωρίς φροντίδα. Οι φοβερές συνέπειες της ολιγωρίας αυτής ήταν πολύ μεγαλύτερες, διότι οι μεσαίες και άρχουσες τάξεις δεν την συναισθάνονταν. Η αστική ανάπτυξη την εποχή αυτή ήταν μια γιγαντιαία διεργα­σία ταξικού διαχωρισμού, που έσπρωξε τους φτωχούς εργαζομένους σε αχανή τέλματα αθλιότητας έξω από τα κέντρα της διοίκησης και των επιχειρήσεων και από τις πρόσφατα ειδικά διαμορφωμένες οικιστικές περιοχές της αστικής τάξης[cxxxiv].

Εκτός από  το ποτό η  παιδοκτονία, η πορνεία, οι αυτοκτονίες και οι διανοητικές διαταραχές,  συσχετίστηκαν με την κοινωνική αυτή και οικονομική κοσμογο­νία, κυρίως χάρη στο πρωτοπόρο έργο των εκπροσώπων της επιστήμης που σήμερα θα αποκαλούσαμε κοινωνική ιατρική. Με την κοσμογονία αυτή συσχετίστηκε επίσης η αύξηση της εγκληματικότητας και της αναίτιας συχνά βίας, που ήταν ένα είδος τυφλής προσωπικής αντίδρα­σης στις δυνάμεις που απειλούσαν να αφομοιώσουν τους αδρανείς.

Η εναλλακτική λύση στη φυγή ή την ήττα ήταν η εξέγερση. Και κατάσταση των φτωχών εργατών,  ιδίως του βιομηχανικού προλεταριάτου που έγινε ο πυρήνας τους, ήταν τέτοια ώστε η εξέγερση δεν ήταν απλά και μονό δυνατή αλλά σχεδόν υποχρεωτική. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα τίποτε δεν ήταν πιο αναπόφευκτο από την εμφάνιση εργατι­κών και σοσιαλιστικών κινημάτων και μιας μαζικής κοινωνικής επανα­στατικής αναταραχής. Η επανάσταση του 1848 ήταν η άμεση συνέ­πεια της.

Αναμφίβολα, η φτώχεια ήταν χειρότερη στην ύπαιθρο, και ιδίως ανάμεσα στους ακτήμονες μεροκαματιάρηδες, στους αγροτικούς οικοτέχνες και, φυσικά, τους αγρότες με ελάχιστη γη, ή όσους ζούσαν σε ά­γονες εκτάσεις[cxxxv].

Είναι  πιθανό ότι σε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης, υπήρχε κάποια γενική επιδείνωση, όχι μόνο διότι οι αστι­κοί θεσμοί και οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με την ορμητική και απροσχεδίαστη επέκταση, αλλά και διότι τα ημερομί­σθια σε χρήμα -και συχνά τα πραγματικά- εμφάνιζαν πτωτικές τάσεις μετά το 1815, και ακόμα διότι η παραγωγή και η μεταφορά τροφίμων καθυστερούσαν επίσης σε πολλές μεγάλες πόλεις ως την εποχή του σιδηροδρόμου.

 Μεγάλες μάζες του πληθυσμού δεν είχαν ακόμη απορροφηθεί από τις νέες βιομηχανίες ή τις πόλεις και παρέμεναν ως μόνιμο υπόστρωμα των απαθλιωμένων και αδυνάτων, ενώ ακόμη μεγαλύτερες μάζες ωθούνταν κατά περιόδους στην ανεργία λόγω των κρίσεων των όποιων ο πρόσκαιρος και παλίνδρομος χαρακτήρας δεν είχε ακόμη εκτι­μηθεί[cxxxvi].

Οι εργοσταρχιάρχες προτιμούσαν  τις  γυναίκες και τα παιδιά, λόγω των αυξημένων αντιδράσεων των εργατών. Και, φυσικά, στη δεκαετία του 1830 και μέρος της δεκαετίας του 1840, ακόμη και η υλική κατάσταση του εργοστασιακού προλεταριάτου άρχισε να παρουσιάζει επιδείνωση.

Το εργατικό κίνημα έδινε μια απάντηση στην κραυγή διαμαρτυρίας του φτωχού[cxxxvii].

 Το νέο στοιχείο στο εργατικό κίνημα των αρχών του 19ου αιώνα ήταν η ταξική συνείδηση και η ταξική φιλο­δοξία. Δεν ήταν πια αντιμέτωποι ο «φτωχός» και ο «πλούσιος». Αντι­μέτωπες ήταν δύο συγκεκριμένες τάξεις, η εργατική (οι εργάτες ή το προλεταριάτο) και η τάξη των εργοδοτών ή των καπιταλιστών. Η Γαλλική Επανάσταση έδωσε αυτοπεποίθηση στη νέα αυτή τάξη (την εργατική),

Ταξική συνείδηση με αυτήν την έννοια στην εργατική τάξη δεν υπήρχε ακόμη το 1789, ούτε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Έξω από τη Βρετανία και τη Γαλλία δεν υπήρχε επίσης, ή ήταν απειροελάχιστη ακόμη και το 1848. Αλλά στις δύο χώρες που εν­σαρκώνουν τη διττή επανάσταση γεννήθηκε πράγματι ανάμεσα στο 1815 και το 1848, και πιο συγκεκριμένα γύρω στο 1830. Ο ίδιος ο όρος «εργατική τάξη» (διαφορετικός από τον λιγότερο συγκεκριμένο «οι ερ­γατικές τάξεις») εμφανίζεται στα γραπτά των Άγγλων μετά το Βατερλό, ίσως και νωρίτερα ακόμη, ενώ στα κείμενα της γαλλικής ερ­γατικής τάξης η αντίστοιχη φράση αρχίζει να χρησιμοποιείται συχνά μετά το 1830. Στη Βρετανία, οι απόπειρες συνένωσης όλων των ερ­γατών σε «γενικές συνδικαλιστικές ενώσεις», με σκοπό να σπάσει η τομεακή και τοπική απομόνωση των επιμέρους ομάδων εργατών και να φτάσουμε στην εθνική, ίσως και την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργα­τικής τάξης, άρχισαν το 1818 και συνεχίστηκαν με πυρετώδη ένταση μεταξύ του 1829 και του 1834.

Η προλεταριακή συνείδηση συνδυαζόταν δυναμικά και ενισχυόταν με την ιακωβινική θα λέγαμε συνείδηση —το σύνολο αυτό των φιλοδο­ξιών, των εμπειριών, των μεθόδων και των ηθικών στάσεων με τις οποίες η Γαλλική Επανάσταση (και πριν από αυτήν η Αμερικανική) είχε εμποτίσει τον σκεπτόμενο και γεμάτο αυτοπεποίθηση φτωχό πολίτη[cxxxviii].

Η προλεταριακή και η ιακωβινική συνείδηση συμπλήρωναν η μια την άλλη. Η πείρα της εργατικής τάξης έδινε στους φτωχούς εργα­ζομένους τους σημαντικότερους θεσμούς για την καθημερινή τους αυτο­άμυνα, το συνδικάτο και την εταιρεία αλληλοβοήθειας, καθώς και τα σημαντικότερα όπλα του συλλογικού αυτού αγώνα, την αλληλεγγύη και την απεργία (που με τη σειρά της προϋπέθετε οργάνωση και πειθαρ­χία).

Κάτω από την εργατική τάξη και την ιακωβινική παράδοση υπήρχε το υπόστρωμα μιας ακόμη πιο παλιάς παράδοσης, που ενδυνάμωνε και τις δύο και που ήταν το υπόστρωμα της εξέγερσης ή της σποραδικής δημόσιας δια­μαρτυρίας από τους απελπισμένους.

Το εργατικό κίνημα αυτής της περιόδου δεν ήταν, ούτε ως προς τη σύνθεση ούτε ως προς την ιδεολογία και το πρόγραμμα του καθαρά «προλεταριακό», κίνημα δηλαδή βιομηχανικών και εργοστασιακών ερ­γατών, ή έστω κίνημα που περιοριζόταν σε ημερομίσθιους· ήταν μάλλον ένα κοινό μέτωπο όλων των δυνάμεων και των τάσεων που αντιπροσώπευαν τους φτωχούς εργαζομένους (κυρίως των πόλεων). Το κοινό αυτό μέτωπο υπήρχε από καιρό, αλλά ακόμη και την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης οι ηγέτες και οι εμπνευστές του προέρχονταν από τις φιλελεύθερες και τις ριζοσπαστικές μεσαίες τάξεις.  Όπως είδαμε ήταν ο Ιακωβινισμός και όχι ο Σανκιλοτισμός (και πολύ λιγότερο οι βλέψεις των ανώριμων προλετάριων) που έδωσε την ενότητα στην παρι­σινή λαϊκή παράδοση.  Η καινοτομία που σημειώθηκε μετά το 1815 ήταν ότι το κοινό μέτωπο στρεφόταν όλο και περισσότερο εναντίον της  φιλελεύθερης μεσαίας τάξης, όπως και εναντίον των βασιλέων και των αριστοκρατών, και όφειλε την ενότητα του στο πρόγραμμα και την ιδεο­λογία του προλεταριάτου, μολονότι μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζετε, η βιομηχανική και εργοστασιακή εργατική τάξη, που στην πλειονό­τητα της ήταν πολιτικά πολύ πιο ανώριμη από άλλες ομάδες φτωχών εργαζομένων.  Τόσο οι φτωχοί όσο και οι πλούσιοι είχαν την τάση να κατατάσσουν πολιτικά όλη την «αστική μάζα που ήταν κάτω από τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας» στο «προλεταριάτο» ή στην «εργα­τική τάξη». Αυτοί που τους απασχολούσε το «όλο και ζωηρότερο και καθολικό αίσθημα πως υπάρχει εσωτερική δυσαρμονία στην κατάσταση και ότι αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ» είχαν την τάση να στρέφονται προς το σοσιαλισμό ως τη μόνη σεβαστή και λογικά έγκυρη κριτική στάση και εναλλακτική λύση.

Η ηγεσία του νέου κινήματος αντανακλούσε κάτι το παρεμφερές. Οι πιο δραστήριοι, μαχητικοί και πολιτικά συνειδητοποιημένοι από τους φτωχούς εργαζομένους δεν ήταν οι νέοι εργοστασιακοί προλετάριοι αλ­λά οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι ανεξάρτητοι χειροτέχνες, οι μικροοικοτέχνες και άλλοι, που ζούσαν και εργάζονταν ουσιαστικά όπως και πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά τώρα με πολύ μεγαλύ­τερη πίεση[cxxxix].

Το εργατικό κίνημα ήταν οργάνωση αυτοάμυνας, διαμαρτυρίας, επα­νάστασης.  Αλλά για τους φτωχούς εργαζομένους ήταν κάτι περισσό­τερο από όργανο πάλης. Ήταν επίσης και τρόπος ζωής. Η φιλελεύθερη αστική τάξη δεν τους πρόσφερε τίποτε: η ιστορία τους τράβηξε μακριά από την παραδοσιακή ζωή την οποία οι συντηρητικοί προσφέρονται μάταια να διατηρήσουν ή να αποκαταστήσουν, ενώ δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη ζωή που όλο και περισσότερο τους προσέλκυε. Αλλά το κίνημα ή μάλλον ο τρόπος ζωής που οι ίδιοι σφυρηλατούσαν για τον εαυτό τους -ζωή συλλογική, μαχητική, ιδεαλιστική και απομονωμένη- προϋπέθετε το κίνημα, γιατί ο αγώνας ήταν η πεμπτουσία της. Με τη σειρά του το κίνημα της έδινε συνοχή και λόγο ύπαρξης. Ο μύθος των φιλελευθέρων ήθελε τις συνδικαλιστικές ενώσεις να απαρτίζονται από ακαμάτες εργάτες τους οποίους υποκινούσαν ασυνείδητοι ταραχοποιοί αλλά στην πραγματικότητα οι αδρανείς ήταν και οι λιγότερο οργανωμένοι, ενώ οι πιο σταθεροί υποστηρικτές των συνδικάτων ήταν και οι πιο ευφυείς και ικανοί εργάτες[cxl].

Καθώς ανασκοπούμε ωστόσο την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει, μεγάλη και προφανής διαφορά ανάμεσα στη δύναμη των φτωχών ερ­γαζομένων που φοβούνταν οι πλούσιοι, στο «φάσμα του κομουνισμού» που τους καταδίωκε, και στην πραγματική οργανωμένη τους δύναμη — πολύ περισσότερο στη δύναμη του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου. Η δημόσια έκφραση της διαμαρτυρίας τους ήταν κυριολεκτικά «κίνημα» μάλλον παρά οργάνωση. Αυτό που έδινε συνοχή ακόμη και στη μαζικότερη και πιο πλατιά πολιτική τους έκφραση —τον Χαρτισμό (1838-ί8)— δεν ήταν παρά μια φούχτα παραδοσιακά και ριζοσπαστικά συνθήματα, μερικοί ισχυροί αγορητές και δημοσιογράφοι που έγιναν η φωνή των φτωχών.

Η ηγεσία ήταν περιορισμένη και ο συντονισμός χαλαρός. Η πιο φιλόδοξη προσπάθεια για να μετατραπεί το κίνημα σε οργάνωση, τη «γενική ένωση» του 1834-35, απέτυχε οικτρά και γρήγορα. Αυτό που απέμεινε —στη Βρετανία όπως και στην ηπειρωτική Ευρώπη— ήταν η αυθόρμητη αλληλεγγύη της τοπικής εργατικής κοινότητας, οι  άνθρωποι που, όπως οι εργάτες της μεταξοβιομηχανίας της Lyon, πέθαιναν το ίδιο σκληρά όπως είχαν ζήσει. Αυτά που έδιναν συνοχή στο κίνημα ήταν η πείνα, η αθλιότητα, το μίσος και η ελπίδα. Αυτό που συντέλεσε στην ήττα του, στη χαρτιστική Βρετανία όπως και στην επαναστατημένη Ευρώπη του 1848, ήταν ότι οι φτωχοί ήταν αρκετά πεινασμένοι, πολυάριθμοι και απεγνωσμένοι για να ξεσηκωθούν, αλλά τους έλειπε η οργάνωση και η ωριμότητα που θα έκανε την εξέγερση  τους κάτι περισσότερο από μια πρόσκαιρη απειλή για την κοινωνική τάξη. Ως το 1848 το κίνημα των φτωχών εργαζομένων δεν είχε ακόμη αναπτύξει κάτι αντίστοιχο με τον Ιακωβινισμό της επαναστατικής μεσαίας τάξης του 1789-94.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ ' -ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 Για το μεγαλύ­τερο μέρος της ιστορίας και στο πιο μεγάλο μέρος του κόσμου (με μόνη ίσως εξαίρεση την Κίνα) ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν τον κόσμο όλοι εκτός από ελάχιστους μορφωμένους και απελευθερωμένους ανθρώπους ήταν μέσα από την παραδοσιακή θρησκεία[cxli]. Σε κάποια φάση πριν από το 1848 η αντίληψη αυτή υπο­χώρησε σε μερικά τμήματα της Ευρώπης, αλλά όχι και στις περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από τις δύο επαναστάσεις. Η θρησκεία, που άλλοτε ήταν κάτι σαν τον ουρανό, απ’ όπου κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει και όπου βρίσκονταν όσα δεν υπήρχαν στη γη, έγινε κάτι σαν μάζα από σύννεφα, ένα μεγάλο αλλά πεπερασμένο και μεταβαλλόμενο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου στερεώματος. Από όλες τις ιδεολογι­κές αλλαγές αυτή είναι η βαθύτερη, μολονότι οι πρακτικές της συνέ­πειες ήταν πιο ασαφείς και ακαθόριστες απ’ ότι πίστευαν τότε. Οπωσ­δήποτε, δεν είχε προηγούμενο.

Αυτό που ασφαλώς δεν είχε προηγούμενο ήταν η «εκκοσμίκευση» των μαζών. Από καιρό οι χειραφετημένοι ευγενείς είχαν αρχίσει να δεί­χνουν θρησκευτική αδιαφορία, που τη συνδύαζαν όμως με τυπική άσκη­ση των θρησκευτικών τους καθηκόντων (για να δώσουν το παράδειγμα στις κατώτερες τάξεις). Οι κυρίες τους, ωστόσο, όπως όλες οι ομόφυ­λες τους, παρέμειναν πολύ περισσότερο θρησκευόμενες. Οι εκλεπτυσμέ­νοι και οι μορφωμένοι ίσως να πίστευαν σε ένα ανώτατο ον, αλλά θεω­ρούσαν ότι το μόνο λειτούργημα που ασκούσε ήταν να υπάρχει εκεί κάπου και, πάντως, να μην επεμβαίνει στις ανθρώπινες δραστηριότητες ούτε να απαιτεί κάποια ιδιαίτερη λατρεία πέρα από την αναγνώριση της ύπαρξης του. Περιφρονούσαν ωστόσο την παραδοσιακή θρησκεία και συχνά την εχθρεύονταν, έτσι που οι απόψεις τους δεν θα σημείωναν ουσιαστική αλλαγή αν ήταν πρόθυμοι να δηλώσουν άθεοι. Ο ανοιχτός αθεϊσμός ήταν ακόμη σχετικά σπάνιος, αλλά, στους φωτισμένους λογίους, τους συγγραφείς και τους ευγενείς που διαμόρφωναν τη διανοητική μόδα του τέλους του 18ου αιώνα ο ανοιχτός χριστιανισμός ήταν ακόμη σπανιότε­ρος. Αν υπήρχε κάποια ανθούσα θρησκεία στην ελίτ του όψιμου 18ου αιώνα, αυτή ήταν η ορθολογική, φωτισμένη και αντικληρική μασονία.

Αυτός ο διαδεδομένος αποχριστιανισμός των ανδρών που ανήκαν στις εκλεπτυσμένες και μορφωμένες τάξεις αναγόταν στο τέλος του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα, και τα αποτελέσματα του για το πλα­τύ κοινό ήταν εντυπωσιακά και ευεργετικά: απλώς και μόνο το γε­γονός ότι οι δίκες για μαύρη μαγεία, που μάστιζαν τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη για αιώνες, άρχισαν κι αυτές να ξεχνιούνται, όπως και οι δίκες για αιρέσεις . Εντούτοις, στα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα δεν άγγιξε σχεδόν καθόλου τα κατώτερα αλλά ούτε και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, Η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων  εργατών και των φτωχών των πόλεων (με εξαίρεση ίσως ελάχιστες βορειοευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο) εξακολουθούσε να είναι θεοσεβής και προληπτική.

Ακόμη και στα μεσαία στρώματα όμως η απροκάλυπτη εχθρότητα  για τη θρησκεία δεν ήταν πολύ διαδεδομένη, μολονότι η ιδεολογία του  ορθολογικού,  προοδευτικού,  αντιπαραδοσιακού Διαφωτισμού ταίριαζε  εκπληκτικά με το όλο σχήμα της ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Σχετιζόταν στενότερα με την αριστοκρατία, αλλά και με την ανηθικότητα που προσιδίαζε στην κοινωνία των ευγενών[cxlii]. Οι στρατιές της ανερχόμενης μεσαίας τάξης χρειάζονταν την πειθαρχία και την οργάνωση μιας ισχυρής κα. μονολιθικής ηθικής για να κερδίζουν τις μάχες τους. Θεωρητικά, ο αγνωστικισμός ή η αθεΐα συμβιβάζονται απολύτως  με την ανάγκη αυτή, ενώ ο χριστιανισμός ασφαλώς δεν της είναι απαραίτητος. Οι «φι­λόσοφοι» του 18ου αιώνα ποτέ δεν έπαυαν να τονίζουν ότι η «φυσική» ηθική (της οποίας έβρισκαν παραδείγματα στους πρωτόγονους) και τα υψηλά προσωπικά κριτήρια του ελεύθερου στοχαστή ήταν προτιμότερα από το χριστιανισμό. Αλλά στην πράξη, τα δοκιμασμένα πλεονεκτή­ματα της παλαιού τύπου θρησκείας και τα φοβερά ρίσκα που εγκυμο­νούσε η εγκατάλειψη μιας υπερφυσικής ηθικής ήταν τεράστια, όχι μόνο για τους φτωχούς εργαζομένους, που θεωρούνταν γενικά ως υπερβολικά αδαείς και ανόητοι για να μπορούν να ζήσουν χωρίς κάποια κοινωνικά χρήσιμη πρόληψη, μα και για την ίδια τη μεσαία τάξη.

Στις μετεπαναστατικές γενιές της Γαλλίας αφθονούν οι απόπειρες δημιουργίας μιας αστικής, μη χριστιανικής ηθικής, ανάλογης με τη χριστιανική· με τη ρουσσωική «λατρεία του ανώτατου όντος» (Ροβε­σπιέρος, 1794), με ποικίλες ψευδοθρησκείες που κατασκευάστηκαν πάνω σε ορθολογικά και μη χριστιανικά θεμέλια αλλά διατηρούσαν ακόμη όλο το τελετουργικό της λατρείας (οι Σαινσιμονιστές και η «θρη­σκεία της ανθρωπότητας» του Comte). Τελικά, η προσπάθεια να διατη­ρηθούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της παλιάς θρησκευτικής λατρείας εγκαταλείφθηκε.

Έτσι, η αστική τάξη παρέμεινε διχασμένη στην ιδεολογία της: μια μειονότητα ελεύθερων στοχαστών και μια πλειονότητα θεοσεβών, προτεσταντών, Εβραίων και καθολικών. Ωστόσο, το νέο ιστορικό γεγονός ήταν ότι από τις δύο αυτές ομάδες οι ελεύθεροι στοχαστές ήταν απείρως πιο δυναμικοί και αποτελεσματικοί. Μολονότι —καθαρά ποσοτικά— η θρησκεία παρέμενε πανίσχυρη και, όπως θα δούμε, ενδυναμώθηκε περισ­σότερο, δεν ήταν πια (για να χρησιμοποιήσουμε το βιολογικό ανάλογο) επικρατούσα αλλά υπολειπόμενη, και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα στον κόσμο που μετασχηματίστηκε από τη διττή επανάσταση[cxliii].

Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία, o χριστια­νισμός δεν έχει θέση στην ιδεολογία της Αμερικανικής και της Γαλλι­κής Επανάστασης[cxliv].

Ο αστικός θρίαμβος λοιπόν διαπότισε τη Γαλλική Επανάσταση με την αγνωστικιστική, κοσμική ηθική ιδεολογία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και, εφόσον η γλώσσα της επανάστασης αυτής έγινε η κοινή γλώσσα όλων των επόμενων κοινωνικών επαναστατικών κινημάτων, μετέδωσε τον κοσμικό της χαρακτήρα και στα κινήματα αυτά[cxlv].

Το γεγονός αυτό είναι εντυπωσιακό, εφόσον είδαμε ότι οι μάζες παρέμειναν κατά κύριο λόγο θρησκευόμενες, και εφόσον η φυσική επανα­στατική γλώσσα των μαζών που ανατράφηκαν στην παραδοσιακή χρι­στιανική κοινωνία είναι γλώσσα εξέγερσης (κοινωνικές αιρέσεις, χιλιαστικές κ.ά.), μια και η Βίβλος είναι ιδιαίτερα εμπρηστικό κείμε­νο. Εντούτοις, ο δεσπόζων κοσμικός χαρακτήρας των νέων εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων βασιζόταν στο εξίσου καινοφανές και θεμελιώδες γεγονός της δεσπόζουσας θρησκευτικής αδιαφορίας του νέου προλεταριάτου. Με τα σύγχρονα μέτρα, οι εργατικές τάξεις και οι μάζες των πόλεων που αναπτύχθηκαν στην περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης επηρεάστηκαν αναμφίβολα πολύ έντονα από τη θρη­σκεία. Αλλά με τα μέτρα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η αποστασιοποίηση, η άγνοια και η αδιαφορία τους για την οργανωμένη θρη­σκεία ήταν άνευ προηγουμένου. Σ’ αυτό συμφωνούν οι παρατηρητές όλων των πολιτικών τάσεων. Η βρετανική θρησκευτική απογραφή το. 1851 το κατέδειξε, προς φρίκη των συγχρόνων. Κατά μεγάλο μέρος, για την αποστασιοποίηση των μαζών ευθυνόταν η πλήρης αποτυχία των παραδοσιακών Εκκλησιών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των μεγάλων πόλεων και των νέων βιομηχανικών συνοικισμών, καθώς κα: τα προβλήματα των κοινωνικών τάξεων —του προλεταριάτου— που ήταν ξένα προς τις συνήθειες και τις εμπειρίες τους.

Οι επίσημες Εκκλησίες, επομένως, αγνόησαν τις νέες αυτές κοινό­τητες και τάξεις, με αποτέλεσμα να τις αφήσουν στα χέρια της κοσμι­κής πίστης (ιδίως στις καθολικές και λουθηρανικές χώρες) των νέων εργατικών κινημάτων που επρόκειτο τελικά —προς τα τέλη του 19ου  αιώνα— να τις κυριεύσουν εντελώς. (Όπου αυτό δεν είχε γίνει ως το 1848, τα κίνητρα για να τις επαναφέρουν στη θεοσέβεια δεν ήταν ισχυ­ρά.) Τα προτεσταντικά δόγματα είχαν μεγαλύτερη απήχηση, τουλάχι­στον σε χώρες όπως η Βρετανία, όπου ο σεκταρισμός αυτού του τύπου ήταν καθιερωμένο θρησκευτικο-πολιτικό φαινόμενο. Υπάρχουν εντού­τοις πολλές ενδείξεις ότι και τα μη καθιερωμένα δόγματα είχαν μεγα­λύτερη απήχηση εκεί όπου το κοινωνικό περιβάλλον πλησίαζε περισσό­τερο στο σχήμα της παραδοσιακής κωμόπολης ή της κοινότητας του χωρίου, όπως ανάμεσα στους αγροτικούς εργάτες, τους ανθρακωρύχους και τους ψαράδες. Στις βιομηχανικές εργατικές τάξεις όμως οι σεκταριστές αποτελούσαν πάντοτε τη μειοψηφία. Η οργανωμένη θρησκεία επηρέασε αναμφίβολα πολύ λιγότερο την εργατική τάξη ως σύνολο απ’ ότι οποιοδήποτε άλλο συγκροτημένο σώμα των φτωχών στην παγ­κόσμια ιστορία.

Η γενική τάση της περιόδου 1789-1848 ήταν επομένως η έντονη στροφή προς τα εγκόσμια. Οι επιστήμες ήταν σε ανοικτή σύγκρουση με τις Γραφές, έτσι καθώς άρχισαν να στρέφονται προς τις θεωρίες περί εξελίξεως των ειδών .Το 1848 η πεπαιδευμένη Ευρώπη ήταν πια σχεδόν ώριμη για το σοκ που προκάλεσε ο Κάρολος Δαρβίνος.

Με καθαρά αριθμητικούς όρους είναι προφανές ότι όλες οι θρησκείες, εκτός κι αν περνούσαν περίοδο συρρίκνωσης, θα ακολουθούσαν κι αυτές την πληθυσμιακή αύξηση. Ωστόσο, δύο τύποι θρησκειών σημείωσαν ιδιαίτερη τάση για διάδοση στην περίοδο μας: ο ισλαμισμός και ο σχι­σματικός προτεσταντισμός. Η διάδοση αυτή είναι εντυπωσιακότερη αν συγκριθεί με τη σημαντική αποτυχία άλλων χριστιανικών δογμάτων — καθολικών και  προτεσταντικών— να αναπτυχθούν,  παρά τη μεγά­λη αύξηση της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας εκτός Ευρώπης, την όποια στήριζε όλο και περισσότερο η στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη της ευρωπαϊκής διείσδυσης.

Αντίθετα, το Ισλάμ συνέχιζε τη σιωπηρή, προοδευτική και αναπό­τρεπτη επέκταση του χωρίς τη στήριξη της οργανωμένης ιεραποστολι­κής προσπάθειας για αναγκαστικό προσηλυτισμό που χαρακτηρίζει τη θρησκεία αυτή- ως χρήσιμο αντίβαρο της δουλείας και των προβλημάτων .

Μέσα στους κόλπους του Ισλάμ, τα κινήματα μεταρρύθμισης κα αφύπνισης, που στην περίοδο αυτή του έδωσαν μεγάλη διεισδυτική δύνα­μη, αντανακλούν επίσης τον αντίκτυπο της ευρωπαϊκής επέκτασης και της κρίσης των παλιών μωαμεθανικών κοινωνιών .

Τόσο μεγάλη ήταν η ζέση και η εξάπλωση του Ισλάμ που, αν μιλήσουμε για θρησκευτική ιστορία, μπορούμε ίσως να χαρακτηρίσουμε την περίοδο 1789-1848 ως εποχή παγκόσμιας Ισλαμικής αφύπνισης[cxlvi].

Στις προτεσταντικές χώρες η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εδώ ο αντίκτυπος της εμπορικής και ατομοκρατικής κοινωνίας ήταν ισχυρό­τατος (τουλάχιστον στη Βρετανία και τις ΗΠΑ), ενώ ήδη η σεκταριστική παράδοση ήταν κατεστημένη. Η κοινωνική της υπεροψία και η εμμονή της στην απευθείας επικοινωνία ανθρώπου και θεού, καθώς και η ηθική της αυστηρότητα, την έκανε ελκυστική, ένα είδος σχολείου για τους ανερχόμενους νέους επιχειρηματίες

Επομένως, από καθαρά θρησκευτική άποψη, πρέπει να δούμε την επο­χή που μας απασχολεί ως μια περίοδο κατά την οποία, η εντεινόμενη προσπάθεια «εκκοσμίκευσης» και -στην Ευρώπη- η θρησκευτική αδιαφο­ρία είχαν να παλέψουν με εκδηλώσεις θρησκευτικής αναζωπύρωσης

Η επιστροφή στη μαχητική, σχολαστική και παλαιού τύπου θρη­σκεία είχε τρεις όψεις. Για τις μάζες ήταν, σε γενικές γραμμές, η μέθοδος για να αντεπεξέρχονται στη θλιβερή και απάνθρωπη καταπιε­στική κοινωνία του αστικού φιλελευθερισμού: κατά τα λόγια του Μαρξ -που δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που χρησιμοποίησε τέτοια φρασεολογία- ήταν η «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι το πνεύμα σε συνθήκες μη πνευματικές [...] το όπιο του λαού».

Για. τις μεσαίες τάξεις που αναδύονταν από τις μάζες, η θρησκεία απορούσε να είναι ισχυρό ηθικό έρεισμα, η δικαίωση της κοινωνικής τους υπόστασης ενάντια στην περιφρόνηση και το μίσος της παραδοσια­κής κοινωνίας, καθώς και μέσο για την ανάπτυξη τους. Αν ήταν σεκταριστές, τους ελευθέρωνε από τα δεσμά της κοινωνίας αυτής. Έδινε στα κέρδη τους μεγαλύτερη ηθική διάσταση από το απλό ορθολο­γικό κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος. Νομιμοποιούσε τη σκληρό­τητα τους προς τους καταπιεσμένους, και, σε συνδυασμό με το εμπόριο, εκπολίτιζε τους ειδωλολάτρες εθνικούς και τόνωνε την επιχειρημα­τική δραστηριότητα[cxlvii].

Για τις περισσότερες κατεστημένες κυβερνήσεις ήταν αρκετό ότι ο Ιακωβινισμός απειλούσε τους Θρόνους και οι Εκκλησίες τους υποστή­ριζαν. Εντούτοις, για μια ομάδα ρομαντικών διανοουμένων και ιδεο­λόγων, η συμμαχία θρόνου και Άμβωνα είχε βαθύτερη σημασία: συνέ­βαλλε στην προστασία της παλιάς, οργανικής και ζωντανής κοινωνίας από τη διάβρωση που προκαλούσε ο ορθός λόγος και ο φιλελευθερισμός. Ο φιλελεύθερος καθολικισμός επιβίωσε στη Γαλλία, μια χώρα πάντοτε επιρρεπή σε θρησκευτικές τάσεις που παράλλασσαν ελαφρώς από τις τάσεις της Ρώμης. Και στην Ιταλία, το ισχυρό επαναστατικό ρεύμα της δεκαετίας του 1830 και του 1840 παρέσυρε στη δίνη του ορι­σμένους καθολικούς διανοητές . Εντούτοις, ο κύριος κορμός της Εκκλησίας ήταν μαχητικά και εντονότατα αντιφιλελεύθερος.

Οι μειοψηφίες και οι αιρέσεις των προτεσταντών ήταν φυσικά πολύ πιο κοντά στο φιλελευθερισμό, τουλάχιστον στην πολιτική: Γάλλος ουγενότος σήμαινε τουλάχιστον μετριοπαθής φιλελεύθερος. Οι προτεσταντικές επίσημες Εκκλησίες, όπως η Αγγλικανή και η Λου­θηρανική, ήταν πιο συντηρητικές πολιτικά, αλλά η θεολογία τους ήταν λιγότερο ανθεκτική στη διάβρωση που έφερναν η βιβλική επιστημοσύνη και η ορθολογική έρευνα. Οι Εβραίοι ήταν ασφαλώς πλήρως εκτεθει­μένοι στη δύναμη του φιλελεύθερου ρεύματος. Άλλωστε σε αυτό όφειλαν την πολιτική και την κοινωνική τους χειραφέτηση[cxlviii].

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ'-ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΥΡΑΘΕΝ

Εξετάζοντας τον κόσμο του 1789-1848 θα πρέπει να δώσουμε την πρώτη θέση από ποσοτική άποψη στη θρησκευτική ιδεολογία, από ποιο­τική στη θύραθεν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι οι σημαντικοί διανοη­τές της περιόδου μας μιλούσαν τη θύραθεν γλώσσα, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εδώ o συγγραφέας εστιάζει το  ενδιαφέρον του σε αυτό που άλλωστε ήταν και το μείζον θέμα που προέκυψε από τη διττή επανάστασης δηλαδή στο χαρακτήρα της κοινωνίας και τον τρόπο που εξελισσόταν ή που έπρεπε να ακολουθήσει. Για το ουσιώδεις αυτό πρόβλημα, δύο ήταν οι βασικές απόψεις: η άποψη που απο­δεχόταν την πορεία του κόσμου και η άποψη που δεν την αποδεχόταν με άλλα λόγια, αυτοί που πίστευαν στην πρόοδο-ιδεολογία της προόδου- και οι υπόλοιποι. Διό­τι, κατά μια έννοια, μία μόνο σημαντική κοσμοθεωρία υπήρχε, και αρ­κετές άλλες απόψεις που, ανεξάρτητα από την αξία τους, ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές κριτικές της κοσμοθεωρίας αυτής, του θριαμβευτι­κού, ορθολογικού, ανθρωπιστικού «Διαφωτισμού» του 18ου αιώνα. Οι υπέρμαχοι του πίστευαν ακράδαντα -και ορθώς κατά τον συγγραφέα- ότι η ιστορία της αν­θρωπότητας ακολουθεί πορεία ανοδική μάλλον παρά καθοδική ή με δια­κυμάνσεις στο ίδιο επίπεδο. Παρατηρούσαν ότι η επιστημονική γνώση του ανθρώπου και ο τεχνικός του έλεγχος πάνω στη φύση αυξάνονταν καθημερινά. Πίστευαν πως η κοινωνία και το άτομο μπορούσαν να τελειωθούν με την εφαρμογή και μόνο του ορθού λόγου, και ότι ο προορι­σμός τους ήταν πράγματι να τελειωθούν μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη. Στα σημεία αυτά συμφωνούσαν οι αστοί φιλελεύθεροι με τους επαναστάτες προλετάριους σοσιαλιστές.

Ως το 1789, η πιο ισχυρή και πιο προηγμένη μορφή αυτής της ιδεο­λογίας της προόδου ήταν ο κλασικός αστικός φιλελευθερισμός. Το βασικό του μάλιστα σύστημα είχε υποστεί επεξεργασία ήδη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Ήταν μια στενή, διαυγής και αιχμηρή φιλοσοφία, που βρήκε τους θερ­μότερους υποστηρικτές της, όπως θα ανέμενε κανείς, στη Βρετανία και τη Γαλλία.

Ήταν εντονότατα ορθολογική και κοσμική, δηλαδή πεπεισμένη για την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί τα πάντα και να λύνει όλα τα προβλήματα με τη λογική, ενώ η τάση για άλογη συμπεριφορά και θεσμοί όπως η παραδοσιαρχία και όλες οι θρησκείες, πλην της ορθολο­γικής, θεωρούνταν ότι οδηγούν μάλλον σε σκοταδισμό παρά σε διαφωτι­σμό. Από φιλοσοφική άποψη έτεινε προς τον υλισμό ή τον εμπειρισμό, ιδεολογία ενδεδειγμένη αφού αντλούσε τη δύναμη και τις μεθόδους της από την επιστήμη, και συγκεκριμένα από τα μαθηματικά και τη φυσική της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα. Τις γενικές της θέσεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο τις χαρακτήριζε ένας διάχυ­τος ατομισμός, που είχε μεγαλύτερη σχέση με την ενδοσκόπηση των αστών η την παρατήρηση της συμπεριφοράς τους παρά με τις αρχές a priori  τις οποίες πρόβαλλε ως βάση της.

Σύμφωνα με τον κλασικό φιλελευθερισμό, η ανθρωπότητα απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα με ορισμένα εγγενή πάθη και παρορμήσεις, που το καθένα επιζητεί πάνω από όλα να μεγιστο­ποιήσει την ικανοποίηση του και να ελαχιστοποιήσει τη δυσαρέσκεια του.   Ως προς αυτό, είναι ίσο με τα άλλα άτομα και,  «φυσικώ το λόγω», δεν αναγνωρίζει περιορισμούς ή δικαιώματα έξωθεν παρέμβα­σης στις ορμές του[cxlix]. Κατά την επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος, κάθε άτομο σε αυτή την αναρχία των ίσων ανταγωνιστών βρήκε ότι ήταν επωφελές ή ανα­πόφευκτο   να   συνάψει   ορισμένες   σχέσεις   με   άλλα   άτομα,   και   το σύμπλεγμα αυτό των επωφελών ρυθμίσεων —που συχνά ονομάζεται. «σύμβαση», κατά την καθαρά εμπορική ορολογία— συνιστά την κοινω­νία και τις κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες. Ασφαλώς οι ρυθμίσεις αυ­τές και οι διασυνδέσεις συνεπάγονται κάποιον περιορισμό της εκ φύσεως απεριόριστης ελευθερίας του ατόμου να κάνει ότι θέλει, και ένα από τα καθήκοντα της πολιτικής είναι να μειώνει τις παρεμβάσεις αυτές στο ελάχιστο δυνατό.

Οι κοινωνικοί στόχοι είναι συνεπώς το άθροισμα των ατομι­κών στόχων[cl]. Η ευτυχία  ήταν ο απώτατος στόχος κάθε ατόμου. Επομένως  η μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού ήταν  ο στόχος της κοινωνίας[cli].

Ήταν μια φιλοσοφία που εξάλειφε τελείως την ηθικότητα και το καθήκον, ανάγοντας τα στον ορθολογικό υπολογι­σμό, και έτσι μπορούσε ευκολότατα να αποδυναμώσει στα μάτια των αδαών φτωχών την έννοια της αιώνιας τάξης των πραγμάτων στην όποια βασιζό­ταν η κοινωνική σταθερότητα[clii].

Στην πολιτική του σκέψη ο κλασικός φιλελευθερισμός παρέκλινε από την τολμηρή και σθεναρή πορεία που τον είχε μετατρέψει σε μια τόσο ισχυρή επαναστατική δύναμη.  Επίσης αναφέρει ότι η κλασική πολι­τική οικονομία αποτελεί  το εντυπωσιακότερο διανοητικό μνημείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας[cliii].

H πρόοδος θεωρείτο ότι  ήταν το ίδιο «φυσική» όσο και ο καπιταλι­σμός. Με την άρση των τεχνητών εμποδίων που είχε κληροδοτήσει το παρελθόν, ήταν αναπόφευκτη, και ήταν προφανές ότι η πρόοδος της παραγωγής ήταν παράλληλη με αυτή των τεχνών, της επιστήμης και του πολιτισμού .  

Στην πολιτική, όπως είδαμε, η φιλελεύθερη ιδεολογία δεν εμφάνιζε ούτε την ίδια συνοχή ούτε την ίδια συνέπεια. Θεωρητικά παρέμεινε διχασμένη ανάμεσα στον ωφελιμισμό και σε κάποιες προσαρμογές των πατροπαράδοτων δογμάτων του φυσικού νόμου και των φυσικών δικαιω­μάτων, οι οποίες και είχαν τους περισσότερους θιασώτες.

 Απ’ την άλλη η ίδια η Επανάσταση γέννησε τον πρόσθετο κίνδυνο ενός αριστε­ρού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος, ορισμένοι φιλελεύθεροι άρχισαν να αμφισβητούν ακόμη και το αναπόφευκτο χαρακτήρα και τη σκοπιμότητα της προόδου— μια νέα ιδεολογία, ο σοσιαλισμός, ανέλαβε να αναμορφώσει τις παλιές αλήθειες του 18ου αιώνα. Ο ορθός λόγος, η επιστήμη και η πρόοδος ήταν τα σταθερά του θεμέλια.

Κάνει επίσης αναφορά στους Γερμανική φιλοσοφία, στους Γάλλους ουτοπιστές, στους Άγγλους φιλοσόφους και οικονομολόγους  και φιλοσόφους όπως ο Hegel , o Καντ, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ , ο Saint Simon , o Τζον Λοκ , ο Τόμας Χομπς, ο Adam Smith και ο David Ricardo και τις αλληλεπιδράσεις τους και αναφέρει ότι ο σοσιαλισμός απέκτησε το φοβερότερο διανοητικό του όπλο, για την αντιμετώπιση του οποίου χτίζονται ακόμη οχυρά, μόνο όταν ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883) μετατόπισε το κέντρο βάρους του σοσιαλισμού από την ορθολογικότητα ή τη σκοπιμότητα του στον ιστορικά αναπόφευκτο του χαρακτήρα του.

Την περίοδο της διττής επανάστασης τη χαρακτήρισαν τόσο ο θρίαμβος και η πιο περίτεχνη διατύπωση των αστικοφιλελεύθερων και μικροαστικών-ριζοσπαστικών ιδεολογιών όσο και η διάλυση τους με την επίδραση των κρατών και των κοινωνιών που αυτές οι ίδιες δημιούρ­γησαν, ή τουλάχιστον επικρότησαν. Το έτος 1830, που σημειώνει την αναβίωση του μεγαλύτερου δυτικοευρωπαϊκού επαναστατικού κινήμα­τος μετά την ηρεμία της περιόδου του Βατερλό, σημειώνει επίσης την αρχή της κρίσης τους. Έμελλε να επιβιώσουν, αλλά κάπως υποβαθμι­σμένα: κανένας από τους μετέπειτα δεν είχε το ανάστημα των ανδρών αυτής της περιόδου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ’ - ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ

Στην περίοδο της διττής επανάστασης παρατηρούμε  μια  εξαιρετική τους άνθηση των τεχνών. Μια περίοδος πενήντα ετών που περιλαμβάνει τον Beetoven και τον Schubert ή τον Goete στην ωριμότητα και τα γεράματα του, τον Dickens , τον Ντοστογιέφσκι, τον Verdi τον Wagner, τα τελευταία χρόνια του Mozart και  Goya τον Πούσκιν και τον Balzac, χωρίς να υπολογίσουμε την πληθώρα εκείνων που θα ήταν γίγαντες με άλλα μέτρα σύγκρισης, ξεπερνάει κάθε άλλη ίσης διάρκειας περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Στον μεγαλύ­τερο βαθμό της η εξαιρετική αυτή επιτυχία οφείλεται στην αναβίωση και την ανάπτυξη των τεχνών που είχαν απήχηση σε ένα εγγράμματο κοινό, σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Είναι ακόμη πολύ ασαφές ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για την άνθηση ή το μαρασμό των τεχνών σε οποιαδήποτε εποχή. Εν­τούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στο 1789 και το 1848 η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί προπάντων στον αντίκτυπο της διττής επανάστασης. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε, η Γαλλική Επανάσταση ενέπνευσε τον καλλιτέχνη με το παράδειγμα της,  η Βιομηχανική   Επανάσταση  με τη φρίκη της και αστική κοινωνία, που προήλθε και από τις δύο, μετασχημάτισε την ύπαρξη  του  και τους τρόπους της δημιουργίας του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καλλιτέχνες της περιόδου αυτής  εμπνέονται από τα δημόσια πράγματα και είχαν ανάμειξη σε αυτά.

Η σχέση ανάμεσα στα δημόσια πράγματα και τις τέχνες ήταν ιδιαίτερα στενή στις χώρες όπου αναπτύσσονταν η εθνική συνείδηση και τα απελευθερωτικά ή ενωτικά κινήματα [cliv]. Α­σφαλέστατα δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση ή η γέννηση της εθνικής φιλολογικής παιδείας στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τις σκανδιναβικές χώρες και άλλου συνέπεσε —συχνά μάλι­στα ήταν και η πρώτη εκδήλωσή της— με την επιβεβαίωση της πολι­τιστικής υπεροχής της λαϊκής γλώσσας και του γηγενούς πληθυσμού έναντι μιας κοσμοπολίτικης, αριστοκρατικής κουλτούρας που συχνά χρησιμοποιούσε ξένη γλώσσα.[clv].

Αλλά ακόμη και οι τέχνες μιας μικρής μειονότητας στην κοινωνία μπορεί να απηχούν τις δονήσεις που δοκιμάζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η λογοτεχνία και οι τέχνες της περιόδου που μας απασχολεί κατάφεραν ακριβώς αυτό, και το αποτέλεσμα ήταν ο «ρομαντισμός». Ως τεχνοτροπία, ως σχολή, ως εποχή στην τέχνη είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί ή να περιγραφεί με ακρίβεια. Το ίδιο ισχύει και για τον «κλασικισμό», τον οποίο ισχυριζόταν ότι ανέτρεπε ο «ρομαντισμός» Οι ίδιοι οι ρομαντικοί δεν μπορούν να μας βοηθήσουν, διότι οι περιγραφές των επιδιώξεων τους, μολονότι σαφείς και κατηγορηματικές, ήταν συχνά κενές ορθολογικού περιεχομένου[clvi].

Παρ’ όλα αυτά, μολονότι ο ρομαντισμός με τη συγκεχυμένη προέ­λευση και κατάληξη και τα ασαφή του κριτήρια δυσκολεύει αφάνταστα όποιον προσπαθεί να τον τοποθετήσει χρονικά και να τον προσδιορίσει ποιοτικά, κανείς δεν αμφισβητεί σοβαρά ούτε την ύπαρξη του αλλά ούτε και την ικανότητα μας να τον αναγνωρίζουμε[clvii]. Με τη στενή έννοια, εμ­φανίστηκε ως ενσυνείδητη και μαχητική τάση στην τέχνη της Βρετα­νίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας γύρω στο 1800 (στα τέλη της δεκαετίας της Γαλλικής Επανάστασης) και στην τέχνη πολύ μεγαλύ­τερων περιοχών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής μετά το Βατερλό.

Ο ρομαντισμός δεν κατατάσσεται εύκολα στα αντιαστικά κινήματα. Κατά την περίοδο μάλιστα του προρομαντισμού, στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Γαλλικής Επανάστασης, πολλά από τα χαρακτηριστικά του συνθήματα είχαν χρησιμοποιηθεί για την εξύ­μνηση της αστικής τάξης, της οποίας το αληθινό και απλό αίσθημα αντιπαραβαλλόταν στην υπεροψία της διε­φθαρμένης κοινωνίας, ενώ πιστευόταν ότι η αυθόρμητη εμπιστοσύνη των αστών για τη φύση θα εξουδετέρωνε τα τεχνάσματα της Αυλής και του κληρικαλισμού. Εντούτοις, από τη στιγμή που η αστική κοινωνία θριάμβευσε πράγματι στη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση, ο ρομαντισμός έγινε αδιαφιλονίκητα ο ενστικτώδης εχθρός της, και δικαίως θεωρείται πολέμιος της.

Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος της εμπαθούς, συγκεχυμένης αλλά βαθιάς αποστροφής για την αστική κοινωνία οφειλόταν στο κατεστη­μένο συμφέρον των δυο ομάδων, που συνιστούσαν τις δυνάμεις κρούσης του δηλαδή τους κοινωνικά παραγκωνισμένους νεαρούς και τους επαγγελματίες καλλιτέχνες. Ποτέ καμία περίοδος δεν ευνόησε περισσότερο τους νεα­ρούς καλλιτέχνες.

Επίσης η πιο εντυπωσιακή συνέπεια της σύνδεσης του ρομαντισμού, με το όραμα μιας νέας και ευγενέστερης Γαλλικής Επανάστασης ήταν η συντριπτική νίκη της στρατευμένης τέχνης μεταξύ του 1830 και του 1848.

Ο ρομαντισμός είναι η πιο χαρακτηριστική μόδα, στην τέχνη όπως και στη ζωή, της περιόδου της διττής επανάστασης, αλλά με κανένα τρόπο δεν είναι και η μόνη. Εφόσον μάλιστα δεν κυριάρχησε στην παιδεία της αριστοκρατίας ούτε των μεσαίων τάξεων και, ακόμη λιγότερα στην παιδεία των φτωχών εργαζομένων, η πραγματική του ποσοτική σημασία ήταν την εποχή εκείνη πολύ περιορισμένη[clviii].

Ούτε και η κουλτούρα της αστικής και μικροαστικής τάξης ήταν ρομαντική. Τα βασικά της χαρακτηριστικά ήταν η νηφαλιότητα και η μετριοφροσύνη. Μόνο στις τάξεις των μεγαλοτραπεζιτών και κερδο­σκόπων ή στους κύκλους της πρώτης γενιάς των εκατομμυριούχων της βιομηχανίας, οι οποίοι ποτέ δεν χρειάστηκε ή δεν χρειαζόταν πια να διοχετεύσουν μεγάλο μέρος των κερδών τους στην επιχείρηση, μόνο λοι­πόν στους κύκλους αυτούς άρχισε να εμφανίζεται το γεμάτο χλιδή στυλ ψευδομπαρόκ του τέλους του 19ου αιώνα.

Επίσης σχετικά με την έννοια του «λαού»[clix] υποστηρίζει ότι μπορούσε να είναι επαναστατική έννοια, ιδίως για τους καταπιεσμένους που ετοιμάζονταν να ανακαλύψουν ή να επιβεβαιώσουν την εθνική τους ταυτότητα, και μάλιστα για όσους δεν διέθεταν γηγε­νή αστική τάξη ή αριστοκρατία[clx]. Για όλους αυτούς, το πρώτο λεξικό, η πρώτη γραμματική ή συλλογή δημοτικών τραγουδιών ήταν γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας, μια πρώτη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους. Από την άλλη πλευρά, για όσους εντυπωσιάζονταν περισσότερο από τις απλές αρετές του λαού, την ήρεμη ικανοποίηση, την άγνοια και την ευλάβεια, τη βαθιά σοφία της πίστης του στον πάπα, το βασι­λιά ή τον τσάρο, η λατρεία του πρωτόγονου προσφερόταν περισσότερο για συντηρητική ερμηνεία. Αντιπροσώπευε την ενότητα της αθωότη­τας, του μύθου και της αρχαίας παράδοσης, που η αστική κοινωνία τα κατέστρεφε μέρα τη μέρα. Ο καπιταλιστής και ο ορθολογιστής ήταν οι εχθροί, και για να τους πολεμήσουν ο βασιλιάς, ο γαιοκτήμονας και ο αγρότης έπρεπε να διατηρήσουν την καθαγιασμένη τους ενότητα.

Σε σχέση με την διατήρηση της παλαιάς κουλτούρας μπορούμε να πούμε ότι πράγματι, ακόμη και στη βιομηχανία ο κοινωνικός μετασχηματι­σμός δεν είχε προχωρήσει αρκετά πριν από τη δεκαετία του 1840 για να καταστρέψει ολοσχερώς την παλιά κουλτούρα, ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη και έτσι έχουμε το δυτικό ημιβιομηχανικό είδος κουλτούρας Στην ύπαιθρο, οι ανθρακωρύχοι κι οι υφαντουργοί εξέφραζαν τις ελπί­δες και τις διαμαρτυρίες τους στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδι και η βιομηχανική επανάσταση αύξησε απλώς τον αριθμό τους και όξυνε τις εμπειρίες τους. Το εργοστάσιο δεν χρειαζόταν τραγούδια της δου­λειάς, αλλά τα χρειάζονταν οι ποικίλες δραστηριότητες που συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη και, φυσικά, τα τραγούδια αυτά αναπτύχθηκαν με τον παλιό τρόπο.

Οι αληθινά νέες μορφές διασκέδασης στις μεγάλες πόλεις ήταν υποπροϊόντα της ταβέρνας ή του καπηλειού, που εξελίχτηκε σε σημαντική πηγή ανακούφισης για τους φτωχούς εργα­ζόμενους μέσα στην κοινωνική τους αποδιοργάνωση και ήταν ο τελευ­ταίος αστικός προμαχώνας των εθίμων και των παραδοσιακών τελετών που διατηρούσαν και ενέτειναν οι εργατικές συντεχνίες, τα συνδικάτα και οι διάφοροι «σύλλογοι αλληλοβοήθειας». Το «μιούζικ χολ» και το χορευτικό κέντρο ήταν κι αυτά υποπροϊόντα της ταβέρνας, αλλά ως το 1848 δεν είχαν ακόμη διαδοθεί ευρέως, ούτε καν στη Βρετανία, μολο­νότι είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη στη δεκαετία του 1830. Οι άλλες νέες μορφές διασκέδασης στις μεγάλες πόλεις γεννήθηκαν από τις εμποροπανηγύρεις, όπου σύχναζαν πάντοτε περιοδεύοντες καλλιτέ­χνες. Στη μεγάλη πόλη καθιερώθηκαν μόνιμα, και ήδη στη δεκαετία του 1840 τα διάφορα θεάματα, τα θέατρα, οι γυρολόγοι, οι πορτοφολά­δες και οι πλανόδιοι μανάβηδες σε ορισμένα βουλεβάρτα προσέφεραν στοιχεία έμπνευσης στους ρομαντικούς διανοουμένους του Παρισιού και ψυχαγωγία στο λαουτζίκο[clxi].

Σε γενικές όμως γραμμές, η πόλη, και ιδίως η νέα βιομηχανική πόλη, παρέμενε πένθιμη και θλιβερή. Οι λίγες ομορφιές της —ανοιχτοί χώροι, γιορτές κ.ά.— περιορίστηκαν βαθ­μιαία από την αρρώστια της οικοδόμησης που εξαπλωνόταν, από τους καπνούς που δηλητηρίαζαν τη φυσική ζωή και από την υποχρέωση αδιάκοπης εργασίας, την οποία συχνά επέτεινε η αυστηρή πειθαρχία της Κυριακής αργίας που επέβαλλαν οι μεσαίες τάξεις. Μόνο το νέο φως του γκαζιού και κάποιες βιτρίνες στους κεντρικούς δρόμους εδώ κι εκεί προανάγγελλαν τα ζωηρά χρώματα της νύχτας στη σύγχρονη πόλη. Αλλά η δημιουργία της σύγχρονης μεγαλούπολης και του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής έπρεπε να περιμένει το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο πρώτο μισό επικράτησε η καταστροφή, παρόλο που έγιναν και κάποιες επιτυχείς απόπειρες αναχαίτισης της.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ'-ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Οι επιστήμες καθρεφτίζουν κι αυτές με τον τρόπο τους τη διττή επανάσταση, εν μέρει γιατί η επανάσταση είχε συγκεκρι­μένες απαιτήσεις από αυτές, εν μέρει γιατί τους άνοιξε καινούριες δυνα­τότητες και τις έφερε αντιμέτωπες με νέα προβλήματα, εν μέρει γιατί η ίδια  η ύπαρξη της επανάστασης προωθούσε νέους τρόπους σκέψης. Με αυτό ο συγγραφέας δεν υπαινίσσεται  πώς η εξέλιξη των επιστημών ανάμεσα στο 1789 και το 1848 μπορεί να αναλυθεί αποκλειστικά και μόνο σε συνάρτηση με τα κινήματα στη γύρω τους κοινωνία. Οι περισσότερες ανθρώπινες δραστη­ριότητες έχουν την εσωτερική λογική τους, που καθορίζει μέρος τουλά­χιστον της εξέλιξης τους.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και όσοι με πάθος πιστεύουν στην πλήρη αγνότητα της καθαρής επι­στήμης γνωρίζουν ότι η επιστημονική σκέψη μπορεί τουλάχιστον να επηρεαστεί από πράγματα έξω από το συγκεκριμένο γνωστικό της πεδίο, αν μη τι άλλο διότι οι επιστήμονες,  ζουν σε έναν ευρύτερο κόσμο. Η πρόοδος της επιστήμης δεν είναι μια απλή γραμμική πορεία όπου το κάθε στάδιο βρίσκει τη λύση στα ρητά ή άρρητα προβλήματα που είχαν τεθεί προηγουμένως και, με τη σειρά του, θέτει νέα. Η επι­στήμη προχωρεί επίσης και με την ανακάλυψη νέων προβλημάτων, νέων τρόπων αντιμετώπισης των παλιών, νέων τρόπων επίλυσης τους, εντελώς νέων πεδίων έρευνας ή νέων θεωρητικών και πρακτικών εργα­λείων ερευνάς. Κι εδώ υπάρχει τεράστιο περιθώριο επίδρασης ή μορφο­ποίησης της σκέψης από εξωτερικούς παράγοντες. Αν πράγματι οι περισσότερες επιστήμες στην περίοδο αυτή είχαν αναπτυχθεί με απλό γραμμικό τρόπο, όπως συνέβη με την αστρονομία που παρέμεινε ουσια­στικά στο νευτωνικό της πλαίσιο, τότε το στοιχείο αυτό δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Αλλά,  η περίοδος αυτή ήταν εποχή ριζικά νέων αφετηριών σε ορισμένα πεδία σκέψης -όπως στα μαθηματικά- εποχή αφύπνισης επιστημών που ως τότε ήταν σε νάρκη -όπως η χημεία- εποχή γέννησης νέων επιστημών -όπως η γεωλογία- και εποχή εμφύσησης των επαναστατικών νέων ιδεών σε ήδη υπάρχου­σες επιστήμες (όπως στις κοινωνικές και τις βιολογικές).

Όπως ήρθαν τα πράγματα, από όλες τις έξωθεν δυνάμεις που διαμόρ­φωσαν την επιστημονική ανάπτυξη, οι άμεσες αξιώσεις που πρόβαλαν στους επιστήμονες κυβέρνηση και βιομηχανία ήταν από τις λιγότερο σημαντικές[clxii].

Από την άλλη μεριά, η επιστήμη ευεργετήθηκε τρομακτικά από την εντυπωσιακή ενθάρρυνση της επιστημονικής και τεχνικής εκπαίδευσης και από την κάπως λιγότερο εντυπωσιακή υποστήριξη για την έρευνα που εκδηλώθηκε την εποχή εκείνη. Εδώ η επίδραση της διττής επα­νάστασης είναι σαφέστατη[clxiii].

Η εποχή της επανάστασης αύξησε  τον αριθμό των επιστημόνων και των λογίων, καθώς και την επιστημονική παραγωγή. Επί πλέον, κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, το γεωγραφικό σύμπαν της επιστήμης έγινε τότε ευρύτερο με δυο τρόπους: αφενός το ίδιο το εμπόριο και η εξερεύνηση πρόσφεραν στην επιστημονική μελέτη νέα μήκη κι πλάτη του κόσμου και έδωσαν έναυσμα για ανάλυση των νέων αυτών περιοχών.   Αφετέρου, το συμπάν της επιστήμης διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει χώρες και λαούς που ως τότε ελάχιστα είχαν συμβάλει στον τομέα αυτό.   Κι εδώ φαίνεται ότι η επιστήμη αντανακλά την άνοδο εθνικών πολιτισμών εκτός δυτικής Ευρώπης.

Για να μπορέσουμε να κρίνουμε τι είδους αντίκτυπο είχε η διττή επα­νάσταση στις επιστήμες, θα πρέπει να κάνουμε μια συνοπτική ανασκό­πηση της εξέλιξης τους. Σε γενικές γραμμές, δεν επήλθε επανάσταση στις κλασικές φυσικές επιστήμες. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι ουσια­στικά παρέμειναν στα όρια που είχε θεσπίσει ο Νεύτων, είτε συνεχίζον­τας τις ερευνητικές κατευθύνσεις του 18ου αιώνα είτε επεκτείνοντας προηγούμενες αποσπασματικές ανακαλύψεις και συντονίζοντας τες σε ευρύτερα θεωρητικά συστήματα. Ο πιο σημαντικός από τους νέους τομείς που άρχισαν να αναπτύσσονται με τον τρόπο αυτό (κι αυτός που είχε τις αμεσότερες τεχνολογικές συνέπειες) ήταν ο ηλεκτρισμός, ή μάλλον ο ηλεκτρομαγνητισμός. Η πιο σημαντική από τις νέες θεωρητικές συνθέσεις ήταν η ανακάλυψη των νόμων της θερμοδυναμικής, των σχέ­σεων δηλαδή μεταξύ θερμότητας και ενέργειας.

Η επανάσταση που έκανε την αστρονομία και τη φυσική σύγχρονες επιστήμες είχε πραγματοποιηθεί τον 17ο αιώνα· η επανάσταση που δημιούργησε τη χημεία ήταν σε πλήρη εξέλιξη στην αρχή της περιόδου. Η χημεία ήταν  πιο στενά και άμεσα συνδεδε­μένη με τη βιομηχανική πρακτική, ιδίως με τη λεύκανση και τη βαφή στην κλωστοϋφαντουργία.  Η χημεία, όπως και η φυσική, ήταν κατεξοχήν γαλλική.

Η χημεία, ωστόσο, είχε μια επαναστατική συνέπεια —την ανακά­λυψη ότι η ζωή μπορεί να αναλυθεί βάσει των ανόργανων επιστημών[clxiv].

Στα μαθηματικά πραγματοποιήθηκε μια βαθύτερη ακόμη επανά­σταση απ’ ότι στη χημεία, αλλά λόγω της φύσης του θέματος ήταν λιγότερο εμφανής. Αντίθετα με τη φυσική, που παρέμεινε στα πλαίσια του 17ου αιώνα, και τη χημεία, που αναπτύχθηκε σε ευρύ μέτωπο μέσα από το χάσμα που ανοίχτηκε τον 18ο αιώνα, τα μαθηματικά στην περίοδο αυτή μπήκαν σε εντελώς νέο κόσμο, πολύ πέρα από αυτόν των Ελλήνων, που δέσποζε ακόμη στην αριθμητική και την επιπεδομετρία, και πέρα από τον κόσμο του 17ου αιώνα που κυριαρχούσε στην ανάλυση.

Η μαθηματική επανάσταση πέρασε απαρατήρητη, με εξαίρεση λίγους ειδικούς σε τέτοια θέματα.

Η επανάσταση στις κοινωνικές επιστήμες, από την άλλη μεριά, δεν θα μπορούσε να μη γίνει αισθητή στο κοινό.

Για την ακρίβεια,  τελικά πραγματοποιήθηκαν δύο επαναστάσεις που η πορεία τους θα συνέκλινε και θα οδηγούσε στο Μαρξισμό ως την πιο εμπεριστατωμένη σύνθεση των κοινωνικών επιστημών. Η πρώτη που συνέχιζε τη λαμπρή πρωτοπορία των ορθολογιστών του 17ου κα 18ου αιώνα, θέσπισε για τους ανθρώπινους πληθυσμούς νόμους ανάλο­γους με τους φυσικούς. Ο πιο πρώιμος της θρίαμβος ήταν η κατασκευή μιας συστηματικής παραγωγικής θεωρίας της πολιτικής οικονομίας που ήταν ήδη πολύ προωθημένη το 1789. Η δεύτερη, που στην ουσία ανήκει στην περίοδο μας και συνδέεται στενά με το ρομαντισμό, ήταν η ανακάλυψη της ιστορικής εξέλιξης.

Η τολμηρή καινοτομία των κλασικών ορθολογιστών ήταν ότι κατέ­δειξαν πώς στην ανθρώπινη συνείδηση και την ελεύθερη βούληση εφαρμόζονταν κάποιοι νόμοι που έμοιαζαν λογικά αναγκαστικοί. Τέτοιου είδους ήταν οι «νόμοι της πολιτικής οικονομίας»[clxv].

 Παράλληλα έγινε και η πρώτη συστηματική παρουσίαση μιας θεωρίας της δημογραφίας, που φιλοδοξούσε να αποδείξει τη μηχανική και σχεδόν αναπόφευκτη σχέση ανάμεσα στα μαθηματικώς περιγράψιμα ποσοστά πληθυσμιακής αύξη­σης και τα μέσα επιβίωσης.

Η εφαρμογή μαθηματικών μεθόδων στην κοινωνία σημείωσε και άλλη μεγάλη πρόοδο την περίοδο αυτή. Στον τομέα αυτό πρωτοπό­ροι ήταν οι γαλλόφωνοι επιστήμονες, επικουρούμενοι αναμφίβολα από την εξαίρετη μαθηματική ατμόσφαιρα της γαλλικής παιδείας. Έτσι ο Adolphe Quetelet από το Βέλγιο, στο μνημειώδες έργο του Sur l’Homme (1835) απέδειξε ότι η στατιστική κατανομή των ανθρωπίνων χαρα­κτηριστικών υπακούει σε γνωστούς μαθηματικούς νόμους[clxvi].

 Αυτές οι εξελίξεις στις κοινωνικές επιστήμες ήταν επαναστατικές με τον τρόπο που ήταν και η χημεία, συνέχιζαν δηλαδή στην πράξη τις προόδους που θεωρητικά είχαν επιτελεστεί ήδη.  Αλλά οι κοινωνικές επιστήμες είχαν στο ενεργητικό τους και ένα άλλο, εντελώς νέο και πρωτότυπο επίτευγμα, που με τη σειρά του πυροδότησε τις βιολογικές επιστήμες, ακόμη και τις φυσικές, όπως η γεωλογία. Το επίτευγμα αυτό ήταν η ανακάλυψη της ιστορίας ως διαδικασίας λογικής εξέλιξης και όχι απλώς και μόνον ως χρονολογικής διαδοχής συμβάντων.  Η σχέση της καινοτομίας αυτής με τη διττή επανάσταση είναι τόσο κατα­φανής που σχεδόν δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία.

Από την κριτική του καπιταλισμού ξεπήδησε αυτό που ονομάστηκε Κοινωνιολο­γία (λέξη που επινόησε ο Α. Comte γύρω στο 1830).

Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα αυτής της ιστορικής αφύπνισης ήταν στον τομέα της τεκμηρίωσης και της ιστορικής τεχνικής.

Η εισαγωγή της Ιστορίας στις κοινωνικές επιστήμες είχε αμεσότερο αντίκτυπο στο Δίκαιο.

Επίσης η φιλολογία ήταν η πρώτη επιστήμη που θεώρησε καθαυτό πυρήνα της την εξελικτική διεργασία[clxvii].

Σε σχέση με τη γεωλογία μόνο την  δεκαετία του 1830 —όταν δηλαδή η πολιτική πήρε ακόμη μια στροφή προς τα αριστερά— εμφανίστηκαν ώριμες εξελικτικές θεω­ρίες στη γεωλογία.

Η βιολογική εξέλιξη, ωστόσο, σημείωνε ακόμη καθυστέρηση.  Το εκρηκτικό αυτό θέμα αντιμετωπίστηκε για άλλη μια φορά με σοβαρό­τητα μόνο πολύ μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848. Ακόμη και τότε όμως ο Κάρολος Δαρβίνος το χειρίστηκε με μεγάλη επιφυλα­κτικότητα και ασάφεια, για να μην πούμε με ανειλικρίνεια. 

 Η σταθερή κατασκευή επιστημονι­κών βάσεων για τη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας θα γινόταν μονό στο δεύτερο μισό του αιώνα[clxviii].

Οι  επιστημονικές επιπτώσεις της Γαλλικής Επα­νάστασης είναι εμφανείς στην ανοιχτή η συγκαλυμμένη εχθρότητα προς την επιστήμη, με την όποιοι οι πολιτικά συντηρητικοί ή μετριοπα­θείς αντιμετώπιζαν αυτό που θεωρούσαν ως φυσική συνέπεια της υπονο­μευτικής προσπάθειας του υλισμού και του ορθολογισμού του 18ου αιώ­να. Η ήττα του Ναπολέοντα έφερε ένα κύμα σκοταδισμού.

 Τα κύρια ρεύματα γενικών ιδεών στην περίοδο αυτή έχουν την αντιστοι­χία τους σε ειδικούς επιστημονικούς κλάδους, κι αυτό μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ένα παραλληλισμό μεταξύ επιστήμης και τέχνης ή μεταξύ των δύο αυτών αφενός και των πολιτικών  και κοινωνικών απόψεων αφετέρου. Έτσι, ο «κλασικισμός» και ο «ρομαντισμός» υπήρχαν και στις επιστήμες και, όπως είδαμε, αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της ανθρώπινης κοινωνίας[clxix].

Σε γενικές γραμμές η «ρομαντική» προσέγγιση αποτελούσε κίνητρο για τις νέες ιδέες και αφετηρίες και έπειτα έβγαινε πάλι από τη σφαίρα των επιστημών.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε στην περίοδο που μας απασχολεί.

Αν δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε ως καθαρά επιστημονικό κίνη­τρο, πόσο μάλλον δεν μπορεί να παραβλεφθεί από τον ιστορικό των ιδεών, για τον οποίο ακόμη και οι παράλογες ή εσφαλμένες ιδέες απο­τελούν γεγονότα και ιστορικές δυνάμεις. Δεν μπορούμε να διαγράψουμε ένα κίνημα που παρέσυρε ολοσχερώς ή επηρέασε άτομα μέγιστου πνευ­ματικού βεληνεκούς όπως ο Goethe , o Hegel  και o Μαρξ κατά τη νεαρή του ηλικία. Μπορούμε απλώς να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη βαθιά δυσαρέσκεια που προκαλούσε η «κλασική» αγγλογαλλική άποψη περί κόσμου του 18ου αιώνα, της οποίας τα τεραστία επιτεύγματα στην επιστήμη και την κοινωνία ήταν αναμφισβήτητα, αλλά που η στενό­τητα και τα όρια της ήταν όλο και πιο εμφανή στην περίοδο των δύο επαναστάσεων. Το να έχει κανείς επίγνωση των ορίων αυτών και να αναζητεί, συχνά με τη διαίσθηση μάλλον παρά με την ανάλυση, τον τρόπο με τον όποιο να κατασκευάσει μια πιο ικανοποιητική εικόνα του κόσμου δεν σήμαινε ότι την κατασκεύαζε κιόλας. Ούτε άλλωστε τα οράματα ενός εξελικτικού, γεμάτου αλληλεξάρτηση και διαλεκτικού σύμπαντος που εξέφραζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι ήταν αποδείξεις ή, έστω, επαρκείς ερμηνείες. Ωστόσο απεικόνιζαν πραγματικά προβλή­ματα —ακόμη και στις φυσικές επιστήμες—και προετοίμαζαν τις αλ­λαγές και τις προεκτάσεις του κόσμου των επιστημών που γέννησαν το σύγχρονο επιστημονικό μας σύμπαν. Με τον τρόπο τους άλλωστε απει­κόνιζαν τον αντίκτυπο της διττής επανάστασης, που δεν άφησε αναλ­λοίωτη καμία πτυχή της ανθρώπινης ζωής.

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ις' - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΠΡΟΣ ΤΟ 1848

 1.Η γνωστή χαρτογραφη­μένη και προσιτή έκταση του κόσμου ήταν μεγαλύτερη από ποτέ άλλο­τε και  οι επικοινωνίες της απίστευτα ταχύτερες.

2.Ο πληθυσμός του κόσμου ήταν μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε· σε αρκετές περιπτώσεις ήταν μεγαλύτερος από κάθε προσδοκία και πέρα από κάθε προηγούμενη πιθανολόγηση. Οι πόλεις τεραστίου μεγέθους πολλαπλασιάζονταν γρηγορότερα παρά ποτέ.

3.Η βιομηχανική παραγωγή έφτασε σε αστρονομικά ύψη στη δεκαετία του 1840.Την τρομακτική αυτή αύξηση την ξεπερνούσε μόνο το ακόμη εκπληκτικότερο ύψος του διεθνούς εμπορίου, που είχε τετραπλασιαστεί από το 1780

  1. Η επιστήμη ποτέ δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερο θρίαμβο· ποτέ δεν ήταν οι γνώσεις πιο διαδεδομένες. Πάνω από τέσσερις χιλιάδες εφημε­ρίδες ενημέρωναν τους πολίτες του κόσμου, και ήταν πενταψήφιος ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονταν ετησίως μόνο στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Οι ανακαλύψεις έφταναν κάθε χρόνο σε όλο και πιο εκπληκτικά ύψη. Σαράντα οχτώ εκατομμύρια ταξιδιώτες χρησιμοποίησαν ήδη σε ένα χρόνο (1845) τους σιδηροδρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου. Τακτικά ατμοπλοϊκά δρομολόγια συνέδεαν ήδη την Ευρώπη με την Αμερική, την Ευρώπη με τις Ινδίες.
  2. Υπήρχαν αναλογικά λιγότεροι δούλοι, γιατί το διεθνές δουλεμπόριο είχε επι­σήμως καταργηθεί το 1815 και η δουλεία στις βρετανικές αποικίες το 1834, ενώ στις ισπανικές και γαλλικές αποικίες που απελευθερώθη­καν, καταργήθηκε κατά και μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Ενώ οι Δυτικές Ινδίες ήταν πια, με κάποιες μη βρετανικές εξαι­ρέσεις, περιοχή ελεύθερης από νομική άποψη γεωργίας, η δουλεία εξα­κολουθούσε να αναπτύσσεται αριθμητικά στα άλλα δύο μεγάλα προπύρ­για της, τη Βραζιλία και τις νότιες πολιτείες των ΗΙ1Α, ενώ γίνεται αναφορά και στο σύστημα της ημιδουλείας με εξαγωγές συμβασιούχων εργατών προς τα νησιά της ζάχαρης στον Ινδικό ωκεανό και τις Δυτικές Ινδίες
  3. Η δουλοπαροικία η νομική δέσμευση των αγροτών είχε καταργηθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, μολονότι η κατάργηση αυτή δεν είχε επηρεάσει ιδιαίτερα την κατάσταση των φτωχών αγροτών σε περιοχές όπως η Σικελία και η Ανδαλουσία, όπου γινόταν παραδοσιακή καλ­λιέργεια σε λατιφούντια. Εντούτοις, η δουλοπαροικία εξακολουθούσε να υπάρχει στα κύρια ευρωπαϊκά της προπύργια, αν και, μετά την αρ­χική της ανάπτυξη, οι αριθμοί στη Ρωσία παρέμεναν σταθεροί ανάμεσα στα 10 και 11 εκατομμύρια άντρες μετά το 1811 δηλαδή σημειώθηκε
  4. Υπήρχαν τώρα χώρες — π.χ η Γαλλία και οι ΗΠΑ— όπου οι γαιοκτήμονες δεν ήταν πια οι πλουσιότεροι όλων (ε­κτός από την περίπτωση που αγόραζαν και γη ως έμβλημα της εισόδου τους στην ανώτατη τάξη). Ωστόσο, ακόμη και στη Βρετανία στη δεκαετία του 1840, η μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου εξακολουθούσε ασφαλώς να είναι στα χέρια της αριστοκρατίας, όπως και στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ στις οποίες οι ιδιοκτήτες των βαμβακοφυτειών έφτιαξαν για τον εαυτό τους μια καρικατούρα αριστοκρατικής κοινωνίας. Τα εισοδήματα των ευγενών είχαν όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τη βιομηχανία, τις μετοχές και τις εξελίξεις στον τομέα της ακίνητης περιουσίας .

Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, η θέση του γαιοκτήμονα αριστοκράτη άλλαξε επίσης λιγότερο απ’ ότι θα υπέθετε κανείς, εκτός από τις χώρες όπου σημειώθηκαν άμεσες αγροτικές επαναστάσεις, όπως η Γαλλία.

8.Η επαναστατικότητα της αγροτιάς μεγάλωνε ολοένα. Η μεγαλύτερη εξέγερση των δουλοπάροικων ήταν ίσως της αυστριακής Γαλικίας το 1846, το προοίμιο στη γενική απελευθέρωση με την επανάσταση του 1848. Αλλά ακόμη και στη Ρωσία σημειώθηκαν 148 αγροτικοί ξεσηκωμοί στα 1826-34, 216 στα 1835-44, 348 στα 1844-54, με αποκορύφωμα τους 474 ξεσηκωμούς των ετών που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης του 1861.

  1. Οι «μεσαίες τάξεις» είχαν φυσικά αυξηθεί γρήγορα, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να μην είναι ιδιαίτερα πολυμελείς ακόμη και στη Βρετανία.
  2. Η εργατική τάξη (με το νέο προλεταριάτο των εργοστασίων, των ορυχείων, των σιδηροδρόμων κτλ.) αυξήθηκε φυσικά με τον ταχύτερο ρυθμό απ’ όλους. Εντούτοις, με εξαίρεση τη Βρετανία, αριθμούσε εκα­τοντάδες χιλιάδες μάλλον και όχι εκατομμύρια. Ωστόσο, όπως είδαμε, η πολιτική της σημασία ήταν ήδη τεράστια και απολύτως δυσανάλογη με το μέγε­θος ή τα επιτεύγματα της.
  3. Η πολιτική δομή του κόσμου είχε κι εκείνη υποστεί σημαντικό μετα­σχηματισμό ως τη δεκαετία του 1840, αλλά όχι με τρόπο τόσο ριζικό όσο θα περίμεναν οι αισιόδοξοι (ή απαισιόδοξοι) παρατηρητές του 1800. Η μοναρχία παρέμενε ο πιο συνήθης τρόπος διακυβέρνησης των κρατών, εκτός της αμερικανικής ηπείρου με την εξαίρεση της Βραζιλίας και μιας περιόδου για το Μεξικό.
  4. Ως τη δεκαε­τία του 1840 είχαν δημιουργηθεί αρκετά νέα κράτη που ήταν το προϊόν επαναστάσεων όπως το Βέλγιο, η Σερβία, η Ελλάδα και κάμποσα λατινοα­μερικανικά.

13.Αρκετά ευρωπαϊκά βασίλεια, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, ήταν πια συνταγματικές μοναρχίες, αλλά, εκτός της ζώνης των καθεστώτων αυτών στο ανατολικό άκρο του Ατλαντικού, η απόλυτη μοναρχία επικρατούσε παντού.

Είχαν σημειωθεί ωστόσο μεγάλες αλλαγές. Έξαλλου, από το 1830 περίπου η ανάπτυξη τους είχε επιταχυνθεί αισθητά. Η επανάσταση του 1830 καθιέρωσε μετριοπαθή φιλελεύθερα αστικά συντάγματα — αντιδημοκρατικά αλλά και αντιαριστοκρατικά— στα σπουδαιότερα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Έγιναν συμβιβασμοί, που τους επέβαλλε ο φόβος μαζικής επανάστασης που θα ξεπερνούσε τις προσδοκίες της μετριοπαθούς μεσαίας τάξης και αυτοί οι συμβιβασμοί έκαναν την πολιτική ζυγα­ριά να γείρει αποφασιστικά από την πλευρά των μεσαίων τάξεων. Σε όλα τα σημαντικά θέματα οι Βρετανοί βιομήχανοι περνούσαν την άποψή τους μετά το 1832

  1. Στη διεθνή πολιτική είχε συντελεστεί μια, κατά τα φαινόμενα, πλήρης και σχεδόν απόλυτη επανάσταση. Στον κόσμο της δεκαετίας του 1840 κυριαρχούσαν εξ ολοκλήρου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, πολιτικές και οικονομικές, σε συνδυασμό με τις αναπτυσσόμενες ΗΠΑ.

Τίποτε στο έξης δεν φαινόταν να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μερικών  δυτικών  κανονιοφόρων  ή   στρατιωτικών  συνταγμάτων,  που έφερναν μαζί τους το εμπόριο και τη Βίβλο, με προεξάρχουσα την Βρετανία[clxx]. Ποτέ, μα ποτέ, σε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, μία και μόνη Δύναμη δεν απέκτησε τέτοια παγκόσμια ηγεμονία όπως η Βρετανία στα μέσα του 19ου αιώ­να[clxxi].

  1. Ο κόσμος της δεκαετίας του 1840 δεν εμφάνιζε ισορροπία. Οι δυνάμεις της οικονομικής, τεχνικής και κοινωνικής αλλαγής που απελευθερώθηκαν τα προηγούμενα πενήντα χρόνια ήταν πρωτοφανείς. Η ενστάλαξη πολιτικής συνείδησης στις μάζες και η ενθάρρυνση της μόνιμης πολιτικής δραστη­ριότητας τους, που ήταν και το μεγάλο κληροδότημα της Γαλλικής Ε­πανάστασης, να σημαίνει ότι οι μάζες αυτές αργά ή γρήγορα θα έπαι­ζαν βασικό ρόλο στις πολιτικές διεργασίες. Δεδομένης της εκπληκτικής ταχύτητας με την οποία επερχόταν η κοινωνική αλλαγή από το 1830 και της αναζωπύρωσης του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, ήταν αναπόφευκτο να μην καθυστερήσουν για πολύ οι αλλαγές, όποια και να ήταν η συγκεκριμένη θεσμική υφή τους.
  2. Σε σχέση με τον κοινό λαό, η κατάσταση του στις μεγάλες πόλεις και τις βιομηχανικές περιοχές της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης τον ωθούσε αναπόφευ­κτα προς την κοινωνική επανάσταση. Το μίσος του για τους πλούσιους και τους ισχυρούς του πικρού αυτού κόσμου στον οποίο ζούσε, καθώς και το όνειρο που έτρεφε για έναν νέο και καλύτερο κόσμο, έδιναν σκοπό στην απελπισία του, μολονότι λίγοι, κυρίως στη Βρετανία και τη Γαλ­λία, είχαν συνείδηση του σκοπού αυτού. Η οργάνωση και η ευχέρεια για συλλογική δράση του έδιναν δύναμη. Η μεγάλη αφύπνιση της Γαλ­λικής Επανάστασης τον είχε διδάξει ότι δεν χρειάζεται να υφίσταται τις αδικίες αδιαμαρτύρητα.

Αυτό ήταν το «φάσμα του κομουνισμού» που στοίχειωνε την Ευρώπη, ο φόβος του «προλεταριάτου». Η επανάσταση που ξέσπασε τους πρώτους μήνες του 1848 δεν ήταν μια κοινωνική επανάσταση υπό την έννοια απλώς και μόνο ότι αφορούσε και κινητοποιούσε όλες τις κοινωνι­κές τάξεις. Ήταν στην κυριολεξία ο ξεσηκωμός των φτωχών εργαζο­μένων στις πόλεις —ιδίως στις πρωτεύουσες-της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης.

Δηλαδή  οι θρίαμβοι  είχαν και τη σκοτεινή τους πλευρά. Η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε τον ασχημότερο κόσμο με οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες πολύ μεγάλες τόσο εντός των βιομηχανικών κοινωνιών όσο και μεταξύ αναπτυγμένων και υπό ανάπτυξη εθνών[clxxii].

 Η ευρωπαϊκή οικονομική καταστροφή, τις χρονιές 1841-42 και 1846-48, συνέπεσε με την εμ­φανή διάβρωση των παλαιών καθεστώτων. Τα γεγονότα των ετών 1846-47 προοιώνιζαν την επανάσταση[clxxiii].  Σπάνια οι προβλέψεις για μια επανάσταση ήταν τόσο πολλές και τόσο συγκλίνουσες, μολονότι δεν πετύχαιναν πάντοτε τη συγκεκριμένη χώρα ή την ακριβή ημερομηνία. Μια ολόκληρη ήπειρος περίμενε, έτοιμη πια να διαδώσει τα νέα της επανάστασης σχεδόν αμέσως από πόλη σε πόλη με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο.  Το 1848 σημειώθηκε η έκρηξη.

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ

 

[i] Όπως , «βιομηχανία»,  «εργοστάσιο» «σοσιαλισμό»ς, «αριστοκρατία»  «προλεταριάτο», «κρίση» «ωφελιμιστικός»  «απεργία», «απαθλίωση».

[ii] Και συνεχίζοντας διαπιστώνει ότι θα ήταν ορθότερο να θεωρήσουμε τη διττή αυτή επανάσταση –περισσότερο  πολιτική στη Γαλλία και βιομηχανική στην Αγγλία όχι τόσο ως γεγονός που ανήκει αποκλειστικά στην ιστορία των δυο χωρών που αποτέλεσαν τους φορείς της αλλά ως διπλό κρατήρα ενός μεγαλύτερου ηφαιστείου στην ευρύτερη περιοχή.

[iii] Ακόμα και η μεγάλη Κινέζικη Αυτοκρατορία  αναγκάστηκε το 1839-42 να ανοίξει τα σύνορά της στη δυτική εκμετάλλευση

[iv] Ήδη από το 1848, αυτή η εκπληκτική μελλοντική αναστροφή είχε ως ένα βαθμό, αρχίσει να διαφαίνεται, και όχι τόσο η παγκόσμια αντίδραση που κυριαρχεί στα μέσα του 20ου αιώνα κατά της Δύσης όσο με την εμφάνιση του φάσματος του Κομμουνισμού που στοίχειωνε ήδη την Ευρώπη το 1848 και το οποίο το γέννησε η αντίδραση στη διττή επανάσταση.

 

[v] Έτσι οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν όχι μόνο ευκολότερες αλλά και ταχύτερες με μόνο μειονέκτημα την περιοδικότητά τους.

Οι άνθρωποι δύσκολα εγκατέλειπαν τον τόπο που είχαν γεννηθεί, οι εφημερίδες ήταν λίγες και απευθύνονταν στους λίγους εγγράμματους των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων και τα νέα διαδίδονταν από τους ταξιδιώτες και το μετακινούμενο τμήμα του πληθυσμού δηλαδή τους εμπόρους και τους γυρολόγους.

 

[vi] Σε χώρες όπως η Ρωσία , η Σκανδιναβία και τα Βαλκάνια ο πληθυσμός ήταν αγροτικός κατά 90 έως 97%,ενώ σε περιοχές με ισχυρότερη αν και φθίνουσα αστική παράδοση όπως η Λομβαρδία και η Βενετία το γεωργικό ή αγροτικό ποσοστό ήταν της τάξεως του 72-80%.

 

[vii] Η επαρχιακή πόλη ανήκε κατά βάση στην κοινωνία και την οικονομία της υπαίθρου και ζούσε απομυζώντας την αγροτιά που την περιστοίχιζε και οι κάτοικοι της ασχολούνταν με το εμπόριο  των αγροτικών προϊόντων όπως. Ήταν επίσης δικηγόροι και συμβολαιογράφοι.

Σπάνια ήταν ελεύθερη πόλη ή πόλη- κράτος. Σπάνια αποτελούσε πια βιοτεχνικό κέντρο για μια ευρύτερη αγορά ή σταθμό στη διακίνηση του διεθνούς εμπορίου και η όποια ευημερία της προερχόταν από την ύπαιθρο.

 

[viii] Και για’ αυτό άλλωστε η πρώτη σημαντική σχολή των οικονομολόγων της ηπειρωτικής Ευρώπης-οι Γάλλοι φυσιοκράτες-  θεωρούσαν αυτονόητο ότι η γη και οι πρόσοδοι της γης αποτελούσαν την μοναδική πηγή καθαρού εισοδήματος.

[ix] Οι περιοχές της Ιταλίας και της Ισπανίας  όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία εμφάνιζαν παρόμοια οικονομικά χαρακτηριστικά , μολονότι οι νομικές λεπτομέρειες του καθεστώτος των αγροτών ήταν κάπως διαφορετικές.

Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ξεπερνά κάθε φαντασία.

 

[x] Στην Ουγγαρία και την Πολωνία αντιστοιχούσε στο 1/10 περίπου του συνολικού πληθυσμού ,  στην Ισπανία  στα τέλη του 18ου αιώνα ανερχόταν  σε μισό εκατομμύριο περίπου ή το 1827 στο 10% του συνόλου των Ευρωπαίων ευγενών ενώ σε άλλες χώρες ήταν πολύ μικρότερη.

 

[xi] Σε ολόκληρη την  ηπειρωτική  Ευρώπη ο ευγενής παραγκώνιζε τους κοινωνικά κατώτερους αντιπάλους του και τους απομάκρυνε από τα  επικερδή αξιώματα τα στέμματος.

Αλλά ακόμα και εκεί όπου η σχέση έγγειας ιδιοκτησίας και άρχουσας τάξης ήταν από ορισμένες απόψεις σαφώς χαλαρή –όπως στην Γαλλία όπου ήταν σχετικά εύκολο να μπει κανείς στην τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων , ή ακόμη περισσότερο στη Βρετανία –ακόμη και εκεί η σχέση διατηρούνταν και μάλιστα είχε γίνει κάπως στενότερη.

[xii] Καλλιεργητής της γης ήταν συνηθέστερα ο λίγο πολύ ελεύθερος αγρότης με μεγαλύτερη η μικρότερη ιδιοκτησία .

Αν ήταν ενοικιαστής της γης πλήρωνε ενοίκιο(ή σε ορισμένες περιοχές, ένα μέρος της συγκομιδής του) στον γαιοκτήμονα.

Αν ήταν απόλυτος κύριος της γης του , είχε ακόμη διάφορες υποχρεώσεις προς τον τοπικό γαιοκτήμονα, καθώς και φόρους στον πρίγκιπα, την δεκάτη στην Εκκλησία, και κάποιας μορφής υποχρεωτική εργασία.

 

[xiii] Τα προϊόντα της παρέμεναν ακόμη τα παραδοσιακά ,σίκαλη, σιτάρι, κριθάρι βρώμη και στην ανατολική Ευρώπη, φαγόπυρο, βόδια , πρόβατα, αίγες, γαλακτοκομικά προϊόντα , χοίροι και πουλερικά , οπορωκηπευτικά, και κάποιες βιομηχανικές πρώτες ύλες , όπως μαλλί, λινάρι, κάνναβη για σχοινιά , κριθάρι για την μπύρα κ.α.

Η Ευρώπη συνέχιζε να τρέφεται με τα προϊόντα που παρήγε η ίδια   ενώ τα προϊόντα άλλων κλιμάτων με εξαίρεση την ζάχαρη σπάνιζαν κα και προσέγγιζαν τα όρια της πολυτέλειας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη διάδοση της πατάτας.

 

[xiv] Ο κόσμος της γεωργίας ήταν νωθρός εκτός από τον καπιταλιστικό του τομέα.

 Ο κόσμος του εμπορίου ,της βιομηχανίας και των σχετικών τεχνολογιών και πνευματικών δραστηριοτήτων ,γεμάτος αυτοπεποίθηση , ζωηρότητα και τάση για ανάπτυξη.

 

[xv] Ως το 1780, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που διατείνονταν ότι ασκούσαν κάποια ορθολογική πολιτική υπέθαλπαν την οικονομική και κυρίως τη βιομηχανική ανάπτυξη, με αποτελέσματα που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα.

 

[xvi] Οι ηγέτες της χειραφέτησης που ζητούσε ο Διαφωτισμός ήταν κυρίως τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, οι ανερχόμενοι ορθολογιστές που διακρίνονταν για τις ικανότητες τους και όχι για την ευγενική τους καταγωγή.

 

[xvii] Μια ανίσχυρη μεσαία τάξη χρειαζόταν έναν ηγεμόνα για να κάμψει την αντίσταση  που τα κατεστημένα συμφέροντα της αριστοκρατίας και του κλήρου πρόβαλλαν στην πρόοδο.

Όμως στην πράξη η απόλυτη μοναρχία δεν φάνηκε ιδιαίτερα πρόθυμη να αποδεσμευτεί από την ιεραρχία των ευγενών γαιοκτημόνων, στην οποία ανήκε και στην υποστήριξη της οποίας βασιζόταν κατά μεγάλο μέρος.

Η απόλυτη μοναρχία ανήκε στον κόσμο της  feodalité.

 

[xviii] Ο διεθνής ανταγωνισμός, δηλαδή ο πόλεμος, δοκίμαζε τις δυνατότητες του κράτους περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όταν δεν κατόρθωναν να περάσουν με επιτυχία την δοκιμασία αυτή, τα κράτη κλονίζονταν ή και κατέρρεαν.

 

[xix] Ανάπτυξη του Bristol, της Γλασκόβης, και κυρίως το Liverpool,  το μεγάλο κέντρο του δουλεμπορίου.

[xx] Το βαμβάκι  άνοιγε προοπτικές τόσο αστρονομικές ώστε  να ωθήσει τους ιδιώτες επιχειρηματίες να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της Βιομηχανικής Επανάστασης , ενώ υποσχόταν μια τόσο γρήγορη ανάπτυξη ώστε η συμμετοχή τους να γίνεται απαραίτητη.

 

[xxi] Η ζήτηση που σχετιζόταν με το βαμβάκι –για μεγαλύτερη οικοδομική και άλλη δραστηριότητα στις νέες βιομηχανικές περιοχές για μηχανήματα, για χημικές βελτιώσεις, για βιομηχανικό σχεδιασμό για ναυτιλία και για πολλές άλλες δραστηριότητες ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας ως τη δεκαετία του 1830.

Οι διακυμάνσεις των τιμών του καθόριζαν και την ισορροπία των εθνικών εμπορικών συναλλαγών.

 

[xxii] Στην αντίδραση δεν συμμετέχουν μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες –Λουδίτες (Luddites, 1811-1816) που κατέστρεφαν τις μηχανές –αλλά επίσης και οι μικροί και δυσπροσάρμοστοι επιχειρηματίες, οι μικροαστοί, καθώς και ορισμένοι ειδικοί τομείς της οικονομίας.

 

[xxiii] Στη Γαλλία για παράδειγμα οι Σαινσιμονιστές έδρασαν ως κύριοι προπαγανδιστές του είδους εκείνου της εκβιομηχάνισης που απαιτούσε μεγάλες και μακροχρόνιες επενδύσεις.

 

[xxiv] Χωρίς αμφιβολία μερικοί κερδοσκόποι και επιχειρηματίες κέρδιζαν εξαιρετικά πολλά από τους σιδηροδρόμους, αλλά όχι ο κοινός επενδυτής.

 

[xxv] Με την εξαφάνιση της μεσαιωνικής «κοινοτικής» καλλιέργειας με τους ανοιχτούς αγρούς και τα κοινά της βοσκοτόπια  ( το «κίνημα των περιφράξεων»), την εξαφάνιση της γεωργίας των μικροκαλλιεργητών με χαρακτηριστικό την αυτάρκεια, και με την κατάργηση των παλιών αντιεμπορικών τρόπων αντιμετώπισης της γης.

 

[xxvi] Ως προς την κοινωνική παραγωγικότητα, ο κοινωνικός αυτός μετασχηματισμός ήταν μια τεραστία επιτυχία.

Όμως ως προς την ταλαιπωρία των ανθρώπων ήταν μια τραγωδία που επιδεινώθηκε με τη γεωργική ύφεση μετά το 1815, η οποία οδήγησε τους φτωχούς αγρότες σε ηττοπάθεια και ανέχεια.

 

[xxvii] Καμιά δυσκολία  επίσης δεν υπήρχε επίσης σχετικά με την τεχνική των εμπορικών συναλλαγών  και των χρηματοπιστωτικών μέσων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημοσίων(τράπεζες, τραπεζογραμμάτια, συναλλαγματικές, ομολογίες, και μετοχές, διατυπώσεις και λεπτομέρειες του εξωτερικού εμπορίου και του χονδρεμπορίου, καθώς και μελέτη της αγοράς). Η Γαλλική Επανάσταση προσέφερε τους Γάλλους και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ορθολογικό και πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό για τέτοιους σκοπούς.

Στην πράξη όμως οι Βρετανοί τα κατάφεραν πολύ καλά, και μάλιστα πολύ καλύτερα από τους ανταγωνιστές τους.

 

 

[xxviii] Σε σημείο που  παραλλαγές της τρίχρωμης σημαίας να γίνουν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια πολιτική  μεταξύ 1789 και 1917  ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789 ή των πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793.

[xxix] Επαναστάσεις είχαμε στις ΗΠΑ (1776-83), στην Ιρλανδία (1782-84), στο Βέλγιο και στη Λιέγη(1789-90), στην Ολλανδία(1783-87), στη Γενεύη , ακόμα και στην Αγγλία (1779).

[xxx] Υπό την επίδρασή της πραγματοποιηθήκαν οι επαναστάσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ενώ αυτή φθάνει ως την Ινδία.

[xxxi] Χαρακτηριστική είναι η αποτυχία των μέτρων που προσπάθησε να εφαρμόσει ο φυσιοκράτης οικονομολόγος Turgot  στα πλαίσια της «φωτισμένης δεσποτείας» . Τα αποτελέσματα αυτής της αποτυχίας ήταν πιο καταστροφικά για τη μοναρχία. Δηλαδή υπήρξε μετάθεση των ελπίδων από τη φωτισμένη μοναρχία στο λαό ή το έθνος.

[xxxii] Δημιουργία τάξης των φεουδιστών.

[xxxiii] Η ιδεολογία του 1789, στην πιο γενική της μορφή ήταν η μασονική ιδεολογία που εκφράζεται στο Μαγεμένο Αυλό του Mozart (1791).

[xxxiv] «Μεγάλος Φόβος» ( Grande Peur, Τέλος Ιουλίου και αρχές Αυγούστου 1789).

[xxxv] Τα φεουδαλικά προνόμια καταργήθηκαν επίσημα , μολονότι , όταν σταθεροποιήθηκε η πολιτική κατάσταση, ορίστηκε για την εξαγορά τους πολύ υψηλή τιμή.

Ο φεουδαλισμός δεν καταργήθηκε οριστικά παρά το 1793, ενώ τμήματα της μεσαίας τάξης, φοβούμενα τις κοινωνικές συνέπειες του μαζικού ξεσηκωμού, άρχισαν να σκέπτονται ότι είχε  φτάσει η ώρα για κάποιο συντηρητισμό.

[xxxvi] Στην πραγματικότητα ήταν φαινόμενο τόσο ανίσχυρο που το όνομα του ξεχάστηκε ή τον θυμάται κανείς ως συνώνυμο του Ιακωβινισμού , από τον οποίο άντλησε την ηγεσία του κατά το έτος ΙΙ.

 

[xxxvii] Οι μαζικές θανατώσεις κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας ήταν σχετικά περιορισμένης κλίμακας: 17.000 θανατώσεις σε διάστημα 14 μηνών.

 

[xxxviii] Στις πόλεις , ο έλεγχος των τιμών και το δελτίο στα τρόφιμα ωφελούσαν τις μάζες, αλλά τις ζημίωνε το αντίστοιχο πάγωμα των μισθών.

Στην ύπαιθρο η συστηματική επίταξη τροφίμων(που πρώτοι οι Ξεβράκωτοι της πόλης είχαν υποστηρίξει) αποξένωσαν την αγροτιά.

 

[xxxix] Ο στρατός ήταν μια σταδιοδρομία όπως όλες οι άλλες που άνοιγε η αστική επανάσταση , για τα άτομα που είχαν την κλίση. Όσοι είχαν επιτυχία στο στρατό αποκτούσαν κατεστημένο συμφέρον για σταθερότητα στο εσωτερικό, όπως και κάθε άλλος αστός.

Αυτό το στοιχείο έκανε το στρατό, παρά τον εγγενή Ιακωβινισμό του, να γίνει στυλοβάτης της μεταθερμιδοριανής κυβέρνησης , και τον ηγέτη του τον  Ναπολέοντα  το κατάλληλο πρόσωπο που θα ολοκλήρωνε την αστική επανάσταση και θα εγκαινίαζε το αστικό καθεστώς.

[xl] Πράγματι, οι ΗΠΑ έκλι­ναν προς τη γαλλική πλευρά και, σε μία τουλάχιστον περίπτωση (1812-14), αναμείχθηκαν σε πόλεμο, αν όχι ως σύμμαχοι της Γαλ­λίας, τουλάχιστον στρεφόμενοι εναντίον κοινού εχθρού, των Βρετανών. Εντούτοις οι ΗΠΑ παρέμειναν ουδέτερες ως επί το πλείστον, και η διένεξη τους με τους Βρετανούς δεν χρειάζεται Ιδεολογική εξήγηση.

 

[xli] Με την ευρεία έννοια, όλα σχεδόν τα μορφωμένα, ταλαντούχα και φωτισμένα άτομα ήταν ευνοϊκά διατεθειμένα προς την Επανάσταση, τουλάχιστον ως τη δικτατορία των Ιακωβίνων, και συχνά για πολύ περισσότερο. (Μόνο αφού ο Ναπολέων είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ο Μπετόβεν ανακάλεσε την αφιέρωση της Ηρωικής στον Βοναπάρτη.) Ο αριθμός των ταλαντούχων και ιδιοφυών ατόμων που υποστήριζαν αρ­χικά την Επανάσταση μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον αριθμό των συμπαθούντων την Ισπανική Δημοκρατία της δεκαετίας του 1930, καθεστώς που έχαιρε παγκόσμιας σχεδόν επιδοκιμασίας.

[xlii] Στην Ελβετία το αριστερό στοιχείο σε ορισμένα καντόνια προτεσταντών ήταν ανέκαθεν ισχυρό, και η γοητεία που ασκούσε η Γαλλία έντονη. Κι εδώ, όπως και στο Βέλγιο, η γαλ­λική κατάκτηση συμπλήρωνε μάλλον παρά δημιουργούσε τις τοπικές επαναστατικές δυνάμεις.

[xliii] Δεν συνέβαινε το ίδιο στη δυτική Γερμανία και την Ιταλία. Η γαλ­λική εισβολή ήταν ευπρόσδεκτη στους Γερμανούς Ιακωβίνους, ιδίως στο Μainz και στις νοτιοδυτικές περιοχές, αλλά κανείς δεν ισχυριζόταν ότι τα τοπικά επαναστατικά στοιχεία είχαν καμιά ρεαλιστική πιθανό­τητα να προκαλέσουν από μόνα τους προβλήματα στις κυβερνήσεις τους.

 Στην Ιταλία, η επικράτηση του Διαφωτισμού και της μασονίας έκανε την Επανάσταση εξαιρετικά δημοφιλή στους μορφωμένους, αλλά ο τοπικός Ιακωβινισμός ήταν πιθανόν ισχυρός μονό στο Βασίλειο της Νεάπολης, όπου είχε κυριεύσει σχεδόν όλους τους «φωτισμένους» (δηλαδή αντικληρικούς) αστούς και μέρος της ανώτερης τάξης.

[xliv] Ούτε η Πολωνία ούτε η Ιρλανδία ήταν κλασικό παράδειγμα φιλοιακωβινισμού, γιατί αυτό καθαυτό το πρόγραμμα της Επανάστασης είχε εκεί μικρή απήχηση. Μεγάλη είχε σε χώρες με κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα παρόμοια με της Γαλλίας. Οι χώρες αυτές εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: κράτη όπου ο γηγενής Ιακωβινισμός είχε αρκετή πιθανότητα να ζητήσει και να λάβει πολιτική δύναμη, και κράτη που μόνο η γαλλική κατάκτηση μπορούσε να προωθήσει. Οι Κάτω Χώρες, τμήματα της Ελβετίας και ίσως ένα ή δύο ιταλικά κρατίδια ανήκουν στην πρώτη ομάδα, το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Γερμανίας και της Ιταλίας στη δεύτερη. Το Βέλγιο (οι αυστριακές Κάτω Χώρες) είχε ήδη εξεγερθεί το 1789.

[xlv] Ο Ρήγας στην Ελλάδα, κατέχει την τιμητική θέση του προδρόμου στην ιστορία του αγώνα για την εθνική ή κοινωνική απελευθέρωση της πατρίδας του. Αλλά η απουσία μαζικής υποστήριξης των απόψεων τους εκ μέρους της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, χωρίς να λογαριάσουμε την απομόνωση τους από τη μισαλλόδοξη, αναλφάβητη αγροτιά, έκανε εύκολη την κατάπνιξη του Ιακωβινισμού ακόμη και όταν, στην Αυ­στρία, τόλμησε να οργανώσει συνωμοσία.

 

[xlvi] Ουγγαρία, Πολωνία.

[xlvii] Το Βέλ­γιο προσαρτήθηκε το 1795.Οι  Κάτω Χώρες έγιναν Βαταβική Δημοκρα­τία την ίδια χρονιά και, αργότερα, βασίλειο της οικογένειας Βοναπάρ­τη. Προσαρτήθηκε η αριστερή όχθη του Ρήνου και, με την ηγεσία του Ναπολέοντα, η πρακτική των κρατών-δορυφόρων (όπως το Μέγα Δουκάτο του Berg —η σημερινή περιοχή του Ruhr— και το Βασίλειο της Βεστφαλίας) και της άμεσης προσάρτησης επεκτάθηκε και πέρα από τη νοτιοδυτική Γερμανία. Η Ελβετία έγινε Ελβετική Δημοκρατία το 1798 και τελικά προσαρτήθηκε. Στην Ιταλία ιδρύθηκε μια σειρά από δημοκρατίες— η Εντεύθεν των Άλπειων (1797), η Λιγουρική (1797), η Ρωμαϊκή (1798), η Παρθενόπειος (1798), που τελικά κατέ­ληξαν να γίνουν εν μέρει γαλλικό έδαφος, αλλά κατά κύριο λόγο κράτη-δορυφόροι (το Βασίλειο της Ιταλίας, το Βασίλειο της Νεάπολης).

[xlviii] Ένα μόνο ξένο κίνημα υπέρ των Γάλλων θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας, αν φυσικά είχε  αξιοποιηθεί αποτελεσματικά: το ιρλανδικό.

[xlix] Εκεί όπου ο αντιγαλλικός εθνικισμός δεν στηριζόταν στην τοπική αγροτική τάξη, η στρατιω­τική του σημασία ήταν αμελητέα. Ο αναδρομικός πατριωτισμός δη­μιούργησε έναν γερμανικό «απελευθερωτικό πόλεμο» στα 1813-14, αλλά μπορεί κανείς ακίνδυνα να ισχυριστεί πως, στο βαθμό που υποτί­θεται ότι βασιζόταν στη λαϊκή αντίσταση κατά των Γάλλων, δεν ήταν παρά μύθος. Στην Ισπανία ήταν ο λαός που αναχαίτισε τους Γάλλους όταν ο στρατός απέτυχε να το κάνει  στη Γερμανία ήταν ο κανονικός στρατός που τους νίκησε με εντελώς ορθόδοξο τρόπο.

[l] Ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τον κύριο ανταγωνιστή τους στο δρόμο για την απόκτηση ολοκληρωτικής υπεροχής στις εμπορικές συναλλαγές στις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς και πλήρους ελέγχου των αγορών στις αποικίες και το εξωτερικό, ενέρ­γεια που με τη σειρά της θα σήμαινε έλεγχο των διεθνών υδάτων. Στην πραγματικότητα, με τους πολέμους πέτυχαν κάτι που πλησίαζε κατά πολύ το στόχο τους.

[li] Αυτή η πολιτική ήταν από μόνη της αρκετή για να εξασφαλίσει στους Γάλλους κάποιους ενδεχόμενους συμμάχους, γιατί όλες οι ναυτι­κές εμπορικές και αποικιοκρατικές χώρες την έβλεπαν με υποψία ή εχθρότητα. Στην πραγματικότητα, η συνήθης στάση τους ήταν στάση ουδετερότητας, γιατί τα πλεονεκτήματα του να εμπορεύεται κανείς ελεύθερα σε καιρό πολέμου είναι σημαντικά η τάση όμως των Βρετα­νών να αντιμετωπίζουν την ουδέτερη ναυτιλία (αρκετά ρεαλιστικά) ως δύναμη που βοηθούσε τους Γάλλους μάλλον παρά τους ίδιους οδήγησε κατά καιρούς τις δυνάμεις αυτές σε συγκρούσεις, μέχρις ότου η πολι­τική του αποκλεισμού που άσκησε η Γαλλία μετά το 1806 τους ώθησε προς την αντίθετη κατεύθυνση

[lii] Ήταν καλοί κουρσάροι και καταδρο­μείς, αλλά δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν την έλλειψη επαρκώς εκ­παιδευμένων ναυτών και, προπάντων, ικανών αξιωματικών, που είχαν αποδεκατιστεί από την Επανάσταση, μια και προέρχονταν κατά μεγάλο μέρος από τη φιλοβασιλική ανώτερη τάξη της Νορμανδίας και της Βρετάνης, που δεν μπορούσε να «ξαναδημιουργηθεί» γρήγορα. Σε έξι μείζο­νες και οκτώ ήσσονες ναυτικές συγκρούσεις Βρετανών και Γάλλων, οι απώλειες των Γάλλων σε έμψυχο υλικό ήταν περιττού δεκαπλάσιες από των Βρετανών.

[liii] Το 1796 η ονομαστή ιταλική εκστρατεία του Ναπολέοντα τους χάρισε ολόκληρη την Ιταλία και διέσπασε την πρώτη συμμαχία εναντίον της Γαλλίας. Το εκστρατευτικό σώμα του Ναπολέοντα στη Μάλτα, την Αίγυπτο και τη Συρία (1797-99) αποκό­πηκε από τη βάση του από τη ναυτική δύναμη των Βρετανών και, στην απουσία του, η δεύτερη συμμαχία έδιωξε τους Γάλλους από την Ιταλία και τους απώθησε στη Γερμανία. Η ήττα των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελβετία (μάχη της Ζυρίχης, 1799) έσωσε τη Γαλλία από την εισβολή, και λίγο μετά την επιστροφή και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα οι Γάλλοι άρχισαν πάλι την επίθεση. Ως το 1801 είχαν ήδη επιβάλει ειρήνη στους υπόλοιπους ηπειρωτικούς συμμάχους, ενώ το 1802 την επέβαλαν ακόμη και στους Βρετανούς. Έκτοτε, η γαλλική υπεροχή στις περιοχές που είχαν κατακτηθεί ή τεθεί υπό έλεγχο στα 1794-98 παρέμεινε αναμφισβήτητη.

[liv] Μετά τη ναυμαχία του Trαfalgar (1805), χάθηκε κάθε πιθανότητα όχι μόνο εισβολής στη Βρετανία αλλά και διατήρησης επαφών στο εξω­τερικό. Δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος τρόπος να ηττηθεί η Βρετανία παρά μόνο η οικονομική πίεση, την οποία ο Ναπολέων επιχείρησε να ασκήσει αποτελεσματικά με τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό (1806).

[lv] Ο Ναπολέων δεν ηττήθηκε τόσο από τον ρωσικό χειμώνα όσο από την αδυναμία του να εξασφαλίσει επαρκή εφοδιασμό για τη Μεγάλη Στρατιά του. Η υποχώρηση από τη Μόσχα κατάστρεψε το στρατό. Από τους 610.000 άνδρες που κάποια στιγμή είχαν περάσει τα ρωσικά σύνορα, μόνο 100.000 περίπου επέστρεψαν.

[lvi] Το χαρακτηριστικό σύγχρονο κράτος, που ήταν σε εξέλιξη για αρκετούς αιώνες, είναι μια περιοχή εδαφικά συνεκτική και ενιαία, με αυστηρά καθορισμένα σύνορα. Κυβερνιέται από ενιαία κυρίαρχη αρχή και σύμφωνα με ενιαίο θεμελιώδες σύστημα διοίκησης και δίκαιου. Από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι το κράτος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα ενιαίο «έθνος» ή γλωσσική ενότητα, αλλά στο στάδιο αυτό δεν ίσχυε ακόμη κάτι τέτοιο.

Υπήρχαν εδάφη στο εσωτερικό ενός κράτους που είχαν, για ιστορικούς λόγους, εξάρτηση από άλλον άρχοντα σε άλλο κράτος και, συνεπώς, με σημερινή ορολογία, βρίσκονταν σε διπλή επικυριαρχία. Ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες του ίδιου κράτους υπήρχαν «σύνορα» με τη μορφή τελωνειακών φραγμών.

[lvii] Τα κατάλοιπα αυτά μιας πρώιμης εποχής  χάθηκαν.

[lviii] Σε όλα αυτά τα εδάφη (εκτός ίσως από το Μέγα Δουκάτο της Βαρσοβίας) οι θεσμοί της Γαλλικής Επανάστα­σης και της ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας εφαρμόζονταν αυτόματα ή αποτελούσαν τα προφανή πρότυπα για την τοπική διοίκηση: ο φεουδαλι­σμός καταργήθηκε επισήμως, εφαρμόστηκαν οι γαλλικοί νομικοί κώδι­κες κτλ. Ο χαρακτήρας των μεταβολών αυτών αποδείχτηκε πολύ ορι­στικότερος από τις μετατοπίσεις των συνόρων. Έτσι, ο Αστικός Κώδι­κας του Ναπολέοντα παρέμεινε ή έγινε για άλλη μια φορά το θεμέλιο του τοπικού δικαίου στο Βέλγιο, στη Ρηνανία (ακόμη και όταν αυτή επεστράφη στην Πρωσία) και στην Ιταλία. Ο φεουδαλισμός, από τη στιγμή που καταργήθηκε επίσημα, πουθενά δεν καθιερώθηκε ξανά. — Εφόσον ήταν φανερό στους ευφυείς πολέμιους της Γαλλίας ότι είχαν ηττηθεί από την υπεροχή ενός νέου πολιτικού συστήματος ή, πάντως, από τη δική τους αδυναμία να υιοθετήσουν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις, οι πόλεμοι προκάλεσαν μεταβολές όχι μόνο μέσω της γαλλικής κατά­κτησης αλλά και μέσω της αντίδρασης σ’ αυτήν.

[lix] Ακόμη και το άκρως αντιδραστικό βασίλειο της Νεάπολης δεν καθιέρωσε ξανά το φεουδαλισμό από την εποχή που τον κατάργησαν οι Γάλλοι.

[lx] Η κύρια έξαρση του λιμού ήταν μετά τους πολέμους, στα 1816-17. Οι στρατιωτικές εκστρατείες ήταν σύντομες και αιφνίδιες και τα όπλα —σχετικά ελαφρύ και ευκίνητο πυροβολικό— όχι πολύ καταστρεπτικά με τα σύγχρονα μετρά. Οι πολιορκίες δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Η φωτιά ήταν ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα κτίσματα και τα μέσα παραγωγής, και τα μικρά σπίτια ή τα αγροκτήματα εύκολα ξανα­χτίζονταν. Η μόνη υλική καταστροφή που είναι πραγματικά δύσκολο να αποκατασταθεί γρήγορα σε μια προβιομηχανική οικονομία είναι η ζημία στην ξυλεία και στους οπωρώνες ή τους ελαιώνες, που παίρνουν χρόνια να αναπτυχθούν αλλά δεν φαίνεται να έγιναν πολλές καταστρο­φές στον τομέα αυτό.

[lxi]. «Η Γαλλική Επανάστα­ση», είχε παρατηρήσει ο de Bonald το 1796, «είναι ένα μοναδικό γεγο­νός στην ιστορία».   Η φράση είναι παραπλανητική: ήταν ένα οικουμε­νικό γεγονός. Καμιά χώρα δεν έμεινε ανεπηρέαστη απ’αυτό. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εκστράτευαν από την Ανδαλουσία ως τη Μόσχα, από τη Βαλτική ως τη Συρία —σε έκταση μεγαλύτερη από κάθε άλλο σώμα κατακτητών από την εποχή των Μογγόλων, και οπωσδήποτε μεγαλύ­τερη από οποιαδήποτε προηγούμενη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη εκτός των Σκανδιναβών του Μεσαίωνα— έκαναν αισθητή την οικουμε­νικότητα της επανάστασης τους πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδή­ποτε άλλο θα μπορούσε να τη μεταδώσει.  Και τα δόγματα και οι θεσμοί που έφερναν μαζί τους, ακόμη και με την ηγεσία του Ναπολέο­ντα, από την Ισπανία ως την Ιλλυρία, ήταν οικουμενικά δόγματα, όπως γνώριζαν οι κυβερνήσεις και όπως σύντομα θα μάθαιναν και οι λαοί.

 [lxi] Περιέργως, λίγες μόνο από αυτές οφείλονται πράγματι στον εχθρό. Μόνο ένα 6 ή 7% των Βρετανών ναυ­τών που έχασαν τη ζωή τους ανάμεσα στο 1793 και το 1815 υπέκυψαν  από χτυπήματα των Γάλλων το 80% έχασε τη ζωή του από ασθένειες ή ατυχήματα. Ο θάνατος στο πεδίο της μάχης ήταν μικρό μόνο ρίσκο μόνο. Ο πραγμα­τικά τρομακτικός κίνδυνος του πολέμου ήταν η ολιγωρία, η βρώμα, η κακή οργάνωση, οι ανεπαρκείς ιατρικές υπηρεσίες και η άγνοια στα θέματα υγιεινής που μάστιζαν τους πληγωμένους, τους αιχμαλώτους και, σε πρόσφορες κλιματικές συνθήκες (όπως στις τροπικές περιοχές), όλο σχεδόν τον κόσμο.

[lxii] Με τα μέτρα του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι ήταν άνευ προηγουμένου δαπανηροί, και μάλιστα το κόστος τους σε χρήμα εντυπωσίαζε τους συγχρόνους ίσως περισσότερο από το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές. Ασφαλώς, η μείωση που σημείωσε η οικονομική επιβάρυνση του πολέμου στη μετά το Βατερλό γενιά ήταν  πολύ πιο εντυπωσιακή από τη μείωση σε ανθρώπινο κόστος: υπολογίζε­ται ότι, ενώ οι πόλεμοι μεταξύ 1821 και 1850 εστοίχιζαν κάθε χρόνο λιγότερο από το 10% του αντίστοιχου πόσου για την περίοδο 1790-1820, ο ετήσιος μέσος ορός των νεκρών του πολέμου παρέμενε μόλις μικρότερος από το 25% της προηγουμένης περιόδου. Η παραδοσιακή μέθοδος για να πληρωθεί το κόστος αυτό  ήταν ένας συνδυασμός νομισματικού πληθωρισμού (η έκδοση νέων νομισμάτων για να πληρω­θούν οι λογαριασμοί της κυβέρνησης), δανείων και ελάχιστης ειδικής φορολογίας, μια και οι φόροι προκαλούσαν λαϊκή δυσαρέσκεια και πολιτικά προβλήματα. Αλλά οι εξαιρετικές οικονομικές απαιτήσεις και οι συνθήκες των πόλεων κατάργησαν ή μετασχημάτισαν τα παραδο­σιακά αυτά μέσα.

 

[lxiii] Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η ευκολία με την οποία, μπορούσαν να τυπωθούν κομμάτια χαρτί για να πληρωθούν οι κυβερνητικές υπο­χρεώσεις αποδείχτηκε ακαταμάχητη.

[lxiv] Ξέρουμε ότι πράγματι η πολεμική περίοδος έδωσε απότομη ανοδική ώθηση στο αργά αυξανόμενο επίπεδο τιμών του 18ου αιώνα, σε όλες τις χώρες, μολονότι αυτό εν μέρει οφειλόταν σε νομισματικές υπο­τιμήσεις. Το γεγονός αυτό καθαυτό προϋποθέτει ή απεικονίζει κάποια ανακατανομή στο εισόδημα, ανακατανομή με οικονομικές συνέπειες, π.χ. από τους μισθωτούς στους επιχειρηματίες (μια και οι μισθοί αυξά­νονται συνήθως με βραδύτερο ρυθμό απ’ ότι οι τιμές), από τις βιομηχα­νίες προς τη γεωργία, που ανέκαθεν επωφελούνταν από τις υψηλές τιμές της πολεμικής περιόδου.

[lxv] Μολονότι η οικονομία της χώρας προόδευσε σημαντικότατα την εποχή του Ναπο­λέοντα, η πρόοδος αυτή δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την ύφεση και την έλλειψη ώθησης στη δεκαετία του 1790. Για τους Βρετανούς η α­πάντηση είναι λιγότερο προφανής, γιατί η ανάπτυξη τους ήταν εκπλη­κτική· το μόνο ερώτημα είναι κατά πόσο, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, θα αναπτύσσονταν ακόμη ταχύτερα. Η γενικά αποδεκτή απάντηση σήμε­ρα είναι ότι πράγματι αυτό θα γινόταν. Για τις άλλες χώρες το ερώτημα είναι γενικά μικρότερης σημασίας, γιατί η οικονομική ανάπτυξη ήταν αργή ή αμφιρρεπής, όπως σε μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας των Αψ­βούργων, και ο ποσοτικός αντίκτυπος του πολέμου ήταν σχετικά μικρός. Ασφαλώς τέτοιου είδους διαπιστώσεις θεωρούν ως δεδομένο το αναπόδεικτο. Ακόμη και οι ίδιοι οι καθαρά οικονομικοί πόλεμοι των Βρετα­νών τον 17ο και τον 18ο αιώνα θα προήγαν την ανάπτυξη και θα έδιναν κάποια τόνωση στην οικονομία μονό με νίκη δηλαδή με το να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές τους και να κατακτήσουν νέες αγορές. Το «κόστος» σε α­ποδιοργάνωση, εκτροπή πόρων κτλ. αντισταθμιζόταν με το «κέρδος» τους, που απεικονιζόταν στην κατάσταση των εμπόλεμων ανταγωνι­στών μετά τον πόλεμο. Με τα μέτρα αυτά, οι πόλεμοι του 1793-1815 «έβγαλαν σαφώς τα έξοδα τους».

[lxvi] Από άποψη βιομηχανικού ή εμπορικού δείκτη, η Βρετανία προηγούνταν κα­τά πολύ περισσότερο όλων των άλλων κρατών (με πιθανή εξαίρεση τις ΗΠΑ) απ’ ότι το 1789. Αν πιστέψουμε ότι ο προσωρινός αποκλεισμός των αντιπάλων της και η ουσιαστική μονοπώληση των θαλασσών και των αποικιακών αγορών ήταν βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω εκ­βιομηχάνιση της Βρετανίας, τότε η τιμή που πλήρωσε γι' αυτό ήταν μι­κρή. Αν ισχυριστεί κανείς ότι, ήδη το 1789, η Βρετανία είχε ξεπερά­σει τόσο τους άλλους ώστε δεν χρειαζόταν ένας μακρύς πόλεμος για να εξασφαλιστεί η οικονομική της υπεροχή, μπορούμε πάλι να πούμε ότι δεν ήταν υπερβολικό το τίμημα που πλήρωσε για να υπερασπίσει αυτήν ακριβώς την πρωτοπορία της έναντι της απειλής των Γάλλων να ανα­κτήσουν με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα το έδαφος που είχαν χάσει στον οικονομικό ανταγωνισμό.

[lxvii] «Στο σημερινό στάδιο της κοινωνικής ασθένειας στην Ευρώπη», έλεγε ο βασι­λιάς Λεοπόλδος των Βέλγων  έπ’ ευκαιρία μιας μετέπειτα κρίσης, «θα ήταν ανήκουστο να εξαπολυθεί [...] ένας γενικός πόλεμος. Ένας τέ­τοιος πόλεμος [...] θα προκαλούσε ασφαλώς σύγκρουση αρχών [και], απ’ όσο ξέρω  την Ευρώπη, πιστεύω ότι η σύγκρουση αυτή θα άλλαζε τη μορφή της και θα ανέτρεπε ολόκληρη τη δομή της».

[lxviii] Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που την απειλούσε τόσο η εσωτερική διάλυση όσο και οι φιλοδοξίες των Μεγάλων Δυνάμεων που ανταγωνίζονταν η μια την άλλην (κυρίως της Βρετανίας, της Ρωσίας και, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλλίας) έκανε το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα» μια μόνιμη αιτία κρίσης. Στη δεκαετία του 1820 ανέκυψε ξανά με αφορμή την Ελλάδα, στα 1831  εξαιτίας της Αιγύπτου και, μολονότι καταλάγιασε μετά από μια ιδιαί­τερα οξεία σύγκρουση στα 1839-41, διατήρησε τη δυνάμει εκρηκτικό­τητα του. Η Βρετανία και η Ρωσία είχαν κακές σχέσεις λόγω της  Εγγύς Ανατολής και της ουδέτερης μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων  ζώνης στην Ασία. Η Γαλλία κάθε άλλο παρά είχε αποδεχτεί τη θέση της, τόσο μετριότερη από αυτήν που κατείχε πριν από το 1815.

[lxix] Ο Ταλλεϋράνδος, ο υπεύθυνος για τη γαλλική εξωτερική πολιτική από το 1814 ως το 1835, παραμένει το πρότυπο του Γάλλου διπλωμάτη ως σήμερα. Ο Castlereagh, ο George Canning και o Λόρδος Palmerston, που διετέλεσαν υπουργοί Εξωτερικών της Βρετανίας στα 1812-22 και 1822-27 αντίστοιχα, καθώς και όλες οι μη συν­τηρητικές κυβερνήσεις από το 1830 ως το 1852, έχουν αποκτήσει — εσφαλμένα και αναδρομικά— ανάστημα γιγάντων της διπλωματίας. Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας από την ήττα του Ναπολέοντα ως τη δική του ανατροπή το 1848, δεν θεωρείται στις μέρες μας ως άκαμπτος εχθρός κάθε αλλαγής, όπως παλιότερα, αλλά μάλλον ως συνετός φύλακας της σταθερότητας. Εντούτοις, ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να εντοπίσει στη Ρωσία του Αλεξάνδρου Α' (1801-25) και του Νικολάου Α' (1825-55), καθώς και στη συγκριτικά ήσσονος σημασίας Πρωσία της περιόδου που μας απασχολεί, υπουργούς Εξωτερικών που μπορεί να θεωρηθούν ως πρότυπα.

[lxx] Τα σύνορα της ηττημένης χώρας ήταν ελα­φρώς καλύτερα απ’ ότι το 1789, η χρηματική αποζημίωση δεν ήταν παράλογη, η κατοχή από τα ξένα στρατεύματα σύντομη, και ως το 1818 η Γαλλία είχε γίνει ξανά δεκτή ως πλήρες μέλος στην «Ευρω­παϊκή Συμφωνία». (Αν ο Ναπολέων δεν είχε ανεπιτυχώς επιστρέψει το 1815, οι οροί αυτοί θα ήταν ακόμη πιο μετριοπαθείς.) Η παλινόρ­θωση των Βουρβόνων ήταν γεγονός, αλλά είχε πια γίνει αντιληπτό ότι έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις στο επικίνδυνο πνεύμα των υπηκόων τους. Οι σημαντικότερες αλλαγές που έφερε η Επανάσταση έγιναν δεκτές, και παραχωρήθηκε η εμπρηστική αυτή επινόηση που λέγεται σύνταγμα —με άκρως μετριοπαθή μορφή φυσικά— ως Καταστατικός Χάρτης που, δήθεν, «παραχώρησε ελεύθερα» μετά την επιστροφή του ο απόλυτος μονάρχης Λουδοβίκος ΙΗ'.

[lxxi] Δια­τήρησε τη Μάλτα, τα Ιόνια Νησιά και την Ελιγολάνδη, παρακολου­θούσε με προσοχή τα πράγματα της Σικελίας και ωφελήθηκε εμφανώς από το πέρασμα της Νορβηγίας από τα χέρια της Δανίας στη Σουηδία,  γεγονός που απέτρεπε τον κίνδυνο να ελέγχεται η είσοδος στη Βαλτική από ένα και μόνο κράτος· ωφελήθηκε από την ένωση Ολλανδίας και Βελγίου (των πρώην αυστριακών Κάτω Χωρών), ένωση που έθεσε τις εκβολές του Ρήνου και του Scheldt στα χέρια ενός κράτους ακίνδυνου, αλλά αρκετά ισχυρού —ιδίως με τη συνδρομή των φρουρίων στο νότο— ώστε να αντιστέκεται στην πασίγνωστη επιθυμία των Γάλλων να απο­κτήσουν το Βέλγιο. Και οι δυο αυτές διευθετήσεις δεν άρεσαν καθόλου στους Βέλγους και τους Νορβηγούς, και η δεύτερη άλλωστε διήρκεσε μόνο ως την επανάσταση του 1830. Μετά από κάποιες γαλλοβρετανικές προστριβές, αντικαταστάθηκε από ένα μικρό, μόνιμα ουδέτερο βα­σίλειο με ηγεμόνα πρίγκιπα της εκλογής των Βρετανών.

[lxxii] Με την απόκτηση της Φινλανδίας (εις βάρος της Σουηδίας), της Βεσσαραβίας (εις βάρος της Τουρκίας) και του μεγαλύτερου μέρους της Πολωνίας.

[lxxiii] Η Πρωσία, εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των Βρετανών να αποκτήσουν αρκετά μεγάλη δύναμη στη Δυτική Γερμανία, μια περιοχή που οι ηγεμονίες της είχαν από καιρό δείξει την τάση να συν­τάσσονται με τη Γαλλία ή να δέχονται γαλλική κυριαρχία, απέκτησε τη Ρηνανία, τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες της οποίας δεν έλαβαν υπόψη οι αριστοκράτες διπλωμάτες. Η Πρωσία εκμεταλλεύ­τηκε επίσης τη διαμάχη Βρετανίας-Ρωσίας για το θέμα της υπερβολι­κής, κατά τους Βρετανούς, ρωσικής επέκτασης στην Πολωνία. Το τελικό αποτέλεσμα των πολύπλοκων διαπραγματεύσεων, διανθισμένων με απειλές πολέμου, ήταν ότι η Πρωσία παραχώρησε στη Ρωσία μέρος των πολωνικών της εδαφών, αλλά αντί αυτών καρπώθηκε το ήμισυ της πλούσιας και βιομηχανικής Σαξονίας. Από εδαφική και οικονομική άποψη, η Πρωσία κέρδισε περισσότερα από κάθε άλλη δύναμη με το δια­κανονισμό του 1815, και στην πραγματικότητα έγινε για πρώτη φορά μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη από άποψη πραγματικών πόρων, μολο­νότι οι πολιτικοί αντιλήφθηκαν σαφώς τη διάσταση αυτή μόνο στη δεκαετία του 1860

[lxxiv] Η «Ευρωπαϊκή Συμφωνία» —άλλος ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά  τότε— δεν αντιστοιχούσε στα σημερινά Ηνω­μένα Έθνη, αλλά μάλλον στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφα­λείας του ΟΠΕ.

[lxxv] Η Ρωσία, παρά την αντιπάθεια της για τις επαναστάσεις, δεν μπορούσε να μην επωφεληθεί από το κίνημα ενός ορθόδοξου λάου που αποδυνάμωνε τους Τούρκους και έπρεπε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ρωσική βοήθεια. (Επιπλέον, είχε δικαίωμα από προηγούμενη συνθήκη να παρεμβαίνει στην  Τουρκία για την προστασία των ορθόδοξων χριστιανών.) Ο φόβος για  μονομερή ρωσική επέμβαση, η φιλελληνική πίεση, τα οικονομικά συμ­φέροντα και η γενική πεποίθηση ότι η διάλυση της Τουρκίας δεν μπορούσε να αποτραπεί, αλλά μπορούσε το πολύ πολύ να οργανωθεί, οδήγησε τελικά τους Βρετανούς από την εχθρότητα στην ουδετερότητα και, τέλος, σε μια ανεπίσημη επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Η Ελλάδα κέρδισε έτσι την ανεξαρτησία της (1829), με τη βοήθεια τόσο της  Ρωσίας όσο και της Βρετανίας. Αλλά η μονιμότητα του διακανονισμού του 1815, το σύστημα των συνεδρίων και η αρχή της κατάπνιξης κάθε επα­νάστασης είχαν πια καταρρεύσει.

[lxxvi] Μόνο η Γαλλία ήταν «δυσαρεστημένη» Δύναμη και είχε τη δυνατότητα να διασπά τη σταθερή διεθνή τάξη. Αλλά  αυτό η Γαλλία μπορούσε να το κάνει μόνο υπό τον  όρο να κινητοποι­ήσει για άλλη μια φορά τις επαναστατικές δυνάμεις του Ιακωβινισμού στο εσωτερικό της και τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού και του εθνικι­σμού στο εξωτερικό. Διότι από την άποψη του ορθόδοξου ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων είχε καίρια αποδυναμωθεί. Ποτέ ξανά δεν θα ήταν σε θέση, όπως τον καιρό του Λουδοβίκου ΙΔ' ή της Επανά­στασης, να πολεμήσει με ίσους όρους ενάντια σε συνασπισμό δύο ή περισ­σότερων Μεγάλων Δυνάμεων, βασισμένη μόνο στον δικό της πληθυσμό.

Επίσης , ο Ιακωβινισμός  ήταν πολύ μεγάλο τίμημα για οποιαδήποτε γαλλική κυβέρνηση που θα ήθελε να ικανοποιήσει τις διεθνείς της φιλο­δοξίες. Το 1830, και ξανά το 1848, όταν η Γαλλία ανέτρεψε το καθε­στώς της και ο απολυταρχισμός σε άλλες χώρες κλονίστηκε ή και  κατέρρευσε εντελώς, οι Δυνάμεις έτρεμαν από το φόβο τους

[lxxvii] Περιοχών όπως το νότιο άκρο της Αφρικής (που το πήραν από τους Ολλανδούς κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων), η Κεϋλάνη, η Σιγκαπούρη (που ιδρύθηκε την περίοδο αυτή) και το Χονγκ-Κονγκ.

[lxxviii] Η εξαίρεση ήταν η Ινδία και ότι αφορούσε τον έ­λεγχο της. Έπρεπε να κρατήσουν την Ινδία πάση θυσία, όπως άλλω­στε συμφωνούσαν και οι πιο φανατικοί αντιαποικιοκράτες .

[lxxix] Οι Βρετανοί την κατάργησαν στις αποικίες τους —κυρίως στις Δυτικές Ινδίες— το 1834, μολονότι γρήγορα επιχείρησαν να την υποκαταστήσουν, εκεί όπου επιβίωνε με τις φυτείες ή μεγάλης κλίμακας γεωργία, με την ει­σαγωγή συμβασιούχων εργατών από την Ασία. Οι Γάλλοι δεν κατάρ­γησαν ξανά τη δουλεία επισήμως παρά με την επανάσταση του 1848. Το 1848 η δουλεία υπήρχε ακόμη στον κόσμο σε πολύ μεγάλη έκταση, και συνεπώς υπήρχε και (παράνομο) δουλεμπόριο.

[lxxx] Η Ασία και η Αφρική παρέμεναν ακόμη απρόσβλητες. Έτσι οι πρώτες σημαντικές επαναστάσεις της Ασίας, η «Ινδική Στάση» και η «Εξέγερση των Ταϊπίνγκ» (στην Κίνα), ξέσπασαν μόνο στη δεκαετία του 1850.

[lxxxi] Οι Η.Π.Α αναγνώρισαν σχε­δόν αμέσως την πιο σημαντική από τις νέες πολιτείες, λίγο μετά την αναγνώρισαν και οι Βρετανοί, φροντίζοντας να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες μαζί της, και οι Γάλλοι το έκαναν κατ’ ουσία πριν λήξει η δεκαετία του 1820.

[lxxxii] Αυτή η περίοδος είναι ίσως η μόνη στη σύγχρονη ιστορία που τα πολιτικά γεγονότα στη Βρετανία ήταν παράλληλα με της ηπειρωτικής Ευρώπης, σε σημείο που δεν ήταν απίθανο να ξεσπάσει κάποιας μορφής επανάσταση το 1831-32, αν έλειπαν οι ανασχέσεις τόσο του κόμματος των Ουίγων όσο και των Τόρηδων.

[lxxxiii] Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστι­κή» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστο­κρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα.

[lxxxiv] Στην ιστορία της εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, στην ιστο­ρία των μεταναστευτικών ρευμάτων, κοινωνικών και γεωγραφικών, στην ιστορία των τεχνών και των ιδεολογικών ρευμάτων, το 1830 κατέχει την πρώτη θέση. Στη Βρετανία, και τη δυτική Ευρώπη γενικά, αποτελεί την αρχή δεκαετιών κρίσης στην ανάπτυξη της νέας κοινω­νίας, που ολοκληρώθηκαν με την ήττα των επαναστάσεων του 1848, και μετά, το 1851, με το γιγαντιαίο οικονομικό άλμα.

[lxxxv] Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σπο­ραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία.

[lxxxvi] Αντιστοιχούσαν στις τρεις κύριες ροπές της μετά το 1815 αντιπολίτευσης δηλαδή τη μετριο­παθή φιλελεύθερη (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση των ανώτερων αστικών τάξεων και της φιλελεύθερης αριστοκρατίας), τη ριζοσπαστική-δημοκρατική (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση της κατώτερης αστικής τάξης, μέρους των νέων βιομηχάνων, των διανοουμένων και των δυσαρεστημένων της ανώτερης τάξης) και τη σοσιαλιστική (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση των φτωχών εργαζόμενων ή των νέων βιο­μηχανικών εργατικών τάξεων). Ετυμολογικά, άλλωστε, όλοι αυτοί οι όροι εκφράζουν το διεθνισμό της περιόδου. Έτσι ο όρος «φιλελεύθερος» (Liberal) έχει γαλλοϊσπανική προέλευση, ο όρος «ριζοσπαστικός» βρετανική, ο όρος «σοσιαλιστικός» αγγλογαλλική. Ο όρος «συντηρητι­κός» (conservative) έχει εν μέρει επίσης γαλλική προέλευση που είναι άλλη μια απόδειξη της εξαιρετικά στενής σχέσης των πολιτικών διεργασιών στη Βρετανία και την άλλη Ευρώπη την εποχή του Μεταρρυθμιστικού Νομοσχεδίου (Reform Bill). Πηγή έμπνευσης της πρώτης τάσης (του φιλελευθερισμού) ήταν η Επανάσταση του 1789-91. Το πολιτικό ιδεώδες της θύμιζε τη βρετανική συνταγματική μοναρχία με κοινοβου­λευτικό σύστημα βασισμένο στην ιδιοκτησία, και επομένως ολιγαρχικό, το οποίο είχε εισαχθεί με το Σύνταγμα του 1791 και, όπως είδαμε, έγινε ο καθιερωμένος τύπος συντάγματος στη Γαλλία, τη Βρετανία και το Βέλγιο μετά το 1830-32. Πηγή έμπνευσης της δεύτερης τάσης (του ριζοσπαστισμού) θα λέγαμε πως ήταν η Επανάσταση του 1792-93, ενώ το πολιτικό ιδεώδες της, μια αβασίλευτη δημοκρατία με κλίση προς ένα «κράτος πρόνοιας» και κάποια εχθρότητα για τους πλούσιους, αντιστοιχεί στο ιδανικό σύνταγμα των Ιακωβίνων του 1793. Αλλά καθώς οι κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν τη ριζοσπαστική δημοκρατία ήταν ένα συγκεχυμένο και ανομοιογενές σύνολο, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια και το πρότυπο του ως προς τη Γαλλική Ε­πανάσταση. Το συνέθεταν στοιχεία από αυτό που το 1792-93 θα μπο­ρούσε να λέγεται Γιρονδινισμός, Ιακωβινισμός, ακόμη και Σανκιλοτισμός, αν και ίσως το εξέφραζε καλύτερα ο Ιακωβινισμός του Συντάγματος του 1793. Πηγή έμπνευσης της τρίτης τάσης (του σοσιαλισμού) ήταν η Επανάσταση του Έτους II και οι εξεγέρσεις μετά τον Θερμιδόρ, προπάντων η Συνωμοσία των Ίσων του Babeuf, αυτή η σημαντική εξέ­γερση των αδιάλλακτων Ιακωβίνων και των πρώιμων κομουνιστών που σημαδεύει τη γέννηση της σύγχρονης κομουνιστικής παράδοσης στην πολιτική. Ήταν γέννημα του Σανκιλοτισμού και της αριστερής πτέρυγας του Ροβεσπιερισμού, μολονότι αντλούσε από τον πρώτο λίγα μόνο στοιχεία, εκτός από το έντονο μίσος για τις μεσαίες τάξεις και τους πλουσίους. Από πολιτική άποψη, το επαναστατικό πρότυπο του Babeuf ήταν η παράδοση του Ροβεσπιέρου και του Saint-Just.

[lxxxvii] Όπού εμφανίστηκε μια ανεξάρτητη προλεταριακή τάση στην πολιτική και την ιδεολογία υπό την αιγίδα του «συνεταιρισμού» του Owen, γύρω στο 1830. Το μεγαλύτερο μέρος των δυσαρεστημένων μαζών εκτός Βρε­τανίας δεν ήταν ακόμη πολιτικά συνειδητοποιημένο, ή ήταν φαινομε­νικά υπέρ της νομιμότητας και του κλήρου, προβάλλοντας σιωπηρή δια­μαρτυρία ενάντια στη νέα κοινωνία που φαινόταν να φέρνει μόνο τη συμ­φορά και το χάος. Επομένως, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, η πολιτική αντιπολίτευση στην ηπειρωτική Ευρώπη περιοριζόταν σε μικρές ομάδες των πλούσιων ή των μορφωμένων, που εξακολουθούσαν να ταυτίζονται.

[lxxxviii] Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβλη­θεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση και αυτή είναι ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνι­σμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυαρίθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία.

 

[lxxxix] Οι αδελφότητες αυτές, με υπερβολικά τονισμένο τελετουργι­κό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μι­μούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου. Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητας της ήταν η αδελφότητα των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασο­νικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομά­δες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλα τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη —όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825 αλλά ιδίως στην Ελλάδα.

Από  ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες  ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή  για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες και ανάμεσα τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf επειδή  ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν  περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti,  ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης  αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότερων «αδελφών» και «εξαδέλφων».

 

[xc] Επιδεικνύοντας κάθε άλλο παρά μαζική αδράνεια, το Παρίσι του Ιουλίου 1830 ύψωνε όλο και περισσότερα οδοφράγματα, σε περισ­σότερα σημεία από κάθε άλλη εποχή στο παρελθόν και στο μέλλον. Η δεύτερη συνέπεια ήταν ότι, με την πρόοδο του καπιταλι­σμού, ο «λαός» και οι «φτωχοί εργαζόμενοι» —δηλαδή αυτοί που έχτι­ζαν οδοφράγματα— άρχισαν όλο και περισσότερο να ταυτίζονται με το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο ως «εργατική τάξη». Εμφανίστηκε λοι­πόν ένα προλεταριακό-σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα.

[xci] Ο μετριοπαθής φιλελευθερισμός θριάμβευσε στη Γαλλία, τη Βρετανία και το Βέλγιο. Ο φιλελευθερισμός (ενός ριζοσπαστικότερου τύπου) δεν θριάμβευσε ολότελα στην Ελβετία και την Ιβηρική Χερσόνησο, όπου φιλελεύθερα και αντιφιλελεύθερα Καθολικά κινήματα με λαϊκή βάση συγκρούονταν μεταξύ τους· ωστόσο η Ιερά Συμμαχία δεν μπορούσε πια να επέμβει στις περιοχές αυτές, όπως επενέβαινε ακόμη παντού, στα ανατολικά του Ρήνου. Στον πορτογαλικό και ισπανικό εμφύλιο πόλεμο της δεκαε­τίας του 1830, οι απολυταρχικές και οι μετριοπαθείς φιλελεύθερες δυνάμεις υποστήριζαν η καθεμιά την παράταξη που την εξέφραζε, μολο­νότι οι φιλελεύθερες παρείχαν μια κάπως ενεργητικότερη συνδρομή. Συμμετείχαν επίσης και μερικοί ξένοι ριζοσπάστες εθελοντές και συμπαθούντες, πράγμα που προάγγελλε αμυδρά τον φιλοϊσπανισμό της δεκαετίας του 1930. Στην ουσία του όμως ο πολιτικός προσανατολισμός έμεινε να αποφασιστεί από την τοπική ισορροπία των δυνάμεων στις ίδιες τις χώρες. Αυτό σημαίνει ότι παρέμεινε εκκρεμής, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε σύντομες περιόδους νίκης των φιλελεύθερων δυνάμεων (1833-37, 1840-43) και ανάκαμψης των συντηρητικών.

[xcii] Η γερμα­νική και η ιταλική εξέγερση από τους Αυστριακούς, ή με τη βοήθεια τους, ενώ η πολωνική εξέγερση, που ήταν και η περισσότερο σοβαρή, από τους Ρώσους. Επιπλέον, στην περιοχή αυτή το εθνικό πρόβλημα εξακολουθούσε να προέχει όλων των άλλων

[xciii] Έτσι, η προηγμένη εκβιομηχάνιση της Βρετανίας άλλαξε το ρυθμό της βρετανι­κής πολιτικής. Δηλαδή ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης πέρασε την οξύτερη περίοδο κοινωνικών κρίσεων στα 1846-48, η Βρε­τανία πέρασε αντίστοιχη περίοδο, καθαρά βιομηχανικής όμως ύφεσης, στα 1841-42. Αντιστρόφως, ενώ στη δε­καετία του 1820 κάποιες ομάδες νέων ιδεαλιστών θα μπορούσαν εύλογα να ελπίσουν ότι μια στρατιωτική επαναστατική απόπειρα θα εξασφά­λιζε τη νίκη της ελευθερίας στη Ρωσία, όπως στην Ισπανία ή τη Γαλ­λία, μετά το 1830 δεν μπορούσε κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στη Ρωσία ήταν πολύ λιγότερο ώριμες για επανάσταση απ’ ότι στην Ισπανία.

Επιπλέον, μετά από σύντομο διάλειμμα ανοχής και ζήλου, οι φιλε­λεύθεροι έδειξαν την τάση να μετριάσουν τον ενθουσιασμό τους για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και να καταστείλουν τη ριζοσπαστική αρι­στερά, κυρίως τους επαναστάτες της εργατικής τάξης.

[xciv] Η Γαλλία διέθετε την ισχυρή και ιδιαίτερα αναπτυγμένη πολιτικά παράδοση των αριστερών Ιακωβινιστών και των οπαδών του Babeuf, σημαντικό μέρος των οποίων έγιναν κομουνιστές μετά το 1830. Ο πιο εξέχων ηγέτης τους ήταν ο Augouste Blanqui (1805-1881), μαθητής του Buonarroti.

Από άποψη κοινωνικής ανάλυσης και θεωρίας, η θεωρία του Blanqui λίγα είχε να προσφέρει στο σοσιαλισμό εκτός από την επιβεβαίωση της αναγκαιότητας του και από την αποφασιστικής σημασίας παρατήρηση ότι το προλεταριάτο των εργατών που υφίσταντο εκμετάλλευση θα απο­τελούσε τον αρχιτέκτονα του σοσιαλισμού, ενώ η μεσαία τάξη (όχι πια η ανώτερη) τον κύριο εχθρό του.

 

 

[xcv] Στην Ιταλία, οι επαναστάσεις του 1848 έγιναν κατ’ ουσία ερήμην του αδρανούς αγροτικού πληθυσμού. Στην Πολωνία (όπου ο ξεσηκωμός του 1846 είχε γρήγορα εξελιχτεί σε αγροτική εξέγερση ενάντια στην πολωνική γαιοκτητική τάξη που ενθάρρυνε η αυστριακή κυβέρνηση), δεν έγινε καμία επανάσταση το 1848, παρά μόνο στην πρωσική Ποσνανία. Ακόμη και στο πιο προηγμένο επαναστατικό έθνος, την Ουγγαρία, η κατευθυνόμενη από την ανώτερη τάξη αγροτική μεταρρύθμιση απέκλειε το ενδεχόμενο πλήρους κινητοποίησης των αγροτών για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Και στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ευρώ­πης, οι Σλάβοι αγρότες, με στολές στρατιωτών της αυτοκρατορίας, ήταν αυτοί που ουσιαστικά κατέπνιγαν τις επαναστάσεις των Γερμανών και των Μαγυάρων.

 

[xcvi] Ομολογουμένως, η εξέλιξη των γενικών καρμποναρικών μυστικών εται­ρειών σε προλεταριακές-επαναστατικές, όπως η οργάνωση των Μπλανκιστών, προκάλεσε μια σχετική μείωση των αστών μελών τους και αύξηση του αριθμού των μελών από την εργατική τάξη, δηλαδή των τεχνιτών και των ειδικευμένων εργατών. Η σύνθεση των οργανώσεων των Μπλανκιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1830 και στη δεκαετία του 1840 φαίνεται να προερχόταν κατά κύριο λόγο από τις κατώτερες τάξεις. Το ίδιο ίσχυε και για τον γερμανικό Σύνδεσμο των Εκτός Νόμου (που αργότερα έγινε ο Σύνδεσμος των Δικαίων και ο Κομουνιστι­κός Σύνδεσμος του Μαρξ και του Ένγκελς ), που τη ραχοκοκαλιά του απο­τελούσαν Γερμανοί εκπατρισμένοι εργάτες.

[xcvii] Η  Διεθνής, ως οργάνωση και ως τραγούδι, επρόκειτο να αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο των σοσιαλι­στικών κινημάτων προς τα τέλη του αιώνα.

[xcviii] Οι Πολωνοί, και σε μικρότερο βαθμό οι Ιταλοί -ο Γαριβάλδης στην εξορία αγωνίστηκε για την ελευθερία πολλών λατινοαμερικανικών χωρών- έγιναν στην ουσία ένα διεθνές σώμα επαναστατών αγωνιστών. Καμία εξέγερση ή απελευ­θερωτικός πόλεμος, οπουδήποτε στην Ευρώπη ανάμεσα στο 1831 και το 1871, δεν ήταν πλήρης χωρίς κάποιους Πολωνούς στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες ή αγωνιστές· ούτε κι  (όπως έχει υποστηριχτεί) ο μοναδικός ένοπλος ξεσηκωμός στη Βρετανία κατά τη διάρκεια της περιόδου του Χαρτισμού το 1839.

[xcix] Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημα του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία· μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητι­κές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πώς θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα. Αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Ε­πανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επα­ναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική· το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους Γερμανούς.

[c] Ο επαναστατικός ρόλος της κατώτερης αριστοκρατίας φαίνεται ίσως καλύτερα στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Εκεί, κατά κανόνα, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν από καιρό αποφασίσει ότι ήταν και εφι­κτό και επιθυμητό να συμβιβαστούν με τον απολυταρχισμό και την ξένη κυριαρχία. Οι Ούγγροι μεγαλοκτηματίες ήταν κατά κανόνα καθολικοί και από καιρό αναγνωρίζονταν ως στυλοβάτες της βιεννέζικης Αυλής. Πολύ λίγοι θα συμμετείχαν στην επανάσταση του 1848.

 

[ci] Ήταν φυσικό, λοιπόν, η αντίδραση τους, η δυσαρέσκεια και η επιθυμία τους να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης για τους ντόπιους ευγενείς να συγκερασθούν τώρα με τον εθνικισμό.

[cii] Δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι, π.χ., οι έμπο­ροι της Γένοβας (που αργότερα θα παρείχαν μεγάλη οικονομική ενί­σχυση στον Γαριβάλδη) προτιμούσαν τις δυνατότητες μιας εθνικής ιτα­λικής αγοράς από τη μεγαλύτερη ευμάρεια που τους παρείχαν οι εμπο­ρικές τους δραστηριότητες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Και στις μεγάλες πολυεθνείς αυτοκρατορίες, οι βιομηχανικοί ή εμπορικοί πυρήνες που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες επαρχίες μπορεί να παραπονιόνταν για μεροληπτική μεταχείριση αλλά, κατά βάθος, προτιμούσαν σαφώς τις μεγάλες αγορές που τους ανοίγονταν τώρα από τις μικρές που θα δημιουργούσε η εθνική ανεξαρτησία στο μέλλον.

[ciii] Τα στρώματα αυτά δεν διαχωρίζονταν, φυσικά, από τις επιχειρηματικές τάξεις, ιδίως σε καθυστερημένες χώρες όπου  οι διαχειριστές των κτη­μάτων, οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι κ.ά. περιλαμβάνονταν στους σπουδαιότερους συσσωρευτές αγροτικού πλούτου. Η πρόοδος των σχολείων και των πανεπιστήμιων αντι­στοιχεί στην πρόοδο του εθνικισμού.

[civ] Ακόμη και στη Γερμανία, η πατριωτική μυθολογία σε μεγάλο βαθμό υπερβάλλει όταν υπερτονίζει το εθνικό αίσθημα κατά του Ναπολέοντα. Η Γαλλία ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη δυτική Γερμανία, ιδίως στους στρα­τιώτες, τους οποίους προσλάμβανε ελεύθερα.

[cv] Η μετανάστευση, που τον πιο πρόσφορο δείκτη της αποτε­λεί η μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, αυξήθηκε σημαντικά από τη δεκαε­τία του 1820, αν και δεν προσέλαβε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις πριν από τη δεκαετία του 1840, όταν 1.750.000 άτομα διέσχισαν τον βόρειο Ατλαντικό (αριθμός σχεδόν τριπλάσιος της δεκαετίας του 1830). Ω­στόσο, το μόνο σημαντικό μεταναστευτικό έθνος, εκτός από το βρετανι­κό, ήταν ακόμη το γερμανικό, που από παλιά συνήθιζε να στέλνει τα παιδιά του στην ανατολική Ευρώπη και την Αμερική ως αγρότες-αποίκους, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ως τεχνίτες, και οπουδήποτε ως μισθοφόρους.

 

[cvi] Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερ­σονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικη­τική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή. Η περιοδική μετανά­στευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισ­σότερο τις κοινότητες της διασποράς. Και ακριβώς στους κόλπους αυ­τής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι Ιδέες της Γαλλικής Ε­πανάστασης δηλαδή ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επα­ναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσα­λιώτιδα, στα ελληνικά δεδομένα.

 

[cvii] Το μόνο ουσιαστικό, αλλά όχι σοβαρό, εμπόδιο στην εξά­πλωση της καθαρά εξατομικευμένης γεωργίας ήταν οι ερυθρόδερμες φυ­λές των οποίων η γη —με την εγγύηση συνήθως συνθηκών με τη βρετα­νική, γαλλική και αμερικανική κυβέρνηση— τους ανήκε συλλογικά, συχνά ως κυνηγότοπος.

[cviii] Οι αντίστοιχες αλλαγές στην κεντρική Ευρώπη έγιναν μόνο το 1848, ενώ στη Ρωσία και τη Ρουμανία στη δεκαετία του 1860. Εκτός Ευρώπης, κάτι ανάλο­γο συνέβη στην Αμερική, με σημαντικές εξαιρέσεις τη Βραζιλία, την Κούβα και τις νότιες ΗΠΑ, όπου η δουλεία διατηρήθηκε ως τα 1862-68. Σε μερικές αποικίες υπό την άμεση διοίκηση ευρωπαϊκών κρατών, και ιδίως σε τμήματα της Ινδίας και της Αλγερίας, πραγματοποιή­θηκαν επίσης ανάλογες επαναστατικές νομικές καινοτομίες. Το ίδιο έγινε στην Τουρκία και, για σύντομο χρονικό διάστημα, στην Αίγυπτο.

[cix] Η στιγμή της αυθόρμητης κοινωνικής αναστάτωσης στη Βρετανία έφτασε με την απρογραμμάτιστη γενική απεργία των Χαρτιστών, το καλοκαίρι του 1842 Ώσπου να φτάσει αυτή στην ηπειρωτική Ευρώπη, το 1848, η Βρετανία περνούσε την πρώτη κυκλική ύφεση.

[cx] Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν, ωστόσο, η μόνη δύναμη που απέβλεπε σε μια ολοκληρωτική επανάσταση στις αγροτικές σχέσεις. Το καθαρά οικονομικό επιχείρημα υπέρ της ορθολογικής αξιοποίησης της γης είχε έντονα εντυπωσιάσει τους φωτισμένους δεσπότες της προε­παναστατικής περιόδου και είχε οδηγήσει στην εφαρμογή παρόμοιων, λύσεων. Στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, ο Ιωσήφ ο Β' είχε πράγ­ματι καταργήσει τη δουλεία και είχε μεταβιβάσει στην πολιτεία πολ­λές εκκλησιαστικές γαίες κατά τη δεκαετία του 1780. Για ανάλογες  αιτίες, και λόγω των συνεχών εξεγέρσεων τους, οι δουλοπάροικοι της ρωσικής Λιβονίας είχαν επανακτήσει επίσημα το καθεστώς των αγρο­τών ιδιοκτητών, του οποίου άπέλαυαν αρκετά νωρίτερα υπό σουηδική διακυβέρνηση. Αυτό δεν τους βοήθησε καθόλου, διότι η απληστία των παντοδύναμων γαιοκτημόνων γρήγορα μετέτρεψε την απελευθέρωση των αγροτών σε απλό μέσο για την απογύμνωση τους. Μετά τους ναπο­λεόντειους πολέμους σαρώθηκαν και οι λίγες νομικές εγγυήσεις υπέρ των αγροτών, ενώ μεταξύ του 1819 και του 1850 έχασαν τουλάχιστον το ένα πέμπτο της γης τους, και τα κτήματα των ευγενών αυξήθηκαν κατά 60-180%.

[cxi] Αυτή η συγκυρία υπήρξε, και η συγκλονιστική αυτή μεταβολή επήλθε πράγματι στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ινδία. Αυτό που συνέβη μέσα σε λίγες δεκαετίες στην Ινδία ήταν η  ουσια­στική καταστροφή μιας ανθούσας ως τότε οικιακής και αγροτικής βιο­μηχανίας, που ερχόταν να συμπληρώσει τα αγροτικά εισοδήματα. Με άλλα λόγια, αυτό που συνέβη ήταν η αποβιομηχάνιση της Ινδίας.

 

[cxii] Ο «Νέος Νόμος περί πτωχών» του 1834, ασυ­νήθιστης πώρωσης και σκληρότητας, του παρείχε επίδομα απορίας μόνο αν πήγαινε στα νέα πτωχοκομεία (όπου έπρεπε να αποχωριστεί γυναίκα και παιδί για να αποφύγει την αισθηματική και αντιμαλθουσιανή συνήθεια της αλόγιστης τεκνοποιίας) χωρίς πια την εγγύηση του ελάχιστου εισοδήματος που του εξασφάλιζε προηγουμένως η ενορία του. Το κόστος των κοινωνικών παροχών μειώθηκε δραστικά (μολονότι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο Βρετανοί παρέμειναν ενδεείς ως το τέλος της περιόδου), και οι εργάτες άρχισαν σιγά σιγά να μετακινούνται. Ε­φόσον η γεωργία σημείωνε ύφεση, η κατάσταση τους εξακολουθούσε να είναι άθλια. Δεν σημείωσε άλλωστε ουσιαστική βελτίωση παρά μόνο στη δεκαετία του 1850.

[cxiii] Ως το 1850 υπήρ­χαν π.χ. λίγο περισσότερα από 100 μίλια σιδηροδρομικών γραμμών σ’ ολόκληρη την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Σκανδιναβία, την Ελ­βετία κι ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, και (με εξαίρεση τις ΗΠΑ) λιγότερες ακόμη σε όλες μαζί τις άλλες ηπείρους. Αν εξαιρέ­σουμε τη Βρετανία και λίγα ακόμη μέρη, ο οικονομικός και κοινωνικός κόσμος της δεκαετίας του 1840 δεν φαινόταν να διαφέρει και τόσο πολύ από τον κόσμο του 1788.

 

[cxv] Ο πληθυσμός της Αφρικής παρέμεινε μάλλον στάσιμος. Ορισμένες άδειες εκτάσεις της γης, αποικισμένες από λευκούς, παρουσίασαν εκπληκτικό ρυθμό αύξησης, όπως π.χ. η Αυ­στραλία, που το 1790 δεν είχε σχεδόν λευκούς κατοίκους αλλά ως το 1851 ο αριθμός τους έφτασε τις 500.000.

[cxvi] Χωρίς αυτήν, μια τόσο ταχεία δημογραφική αύξηση δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί περισσότερο από λίγα χρόνια. Δημιούργησε περισσότερη εργατική δύναμη, κυρίως περισσότερη νεαρή  εργατική δύναμη, και περισσότερους καταναλωτές. Ο κόσμος της περιόδου μας ήταν ένας κόσμος πολύ νεότερος από κάθε προηγούμε­νο, γεμάτος παιδιά, νεαρά ζευγάρια ή άτομα στο άνθος της ηλικίας τους.

[cxvii] Η Αυστριακή Αυτοκρατορία (χωρίς την Ουγ­γαρία), λόγου χάρη, απέκτησε από το 1830 ως το 1847 περισσότερα από 30.000 μίλια δρόμων, υπερδιπλασιάζοντας έτσι το οδικό της δίκτυο. Το Βέλγιο διπλασίασε σχεδόν το οδικό του δίκτυο μεταξύ του 1830 και του 1850. Ακόμη και η Ισπανία, χάρη κυρίως στη γαλλική κατοχή, σχεδόν διπλασίασε το δικό της, που ήταν βέβαια μικρό. Οι ΗΠΑ, υπεροκταπλασίασαν το οδικό δίκτυο τους, από 21.000 μίλια το  1800 σε 170.000 το 1850.

[cxviii] Η πληθυσμιακή αύξηση τους χρωστά πολλά, γιατί αυτό που την αναχαίτιζε στις προβιομηχανικές  εποχές δεν ήταν τόσο η υψηλή φυσική θνησιμότητα των ανθρώπων όσο οι περιοδικές καταστροφές που προκαλούσαν οι αυστηρά τοπικού χαρακτήρα λιμοί και η έλλειψη τροφίμων.

[cxix] Κάθε θεσμός της νέας δημοκρατίας ενθάρρυνε την συσσώρευση, την επινοητικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένας τεράστιος νέος πληθυσμός, εγκατεστημένος στις παράλιες πόλεις και τις πρόσφατα κατοικημένες μεσόγειες πολιτείες, ζητούσε τα ίδια τυποποιημένα προ­σωπικά, οικιακά και αγροτικά είδη και εξοπλισμό, και πρόσφερε μια ιδεώδη ομοιογενή αγορά.

 

[cxx] Διότι ενώ ο Βορράς επωφελούνταν από το κεφάλαιο, την εργατική δύναμη και τις ικανότητες της Ευρώπης —και κυρίως της Βρετανίας— ως ανεξάρτητη οικονομία, ο Νότος (που εισήγε λίγους από τους πόρους αυ­τούς) ήταν παράδειγμα οικονομίας εξαρτημένης από τη Βρετανία. Η επιτυχία του να προμηθεύει  με όλο σχεδόν το βαμβάκι τα Βρετανικά εργοστάσια διαιώνιζε ακριβώς την εξάρτηση αυτή, που μπορεί να παραβληθεί μόνο με την εξάρτηση που επρόκειτο να αποκτήσει η Αυστραλία από το μαλλί και η Αργεντινή από το κρέας. Ο Νότος ήταν υπέρ του ελευθέρου εμπορίου που του επέτρεπε να πουλά στη Βρε­τανία και, σε αντάλλαγμα, να αγοράζει φτηνά τα βρετανικά αγαθά. Ο Βορράς, σχεδόν εξαρχής (1816), προστάτευε την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή. Το μέλλον της αμερικανικής οι­κονομίας δεν αποφασίστηκε παρά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1861-65 —που ήταν στην ουσία η ενοποίηση της Αμερικής από και υπό τον καπιταλισμό του Βορρά.

[cxxi]Η ήττα της Αιγύπτου από τις δυτικές δυνάμεις το 1839-41 τον υποχρέωσε να μειώσει το στρατό του, και του στέρησε επομένως τα περισσότερα από τα κίνητρα που τον είχαν οδηγήσει στην υποστήριξη της εκβιομηχάνισης. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα που οι κανονιοφόροι της Δύσης «άνοιγαν» μια χώρα στο εμπόριο, δηλαδή στον υπέρτερο ανταγωνισμό του βιομηχανικού τμήματος του κόσμου. Ήταν το μόνο μη λευκό κράτος που επιδίωξε τον σύγχρονο τρόπο εξόδου του από την οικονομική καθυστέρηση.

 

[cxxii] Σε γενικές γραμμές, το 1848 ήταν πια σαφές ποιες χώρες θα ανήκαν στην πρώτη ομάδα, δηλαδή η δυτική Ευρώπη (εκτός της Ιβηρικής), η Γερ­μανία, η βόρεια Ιταλία και τμήματα της κεντρικής Ευρώπης, η Σκανδιναβία, οι ΗΠΑ και, ίσως, οι αποικίες όπου εγκαταστάθηκαν αγγλό­φωνοι άποικοι. Ήταν όμως εξίσου σαφές ότι ο υπόλοιπος κόσμος, εκτός από μικρά τμήματα, έμενε πίσω ή μετατρεπόταν —κάτω από την έμμεση πίεση των δυτικών εισαγωγών και εξαγωγών ή από τη στρα­τιωτική πίεση των κανονιοφόρων της Δύσης και των στρατιωτικών αποστολών— σε οικονομίες εξαρτημένες από τη Δύση.

[cxxiii] Ο ρεπουμπλικανισμός ανάμεσα στους αγρότες άργησε να εξαπλωθεί πέρα από τον ιακωνιβικό Νότο και μερικές περιοχές που από καιρό είχαν αποχριστιανιστεί. Αλλά στις πρώτες εκλογές με πραγματικά καθολική ψηφο­φορία, τον Μάιο του 1848, η προσκόλληση στην παλαιά «νόμιμη» τάξη είχε ήδη περιοριστεί στη Δύση και στα φτωχότερα κεντρικά διαμερί­σματα. Η πολιτική γεωγραφία της σύγχρονης αγροτικής Γαλλίας ήταν ήδη αισθητά αναγνωρίσιμη. Πιο ψηλά στην κοινωνική κλίμακα, η Παλινόρθωση των Βουρβόνων δεν επανέφερε το παλαιό καθεστώς, ή μάλλον όταν ο Κάρολος Ι' επιχείρησε να το κάνει εκδιώχτηκε κακήν κακώς. Η κοινωνία της Παλινόρθωσης ήταν εκείνη των καπιταλιστών και καριεριστών του μάλλον παρά η κοινωνία των εμιγκρέδων δουκών που παλινόστησαν.

[cxxiv] Επιπλέον, δεν ήταν απλώς μια τάξη αλλά ένας ταξικός στρατός μάχης, οργανω­μένος με τη σύμπραξη αρχικά των «φτωχών εργαζόμενων» -οι οποίοι κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να τους ακολουθήσουν- κατά της αρι­στοκρατικής κοινωνίας, και αργότερα κατά του προλεταριάτου και των γαιοκτημόνων, ιδίως στο σώμα με την έντονη ταξική συνείδηση.

[cxxv] Η βρετανική μπουρζουαζία των βιομηχάνων ήταν το πιο ακραίο παράδειγμα της τάξης της, αλλά σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο υπήρχαν μικρότερες ομάδες του ίδιου τύπου, όπως καθολικοί στις κλωστοϋ-φαντουργικές περιοχές του γαλλικού Βορρά ή της Καταλωνίας, Καλβινιστές στην Αλσατία, Λουθηρανοί στη Ρηνανία, Εβραίοι σε ολόκληρη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Σπάνια ήταν τόσο απόλυτοι όπως στη Βρετανία, γιατί σπάνια ήταν τόσο αποκομμένοι από τις πάγιες παραδόσεις του αστικού βίου και του πατερναλισμού.

 

[cxxvi] Αυτά τα «διόδια» ήταν αναμφι­σβήτητα μεγαλύτερα για όσους έμπαιναν στο δρόμο της εκπαίδευσης παρά στο δρόμο των επιχειρήσεων, διότι, ακόμη και στις χώρες που εί­χαν αποκτήσει δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, η στοιχειώδης παιδεία ήταν εν γένει ιδιαίτερα παραμελημένη .Όπου υπήρχε, περιοριζόταν για λόγους πολιτικούς σε ελάχιστες στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνω­σης, αριθμητικής και ηθικής. Ωστόσο, πράγμα παράδοξο εκ πρώτης όψεως, ο δρόμος της εκπαίδευσης ήταν ελκυστικότερος από το δρόμο των επιχειρήσεων.

[cxxvii] Η αξιοκρατική επιλογή, όπως καθορί­ζεται με τις εξετάσεις ή άλλα εκπαιδευτικά τεστ, αποτέλεσε το γενικά αποδεκτό ιδεώδες όλων, εκτός από τις πιο απαρχαιωμένες δημοσιοϋπαλληλίες της Ευρώπης (όπως η παπική ή το βρετανικό Υπουρ­γείο Εξωτερικών), ή από τις πιο δημοκρατικές, που έτειναν —όπως στις ΗΠΑ— να προτιμούν ως κριτήριο ικανότητας για δημόσιες θέσεις την εκλογή αντί για τις εξετάσεις. Διότι, όπως και άλλα είδη ατομι­κού συναγωνισμού, οι εξετάσεις ήταν ένα σύστημα φιλελεύθερο αλλά όχι δημοκρατικό ή εξισωτικό.

[cxxviii] Ο  συναγωνισμός είχε μεταβληθεί σε αυτόματη προαγωγή από τη στιγμή που το άτομο με τα προσόντα είχε κερδίσει τη θέση του στην υπηρεσία, μολονότι το πόσο γρήγορα γινόταν και ως ποιο σημείο έφτανε η προαγωγή εξαρτιόταν ακόμη (θεωρητικά) από τα προσόντα του ατόμου, εκτός κι αν ο συντεχνιακός ισονομισμός επέβαλλε προαγωγή κατ’ αρχαιότητα .

[cxxix] Η Βρετανία το 1851 διέθετε περί τους 16.000 δικηγόρους (χωρίς να υπολογιστούν οι δικαστές) και 1.700 μόνο φοιτητές της νομικής, περί τους 17.000 γιατρούς και χειρουργούς και 3.500 φοιτητές της ιατρικής και βοη­θούς, λιγότερους από 3.000 αρχιτέκτονες, περί τους 1.300 «έκδοτες και συγγραφείς» —ο γαλλικός όρος «δημοσιογράφος»  δεν είχε ακόμη γίνει επίσημα παραδεκτός.

[cxxx] Από την μια  το εμπόριο, ή τα οικονομικά εν γένει, και η ερμηνεία του Ιερού Νόμου. Και τα δυο τον περιόριζαν στο δικό του γκέτο, τη στενή κι απο­μονωμένη του κοινότητα, από την οποία μόνο μια χούφτα «Εβραίοι της Αυλής», ή άλλοι πολύ πλούσιοι, είχαν αναδυθεί διστακτικά, προσέχον­τας —ακόμη και στη Βρετανία και την Ολλανδία— να μην προχωρή­σουν πολύ ώστε να μπουν στα επικίνδυνα και ανεπιθύμητα φώτα της διασημότητας

[cxxxi] Στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία -αλλά όχι ακόμα σε άλλες χώρες- μερικοί νέοι Ε­βραίοι οραματίζονταν μια ακόμη τελειότερη κοινωνία: υπήρχε έντονο εβραϊκό στοιχείο στον γαλλικό Σαινσιμονισμό  και, σε μικρότερο βαθμό, στον γερμανικό κομουνισμό.

[cxxxii] Ήταν ήδη στη συντριπτική τους πλειονότητα   εξαστισμένοι, σε σημείο που εί­χαν αποκτήσει μεγάλη ανοσία στις αρρώστιες του εξαστισμού. Στις πόλεις είχε ήδη επισημανθεί από τους στατιστικολόγους η μικρότερη θνησιμότητα και νοσηρότητα τους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα  ήταν εγγράμματοι και δεν ασχολούνταν με τη γεωργία. Μεγάλο ποσο­στό είχε ήδη εμπλακεί στο εμπόριο ή στα ελευθέρια επαγγέλματα. Η ίδια η θέση τους τους υποχρέωνε συνεχώς να εξετάζουν νέες καταστά­σεις και νέες ιδέες, αν μη τι άλλο για να διαγνώσουν την απειλή που έκρυβαν.

[cxxxiii] Κανείς δεν ήταν περισσότερα αφοσιωμένος στην ατομοκρατία από τον εύρωστο Αμερικανό αγρότη ή βιοτέχνη, κανένα σύνταγμα δεν εναντιωνόταν περισσότερο από το αμε­ρικανικό —ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι νομικοί τους ως τον δικό μας αιώνα— σε κάθε μορφής αναστολές της ελευθερίας, όπως η ομοσπον­διακή νομοθεσία σχετικά με την εργασία ανήλικων παιδιών αλλά και κανείς άλλος δεν ήταν τόσο αυστηρά προσηλωμένος, όπως είδαμε ήδη στην «τεχνητή» προστασία των επιχειρήσεων.

[cxxxiv] Τότε αναπτύχθηκε η κοινή, θα λέγαμε, ευρωπαϊκή διάκριση ανάμεσα στον «καλό» δυτικό και τον «φτωχό» ανα­τολικό τομέα των μεγάλων πόλεων. Και στις νέες αυτές εργατικές συνοικίες, τα μόνα «κοινωφελή ιδρύματα» που προβλέπονταν ήταν η ταβέρνα —ίσως και η εκκλησία. Όλα τα άλλα αφήνονταν στην ίδια την πρωτοβουλία των κατοίκων. Μόνο μετά το 1848, όταν οι νέες επιδημίες που ξεπήδησαν από τις τρώγλες άρχισαν να σκοτώνουν και τους πλουσίους, ενώ η απειλή της κοινωνικής επανάστασης από τις απεγνω­σμένες μάζες που μεγάλωσαν στα χαμόσπιτα φόβισαν τους ισχυρούς, άρχισε κάποια ανοικοδόμηση και κάποιες προσπάθειες για βελτίωση.

[cxxxv] Μια κακή σοδειά, όπως του 1789, του 1795, του 1817, του 1832, του 1847 προκαλούσε ακόμη πραγματικό λιμό, ακόμα και χωρίς τη μεσολάβηση πρόσθετων καταστροφών.

[cxxxvi] Εκτός από τις γενικές αυτές θύελλες υπήρχαν και συγκεκριμένες καταστροφές που ξεσπούσαν πάνω σε ειδικές κατηγορίες φτωχών εργα­ζομένων. Η αρχική φάση της βιομηχανικής επανάστασης δεν ώθησε, όπως είδαμε, όλους τους εργάτες σε μηχανοποιημένα εργοστάσια. Αν­τίθετα, πολλαπλασίασε τον αριθμό των προβιομηχανικών χειροτεχνών, των ειδικευμένων εργατών ορισμένου τύπου και της στρατιάς των οικοτεχνών της πόλης και της υπαίθρου γύρω από τους λίγους μηχανοποιη­μένους και μεγάλης κλίμακας τομείς παραγωγής. Συχνά η κατάσταση των ανθρώπων αυτών βελτιωνόταν, ιδίως στα χρόνια της έλλειψης ερ­γατικών χεριών, κατά τη διάρκεια των πολέμων. Στις δεκαετίες του 1820 και του 1830 η αδυσώπητη και απρόσωπη ανάπτυξη της μηχανής και της αγοράς άρχισε να τους παραμερίζει με αποτέλεσμα να περιέλθουν σε οικτρή κατάσταση.

 

[cxxxvii] Δεν πρέπει να το συγχέουμε με την απλή συλλογική αντίσταση κατά της αφόρητης κακοπάθειας, αντίσταση που εμφανίζεται σ' όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, ούτε ακόμη με τις απεργίες ή τις άλλες μορ­φές αγωνιστικότητας που από τότε έφτασαν να χαρακτηρίζουν την ερ­γατική τάξη.

[cxxxviii] Όπως ακριβώς η πρακτική έκφραση της κατάστασης της νέας εργατικής τάξης ήταν «το εργατικό κίνημα», και η ιδεολογία της «η συνεταιριστική πολιτεία», έτσι για τον απλό λαό, προλετάριους ή μη, τους οποίους η Γαλλική Επανάσταση έσπρωξε στο προσκήνιο της Ιστο­ρίας ως δρώντες μάλλον παρά ως πάσχοντες απλώς, ήταν το δημοκρα­τικό κίνημα. «Πολίτες με φτωχή εξωτερική εμφάνιση, που παλιότερα δεν θα τολμούσαν να εμφανιστούν σε χώρους προορισμένους για πιο κομ­ψές παρουσίες, πήγαιναν περιπάτους μαζί με τους πλουσίους, κρατών­τας το ίδιο ψηλά το κεφάλι τους.» Ήθελαν σεβασμό, αναγνώριση και ισότητα. Ήξεραν πως μπορούσαν να τα επιτύχουν, γιατί το είχαν κατορθώσει το 1793-94. Δεν ήταν εργάτες όλοι αυτοί οι πολίτες, αλ­λά όλοι οι συνειδητοποιημένοι εργάτες ανήκαν σ' αυτή την κατηγορία.

[cxxxix] Η  πιο πρώιμη από τις   συνδικαλιστικές ενώσεις ήταν σχεδόν πάντοτε των τυπογράφων, των πιλοποιών, των ραφτών κ.ά. Ο πυρήνας της ηγεσίας του Χαρτισμού σε μια πόλη όπως το Leeds , απαρτιζόταν από έναν ξυλουργό που έγινε υφαν­τουργός σε χειροκίνητο αργαλειό, ένα δύο εξειδικευμένους τυπογράφους, έναν βιβλιοπώλη, έναν τεχνίτη στο λανάρισμα του μαλλιού. Οι άνθρω­ποι που ενστερνίζονταν τα συνεταιριστικά δόγματα του Owen ήταν στην πλειονότητα τους τέτοιοι «τεχνίτες», «μηχανικοί» και χειρώνακτες.

[cxl] Αλλά αυτή η σιωπηρή διαδικασία αυτοοργάνωσης δεν περιοριζόταν σε εργάτες αυτού του παλιότερου τύπου. Απεικονίζεται στην «ένωση» που συχνά βασιζόταν στην τοπική κοινότητα των πρώιμων Μεθοδιστών, στα ορυχεία του Northumberland και του Durham. Απεικονίζεται στην πυκνή συγκέντρωση των αλληλοβοηθητικών εταιρειών των εργατών στις νέες βιομηχανικές περιοχές, ειδικά στο Lancashire. Προπαντός απεικονίζεται στις χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά που συνέρρεαν με δαυλούς στα βαλτοτόπια για χαρτιστικές διαδηλώσεις από τις  βιομηχανικές πόλεις του Lancashire, στην ταχύτητα με την οποία τα νέα συνεταιριστικά καταστήματα Rochdale εξαπλώθηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1840. Τα πιο εξελιγμένα παραδείγματα τέτοιων εργατικών εστιών στην περίοδο αυτή ήταν πιθανώς ακόμη οι παλιές οικοτεχνίες. Για παράδειγ­μα, η κοινότητα των εργατών της μεταξοβιομηχανίας της Lyon, ο. ανυπόταχτοι canuts, που ξεσηκώθηκαν το 1831 και πάλι το 1834.

 

 

[cxli] Υπάρχουν άλλωστε χώρες όπου η λέξη «χριστιανός» είναι απλό συνώνυμο του «αγρότη» ή και του «ανθρώπου».

[cxlii] Πράγματι, οι πρώτοι αληθινά «ελεύθεροι στοχαστές», οι Λιβερτίνοι των μέσων του 17ου αιώνα ανταποκρίνονταν απολύτως στο όνομα τους. Ο Δον Ζουάν του Μολιέρε, περιγράφει όχι μόνο το συνδυασμό του αθεϊσμού και της σεξουαλικής  ελευθερίας τους αλλά και τη φρίκη των καθωσπρέπει αστών απέναντι τους.  Υπήρχαν αρκετοί λόγοι που εξηγούσαν το παράδοξο φαινόμενο (Ιδιαίτερα εμφανές στον 17ο αιώνα). Οι πιο τολμηροί δηλαδή στοχαστές, οι οποίοι ήταν και πρόδρομοι της μεταγενέστερης αστικής ιδεολο­γίας, όπως o Bacon και o Χομπς, να σχετίζονται ως άτομα με την παλιά και διεφθαρμένη κοινωνία.

[cxliii] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλειονότητα των πολιτών στις νεαρές ΗΠΑ ήταν πιστοί, κυρίως προτεστάντες, αλλά το Σύνταγμα της Δημο­κρατίας, παρά τις προσπάθειες να αλλάξει, είναι και έχει παραμείνει σύνταγμα αγνωστικισμού. Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι στις μεσαίες τάξεις της Βρετανίας επικρατούσαν κατά πολύ οι θεοσεβείς προτεστάντες έναντι της μειονότητας των αγνωστικιστών ριζο­σπαστών. Αλλά ο Bentham  επέδρασε πολύ περισσότερο στη διαμόρ­φωση των θεσμών της εποχής του απ’ ότι o Wilberforce.

[cxliv] Η γλώσσα, ο συμβολισμός, η εξωτερική εμφάνιση το 1789 είναι καθαρώς μη χριστιανικά, αν εξαιρέσουμε κάποιες λαϊκές αναχρονιστικές προσπάθειες να δημιουργηθούν λατρείες αγίων και μαρ­τύρων με πρότυπα τους παλιούς, από τους νεκρούς ήρωες των Ξεβράκω­των. Τα πρότυπα ήταν ρωμαϊκά. Συγχρόνως, αυτός ο κοσμικός χαρα­κτήρας της επανάστασης καταδεικνύει την εκπληκτική πολιτική ηγε­μονία της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης, που επέβαλε τις δικές της ιδεο­λογικές φόρμες σε ένα πολύ πλατύτερο κίνημα των μαζών. Αν η πνευ­ματική ηγεσία της Γαλλικής Επανάστασης είχε προέλθει, έστω και στο ελάχιστο, από τις μάζες που ουσιαστικά τη δημιούργησαν, θα έπρεπε και η ιδεολογία της να είχε εμφανίσει περισσότερα παραδο­σιακά στοιχεία. Η πιο καταφανής απόδειξη της αποφασιστικής νίκης της κοσμικής έναντι της θρησκευτικής ιδεολογίας αποτελεί επίσης και το σημαντι­κότερο αποτέλεσμα της. Με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επα­νάσταση απέκτησαν κοσμικό χαρακτήρα οι σημαντικότερες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Στην ολλανδική και την αγγλική επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα τα μείζονα θέματα συζητιούνταν και επιλύονταν με την παραδοσιακή γλώσσα του χριστιανισμού, ορθόδοξου, σχισμα­τικού ή αιρετικού.

[cxlv] Με λίγες ασήμαντες εξαιρέσεις, ιδίως μεταξύ διανοουμένων όπως οι Σαινσιμονιστές, και μεταξύ λίγων χριστιανών-κομουνιστών σεκταριστών , η  ιδεολογία των νέων ερ­γατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων του 19ου αιώνα είχε εξαρχής κοσμικό χαρακτήρα.

[cxlvi] Σε καμιά άλλη μη χριστιανική θρησκεία δεν αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μαζικά κινήματα, μολονότι, προς το τέλος της περιόδου, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της μεγάλης κινεζικής εξέγερσης των Ταϊπίνγκ, που διέθετε πολλά από τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος.

[cxlvii] Για τη μοναρχία και την αριστοκρατία, καθώς και για όλους όσοι ήταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ήταν παράγοντας κοινω­νικής σταθερότητας. Είχαν μάθει από τη Γαλλική Επανάσταση ότι η Εκκλησία ήταν ο ισχυρότερος στυλοβάτης του θρόνου.

 

[cxlviii] Η πολιτιστική αφομοίωση ήταν ο στόχος όλων των χειραφετημένων Εβραίων. Οι πιο ακραίοι από τους ευρωπαΐζοντες εγκατέλειψαν την παλιά τους θρη­σκεία για τη χριστιανική σύμβαση ή τον αγνωστικισμό, όπως ο πατέρας του Μαρξ και ο ποιητής Heinrich  Heine (που  ανακάλυψε ωστόσο ότι οι Εβραίοι δεν παύουν να είναι Εβραίοι, τουλάχιστον για τον έξω κόσμο, όταν σταματήσουν να πηγαίνουν στη συναγωγή).

[cxlix] Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος κατέχει «φυσικό τω λόγω» το δικαίωμα της ζωής, της ελευθερίας και της αναζήτησης της ευτυχίας, κατά τη διατύπωση της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, μολονότι οι πιο λογικοί φιλελεύθεροι στοχαστές προτί­μησαν να μην αναγάγουν τις αρχές αυτές σε «φυσικά δικαιώματα»

[cl] Οι  ίδιοι οι Μπενθαμιστές υποστήριζαν τη γραφειοκρατική κρατική διοίκηση, όποτε θεωρούσαν ότι μεγιστοποιούσε την ωφελιμότητα.

[cli] Στην πραγματικότητα, ο καθαρός ωφελιμισμός, που τελικά ανάγει  όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αποκλειστικά και μόνο στο παραπάνω σχήμα εκφραζόταν από φιλοσόφους όπως ο Τόμας Χομπς τον 17ο αιώνα, ή με ιδιαίτερα τολ­μηρούς υπέρμαχους της μεσαίας τάξης, όπως η σχολή των Βρετανών στοχαστών και δημοσιολόγων που συνδέεται με τα ονόματα του Jeremy  Bentham (1748-1832), του James Mill (1773-1836), και προπάντων τους  οικονομολόγους της κλασικής πολιτικής οικονομίας.

[clii] Γι' αυτούς και παρόμοιους λόγους, επομένως, ο ωφελιμισμός ποτέ δεν μονοπώλησε την αστική φιλελεύθερη ιδεολογία. Πρόσφερε το αιχμηρότερο ριζοσπαστικό εργαλείο για να αποκοπούν από τον κορμό της κοινωνίας οι παραδοσιακοί θεσμοί. Εξάλλου ο φιλοσοφικά διστακτικός John Lock  και όχι o επιβλητικός Τόμας Χομπς  ήταν o αγαπημένος στοχαστής του λα φιλελευθερισμού,  γιατί αυτός τουλάχιστον θεωρούσε την ατομι­κή ιδιοκτησία απαραβίαστη, το βασικότερο από τα «φυσικά δικαιώμα­τα». Οι Γάλλοι επαναστάτες, πάλι, προτίμησαν να προβάλουν το αί­τημα τους για ιδιωτική πρωτοβουλία.

 

[cliii] H κοινωνική πρόταση της πολιτικής οικονομίας του Adam Smith ήταν και σύμμετρη και ενθαρρυντική. Ήταν αλήθεια ότι ουσιαστικά την ανθρωπότητα την αποτελούσαν άτομα κυρίαρχα, με ορισμένη ψυχο­λογική συγκρότηση, που επιδίωκαν το προσωπικό τους συμφέρον συνα­γωνιζόμενα το ένα το άλλο.  Η βάση αυτής της φυσικής τάξης ήταν ο κοινωνι­κός καταμερισμός της εργασίας.  Η οικονομικά άνιση κοινω­νία, εξάλλου, που αναπόφευκτα προέκυπτε από τις ανθρώπινες δραστη­ριότητες, δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη φυσική ισότητα όλων των αν­θρώπων ή με τη δικαιοσύνη.

 

[cliv] Ο Mozart έγραψε μια προπαγανδιστική όπερα για τους μασόνους (το Μαγικό Αυλό, το 1790), που είχαν στενή σχέση με την πολιτική, O Beethoven αφιέρωσε την Ηρωική του στον Ναπολέοντα ως τον κληρονόμο της Γαλλικής Επανάστασης, o Goethe εργάστηκε ο ίδιος ως πολι­τικός και δημόσιος υπάλληλος.

[clv] Ήταν φυσικό ο εθνικισμός αυτός να βρει την προφανέστερη πολιτιστική του έκφραση στη λογοτεχνία και τη μουσική, τις δύο «δημόσιες» τέχνες που, επιπλέον, μπορούσαν να βασι­στούν στην ισχυρή δημιουργική κληρονομιά του λαού —τη γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι. Εξηγείται επίσης το γεγονός ότι οι τέχνες που ανέκαθεν βασίζονταν σε παραγγελίες από τις καθεστηκυίες άρχουσες τάξεις, τις Αυλές και τις κυβερνήσεις, όπως η αρχιτεκτονική και η γλυπτική, και σε μικρότερο βαθμό η ζωγραφική, αντανακλούσαν λιγό­τερο την εθνική αυτή αναβίωση.

[clvi] Για τον Victor Hugo, ο ρομαντι­σμός «πάσχισε να κάνει αυτό που κάνει η φύση, να συγκερασθεί με τα δημιουργήματα της φύσης, χωρίς ωστόσο να τα αναμειγνύει εντελώς: σκιά και φως, το γκροτέσκο και το μεγαλειώδες —με άλλα λόγια το σώμα και η ψυχή, το ζωώδες με το πνευματικό». Για τον Charles Nodier, «το τελευταίο αυτό καταφύγιο της ανθρώπινης καρδιάς, που βαρέθηκε πια τα κοινά αισθήματα, είναι αυτό που ονομάζεται ρομαντικό είδος.

[clvii] Οι πρώτοι Σαινσιμονιστές (όχι όμως και ο αρχηγός τους), και ιδίως ο Fourier, δεν μπορεί να θεωρηθούν τίποτε άλλο παρά ρομαντικοί.

[clviii] Οι τέχνες που εξαρτιόνταν από την πατρωνία ή τη μαζική υποστήριξη των πλουσίων τάξεων είχαν μεγαλύτερη ανοχή για τον ρομαντισμό, εκεί όπου τα ιδεολο­γικά του χαρακτηριστικά ήταν λιγότερο εμφανή, όπως λ.χ. στη μουγ­κή. Οι τέχνες που εξαρτιόνταν από την υποστήριξη των φτωχών δεν εν­διέφεραν ιδιαιτέρως τον ρομαντικό καλλιτέχνη.

[clix] Η λαογραφία αναπτύχθηκε κυρίως στην Γερμανία.

[clx] Επίσης ο μεσαιωνισμός ήταν  ισχυρότατη συνιστώσα του γερμανικού ρομαντισμού και έστελνε τις αχτίδες του από τη Γερμανία προς τα έξω, είτε με τη μορφή της ρομαντικής όπερας και του μπαλέτου

[clxi] Το λαϊκό γούστο καθόριζε επίσης το σχήμα και τη διακόσμηση των σχετικά λίγων βιομηχανικών ειδών που η βιομηχανία παρήγε κυρίως για την αγορά των φτωχών: οι αναμνηστικές κανάτες του θριάμβου του Μεταρρυθμιστικού Νομοσχεδίου, η μεγάλη σιδερένια γέφυρα στον πο­ταμό Wear, ή τα μεγαλόπρεπα τρικάταρτα ιστιοφόρα που έπλεαν στον Ατλαντικό· οι λαϊκές γκραβούρες που απαθανάτιζαν το επανα­στατικό αίσθημα, τον πατριωτισμό ή διαβόητα εγκλήματα, και τα λιγοστά είδη επίπλωσης και ρουχισμού που ο φτωχός της πόλης είχε τη δυνατότητα να αγοράσει.

[clxii] Η Γαλλική Επανάσταση τους κινητοποίησε θέτοντας τον γεωμέτρη και μηχανικό Lazaret Cournot επικεφαλής της ιακωβινικής πολεμικής προσπάθειας, τον μαθηματικό και φυσικό Monge (υπουργό Ναυτιλίας το 1792-93) και μια ομάδα μαθηματικών και χημικών επι­κεφαλής της πολεμικής παραγωγής, όπως νωρίτερα είχε επιφορτίσει τον χημικό και οικονομολόγο Lavoisier με την προετοιμασία του προϋπο­λογισμού του εθνικού εισοδήματος.

[clxiii] H Γαλλική Επανάσταση μετασχημάτισε την επιστημονική και την τεχνική παιδεία της Γαλλίας κυρίως με την ίδρυση της Ecole Polytechnique (1795) —που προοριζόταν για σχολείο τεχνικών κάθε λογής— και με την πρώτη μορφή της Ecole Normale Superieure (1794), που συστήθηκε και καθιερώθηκε πια ως μέρος μιας  γενικότερης μεταρρύθμισης της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκ­παίδευσης από τον Ναπολέοντα. Η Γαλλική Επανάσταση συνέβαλε επίσης στην αναζωογόνηση της ξεπεσμένης Βασιλικής Ακαδημίας (1795) και συνέστησε, στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (1794) το πρώτο αληθινό ερευνητικό κέντρο εκτός φυσικών επιστημών. Η  παγκόσμια πρωτοπορία της γαλλικής επιστήμης στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου οφείλεται, σχεδόν σίγουρα, στα μείζονα αυτά ιδρύματα. ιδίως στο Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο βρήκε μιμητές στην Πράγα, τη Βιέννη και τη Στοκχόλμη, την Πετρούπολη και την Κοπεγχάγη, σε πολλά μέρη της Γερμανίας και του Βελγίου, στη Ζυρίχη και τη Μασαχουσέτη, αλλά όχι στην Αγγλία.

[clxiv] Ο Lavoiser ανακάλυψε ότι η αναπνοή είναι ένα είδος καύσης οξυγόνου. Ο Wöhler ανακάλυψε (1828) ότι μια ένωση που ως τότε απαντούσε μόνο στους ζωντανούς οργανισμούς —η ουρία— μπορούσε να παραχθεί τεχνητά στο εργαστήριο. Έτσι άνοιξε ο πελώριος νέος κλάδος της οργα­νικής χημείας. Εντούτοις, μολονότι το μεγάλο εμπόδιο στο δρόμο της προόδου, η πεποίθηση, δηλαδή, ότι η ζώσα ύλη υπακούει, κατά βάση σε διαφορετικούς φυσικούς νόμους απ’ ότι η μη ζώσα, είχε σοβαρά περι­οριστεί, ούτε η μηχανική ούτε η χημεία επέτρεπαν ακόμη στο βιολόγο να προχωρήσει πολύ μακριά.

[clxv] Οι προτάσεις αυτού του είδους αποτελούσαν τη δύναμη τώρα συστημάτων παραγωγικού λογισμού που κατασκεύαζε η πολιτική οικονομία, κυρίως στη Βρετανία αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, στα παλιά κέντρα των επιστημών του 18ου αιώνα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία. Όπως είδαμε, το σύστημα αυτό θριάμβευσε κατά κύριο λόγο στην περίοδο 1776-1830.

[clxvi] Συμπέρανε λοιπόν, με βεβαιότητα που θεωρήθηκε αργότερα υπερβολική, ότι είναι δυνατόν οι κοινωνικές επιστήμες να εξομοιωθούν με τις φυσι­κές. Η δυνατότητα να πραγματοποιούνται στατιστικές γενικεύσεις σχετικά με τους ανθρώπινους πληθυσμούς, στις όποιες θα στηρίζονται κάποιες σίγουρες και σταθερές προβλέψεις, είχε από πολύ νωρίτερα προβληθεί από τους οπαδούς της θεωρίας των πιθανοτήτων , καθώς και από όσους ήταν υποχρεωμένοι, για πρακτικούς λόγους, να βασίζονται σ' αυτήν, όπως π.χ. οι ασφαλιστικές εταιρείες.

[clxvii] Ήταν φυσικά και τυχερή, διότι η Βίβλος δεν μιλά ιδιαίτερα για την ιστορία των γλωσσών, ενώ, όπως είχαν πολλούς λόγους να γνωρίζουν καλά οι βιολόγοι και οι γεωλόγοι, είναι πολύ αναλυτική όσον αφορά τη δημιουργία και την πρώιμη ιστορία της γης. Επομένως, ο φιλόλογος είχε λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσει αντιδράσεις.

[clxviii] Το ίδιο ισχύει για την κοινωνική ανθρωπολογία ή την εθνογραφία, την προϊστορία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Είναι σημαν­τικό το γεγονός ότι το βάπτισμα των επιστημών αυτών έγινε στην εποχή που μας απασχολεί, ή ότι τότε ήταν που για πρώτη φορά διεκδικήθηκε η αντιμετώπιση των κλάδων αυτών ως αυτόνομων επιστημών, η καθεμιά με τις δικές της ιδιομορφίες.

 

[clxix] Η άνοδος θεωριών όπως ο σύγχρονος σοσιαλισμός συνδέσει στενότατα την επαναστατική σκέψη με το ορθολογικό παρελ­θόν, επιστήμες όπως η φυσική, η χημεία και η αστρονομία συμβάδιζαν με τον αγγλογαλλικό αστικό φιλελευθερισμό.

[clxx] Παρ’ όλα αυτά, η μελλοντική παρακμή της Βρετανίας ήταν ήδη προ οφθαλμών. Ευφυείς παρατηρητές στις δεκαετίες του 1830 και 1840, όπως ο de Toqueville και ο Haxthausen, πρόβλεπαν ήδη ότι το μέγεθος και οι ακόμη ανεκμετάλλευτοι πόροι των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα τις οδηγούσαν τελικά στο να γίνουν οι δύο γίγαντες του κόσμου. Στην Ευ­ρώπη, άλλωστε, η Γερμανία (όπως πρόβλεψε το 1844 o Engels) σύν­τομα θα γινόταν ισότιμη ανταγωνίστρια δύναμη. Μόνο η Γαλλία είχε αποφασιστικά αποκλειστεί από τον ανταγωνισμό για διεθνή ηγεμονία, μολονότι  το γεγονός αυτό δεν ήταν ακόμη τόσο εμφανές ώστε να καθη­συχάσει τους καχύποπτους Βρετανούς και άλλους πολιτικούς.

 

[clxxi] Ακόμη και οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες ή ηγεμονίες του παρελ­θόντος είχαν απλώς περιφερειακό χαρακτήρα —η Κινεζική, η Μωαμε­θανική, η Ρωμαϊκή. Ποτέ έκτοτε καμία Δύναμη δεν κατόρθωσε να απο­κτήσει ανάλογη ηγεμονία, ούτε άλλωστε είναι πιθανό να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον, κι αυτό γιατί καμία Δύναμη δεν μπόρεσε έκτοτε να διεκδικήσει το ειδικό καθεστώς που απολάμβανε η Βρετανία ως το «ερ­γαστήρι του κόσμου».

[clxxii] Οι υποστηρικτές της προόδου επιχειρούσαν να την καταρρίψουν με το επιχείρημα ότι δεν έφταιγαν τα συστήματα της νέας αστικής κοινω­νίας αλλά τα εμπόδια που ο παλιός φεουδαλισμός, η μοναρχία και η αριστοκρατία εξακολουθούσαν να παρεμβάλλουν στο δρόμο για το καθε­στώς πλήρους ελευθερίας στην οικονομία. Οι νεοσοσιαλιστές, αντίθε­τα, υποστήριζαν ότι έφταιγαν αυτά ακριβώς τα συστήματα. Ωστόσο, και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι επρόκειτο για αναπόφευκτα προ­βλήματα της ανάπτυξης. Οι μεν υποστήριζαν ότι ήταν δυνατόν να ξεπε­ραστούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, οι δε ότι κάτι τέτοιο ήταν απί­θανο, αλλά όλοι δικαίως πίστευαν ότι η ανθρώπινη ζωή αντιμετώπιζε προοπτική υλικής βελτίωσης, αντίστοιχη με την πρόοδο που είχε σημειώσει ο άνθρωπος στον έλεγχο των δυνάμεων της φύσης.

[clxxiii] Η αγροτική εξέγερση στη Γαλικία το 1846, η εκλογή «φιλελεύθερου» Πάπα την ίδια χρονιά, ο εμφύ­λιος πόλεμος μεταξύ ριζοσπαστών και καθολικών στην Ελβετία στα τέλη του 1847, πόλεμος που τον κέρδισαν οι ριζοσπάστες, μια από τις μόνιμες αυτονομιστικές εξεγέρσεις της Σικελίας στις αρχές του 1848 στο Παλέρμο δεν ήταν απλώς τυχαία γεγονότα.

Για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης*

                                              «…κανείς δεν έμεινε, κανείς δεν έφυγε, κανείς δεν λείπει».

                                                          Γιάννης Ρίτσος, Τειρεσίας, Κέδρος, Αθήνα, 1983.

Εισήγηση για την ιστορία της κορινθιακής σταφίδας του Δ. Τραμπαδώρου

Από την πλευρά μου θα κάνω μια αναφορά στην ιστορία της κορινθιακής σταφίδας.

Oι αρχαίοι Έλληνες με τη λέξη σταφίς ή ασταφίς αποκαλούσαν την κοινή σταφυλή σε ξηρά κατάσταση, ενώ, μάλλον, δεν γνώριζαν την σταφιδάμπελο, η καλλιέργεια της οποίας φαίνεται να εισάγεται από τους Φράγκους, κατά την περίοδο 1212-1360, αρχικώς στις περιοχές της Πάτρας και της Ηλείας (στο δουκάτο της Γλαρέντζας) και αργότερα στην επαρχία Κορίνθου.

Μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (το 1389), η σταφίδα αρχίζει να αποτελεί βασικό είδος εξαγωγικού εμπορίου προς τις χώρες της Ευρώπης.

Ήδη από το 14ο αιώνα η Αγγλία εμφανίζεται ως η χώρα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση του προϊόντος. Από εκεί η σταφίδα έγινε γνωστή στη Γαλλία και την Ολλανδία και στη συνέχεια στη Γερμανία.

Με την παράδοση της Πελοποννήσου στον Σουλεϊμάν τον Α’, το 1540, οι Βενετοί ενθαρρύνουν την καλλιέργεια της σταφιδαμπέλου στα Ιόνια Νησιά, πρώτα στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στην Κεφαλλονιά και την Ιθάκη, ενώ η παραγωγή της σταφίδας στην Πελοπόννησο ελαττώθηκε κατά πολύ, λόγω της γενικότερης ερήμωσης και οικονομικής εξάντλησης της περιοχής.

Άλλοι παράγοντες που ευνοούν την καλλιέργεια της σταφίδας στα Ιόνια Νησιά είναι η θέση τους στον εμπορικό δρόμο που τα φέρνει σε άμεση επαφή µε τις ευρωπαϊκές αγορές, η γειτνίαση τους µε την Πελοπόννησο, το πρόσφορο του εδάφους τους για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και η αυξανόμενη ζήτηση της σταφίδας στην Ευρώπη.

Τα προστατευτικά μέτρα των Άγγλων και οι εξωτερικοί πόλεμοι της Βενετίας θα ανακόψουν τη σχετική με τη σταφίδα εμπορική δραστηριότητα κατά την περίοδο 1500-1520· αλλά από το 1532 παρατηρείται µία νέα άνθηση της δραστηριότητας αυτής, στην οποία συνέβαλε η ατονία της «αρχής της κυριάρχου» (Dominante), που απαγόρευε την πρόσβαση μη βενετικών πλοίων στα λιμάνια του Ιονίου, το μεθοδευμένο εμπορικό ενδιαφέρον των Άγγλων στην Ανατολή, καθώς και οι αντιδράσεις των Επτανησίων στις οικονομικές επιλογές των Βενετών.

Το σταφιδικό ζήτημα, ως υπερβάλλουσα σε σχέση με τη ζήτηση προσφορά, δεν έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, αλλά το 1655 στα νησιά του Ιονίου.

Στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, το «σταφιδικό ζήτημα» αντιπροσωπεύει µία κρίση για την κοινωνία και την οικονομία των νησιών, η οποία έρχεται ως παράγωγο της οικονομικής διαπάλης για το άνοιγμα των αγορών στην Ανατολή. Συγκεκριμένα, στα Επτάνησα του 17ου αιώνα έχουμε, µε επίκεντρο την παραγωγή και εμπορία της σταφίδας, µία πολύπλευρη εμπορική, οικονομική και κοινωνική διαπάλη, στην οποία εμπλέκονται Άγγλοι, Βενετοί και Επτανήσιοι.

Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν εκ νέου την Πελοπόννησο (1685-1715), κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για την ανάπτυξη της καλλιέργειας της σταφίδας, οι οποίες ωστόσο ανακόπηκαν λόγω της ανάκτησης της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, παρά το γεγονός ότι, μετά από προτροπή της αγγλικής κυβέρνησης, οι Τούρκοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της καλλιέργειας.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι στο τέλος αυτής της περιόδου, και συγκεκριμένα το 1715, έχουμε και τη μεταφορά της καλλιέργειας του προϊόντος στη Λευκάδα, από τους Κρητικούς επήλυδες οι οποίοι είχαν έρθει από την Κρήτη στην Πελοπόννησο μετά την πτώση του Χάνδακα, στα 1669, και οι οποίοι γνωρίζοντας την καλλιέργεια, πήγαν σε αυτό το νησί, μετά την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς στα 1715.

Όμως, στα τέλη του 18ου αιώνα, εποχή της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της Αγγλίας και μεγάλης αύξησης της ζήτησης σταφίδας, που τη χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή γλυκισμάτων και κυρίως πουτίγκας, η καλλιέργεια του προϊόντος άρχισε να εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς στη βόρεια και βορειοδυτική Πελοπόννησο.

Η μεγάλη ζήτηση για το προϊόν συνεχίστηκε και στις αρχές του 19ου αιώνα, μεταβάλλοντας σε ένα από τα κυριότερα εμπορεύματα εξαγωγής από την Πελοπόννησο και την καλλιέργειά του σε μια πραγματική μονοκαλλιέργεια στη Bόρεια και ΒΔ Πελοπόννησο (στην Αχαΐα, την Αιγιαλεία, σε τμήματα της Κορινθίας και στη Βόρεια Ηλεία), όπου παραγόταν η μεγαλύτερη ποσότητα, ενώ είχαμε παραγόμενες ποσότητες και στην Αιτωλοακαρνανία.

Στην περίπτωση της Ηλείας, η καλλιέργεια επεκτάθηκε στην τω χρόνω προς τον νότο, ενώ τις παραμονές της επανάστασης, στα τέλη της δεκαετίας του 1810, μαρτυρείται, η ύπαρξη εκτεταμένων σταφιδοκαλλιεργειών μέχρι και το Δερβή Τσελεμπή, δηλαδή μέχρι και την σημερινή Αμαλιάδα.

Αντίθετα, στην περιοχή του Πύργου, η εισαγωγή της σταφιδοκαλλιέργειας σε εκτεταμένη βάση είναι υπόθεση που χρονολογείται αργότερα και συγκεκριμένα με την έναρξη της συγκρότησης της κρατικής μας οντότητας, δηλαδή από το 1828 και εφεξής, φαινόμενο το οποίο, μάλιστα, εντάθηκε, σύμφωνα με τον ερευνητή κ. Παναγιώτη Δημάκη, μετά το 1845.

Μέχρι τότε, σύμφωνα με τις περιγραφές των περιηγητών, η περιοχή του Πύργου κατακλυζόταν από καλλιέργειες αμπέλου, γκρηνιά (ενός είδους σιταριού), οπωροφόρων δένδρων, κηπευτικών και βάμβακος,.

Άλλωστε, από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, που εκδιδόταν στην Κέρκυρα, προκύπτει μόνον ένα φορτίο σταφίδας από τα λιμάνια του Πύργου (δηλαδή το Πυργί, τον Κόρακα ή Ποτάμι, το Κατάκωλο και τον Αλφειό), το 1822, προς την Ζάκυνθο, που τότε ήταν το κύριο κέντρο της εμπορίας του προϊόντος.

Παρ’όλα αυτά, τα επίσημα στοιχεία δεν δείχνουν το λαθρεμπόριο το οποίο ήταν εκτεταμένο σε αυτό το όριο των δυτικών κυριαρχιών και της οθωμανικής επικράτειας, λαθρεμπόριο που καθόριζε πραγματικότητες, εντασσόμενο στην αντιπαλότητα ή και σύμπλευση συμφερόντων μεταξύ των Δυτικών, των Οθωμανών, των Επτανησίων και των Ελλήνων υπηκόων της οθωμανικής Πύλης.

Μετέπειτα, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, περιορίστηκε σημαντικά η παραγωγή της σταφίδας και έτσι η ανάπτυξη η οποία παρατηρείται μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας είναι χωρίς προηγούμενο. Παρ’ όλα αυτά από την αναδίφηση των αρχείων διαπιστώνουμε ότι και κατά την διάρκεια της Επανάστασης η σταφιδοκαλλιέργεια είχε σπουδαία σημασία. Τις περιόδους του τρύγου παρατηρείται μια σιωπή. Οι εχθροπραξίες σταματούσαν, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι επιδίδονταν με αφοσίωση σε αυτόν, ενώ από τη Ζάκυνθο κατέφθαναν στην Γλαρέντζα, για να εργαστούν, οι γνωρίζοντες και παραγωγικοί Ζακυνθινοί εργάτες. Ο λόγος ήταν ότι το εμπόριο του προϊόντος προσέφερε πολύτιμους οικονομικούς πόρους τόσο στους επαναστάτες όσο και στους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι η σταφίδα χρηματοδότησε τον Αγώνα και παράλληλα δημιουργούσε εισοδήματα για τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Για να έρθουμε πάλι στα μετά την Επανάσταση, με την έλευση της Ανεξαρτησίας, από το τέλος της δεκαετίας του 1830 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο όγκος της παραγωγής υπερδεκαπλασιάστηκε (από 7,5 εκατομμύρια ενετικές λίτρες το 1839, σε 82 εκατομμύρια το 1862, ενώ μία ενετική λίτρα ισούται με 477,5 γραμμάρια).

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε κυρίως η ψήφιση του νόμου του 1835 «περί προικοδοτήσεως των αγωνιστών». Ένας άλλος λόγος για την εξάπλωση της σταφιδοκαλλιέργειας είναι το καθεστώς της ελευθερίας των συναλλαγών που υιοθέτησε η Αγγλία κατά την περίοδο από το 1825 έως το 1846. Ο Εδμόνδος Αμπού βλέποντας αυτή την κατάσταση, τα τελευταία έτη της βασιλείας του Όθωνα, τη σατιρίζει και κρούει τον κίνδυνο του κινδύνου.

Το 1851 μεγάλες ποσότητες σταφίδας αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαγωγής. Το έτος αυτό, για πρώτη φορά, η παραγωγή υπερβαίνει τη ζήτηση, σε σημαντικό βαθμό, και λόγω της αθρόας φύτευσης σταφιδαμπέλων, με αποτέλεσμα η τιμή να μειώνεται κατακόρυφα.

Με την προσάρτηση των Επτανήσων, το 1864, η παραγωγή ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια ενετικές λίτρες, ενώ το φράγμα των 150 εκατομμυρίων θα ξεπεραστεί το 1871.

Η σταφίδα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο, περίπου, των ελληνικών εξαγωγών το 1845 και το μισό σχεδόν στα 1870/74.

Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1860, η νέα καλλιέργεια κέρδισε περίπου 120-150.000 στρέμματα, μόνον στην Πελοπόννησο, που, σε μεγάλο ποσοστό, πρόκειται για νέες γαίες, ακαλλιέργητες ως τότε.

Αν χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο τον προορισμό των εξαγωγών μπορούμε να διακρίνουμε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο εκτείνεται ως το τέλος της δεκαετίας του 1870 και σχεδόν αποκλειστικός αγοραστής είναι η Αγγλία. Το δεύτερο στάδιο, από το τέλος της δεκαετίας του 1870 ως την κρίση υπερπαραγωγής των ετών 1892/93, χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ενός νέου, σημαντικού, αλλά πρόσκαιρου, όπως αποδείχθηκε, πελάτη, της Γαλλίας.

Στη Γαλλία η σταφίδα δεν ήταν ενταγμένη στη διατροφική κουλτούρα του κοινού, αλλά χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή του σταφιδίτη οίνου (που ήταν και φτηνός και ποιοτικός) σε αντικατάσταση της εσωτερικής παραγωγής της χώρας αυτής που είχε δεχθεί σοβαρό πλήγμα από την φυλλοξήρα.

Στο βραχυχρόνιο επίπεδο οι διακυμάνσεις των τιμών είναι σημαντικές και επηρεάζονται τόσο από την ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία και τη διαμόρφωση των τελών εισαγωγής από τις ευρωπαϊκές χώρες (και κυρίως της Αγγλίας) όσο και από εσωτερικούς παράγοντες και τις ασθένειες της σταφιδαμπέλου.

Αλλά πέρα από την ευρωπαϊκή συγκυρία και τις συνθήκες των εξωτερικών αγορών οι ρυθμοί της παραγωγής έχουν αρχίσει να υπερβαίνουν τους ρυθμούς της ζήτησης προκαθορίζοντας έτσι την πτωτική τάση των τιμών στη μεγάλη διάρκεια.

Mόνο με το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς θα δημιουργηθούν αυξητικές τάσεις στην τιμή.

Αυτή η πτωτική τάση της μέσης τιμής της σταφίδας αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, και την επέκταση των καλλιεργειών σε γαίες δεύτερης ποιότητας και, επομένως, την όλο και πιο μαζική παρουσία στην αγορά σταφίδας κατώτερης ποιότητας.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι παρόλο που κατά την δεκαετία του 1860 έγινε για πρώτη φορά απόπειρα χρήσης μηχανών για τον καθαρισμό και τη διαλογή των ποιοτήτων, η τεχνολογία παρέμεινε πεπαλαιωμένη σε όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ σχετικά με τη σταφιδική πολιτική την οποία ασκούσε το κράτος την περίοδο πριν το 1893 μπορούμε να πούμε ότι τέτοια δεν υπήρχε, καθώς αυτό ασκώντας φιλελεύθερη οικονομική πολιτική αρκούνταν στο να εκδίδει μόνο τα διατάγματα και τους νόμους για τη φορολογία επί της σταφίδας ή μερικές φορές, να πιέζει δια της διπλωματικής οδού, με σκοπό τη μείωση του δασμού εισαγωγής του προϊόντος σε διάφορες χώρες.

Η αλόγιστη επέκταση των σταφιδοκαλλιεργειών και η απότομη αποχώρηση της τεράστιας γαλλικής αγοράς, στα 1893 (λόγω της εξυγίανσης των γαλλικών αμπελώνων, αλλά και της εφαρμογής πολιτικών εμπορικού προστατευτισμού) δημιούργησαν την μεγάλη σταφιδική κρίση, η οποία ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για την τοπική κοινωνία και οικονομία, αλλά και για το σύνολο της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, αφού όλες οι παράμετροι του παραγωγικού μοντέλου, μέχρι και οι υποδομές (σιδηρόδρομοι, λιμάνια και διώρυγα της Κορίνθου) ήταν προσανατολισμένες προς την παραγωγή και την εμπορία του προϊόντος.

Ιδιαίτερη αναφορά θα θέλαμε να κάνουμε στην κρατική παρέμβαση εκ μέρους του ελληνικού βασιλείου, αναφορικά με την κρίση του 1893, η οποία (και ιδιαίτερα το επινόημα του Παρακρατήματος) κατά την άποψη των ειδικών, όπως του καθηγητή κ. Θανάση Καλαφάτη, συγκρίνεται με τον σχεδιασμό των παρεμβατικών εργαλείων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η επιτυχημένη κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπισης της κρίσης του 1893 (όπως αποδεικνύεται και από αδημοσίευτη οικονομετρική ανάλυση που έχουμε κάνει σε συνεργασία με τον κ. Γιάννη Παντελάδη) γέννησε θεσμούς όπως η Σταφιδική Τράπεζα, η Ενιαία Διαχείριση, ο ΑΣΟ και το Ινστιτούτο Σταφίδας, θεσμοί οι οποίοι είχαν ιδιαίτερη σημασία για την Ηλεία, διότι η περιοχή μας σήκωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των συνεπειών της κρίσης, αφού οι ποικιλίες της κορινθιακής που ευδοκιμούν σε εμάς ήταν οι πλέον κατάλληλες για οινοποίηση, δηλαδή ήταν οι ποικιλίες που επλήγησαν, κατά κόρον, από την αποχώρηση της Γαλλίας από την αγορά του προϊόντος.

Τότε, κατά την περίοδο της σταφιδικής ακμής, αλλά και αργότερα, λόγω της επιτυχημένης κρατικής παρέμβασης, όπως είπαμε, μπορούμε να μιλάμε για σταφιδική οικονομία, δηλαδή για μία οικονομία η οποία παλλόταν στους ρυθμούς που έδινε η ποσότητα η ποιότητα και οι τιμές της σοδειάς κάθε έτους.

Όλα τα μεγέθη εξαρτιόντουσαν από τη σταφίδα: οι δημοτικοί προϋπολογισμοί, τα δημοσιονομικά σε συνολικοοικονομικό επίπεδο, το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, η ύπαρξη και η πορεία των τοπικών επιχειρήσεων, αλλά και τα κοινωνικά μεγέθη, η γαμηλιότητα, η γεννητικότητα, οι προίκες και φυσικά η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, ζητήματα που είχαν επιπτώσεις δευτερογενείς, τριτογενείς κ.ο.κ. σε άλλα μεγέθη, όπως τα ημερομίσθια, η τεχνολογία και η τεχνογνωσία της παραγωγής, η κρίσιμη τιμή των σιτηρών, οι ροές κεφαλαίων του ομογενειακού ελληνισμού, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γαιών.

Επιπροσθέτως, χαρακτηριστικό της σημασίας του προϊόντος είναι ότι για όλη την περίοδο από το 1833 έως το 1950 υπάρχουν εκατοντάδες δημοσιεύματα στα ΦΕΚ, αλλά και χιλιάδες δημοσιεύματα στις εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και στις τοπικές της Ηλείας, σχετικά με σταφιδικά ζητήματα.

Εκτός αυτών θα ήθελα να επισημάνω ότι η ποσότητα, η ποιότητα και ο χαρακτήρας των εργασιών που απαιτούσε η σταφιδοκαλλιέργεια διαμόρφωναν, τελικά, μια καλλιεργητική κουλτούρα, αλλά και μια κοινωνική και οικονομική συμπεριφορά εκ μέρους των σταφιδοκαλλιεργητών που σήμερα είναι δυσεύρετη.

Αυτό το τελευταίο το έχω ζήσει από πρώτο χέρι στο μεγάλο κτήμα με σταφίδα που είχε η οικογένειά μου, μέχρι το 1983, στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα Κορακοχωρίου.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι ανάμεσα στους σκοπούς του Ομίλου μας δεν είναι η νεκρανάσταση μιας πραγματικότητας που δεν είναι δυνατόν να ανασυσταθεί, αλλά αφενός η απόδοση της δέουσας σημασίας σε όλο το σταφιδικό εποικοδόμημα, θα μου επιτρέψετε να πω, το οποίο μας κληροδότησαν οι άμεσοι πρόγονοί μας, και το οποίο θα πρέπει να αποτελέσει βασικό τμήμα του city branding των σταφιδοφόρων περιοχών και επομένως και της περιοχής μας, αλλά και η υποβοήθηση της προσπάθειας που στόχο έχει να βρει η σταφίδα, το μοναδικό, σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό προϊόν, τη θέση που της αξίζει, γεγονός που προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, και ορθές γεωπονικές πρακτικές και επιτυχημένες πολιτικές marketing.

Το γεγονός άλλωστε ότι η Αγγλία, χώρα στην οποία η κατανάλωση σταφίδας είναι βαθειά ριζωμένη στην καθημερινότητα, αποτελεί σταθερή πελάτιδα για το προϊόν, επί αιώνες, μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι η εισαγωγή της σταφίδας στη διατροφική κουλτούρα του μέσου σπιτιού είτε ελληνικού, είτε της αλλοδαπής, μπορεί να μας προσφέρει ανέλπιστα καλά αποτελέσματα.

Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και την προσοχή σας και εύχομαι οι αρμόδιοι, αλλά και η τοπική κοινωνία και η ηγεσία της να ευαισθητοποιηθούν προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης της σταφιδικής κληρονομιάς, στο σύνολό της, αλλά και των ευκαιριών του παρόντος και του μέλλοντος, με σύμμαχο, μεταξύ άλλων, και την ιστορική γνώση, μιας και αυτή μας προσφέρει πολύ περισσότερα και πολύ πιο σύνθετα πράγματα από μια απλή γνώση των συμβάντων του παρελθόντος.


Δ. Ι. Τραμπαδώρος


Προέλευση φωτογραφίας: http://www.iliaoikonomia.gr

Θεωρίες Κοινωνικού Συμβολαίου - Η περίπτωση του Ζαν - Ζακ Ρουσσώ

του Διονύση Τραμπαδώρου

 

Ο Ρουσσώ αρνείται πάντα κάθε είδους συμβιβασμό

με την κατεστημένη εξουσία, ακόμη και επιφανειακό.

Καρλ Μάρξ, Γράμμα στον Σβάιτσε

 24 Ιανουαρίου 1865

 

1.Εισαγωγή

Ο ιερός Αυγουστίνος εξομολογείται ως ens creatum, ως θεϊκό δημιούργημα, ως εγώ χωρίς φυσική αλήθεια, αλλά αντίθετα ως αλήθεια, δηλαδή ελευθερία, που απορρέει από την κατάσταση της δέσμευσής του έναντι της δημιουργίας, ήτοι ως υποκείμενο της δημιουργίας. Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εξομολογείται ως homo emancipatus a deo, άνθρωπος χειραφετημένος από τον Θεό, ως εγώ με φυσική αλήθεια, δηλαδή με φυσική ελευθερία, η οποία απορρέει αποκλειστικά από την κατάσταση μιας εγγενούς δικαιοσύνης και αρετής.
Γι' αυτό και η εξομολόγησή του, σε αντίθεση με εκείνη του ιερού Αυγουστίνου, η οποία αρνείται να απευθυνθεί προς τον άνθρωπο, έχει ως μοναδικό και αποκλειστικό   αποδέκτη τον άλλον, τον συνάνθρωπο, όπως τον αποκαλεί ευθέως[i].

Ο Ρουσσώ (1712-1778) γεννήθηκε στη Γενεύη .  Προσπάθησε μάταια να υπο­τάξει τη ζωή του σε κάποιον κανόνα ή να την οργανώσει σύμ­φωνα με κάποιο πρόγραμμα. Πήγαινε συνεχώς από το ένα άκρο στο άλλο, και τελικά ή ζωή του διέρρευσε σε αντιφατικές παρορ­μήσεις. Ποτέ δεν ένιωσε τελείως άνετα σε κάποιο επάγγελμα, σε κάποια επιστήμη ή σε κάποιο δόγμα, σε κάποια θρησκεία. Εξά­σκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα του χαράκτη, του υπηρέτη, του φοροεισπράκτορα και εφοριακού υπαλλήλου, του παιδαγωγού, του αντιγραφέα χειρογράφων μουσικής, του διπλωματικού γραμ­ματέα, του μουσικού εκτελεστή και συνθέτη, προτού ανακαλύψει την αληθινή του αποστολή ως στοχαστή και συγγραφέα[ii]. ­Δεν θα μπορούσε  όμως να υποστηρίξει κανείς ότι έχουμε  έναν κάτοικο της Γενεύης που έγραψε για τους κατοίκους της Γενεύης[iii].

Ο Ρουσσώ ανήκει στη Γαλλία, όχι τόσο γιατί  η οικογένεια του κα­τάγεται από γάλλους προτεστάντες πρόσφυγες του ιστ' αιώνα, όσο γιατί  η μόρφωση του είναι εντελώς γαλλική και επειδή έχει παίξει ένα τεράστιο ρόλο στη λογοτεχνία, τη σκέψη και την πο­λιτική ζωή της Γαλλίας.

Όμως , η καταγωγή του από τη Γενεύη έχει εξασκήσει μια κάποια επίδραση στο έργο του. Γεννήθηκε καλβινιστής, ανήκε δηλαδή σ’ ένα δόγμα  πιο ατομικιστικό, πιο ορθολογιστικό και πιο αυστηρό από τον καθολικισμό. Αλλά κυρίως η Γενεύη είναι μια δημο­κρατία, και ο Ρουσσώ διατήρησε σε όλη του τη ζωή, ανάμεσα στους υπηκόους του βασιλιά της Γαλλίας, την υπερηφάνεια να είναι γεννημένος σε μια δημοκρατία· ο μόνος τίτλος που έφερε  ήταν αυτός του πο­λίτη της Γενεύης. 

Το γεγονός πως ήταν «γεννημένος δημοκρατικός» βοήθησε τον Ρουσσώ να συνειδητοποιήσει την πρωτοτυπία του μέσα στη Γαλλία της εποχής του[iv].

Ο πατέρας φεύγει από τη Γενεύη μετά από έναν καβγά και δε θα ξανασχοληθεί με τον Ζαν-Ζακ, ο οποίος είχε ήδη χάσει τη μητέρα του από τότε που ήρθε στον κόσμο.

Το παιδί το εμπιστεύεται στον ιερωμένο Λαμπερσιέ, για δυο χρό­νια, και μαζί του αρχίζει τα λατινικά. Αυτές θα είναι περίπου και οι μόνες κανονικές σπουδές που θα κάνει κάτω από την εποπτεία κάποι­ου άλλου. Μετά έγινε μαθητευόμενος και έμεινε δυο χρόνια με ένα χα­ράκτη. Η κατάσταση του μαθητευομένου ήταν μια από τις πιο άσχημες της εποχής.

Έπειτα  και για δεκατρία χρόνια θα κάνει ζωή περιπλανώμενου, γνω­ρίζοντας όλων των ειδών τα επαγγέλματα και τις δυστυχίες. Γίνεται ο προστατευόμενος, και μετά ο εραστής, μιας νέας γυναίκας, κι αυτή τυχοδιώκτρια και χωρίς αρχές, της μαντάμ ντε Βαρέν. Ασπάζεται τον καθολικισμό[v] και  δι­δάσκει μουσική χωρίς να τη γνωρίζει. Κοντά στη μαντάμ ντε Βαρέν, στο Ανεσί, μετά στο Σαμπερί, διαβάζει πολύ και αναλαμβάνει μεθοδι­κά την αυτομόρφωσή του.

Το 1740, γίνεται στη Λυών παιδαγωγός των παιδιών του κυρίου ντε Μαλμπί, αδελφού των φιλοσόφων Κοντιγιάκ και Μαλμπί, μετά πηγαίνει στο Παρίσι προσπαθώντας να κάνει περιουσία με  ένα σχέδιο μουσικής γραφής . Το παρουσιάζει  αλλά χω­ρίς επιτυχία στην Ακαδημία Επιστημών.

Το 1741 εμφανίζεται στα παρισινά σαλόνια ωθούμενος από την φιλοδοξία του.

Όμως δεν γίνεται ένα άνθρωπος των σαλονιών ένα κακέκτυπο του Βολταίρου ο ποίος ούτως ή άλλος είχε ευρύτερη μόρφωση απ’ αυτόν.

Έτσι θα καταγγείλει το ψέμα μιας κοινωνίας που ανέχεται την ταυτόχρονη ύπαρξη της χλιδής και της απόλυτης φτώχειας

Συνδέεται με ένα νέο συγγραφέα εξίσου άγνωστο μ' αυτόν τον Ντιντερό και συστήνεται στα σαλόνια, δηλαδή στης μαντάμ Ντιπέν, κόρης του χρηματιστή Σαμιέλ Μπερνάρ. Με το να διδάσκει μουσική, στο τέ­λος την έμαθε, και έγραψε μια όπερα με τίτλο Οι ευγενικές Μούσες. Αλλά όλα αυτά δεν του εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Έτσι δέχεται τη θέση του γραμματέα του πρέσβη της Βενετίας, στην υπηρεσία του οποίου μένει δεκαοχτώ μήνες.

 Αυτή τη στιγμή είναι που αρχίζει να ενδιαφέρεται για τα πολιτικά ζητήματα και συλλαμβάνει την πρώτη ιδέα των Πολιτικών του θεσμών, από τους οποίους δεν έγραψε ποτέ παρά μόνο την εισαγωγή δηλαδή  «Το Κοινωνικό Συμβόλαιο».

 Έρχεται σε αντίθεση με τον πρέσβη και επιστρέφει για να εγκαταστα­θεί στο Παρίσι.

Αρχίζει να γίνεται γνωστός ως μουσικός και θεατρικός συγγραφέ­ας, συνεργάζεται με τον Βολταίρο για μια όπερα, (Οι γιορτές του Ραμίρον), και ταυτόχρονα είναι γραμματέας του κυρίου Φρανκέιγ, γα­μπρού της μαντάμ Ντιπέν. Αυτή την εποχή συζεί με μια υπηρέτρια πανδοχείου εντελώς αγράμματη, την Τερέζα Λεβασέρ, από την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά, τα οποία θα αφήσει ένα-ένα στα έκθετα.

Επεκτείνει τις γνωριμίες του ανάμεσα στους φιλοσόφους. Εκτός από τον Ντιντερό και τον Κοντιγιάκ, που είναι πολύ κοντινοί του, κά­νει τη γνωριμία της μαντάμ ντ' Επινε, η οποία προέρχεται από μία οικογένεια χρηματιστών, μετά συνδέεται με τον Γκριμ.

Όμως, «Περισσότερο από κάθε άλλο υποφέρει από την καταπίεση, και, όταν βάλλουν κατά της ελευθερίας του, φεύγει. Εξ ου και η ζωή του περιπλανώμενου. Θα προτιμάει πάντα τη δυστυχία και την περιπέτεια από μια επιχρυσωμένη σκλαβιά. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαθύ σ' αυτόν από την αγάπη για την ελευθερία. Θέλει να είναι ο εαυτός του δηλαδή , ελεύθερος στη ζωή του, στα αισθήματα του και στις ιδέ­ες του. Καμιά έγνοια για τα πλούτη, για τη σταδιοδρομία, δηλαδή για την ασφάλεια, δεν μπορεί κανείς να τον υποχρεώσει να πει τίποτα άλ­λο παρά αυτό που κρίνει πως είναι μια αλήθεια χρήσιμη για τους αν­θρώπους. Ακόμα και αν ήταν να μείνει μόνος στον κόσμο, θα υποστή­ριζε αυτό που πιστεύει σωστό.»[vi]

 Μια ζεστή μέρα του 1749, ενώ βάδιζε μόνος του στο δρόμο για τη Βενσέν, για να επισκεφτεί το φίλο του τον Ντιντερό (ο οποίος είχε φυλακιστεί εξαιτίας της «Επιστολής για τους τυφλούς»), ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ «φωτίστηκε» ξαφνικά από μιαν έμπνευση που έμελλε να αλλάξει όχι μόνο την πορεία της ζωής του αλλά και την εξέλιξη όλης της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Επειδή η ζέστη ήταν αφόρητη, για να μετριάσει την ανυπομονησία του και να αναγκαστεί να βαδίζει πιο αργά, ο Ρουσσώ διάβαζε τον Mercure de France. Το βλέμμα του έπεσε κάποια στιγμή πάνω στο θέμα που έδινε η Ακαδημία της Ντιζόν για το βραβείο του επόμενου χρόνου. Το θέμα ήταν το εξής : «Η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών συνέβαλε στη διαφθορά ή στη βελτίωση των ηθών;».

   O ίδιος ο Ρουσσώ γράφει στις «Εξομολογήσεις» του: «Μόλις το διάβασα αντίκρισα μπροστά μου έναν άλλο κόσμο και έγινα άλλος άνθρωπος... Όταν έφτασα στη Βενσέν βρισκόμουν κυριολεκτικά σε παραλήρημα. Ο Ντιντερό το είδε.... Με παρακίνησε να αναπτύξω τις απόψεις μου και να διεκδικήσω το βραβείο. Το έκανα και από εκείνη τη στιγμή υπέγραψα την καταδίκη μου. Όλη η υπόλοιπη ζωή μου και όλα μου τα βάσανα ήταν η μοιραία συνέπεια αυτής της απόφασης που πάρθηκε  σε  μια στιγμή απερισκεψίας[vii]».
  Οι τέχνες, οι επιστήμες, οι κατακτήσεις του λόγου, η πάλη ενάντια στην άγνοια και το σκοταδισμό, η κουλτούρα, το καλό γούστο, η εκλέπτυνση των ηθών, η όλο και πιο έντονη και ευρεία κυκλοφορία των ιδεών, όλα αυτά που έδιναν στους ανθρώπους του 18ου αιώνα τη βεβαιότητα ότι ζούσαν σε μια εποχή συνεχούς προόδου, σε έναν πολιτισμό ανώτερο από όλους τους άλλους, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και υπό κατηγορία από τον Ρουσσώ, ο οποίος με το «Λόγο περί επιστημών και τεχνών» επιτέθηκε κατά μέτωπο στις κυρίαρχες πεποιθήσεις του καιρού του[viii].
 Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, ο αληθινός πολιτισμός δεν έπρεπε να βασίζεται πάνω στα φαινομενικά επιτεύγματα της κουλτούρας αλλά πάνω στο στέρεο έδαφος της αρετής[ix]. Ο άνθρωπος, που από τη φύση του είναι καλός, έγινε κακός εξαιτίας των θεσμών της διεφθαρμένης κοινωνίας. Ήταν αναγκαίο να επανεξεταστεί πάνω σε εντελώς νέες βάσεις η σχέση ανάμεσα στο  άτομο και την κοινωνία[x].
Μετά τη βράβευσή του από την Ακαδημία της Ντιζόν ο Ρουσσώ είχε γίνει ξαφνικά διάσημος. Αλλά τώρα που η επιτυχία τού έφερε την αναγνώριση και το θαυμασμό του παρισινού πνευματικού κόσμου και του κοινού, ο Ρουσσώ αποφασίζει να μείνει συνεπής προς τις ιδέες του και να συνεχίσει την τολμηρή πνευματική του αναζήτηση και την προσωπική του αναμόρφωση. Αρχίζει έτσι η δραματική φυγή του από την κοινωνία και τον κόσμο και η φάση της δημιουργικής απόσυρσης στη μοναξιά .

 Από τη μοναξιά του δάσους του Μονμορανσί γεννιούνται οι βασικές ιδέες του «Κοινωνικού συμβολαίου».

 Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει  περίπου δυόμισι αιώνες από τότε που γράφτηκε αυτό το σπουδαίο έργο. Και ο άνθρωπος του 21ου αιώνα ζει  σε ένα διαφορετικό πνευματικό, ηθικό και πολιτικό σύμπαν από εκείνο που γνώρισε ο γαλλικός 18ος αιώνας μπορούμε ωστόσο να νιώσουμε και σήμερα τη δύναμη της έμπνευσης και την ισχυρή έλξη ενός βιβλίου στις πρώτες κιόλας σελίδες του οποίου διαβάζουμε τη φράση: «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Κι όποιος πιστεύει ότι είναι κύριος των άλλων δεν είναι λιγότερο δούλος».
Στους αιώνες που μεσολάβησαν έχουν διατυπωθεί πάρα πολλές και συχνά αντιφατικές κρίσεις για το έργο του Ρουσσώ. Θεωρήθηκε ένας θεωρητικός πρόδρομος της Γαλλικής Επανάστασης, ένα σύμβολο των αγώνων για ισότητα και ελευθερία, αλλά και ο πατέρας του γιακοβινισμού[xi] ή ακόμα και του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Είναι επίσης αλήθεια ότι η σκέψη του είνα[xii]ι αρκετά περίπλοκη και χαρακτηρίζεται από αντινομίες, από τις οποίες μπορεί να πηγάσουν και οι πιο διαφορετικές ερμηνείες.

 Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι ο αρχιτέκτονας της ιδεώδους πολιτείας που σκιαγραφείται στο «Κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ο ίδιος φροντίσει να υπογραμμίσει ότι η ορθή λειτουργία της προϋπέθετε μιαν ύψιστη «αρετή», την οποία είναι δύσκολο να προσεγγίσουμε εμείς οι κοινοί θνητοί. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνιόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους».

 

 

2.Η επεξεργασία της θεωρίας (1750-1762)

Η Πραγματεία περί επιστημών και τεχνών βραβεύτηκε  από την Ακαδημία της Ντιζόν και γνώρισε σύντομα πολύ μεγάλη φήμη. Αντιμετώπισε  όμως μια μακρά πολεμική. Διάφοροι συγγραφείς, καμιά φορά και ερασιτέχνες, όπως ο βασιλιάς της Πολωνίας Στανισλάς, σχολιάζουν αρνητικά τον Ρουσσώ, ο οποίος απαντά, και η συζήτηση θα κρα­τήσει ως τη δημοσίευση της δεύτερης πραγματείας. Οι εχθροί του Ρουσσώ προσπάθησαν να τον δυσφημίσουν βεβαιώνοντας, πως ήταν ο Ντιντερό αυτός που του είχε εμπνεύσει τη θέση . Όμως και οι δύο άντρες  είχαν δικαίωμα σε άλλου είδους φήμη[xiii]. Αυτή η πρώτη Πραγματεία εξασφάλισε αμέσως τη διασημότητα για τον Ρουσσώ. Όμως  ο  ίδιος ο Ρουσσώ, ο οποίος  δεν είχε τη ματαιοδοξία της λογοτεχνίας, το θεωρεί ως ένα από τα χειρότερα έργα του. Συγκεκριμένα αναφέρει πως … «Απ' όλα όσα έχουν βγει από την πένα μου, είναι το πιο αδύναμο σε συλλογισμούς, και το πιο φτωχό σε ρυθμό και αρμονία.»

Παρά το γεγονός όμως ότι δεν ξεπερνάει το επίπεδο της ηθικολογικής ρητορείας είναι πολύ σημαντικό  γιατί όλη η θεωρία του Ρουσσώ περικλείεται σ' αυτό εν σπέρματει.

Αποδεχόμενος ότι η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών έχει διαφθείρει τα ήθη, ο Ρουσσώ βρίσκεται στον αντίποδα των ιδεών που δέχονται όλοι οι φιλόσοφοι.

 Την ίδια στιγμή, το φυλλάδιο της Εγκυ­κλοπαιδείας, λειτουργούσε ως  ένας ύμνος στην επιστήμη που θα επέ­τρεπε την αναδόμηση της κοινωνίας με βάση τις απαιτήσεις του ορ­θού λόγου. ]

Ο Ρουσσώ έρχεται λοιπόν να παρατηρήσει πως, όσο αναπτύσσονται οι τέχνες και οι επιστήμες, τόσο πιο λαμπρές εμφανίζονται οι κοινωνίες σε διανοητικό επίπεδο, αλλά  και τόσο πιο πολύ διαφθείρονται ηθικά και τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονται οι λαοί. Οι θέσεις αυτές δεν ήταν καθόλου κοντά στο πνεύμα των Εγκυκλο­παιδιστών, και καθώς  ήταν ακόμα αποκλειστικά ηθικής φύσης, μπορού­σε να διαπιστώσει  κανείς εκεί μια αναβίωση του χριστιανικού λόγου[xiv]. Άλλωστε , αυτός είναι ο λόγος που ο Ρουσσώ βραβεύτηκε από την Ακαδημία της Ντιζόν. Αλλά στην πολεμική που ακολούθησε, το κοι­νωνικό περιεχόμενο, που ήταν ακόμη λανθάνον στην πρώτη Πραγμα­τεία, διαφαίνεται όλο και πιο καθαρά και ιδίως στην Απάντηση στο βασιλιά της Πολωνίας. Σ’ αυτήν είναι όντως ο πρώτος που λέει πως ο πολιτισμός βρίσκεται στην υπηρεσία μιας διε­φθαρμένης αριστοκρατίας . Μάλιστα η  κριτική του δε στρέφεται μόνο εναντίον της φεουδαρχικής κοινω­νίας, αλλά εναντίον κάθε κοινωνίας που είναι θεμελιωμένη πάνω στην ανισότητα κατανομής του πλούτου.

 Δεν διακόπτει τις σχέσεις του με τους φιλοσόφους, γιατί η αντίθεση που τον φέρνει αντιμέτωπο μ' αυ­τούς είναι ακόμα λανθάνουσα. Ο ντ' Αλαμπέρ, στην Προκαταρκτική πραγματεία της Εγκυκλοπαιδείας και ο Γκριμ, στη «Λογοτεχνική αλλη­λογραφία», ασκούν ευνοϊκή κριτική στην πρώτη Πραγματεία. Ο Ρουσσώ συνεργάζεται με την Εγκυκλοπαιδεία, στην οποία παρέχει άρθρα για τη μουσική, και στην οποία θα δώσει, το 1755, το έργο του «Πραγμα­τεία περί της πολιτικής οικονομίας», στο οποίο εμβαθύνει στις θέσεις του και περνάει από το ηθικό επίπεδο στο πολιτικό. Επίσης παραμένει πολύ συνδεμένος με τον Ντιντερό οποίος  είναι ο πιο αγαπητός του φίλος. Ο Ντιντερό είναι σαν κι αυτόν ένας μικροαστός, που έζησε πολύ την μποέμικη  ζωή των λογοτεχνών.

Όμως ο Ρουσσώ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα σαλό­νια[xv]. Αρχίζει την «ηθική μεταρρύθμιση» του και αποφασίζει να ζήσει ανεξάρτητος ως μικροτεχνίτης. Θα ζήσει από την εργασία του ως μουσικός αντιγραφέας για δέκα φράγκα τη σελίδα. Θα δώσει το παράδειγμα μιας ζωής αυστηρής, αδιάφορης. Και είναι αυτή η αξιοπρέπεια της προσωπικής του ζωής που θα κα­τακτήσει την καρδιά της μικροαστικής τάξης[xvi]. Η ίδια του η ζωή άλλωστε είναι αυτή που , παράλληλα με το έργο του,  θα εμπνεύσει τους μεγάλους Ιακωβίνους, τον Μαρά και τον Ροβεσπιέρο[xvii].

Το 1752, ανεβάζει ακόμα μια όπερα με τίτλο «Ο μάντης τον χωριού», μετά μια κωμωδία  με τίτλο «Ο Νάρκισσος», της οποίας ο πρόλογος απηχεί τις ιδέες της πρώτης «Πραγματείας». Αρνείται τη βασιλική σύνταξη που προορι­ζόταν να ανταμείψει την επιτυχία του «Μάντη του χωριού».

Το 1755, διαγωνίζεται, για μια ακόμα φορά, σε μια ερώτηση της Ακαδημίας της Ντιζόν. Από τον διαγωνισμό αυτόν προκύπτει  η «Πραγματεία περί της κατα­γωγής της ανισότητας».

 Μετά θα κάνει ένα ταξίδι στη Γενεύη, όπου θα προσηλυτιστεί ξανά στον καλβινισμό.

Κουρασμένος από την παρισινή ζωή, δέχεται μια πρόταση της μαντάμ ντ' Επινέ, η οποία θέτει στη διάθεση του, στο πάρκο του πύρ­γου της στη Σερβέτ, ένα σπίτι κηπουρού, το Ερμιτάζ. Εκεί, οι διαφω­νίες του με τους Εγκυκλοπαιδιστές θα γίνουν πιο σοβαρές. Συχνά, οι κριτικοί αποδίδουν αυτή τη ρήξη σε προσωπικά κίνητρα δηλαδή τη δυσπι­στία και την υπερευαισθησία του Ρουσσώ, τη μανία καταδίωξης, τις αδιακρισίες του Ντιντερό και τις πλεκτάνες του Γκριμ.

 «Η πηγή της  σύγκρουσης είναι  ιδεολογική.  Οι Εγκυκλοπαιδιστές, τόσο η προο­δευτική πλευρά (Ντιντερό, ντ' Ολμπάκ) όσο και η μετριοπαθής (Βολταίρος), αναπτύσσουν το προοδευτικό πρόγραμμα της καπιταλιστικής αστικής τάξης, ενώ ο Ρουσσώ αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των πε­ρισσότερο επαναστατικών δημοκρατικών μαζών.»[xviii]

Το 1758, ο Ρουσσώ διακόπτει με τη μαντάμ ντ' Επινέ και εγκαθίστα­ται στο Μονμορενσί, στο σπιτάκι του Μον-Λουί. Αυτή είναι η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του.

Αρχικά δημοσιεύει την Επιστολή στον ντ' Αλαμπέρ περί θεαμάτων, η οποία προκαλεί την οριστική διακοπή των σχέσεων του με την Εγκυκλοπαιδεία. Ο Ρουσσώ δεν αντιτίθεται στην τέχνη γενικά, ούτε κά­νει διακρίσεις ανάμεσα στα θεατρικά είδη. Επανειλημμένα έχει δηλώ­σει την πίστη του στην ευεργετική δύναμη της τέχνης, υπό ένα καθε­στώς που δεν θα βασιζόταν στην κοινωνική ανισότητα. Η τέχνη πρέπει να έχει  κατ’ αυτόν ηθικό και πολιτειακό περιεχόμενο.

Μάλιστα  στο τέλος της Επι­στολής στον ντ' Αλαμπέρ προτείνει ένα πρόγραμμα λαϊκών και πολιτειακών εορτών που θα υιοθετηθούν από την Επανάσταση. Οι με­γάλες επαναστατικές γιορτές, που οργάνωσε ο Νταβίντ, βασίζονται στη θεωρία του Ρουσσώ.

Το 1761 και το 1762 εμφανίζονται τα τρία σημαντικά έργα, Η Νέα Ελοΐζ, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο και ο Αιμίλιος. Και τα τρία έχουν διδακτικό χαρακτήρα. Μέχρι τώρα ο Ρουσσώ έχει καταγγείλει τις αιτίες της ταπείνωσης του ανθρώπου της εποχής του σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ανισότητα του πλούτου. Τώρα όμως,  με τα έργα αυτά δείχνει στους συγχρό­νους του την εικόνα του ανανεωμένου ανθρώπου.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο θέτει τις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας, με ισότητα.

Κηρύττει την ισότητα του πλούτου και των νόμων και εναντιώνεται στην ανισοκατανομή και την ανυπαρξία ισοπολιτείας    οι οποίες άλλωστε εμπο­δίζουν την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου. Για να εδραιώσει το οικοδόμημα του αντιλαμβανόμενος  την αδυναμία όλων αυτών των μέσων, διατυπώνει  τις απόψεις του σχετικά με μια θρησκεία του Κράτους.

Κανένα βιβλίο δεν άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στους επαναστά­τες. Υπήρξε γι' αυτούς ένα εγχειρίδιο πολιτικής αρετής και πατριωτι­σμού . Τίποτα πιο ξένο στη σκέψη του Ρουσσώ από τον κοσμοπολιτισμό. Είναι στο Κοινωνικό Συμβόλαιο που βλέπουμε τον πατριωτισμό και το δημοκρατικό πνεύμα τόσο στενά συνδεμένα, πριν το 1789.

Από την άλλη μεριά, βεβαιώνοντας ότι προκειμένου να υπερασπιστεί την ελευθερία ο ηγεμόνας έχει απεριόριστη δύναμη, αφού όλοι οι πολίτες  του εναποθέτουν όλα τους τα δικαιώματα, ο Ρουσσώ πρόσφερε στους Ιακωβίνους, χωρίς να το έχει προβλέψει, την αρχή της επανα­στατικής τρομοκρατίας.

Απ’ την άλλη , η πολιτειακή θρησκεία του Κοινωνικού Συμβολαίου ενέ­πνευσε τον Ροβεσπιέρο για τη θεμελίωση της λατρείας του ανώτατου Όντος .

Επίσης η παιδαγωγική πραγματεία «Αιμίλιος» έπαιξε ένα προοδευτικό ρόλο, κυρίως αν συγκρίνουμε τις ιδέες του Ρουσσώ με την πρακτική της δι­δασκαλίας που επικρατούσε στα σχολεία της εποχής του και που στην ουσία βρισκόταν στα χέρια των Ιησουϊτών μέχρι την εκδίωξη τους (1762)[xix].

Ο Ρουσσώ, ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων ανθρω­πιστών της Αναγέννησης, διεκδικεί την ολοκληρωτική ανάπτυξη, φυ­σική και ηθική, της ανθρώπινης προσωπικότητας, μια περιεκτική δι­δασκαλία όπου η άμεση παρατήρηση των πραγμάτων οφείλει να αντικαταστήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη διδασκαλία από τα βιβλία, όπου οι επιστήμες θα έχουν έναν ουσιαστικό ρόλο, όπου η πρακτική οφείλει να αναμειχθεί με τη θεωρία[xx]. Ο Αιμίλιος μαθαίνει ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, γιατί «πλησιάζουμε στο κρίσιμο σημείο και στον αιώνα των επαναστάσεων», και καμία κοινωνική κατάσταση δε θα είναι πια σταθερή. Στη βάση αυτής της παιδαγωγικής βρίσκεται η αρχή ότι πρέπει να αναπτύξουμε την προσωπικότητα του παιδιού, να σεβόμαστε τα χαρίσματα που του πρόσφερε η φύση, να απομακρύ­νουμε από αυτό κάθε προκατάληψη, κάθε παράδοση που δεν στηρίζε­ται στη λογική. Με μια λέξη  πρέπει να κάνουμε τον άνθρωπο ικανό να κρίνει μόνος του, και αυτό είναι πρωταρχικό τις παραμονές της Επανάστασης.

Ο Ρουσσώ θέλει να σχηματίσει για την κοινω­νική ζωή έναν άνθρωπο που θα διατηρούσε όλες τις φυσικές ανθρώ­πινες ιδιότητες. Ο Αιμίλιος, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει καλύτερα την κοινωνία με όλα της τα ελαττώματα, ανατρέφεται μέσα στη μοναξιά, τουλάχιστο μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Προορίζεται να γίνει ένας πολίτης περισσότερο εμπνευσμένος από τους άλλους, χωρίς προκαταλήψεις, ικανός ακόμα και να οργανώσει μάχες για την ελευ­θερία, όπως εμφανίζεται στη συνέχεια του Αιμίλιου, Αιμίλιος και Σοφία ή οι Μοναχικοί, αλλά ταυτόχρονα είναι αυτάρκης .

Αυτό το  έργο έχει  διπλή επίδραση. Είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να θέσει για πρώτη φορά, με μια πολύ μεγάλη δύ­ναμη, τα προβλήματα του παιδιού, ως διαφορετικής οντότητας, στην οποία ο παιδαγωγικός λόγος και η πρακτική οφείλουν να προσαρμο­στούν σε βάθος. Ενέπνευσε τα προοδευτικά εκπαιδευτικά προγράμματα των Ιακωβίνων, όπως του Λεπελετιέ ντε Σεν-Φαργκό και του Σεν-Ζιστ, αλλά επίσης και τις αντιδραστικές θεωρίες ορισμένων παιδαγωγών του 19ου αιώνα και του σήμερα.

Επίσης στο Profession de foi du vicaire savoyard, όπου ο Ρουσσώ εκθέτει τις αρχές της θρησκείας του. Πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, σε ένα θεό, ο οποίος, από εκεί πάνω, ανταμείβει τους καλούς και τιμωρεί τους κακούς, και του οποίου η ύπαρξη αποδεικνύεται από τα  θαύματα της φύσης και τη διαίσθηση της συνείδησης του,  δηλαδή το «θείο ένστι­κτο». Ο Ρουσσώ είναι  θεϊστής[xxi] και φαινομενικά, βρίσκεται κοντά στον Βολταίρο, ο οποίος  είναι επίσης θεϊστής. Ο Ρουσσώ αρνείται ακριβώς όπως και ο Βολταίρος κάθε αποκάλυψη, τις τελετουργίες, τα δόγματα που είναι κατάλληλα για εκείνη ή για την άλλη εκκλησία. Όπως και για τον Βολταίρο, η θρησκεία του μπορεί κάλλιστα να υπάρχει και χωρίς τον κλήρο. Άλλωστε   ο Ρουσσώ, όπως και οι άλλοι φιλόσοφοι, μάχονται εναντίον της Εκκλησίας, ως κύριου προ­μαχώνα του φεουδαρχισμού[xxii].

Στην πραγματικότητα, ο θεϊσμός του Ρουσσώ απορρέει από προσδο­κίες πολύ διαφορετικές από αυτές του Βολταίρου[xxiii]. Ο Βολταίρος αρνείται τον υλισμό, μεταξύ άλλων λόγων και γιατί έχει ανάγκη από ένα θεό-χωροφύλακα, από εκεί πάνω, ο οποίος κρατάει το λαό υπά­κουο και προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία. Ο Ρουσσώ, αντίθετα, έχει ανάγκη από ένα θεό παρηγορητή του λαού, ο οποίος στη μετά θάνατον ζωή, θα πάρει εκδίκηση για τους καταπιεσμένους και θα τιμωρήσει τους κακούς, δηλαδή τους πλούσιους.

 Είναι σίγουρο ότι, διατυπώνοντας την θεωρία του για τη θρησκεία, ο Ρουσσώ προσέγγισε περισσότερο τη μικρο­αστική τάξη και το λαό αυτής της εποχής, στον οποίο ο καθολικι­σμός εξασκούσε μια δυνατή επίδραση.

Κατά τον  Ένγκελς  στη Γαλλία ο υλισμός είχε αριστοκρατικές καταβολές και οι Εγκυ­κλοπαιδιστές[xxiv] παρέμεναν μακριά από το λαό. Ακόμα περισσότερο, καταλήγοντας σε ένα συμβιβασμό με τη θρησκεία, ο Ρουσσώ μετατό­πιζε τον άξονα της μάχης. Δεν ήταν πια η μάχη της λογικής κατά της θρησκείας, αλλά η μάχη του λαού. Δηλαδή τώρα έχουμε χωρικούς, μικροαστούς, οι οποί­οι κάθε άλλο παρά άθρησκοι ήταν, εναντίον των αριστοκρατών και των πλουσίων. Μπορεί επίσης κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτό που αναφύεται από το Profession de foi du vicaire savoyard , είναι η πολιτική του Ροβεσπιέρου, ο οποίος είχε αντιληφθεί  ότι δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει τις λαϊκές μάζες εναντίον των αριστοκρατών, αν επιχειρούσε ταυτόχρονα  να καταστρέψει τις θρησκευτικές τους προκαταλήψεις. Την ίδια στιγμή, οι Γιρονδίνοι, συχνά άθεοι, μαθητές των Εγκυκλοπαιδιστών, όπως ο Κοντορσέ, έχαναν τη δύναμη τους στον επαναστατικό αγώνα, από το φόβο του λαού.

Σ' αυτή την αποφασιστική στιγμή, ο θεϊσμός [xxv] του Ρουσσώ έπαιξε σπουδαίο ρόλο.

 Αποδίδοντας στην ηθική συνείδηση ένα «θείο ένστικτο», ο Ρουσσώ ανοίγει την πόρτα στο φιντεϊσμό[xxvi]. Από την εποχή του ήδη  μια εκκλησιαστική μειοψηφία αντιλήφθηκε  ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει. Μάλιστα μετά την έκδοση του Αιμίλιου, ο επίσκοπος Λεφράν ντε Πομπινιάν συγχάρηκε τον Ρουσσώ για τη δημιουργία μιας τρί­της πλευράς ανάμεσα στο χριστιανισμό και στους φιλοσόφους. Ο Ντιντερό και οι Εγκυκλοπαιδιστές  δικαίως διεκδίκησαν τον τίτλο των δασκάλων του μαρξισμού περισσότερο από τον Ρουσσώ.

Το μυθιστόρημα Η Νέα Ελοΐζ είχε μεγάλη απήχηση . Συγκεκριμένα, αντι­προσωπεύει μια στροφή στην ιστορία του μυθιστορήματος και, με την ποικιλία των προβλημάτων που θέτει, είναι σχεδόν μια Εγκυκλοπαιδεία του ρουσσωϊσμού.

Πρόκειται, κατ' αρχάς, για ένα ερωτικό μυθιστόρημα που γεννή­θηκε μέσα από μια συναισθηματική κρίση, την οποία υπέστη ο Ρουσσώ γερνώντας. Κατά την γνώμη του η αισθηματική λογοτεχνία είναι, για αυτόν, αξιοκαταφρόνητη αφού λειτουργεί ως ένα μέσο φυγής για τις αργόσχολες γυναίκες. Για τους παραδοσιακούς ηθικολόγους, το μυθιστόρημα έχει το ελάττωμα να κολακεύει τα πάθη, τα οποία παρουσιάζει γοητευτικά. Όσο για τους ανθρώπους του Διαφωτισμού, αυτοί το κατηγορούν για διαστρέβλω­ση του πραγματικού.

Ο Ρουσσώ θα βγει από αυτό το αδιέξοδο δίνοντας σ' αυτό το λυρικό έργο ένα πραγματικό φιλοσοφικό βάρος, θέτοντας κατά σειρά προβλήματα ηθικά και κοινωνικά παρά το γεγονός ότι  το ερωτικό μυθιστόρημα δε θυσιάζε­ται. Από το σύνολο αποκαλύπτεται ένα απαισιόδοξο όραμα: ο χρόνος κα­ταστρέφει τα πάντα, δεν υπάρχει διαρκής ευτυχία, και το πάθος δεν μπορεί να επιμηκυνθεί παρά μόνο με την προϋπόθεση ότι μένει ανι­κανοποίητο.

Από τους προλόγους του μυθιστορήματος γνωρίζουμε το κοινό, για το οποίο ο Ρουσσώ, κατά προτίμηση, προόριζε το βιβλίο του. Τους κα­τώτερους γαιοκτήμονες ευγενείς.

 Αυτό το κοινό δείχνει ότι έχει, πε­ρισσότερο και από τους αστούς, τα μέσα για μια ευτυχισμένη ύπαρξη μέσα στη φύση, διάγοντας μια ενάρετη οικογενειακή ζωή, αφοσιωμένοι στην ορθολογική εκμετάλλευση των γαιών τους. Συλλαμβάνουμε εδώ μια αντίφαση της μικροαστικής τάξης. Διότι το να εκμεταλλευτεί τη γη της σημαίνει, ακόμα και για ένα μικρό ιδιοκτήτη, εκμετάλλευση του υπηρετικού της προσωπικού. Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος περιέχει μια περιγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιούνται   στην ιδιοκτησία του Κλαρένς.

 Η τεράστια επιτυ­χία του οφείλεται ,κατ' αρχήν, στην αρμονική απλότητα της πλοκής. Είναι το πρώτο σπουδαίο μυθιστόρημα που δεν είναι καθόλου ένα συνταίριασμα ιστοριών λίγο πολύ τεχνητά συνδεμένων μεταξύ τους. Από την άλλη μεριά, χρησιμοποιείται κατά κόρον το τέχνασμα του μυθιστορήματος με επιστολές. Τα γεγονότα βιώνονται από πρόσωπα, των οποίων οι απόψεις είναι αντίθετες.

 Η Νέα Ελοΐζ είναι ένα σημαντικό σύγχρονο μυθιστόρημα το οποίο εδώ και μερι­κές δεκαετίες γνωρίζει μια αναμφισβήτητη αναγέννηση[xxvii].

Η έκδοση του Αιμίλιου κλιμακώνει τις διώξεις εναντίον του Ρουσσώ. Το Κοινοβούλιο λογοκρίνει το βιβλίο και αποφασίζει την προσωπική κράτηση του συγγραφέα του. Ο Ρουσσώ θα έπρεπε να φύγει χωρίς καθυ­στέρηση. Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού τον αφορίζει. Οι διαμαρτυρόμενοι δεν δείχνουν καλύτερες διαθέσεις αφού κατα­δικάστηκε  και  στη Γενεύη .

Η έκδοση του Αιμίλιου σηματοδοτούσε στη σκέψη του το τέλος του διδακτικού του έργου. Υπολόγιζε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του επιμελούμενος τα απαντά του, οι διώξεις  όμως θα τον οδηγήσουν σε νέες δημοσιεύσεις. Έδωσε απάντηση στον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού με την Επιστολή στον Κριστόφ ντε Μπομόν, στην οποία η ευγλωττία του φθάνει σε νέα ύψη. Η καταδίκη του στη Γενεύη έδωσε το σύνθημα για διαρκείς πολιτικούς αγώνες, με αποκορύφωμα  την αποποίηση  της ιδιότητας του  πολίτη της Γενεύης. Μετά από αρκετό δισταγμό, ανταποκρίνεται στην έκκληση των «αντιπροσώπων», δηλαδή της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, και εξαπολύει εναντίον των κυβερ­νώντων της Γενεύης τις «Επιστολές του όρους», οι οποίες τον εμφανί­ζουν σε ένα μέρος της κοινής γνώμης ολόκληρης της Ευρώπης ως έναν επικίνδυνο ταραχοποιό . Οι Επιστολές του καίγονται στη Χάγη και στο Παρίσι. Οι πάστορες ξεσηκώνουν τον πληθυσμό του Μοτιέ εναντίον του· καταφεύ­γει στο νησί του Αγίου Πέτρου, στη λίμνη της Μπιέν, στο κρατίδιο της Βέρνης, του οποίου η Γερουσία τελικά  τον εκδιώκει.

Μέσω Αλσατίας φτάνει στην Αγγλία, όπου τον είχε προσκαλέσει ο φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ. Πολύ γρήγορα οι δύο άνδρες έρχονται σε σύγκρουση και ο Ρουσσώ επιστρέφει στη Γαλλία, όπου ξαναρχίζει τη ζωή του περιπλανώμενου πριν εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1770, με την ανοχή της εξουσίας. Μέχρι το θάνατο του στην Ερμενονβίλ, το 1778, θα ζήσει αποτραβηγμένος, χωρίς να δέχεται παρά την παρέα ενός μικρού αριθμού φίλων και χωρίς να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν[xxviii]. Έχει εναντίον του τις Εκκλησίες, το Κοινοβούλιο, τη βασιλική εξου­σία, τους φιλοσόφους. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι φαινομενικά απομονωμέ­νος. Και όμως κανένας δεν έχει περισσότερη επιρροή, περισσότερους ενθουσιώδεις θαυμαστές. Πολωνοί πατριώτες του ζητούν να επέμβει για τη χώρα τους και να επεξεργαστεί ένα σύνταγμα. Κάποιοι Κορσι­κανοί είχαν κάνει το ίδιο μερικά χρόνια πριν. Ασταμάτητα, άγνωστοι οπαδοί προσπαθούν να παραβιάσουν τη σκιώδη απομόνωση του. Αυ­τός ο μοναχικός και παγιδευμένος άνθρωπος εξασκεί στην κοινή γνώ­μη μια έλξη που οι διώκτες του δεν εξασκούν. Αν και κερδίζει τα προς το ζειν με την αντιγραφή μουσικών χειρογράφων, και αφιερώνει ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου του στη βοτανολογία στην εξοχή γύρω από το Παρίσι, γράφει ακόμα πολύ. Αλλά το έργο του αλλάζει χαρα­κτήρα. Έκτοτε, διδάσκει τους ανθρώπους δείχνοντας τους το δικό του παράδειγμα, φροντίζοντας να δικαιολογηθεί στις επερχόμενες γενιές για τις συμφορές και τις αδικίες.

Το αυτοβιογραφικό του έργο περι­λαμβάνει τους Διάλογους: Ο Ρουσσώ κρίνει τον Ζαν-Ζακ, έργο παράδοξο, όπου εκφράζονται οι αγωνίες που γεννήθηκαν κατά τις διώξεις, οι Εξομολογήσεις και οι Ονειροπολήσεις του μοναχικού περιπατητή.

Οι Εξομολογήσεις είναι λιγότερο η ιστορία της ζωής του και πε­ρισσότερο η ιστορία της ψυχής του, της συναισθηματικής του ζωής. Αριστούργημα ψυχολογικής ανάλυσης, εύγλωττη αγόρευση και παθιασμένο κατηγορητήριο, συχνά άδικο, εναντίον των εχθρών του, είναι - ταυτόχρονα μια λυρική ωδή, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ρουσσώ είναι ο πατέρας της αισθηματικής, λυρικής λογοτεχνίας, η οποία θα ανθήσει τη ρομαντική εποχή. Ο ατομι­σμός του έχει ένα στοιχείο θετικό. Τη στιγμή που ο άνθρωπος της Τρίτης Τάξης, εγκλωβισμένος ακόμα στα φεουδαρχικά πλαίσια, ταπεινώνεται και στερείται των δικαιωμάτων του, το άτομο Ρουσσώ έρχεται να βεβαιώσει την αναντικατάστατη αξία του. Ανακαλύπτει σ' αυτόν έναν απεριόριστο πνευματικό πλούτο, αποκαλύπτει στον κόσμο τους θησαυρούς της εσωτερικής ζωής, όλες τις λανθάνουσες δυνάμεις που υπάρχουν στον άνθρωπο. Έτσι, ο Ρουσσώ εργάζεται για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Βέβαια, ο Βολταίρος και οι φιλόσοφοι είχαν ήδη αγωνιστεί για να επικρατήσει η ιδέα ότι η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι ιερή. Αλλά αυτό παρέμενε μια ιδέα αφηρημένη. Ο Ρουσσώ τη χρωματίζει, της δίνει ζωή, σάρκα.

Μετά τις Εξομολογήσεις ακολουθούν οι Ονειροπολήσεις, έργο το οποίο διακόπηκε από το θάνατο . Ορισμένες απ' αυτές τις σελίδες περιέχουν τα πιο όμορφα ποιήματα, σε πεζό λόγο, που μας κληροδότησε ο 18ος αιώνας[xxix].

Η επίδραση του δεν είναι απλή.

Βρίσκουμε στον Μαρξ μια θεμελιώδη κριτική του ρουσσωικού ατομι­κισμού, και κυρίως του μύθου της φυσικής κατάστασης. Για τον Μαρξ, στην αστική κοινωνία, τα προϊόντα της εργασίας παίρνουν τη μορφή εμπορευμάτων, των οποίων η αξία επικαλύπτει κοινωνικές σχέσεις. Το μόνο κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα τους είναι ο χρόνος εργα­σίας που κοινωνικά χρειάζεται για να παραχθούν, και η πιο γενική σχέση που μπορούμε να βρούμε ανάμεσα στους παραγωγούς συνίστα­ται στη σύγκριση των εργασιών τους πάνω σε μια βάση ισότητας. Η αστική κοινωνία λοιπόν οφείλει να θεωρεί κάθε άνθρωπο ως ελεύθερο άτομο, ίσο προς όλους τους άλλους, αλλά με τρόπο καθαρά θεωρητικό. Αυτή είναι η αστική σύλληψη του ατόμου που απορρέει από την ιστο­ρική εξέλιξη, από τη σημερινή κατάσταση της εμπορικής παραγωγής, που ο Ρουσσώ, ακολουθώντας το παράδειγμα αρκετών διανοητών του καιρού του, δίνει έμφαση στη μυθική φυσική κατάσταση. Από την άλλη μεριά, ο Ρουσσώ, σε κοινωνικό επίπεδο, συμμερίζεται τον ιδεαλισμό ολόκληρης της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού. Στο Κοινωνικό Συμβόλαιό του, δεν λαμβάνει αρκετά υπόψη του την πραγματική κοινωνία. Δεν θέλει να αναγνωρίσει, από τη μια πλευρά, παρά μόνο άτομα, κι από την άλλη, ολόκληρη αυτή τη συλλογικότητα . Δεν αποδέχεται καμία ομαδοποίηση των ατόμων, η οποία θα διακινδύνευε να αλλάξει τη συλ­λογική βούληση. Με μια λέξη, στην ιδανική του πολιτεία αρνείται την πάλη των τάξεων. Είναι μια ουτοπική σκέψη, χωρίς να στηρίζεται αρ­κετά στο πραγματικό. Βλέπουμε τις συνέπειες στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[xxx], η οποία εμπνέεται πολύ περισσότερο από τον Ρουσσώ παρά από τους άλλους διανοητές του Διαφωτισμού. Τα δι­καιώματα που διακηρύττει είναι πάντα θεωρητικά και αφηρημένα. Επι­κυρώνει, για παράδειγμα, το δικαίωμα όλων στην ιδιοκτησία, ενώ αποσιωπεί  το γεγονός ότι ο προλετάριος μένει δίχως ιδιοκτησία.

Να προσθέσουμε ότι από την άποψη της θεωρίας της γνώσης, οι ιδρυτές του μαρξισμού αισθάνονται πιο κοντά στον υλισμό του Ντιντερό και των φίλων του παρά στον πνευματισμό του Ρουσσώ.

Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το έργο του Ρουσσώ έπαιξε ένα τεράστιο ρόλο ως πηγή έμπνευσης.

 Στους πολιτικούς αγώνες τροφοδότησε με επιχειρήματα, με θέματα, με λόγο, όχι μόνο τους οπαδούς του Ροβεσπιέρου, όπως πίστευαν για πο­λύν καιρό, αλλά το σύνολο των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των αριστοκρατών.

 Το χρησιμοποίησαν  όλα τα κόμματα, με τους πιο αντιφατικούς τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ωστόσο , όσο βαθαί­νει η επανάσταση, η δημοκρατική αξίωση που βρίσκεται στο βάθος του Κοινωνικού Συμβολαίου υπηρέτησε όλο και περισσότερο τους πατριώ­τες, ενώ οι αντεπαναστάτες έστρεψαν τα νώτα τους στον Ρουσσώ.

Η επίδραση του Ρουσσώ στην Επανάσταση δεν εξηγείται μόνο από τις ιδέες του, αλλά από το ύφος του. Πραγματικά, η ευγλωττία του και η δόνηση της ποίησής του μπορούσαν να παρασύρουν τις  μάζες. Το αγαπημέ­νο όπλο του Βολταίρου είναι η ειρωνεία· το όπλο του Ρουσσώ είναι η ευγλωττία· αυτή η αλλαγή σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στην προετοιμασία της Επανάστασης. Πράγματι, πριν το 1750 η ειρωνεία είναι το κυρίαρχο ύφος των φιλοσόφων.  

Είναι το έργο ανθρώπων της αυλής και του σαλονιού. Αυτό δεν σημαίνει  ότι ο Βολταίρος υπήρξε ερασιτέχνης ή ότι δεν πολέμησε με πάθος. Με­τά το 1750, η ειρωνεία του γίνεται οξύτερη, αλλά δεν δίνει τον καλύτερο εαυτό του στην ευγλωττία. Αντίθετα, η ευγλωττία του Ρουσσώ μιλάει στην καρδιά, απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν χάσει την υπομονή τους από την καταπίεση και που είναι αγανακτι­σμένοι. Δεν φωτίζει μόνο το νου, αλλά ενεργοποιεί όλες τις πτυχές της προσωπικότητας. Είναι αυτή η ευγλωττία που το 1789 ξεσήκωσε τις  μάζες με τη φωνή των σπουδαίων ρητόρων των λεσχών και των συνελεύσεων.

Μετά την Επανάσταση, η επίδραση του Ρουσσώ παραμένει τεράστια.

 Όλοι οι ρομαντικοί μπορούν να επικαλεστούν το παράδειγμα του όπως ο Σατομπριάν, ο Μισελέ ή ο Λαμενέ. Ακόμα και αργότερα είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε την άμεση επίδραση του στους μεγάλους συγγραφείς. Ο Τολστόι, ο οποίος παρουσιάζει τόσες αναλογίες μ' αυ­τόν, ανακηρύσσεται μαθητής του. Ο Ρομέν Ρολάν, με τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό του, αλλά και με την αγάπη του για το λαό, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ελευθερία, είναι επίσης ρουσσωϊστής[xxxi].

 
3. Σχετικά με το κοινωνικό συμβόλαιο

 

3.a. Η διαχρονική εξέλιξη

 

Το ερώτημα  που τίθεται είναι τι σημαίνει κοινωνικό συμβόλαιο.

Η τρέχουσα χρήση της έκφρασης κοινωνικό συμβόλαιο είναι εκείνη που συνηθίζεται στην καθομιλουμένη . Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με τη σημασία μιας συμφωνίας , μιας δέσμευσης σε κάποιο σχέδιο, σε ένα ορισμένο πρόγραμμα δράσης, βάσει στρατηγικών και τακτικών κινήσεων.

Αυτή  είναι  μια δευτερογενής  χρήση  ενώ αυτή που αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης είναι η έννοια του κοινωνικού  συμβολαίου , όπως αυτή διαμορφώθηκε και καθιερώθηκε στην ιστορία της κοινωνικής φιλοσοφίας .

Σ’ αυτήν την  προσπάθεια  θα χρειαστεί  να γίνει αναφορά  και στην ευρύτερη θεωρία του φυσικού δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η συμβολαιακή θεωρία αυτή καθευαυτήν και που η εμφάνισή της ως ιδέα ανάγεται στην  αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη , ήδη με τη σοφιστική και  τη σωκρατική διδασκαλία.

Η θεωρία  του κοινωνικού συμβολαίου έχει διαδραμα­τίσει -και εξακολουθεί να   παίζει στις μέρες μας- σημα­ντικό ρόλο στην κεντρική σκηνή της πολιτικής φιλοσοφίας. Το κοινωνικό συμβόλαιο αποτελεί απάντηση στο ερώτη­μα της προέλευσης της κοινωνίας[xxxii]. Δηλαδή  όταν τίθεται ως θεωρητικό πρόβλημα η προέλευση και η θεμελίωση μιας συγκροτημένης ανθρώπινης κοινωνίας με κανόνες και νόμους, υπάρχουν δύο ενδεχόμενες πιθανές  απαντήσεις: η πρώτη έχει να κάνει με τον φυσικό τρόπο  και  η δεύτερη με τον τεχνητό. Η απάντηση φυσικού ή νατουραλιστικού τύπου συνίσταται στο ότι η κοι­νωνία υπάρχει εκ φύσεως. Η απάντηση τεχνητού ή «κα­τασκευαστικού» τύπου συνίσταται στο ότι η κοινωνία αποτελεί ανθρώπινη κατασκευή. Ο δεύτερος τύπος απά­ντησης προϋποθέτει πως η κοινωνία δημιουργείται μέσω μιας συμφωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους, μέσω μιας σύμβασης ή συνθήκης, ενός συμφώνου ή συμβολαίου.

Ήδη από την Αρχαιότητα, οι εν λόγῳ δυνατές απαντή­σεις εκφράζονται μέσα από την αντίθεση νόμου και φύ­σεως. Οι  σοφιστές της αρχαίας Αθήνας υποστήριξαν την άποψη σχετικά με την   ανθρωποκεντρική προέλευση των νόμων της πόλεως, ή του κράτους. Δηλαδή σύμφωνα με τους σοφιστές, ο νό­μος αποτελεί προϊόν σύμβασης, δηλαδή συμφωνίας μετα­ξύ των ανθρώπων αφού στη φύση δεν υπάρχει κανενός είδους πολιτική οργάνωση της ανθρώπινης ζωής. Η πολιτική κοι­νότητα προκύπτει από τη συνειδητή απόφαση των αν­θρώπων να ενωθούν από κοινού, μέσω κάποιας συνθήκης.

Από τη μεριά του, ο Πλάτων θεωρεί τη γένεση της πο­λιτικής κοινωνίας εν μέρει φυσική και εν μέρει συμβατι­κή αφού ο άνθρωπος δεν είναι αυτάρκης, επειδή δεν μπορεί να καλύψει μόνος του τις βασικές του ανάγκες για τροφή, ένδυση, στέγη κλπ. Γι' αυτό τον λόγο, εξαιτίας της ανά­γκης, οι άνθρωποι χτίζουν πόλεις και ζουν σε ορ­γανωμένες κοινωνίες. Η κοινωνική και πολιτική ζωή απο­τελεί λοιπόν φυσική αναγκαιότητα, συγχρόνως όμως συνιστά τεχνητή συνένωση που βασίζεται στην ανθρώπινη βούληση. Υφίσταται έτσι με αυτόν τον τρόπο  ένα είδος συμφώνου που συνδέει τον πολίτη με την πόλη του, το οποίο ανανεώνεται διαρκώς και ρυθμίζει την καθημερινή ζωή των πολιτών μέσα στο κράτος. Εάν αυτό το σύμφωνο σπάσει, τότε το κράτος διαλύεται και πεθαίνει.

Η τέλεια αντίθεση στη συμβατική «κατασκευαστική» απάντηση θα διατυπωθεί από τον Αριστοτέλη. Όπως είναι γνωστό κατά την γνώμη του, το κράτος (πόλις) εί­ναι απολύτως φυσικό πράγμα και ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ζώο. Η αριστοτελική θέση υιοθετήθηκε από ορι­σμένους στοχαστές, φάνηκε όμως να ξεθωριάζει στο  πέ­ρασμα των αιώνων.

Κυριάρχησε εν πολλοίς η αντίληψη ότι η κοινωνία αποτελεί παράγωγο ενός συμφώνου. Παρά το γεγονός ότι  η αρχαία αυτή θεωρία σχετικά με τον τεχνητό τρόπο πα­ραγωγής της πολιτικής κοινωνίας μέσω μιας συνθήκης δεν υπήρξε αρκούντως επεξεργασμένη ωστόσο, έθεσε τις βάσεις για τη μεταγενέστερη κρι­τική της «φυσικής» γένεσης του κράτους και υπέβαλε την ιδέα μιας εθελούσιας και αποφασισμένης συνένωσης των ανθρώπων για τη διαμόρφωση της πολιτικής κοινωνίας. Κατά τη  διάρκεια του Μεσαίωνα, η πολιτική θεωρία δεν προχώρησε αλματωδώς προς την κατεύθυνση  του κοινωνικού συμβολαίου, πραγματοποίησε όμως κά­ποια καθοριστικά συμβολαιικά βήματα . Συγκεκριμένα,   υπό την επιρροή της κυρίαρχης επίσημης Εκκλησίας, η έν­νοια του συμφώνου αναβαπτίστηκε και αναβαθμίστηκε σε συμβόλαιο μεταξύ του Θεού και του ηγεμόνα. Ο βα­σιλιάς, και κατ' επέκταση ο φεουδάρχης ευγενής, αποτέ­λεσε έτσι τον αυθεντικότερο εκφραστή της θεϊκής βού­λησης. Όμως , ακόμα και στις μεμονωμένες εκείνες περιπτώ­σεις που γινόταν λόγος για κάποιο σύμφωνο μεταξύ ηγε­μόνα και υπηκόων, το σύμφωνο αυτό δεν συγκροτούσε την πολιτική κοινωνία, αλλά δήλωνε απλώς ορισμένες εκ­πεφρασμένες πτυχές της βούλησης του Θεού. Το πολιτι­κό στοιχείο παρέμενε υποταγμένο στην αυθεντία της θεο­λογίας, η οποία γνώριζε πώς να χειραγωγεί αριστοτεχνι­κά τις ευαίσθητες σχέσεις που διατηρούσε η Θεία Πρό­νοια με την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης[xxxiii].  

 Η μετάβαση από τη μεσαιωνική στη νεότερη πολιτική φιλοσοφία αποτέλεσε αργόσυρτη διαδικασία που διήρ­κεσε τουλάχιστον τρεις αιώνες - από τον 14ο  έως τον 16ο . Το πέρασμα στη νεότερη εποχή ολο­κληρώθηκε περί τα τέλη του 16ου  αιώνα. Αυτή η μεταβατική περίοδος χαρακτηρίζεται από πλήθος θεω­ριών.

Είναι ωστόσο βέβαιο πως η συμβολαιική παράδοση ανανεώνεται και παίρνει εντελώς νέες μορφές κατά τον 16ο  αιώνα, κατορθώνοντας έτσι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να κυριαρχήσει στο πεδίο της νεότερης πολιτικής θεωρίας.

Στις αρχές του 17ου  αιώνα η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου θα αποκτήσει για πρώτη φορά εννοιολογική αυτοδυναμία και ανεξαρτησία. Η  θεωρητικοποίηση της έννοιας του συμβολαίου οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στις θεολογικο-πολιτικές διαμάχες που μαίνονταν όλη εκείνη την περίοδο. Οι λεγόμενοι μοναρχομάχοι θα ερμηνεύσουν το σύμφωνο του ηγεμόνα με τους υπηκόους του ως ιδρυτική πράξη κάθε πολιτικής κοινω­νίας. Για τους μοναρχομάχους, το σύμφωνο δεν εξηγεί γε­νικώς την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, αλλά ειδι­κώς τη φύση της πολιτικής ζωής, δηλαδή υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο ηγεμόνας δεσμεύεται ενώπιον του Θεού να προστατεύει τους υπηκόους του, οι οποίοι, από την πλευ­ρά τους, οφείλουν να τον υπακούουν. Εάν όμως ο ηγε­μόνας δεν πολιτεύεται όπως υποσχέθηκε, τότε οι υπήκοοι απαλλάσσονται από το χρέος της υπακοής και μπορούν να του προβάλουν αντίσταση. Το δικαίωμα ακόμα και ένοπλης αντίστασης δεν αντιβαίνει στις επιταγές της ηθι­κής και της θρησκείας αφού ο Θεός δεν παρεμβαίνει ευθέως στα εγκόσμια και είναι απλώς ο εγγυητής των συμφωνιών ανάμεσα σε ηγεμόνες και υπηκόους.

Έτσι, ο άνθρωπος σταδιακά αποκτά τα πρωτεία επί της γης και καθίστα­ται ικανός να αποφασίζει ιδία βουλήσει για τα σύμφωνα που θα συνάψει, ρυθμίζοντας τον τρόπο διακυβέρνησης των πολιτικών κοινωνιών. Η πολιτική ζωή αρχίζει να εκκοσμικεύεται, και μαζί με αυτήν  και η πολιτική φιλοσοφία.

Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου κατακτά όλη της την ισχύ και την αίγλη στη διάρκεια του  17ου   και του 18ου  αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή, συ­ντελείται πραγματικά μια συμβολαιική επανάσταση.  Η προοπτική του συμβολαίου υιοθετείται από νομο­μαθείς , πολιτικούς  συγγραφείς , φιλοσόφους Από τη στιγμή που διατυπώνεται ξεκάθαρα, η συμβολαιι­κή θεωρία παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας και επιβάλλε­ται ολοκληρωτικά στην πολιτική σκέψη της εποχής.

Θα μπορούσαμε να  ερμηνεύσουμε το φαινόμενο αυτό ,ότι δηλαδή  η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου κερδίζει αμέσως οπαδούς, προβάλλοντας το γεγονός ότι  εξηγεί την προέλευση της κοινωνίας με τρόπο συγ­χρόνως απλό και σύνθετο αφού είναι απλή στις βασικές της θέσεις -μιας και  υπάρχει μια προ-πολιτική φυσική κατάσταση που για κάποιους λόγους οι άνθρωποι αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν και να συγκροτήσουν μια πολιτική κοι­νωνία και η  οποία μετάβαση από τη φυσική κατάσταση στην πο­λιτική κοινωνία συντελείται μέσω ενός είδους συμφωνίας, δηλαδή μέσω ενός συμβολαίου-  απ’ την άλλη  όμως είναι και  σύνθετη στις λεπτομέρειες της: η φυσική κατάσταση περιγράφεται και ορίζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από συγγραφέα σε συγγραφέα.

 Το ίδιο το συμβόλαιο αποτελεί περίεργη και σύνθετη διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει διάφορους όρους και προϋποθέσεις.

Τέλος, η πολιτική κοινωνία που προκύπτει διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, ανάλογα και με τις πολιτικές προτιμήσεις του στο­χαστή που την ανασυγκροτεί θεωρητικά[xxxiv].

Για όλους τους προηγούμενους λόγους, διαπιστώνουμε ότι η ενότητα της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου και η ομοφωνία ως προς την ορθότητα του είναι κατά βά­ση φαινομενικές.

 Το κοινωνικό συμβόλαιο συνιστά αμφίσημη έννοια: είναι δυνατόν να δηλώνει την πράξη με την οποία συγκροτείται η κοινωνία, οπότε μι­λάμε για συμβόλαιο «συνεταιρισμού», ή την πράξη με την οποία θεμελιώνεται η πολιτική κυριαρχία, οπότε έχου­με να κάνουμε με την υποταγή των υπηκόων και, επομένως , με συμβόλαιο «υποταγής». Επίσης, το συμβόλαιο μπο­ρεί να αποτελεί απάντηση είτε σε ένα πρόβλημα πρω­ταρχικής καταγωγής είτε σε ένα πρόβλημα θεμελίωσης, δηλαδή μπορεί είτε να αναφέρεται σε κάποια ιστορική πραγματικότητα είτε να πρόκειται για καθαρά υποθετι­κή αρχή.

Το κοινωνικό συμβόλαιο  εξηγεί άλλο­τε τη γένεση και άλλοτε τη δομή της πολιτικής κοινωνίας, ανάλογα με τη συγκεκριμένη θεωρητική γραμμή στην οποία  εντάσσεται. Οι δυσκολίες συνεχίζονται, αν σκεφτούμε ότι άλλοτε εγγράφεται σε μια εμπειρική και άλλοτε σε μια ορθολογική προοπτική. Από την άποψη αυτή, ενώ η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται απλή και σαφής, αποδεικνύεται εξαιρετικά αμφίσημη.

Έτσι , στη σκέψη του Χομπς και του Ρουσ­σώ υπάρχει μια κοινή ιδέα του συμβολαίου ως μοναδικής και ενιαίας πράξης, μέσω της οποίας συγκροτείται άμε­σα η πολιτική κοινωνία. Όμως αυτό το παρόμοιο ενιαίο συμβόλαιο διαφέρει ριζικά στο έργο των δύο φιλοσόφων ως προς τη φύση και την αποστολή του: ο Χομπς προτεί­νει ένα συμβόλαιο συνεταιρισμού των ανθρώπων με σκο­πό την ειρήνη, ενώ το συμβόλαιο του Ρουσσώ στοχεύει, πά­νω απ' όλα, στην ελευθερία των πολιτών. Επιπλέον, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τον Χομπς έως τον Ρουσσώ, ο Πούφεντορφ κάνει τα πράγματα  ακόμα περισσότερο  περίπλοκα  αφού στη δική του θεωρία, το κοινωνικό συμβό­λαιο   αποτελεί συγ­χρόνως σύμφωνο συνένωσης και σύμφωνο διακυβέρνη­σης. Οι άνθρωποι συνενώνονται σε κοινωνικό σώμα μέ­σω μιας πρώτης συνθήκης, ενώ σε δεύτερο χρόνο, μέσω μιας δεύτερης συνθήκης, αυτό το κοινωνικό σώμα προ­σφέρει την εξουσία  σε αξιωματούχους που επιφορτίζονται με την ευθύνη διασφάλισης του δημόσιου αγαθού. Μεταξύ του «κοινωνικού» και του «πο­λιτικού» συμφώνου μεσολαβεί μια στιγμή απόφασης που ρυθμίζει το είδος της διακυβέρνησης.

Επίσης, από τη μία θεωρία στην άλλη, το κοινωνικό συμβόλαιο διαφέρει ριζικά ως προς τις συνέπειες του στη μορφή του πολιτεύματος που διέπει την πολιτική κοινω­νία. Έτσι στην περίπτωση του Χομπς το συμβόλαιο  καταλήγει στην  μοναρχία, , ενώ στην περίπτωση του  Λοκ, του Ρουσ­σώ και του Καντ (ή ακόμα και του Τζων Ρωλς) το συμβόλαιο καταλήγει σε «δημοκρατι­κού» τύπου  διακυβέρνηση. Όμως υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφο­ρές  και μεταξύ των «δημοκρατικών» συμβολαιικών θεωριών. Με βάση τα προηγούμενα μπορεί να εξαχθεί το συ­μπέρασμα ότι το κοινωνικό συμβόλαιο συνιστά εν πολ­λοίς προβληματική έννοια, τόσο από επιστημολογική όσο και από φιλοσοφική άποψη.

 Για τον Χομπς και τον Ρουσ­σώ, το κοινωνικό συμβόλαιο αποτελεί λογική υπόθεση με­θοδολογικού τύπου. Αντίθετα, ο Λοκ, αλλά και ο Χιουμ, κάνουν λόγο ουσιαστικά για μια οιονεί ιστορική πραγ­ματικότητα του συμβολαίου. Θα μπορούσε κανείς να υπο­θέσει ότι πιο αυστηρή και «επιστημονική» είναι η πρώτη τοποθέτηση, εκείνη που προκρίνει την εκδοχή της λογι­κής υπόθεσης[xxxv]. Εντούτοις, ο Χομπς και ο Ρουσσώ βρί­σκονται αντιμέτωποι με σοβαρές επιστημολογικές δυ­σκολίες. Από τη σκοπιά τους, το συμβόλαιο αποτελεί τη λύση στο λογικό πρόβλημα της θεμελίωσης της πολιτικής κοινωνίας. Επίσης, και οι δύο  παρουσιάζουν τα θεωρη­τικά τους πορίσματα με επιστημονικές αξιώσεις:Απ’ την μια ο Χομπς δηλώνοντας πως είναι ο πατέρας της νέας πολιτικής επι­στήμης, απ’ την άλλη  ο Ρουσσώ πιστεύοντας πως θεμελιώνει το πολι­τικό δίκαιο. Γι' αυτό και οι θεωρίες τους επιμένουν στη λογικά επεξεργασμένη μεθοδολογική υπόθεση της φυσι­κής κατάστασης. Ωστόσο, υπ' αυτούς τους όρους, το κοι­νωνικό συμβόλαιο αποκτά εργαλειακό ρόλο, δηλαδή κα­θίσταται η πράξη με την οποία οι άνθρωποι εγκαταλεί­πουν την υποθετική φυσική κατάσταση. Αυτό το μείγμα εμπειρισμού και ορθολογισμού καθιστά ενίοτε δυσχερή την πλή­ρη κατανόηση της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου. Μολονότι κυριάρχησε απόλυτα επί δύο περίπου αιώνες, σύντομα η συμβολαιική θεωρία άρχισε να δέχεται έντονη κριτική. Ήδη από τον 18ο  αιώνα, ο Χιουμ  ο Μπερκ και ο Φίχτε προβαίνουν σε κριτική αποτίμηση της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου. Ο Καντ, από τη με­ριά του, θα εντοπίσει τα φιλοσοφικά προβλήματα της θεω­ρίας και θα προσπαθήσει να τα επιλύσει. Υπογραμμίζο­ντας ότι το κοινωνικό συμβόλαιο δεν ανήκει στην τάξη του είναι αλλά του δέοντος, το συλλαμβάνει ως πολιτικό κα­θήκον, ως πολιτική κατηγορική προσταγή. Δίχως να εξη­γεί τη γένεση και τη λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας το συμβόλαιο εκφράζει το αίτημα για την ύπαρξη ορθο­λογικής και δίκαιης πολιτικής κοινωνίας. Ο Καντ εμπνέε­ται σε σημαντικό βαθμό από τη σκέψη του Ρουσσώ, κυ­ρίως από την αντίληψη του περί ελευθερίας, αλλά επιχειρεί μια μετατόπιση της έννοιας του συμβολαίου: το συμ­βόλαιο μετατρέπεται τώρα σε  a priori ιδέα του Λόγου[xxxvi].

Επίσης ο Καντ στάθηκε αρκετά οξυδερκής κριτικός ώστε να διακρίνει την αντίθεση πού υπάρχει μεταξύ ηθικών αλη­θειών βασισμένων στη λογική και ιστορικών αληθειών βασισμέ­νων στα γεγονότα. Γι' αυτό εφάρμοσε στο έργο του Ρουσσώ αυτό πού ονόμαζε «τέχνη της συλλογιστικής ανάλυσης», την οποία ο ίδιος στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου συγκρίνει με την ανά­λυση του χημικού. Ό άνθρωπος πού εισήγαγε την ανθρωπολογία ως έναν κλάδο σπουδών στα γερμανικά πανεπιστήμια και δίδαξε σ' αυτόν τακτικά επί δεκαετίες ήταν ένας πολύ κατασταλαγμέ­νος έμπειριοκράτης σ' αυτήν τη σφαίρα για να ακολουθήσει τα βήματα του Ρουσσώ. Ό Καντ δεν κατασκεύαζε υποθέσεις σχε­τικά με την αρχική κατάσταση της ανθρωπότητας. Εάν κάπο­τε ριψοκινδύνευσε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, στο δο­κίμιο του για την Πιθανή αρχή της ανθρώπινης ιστορίας (1786), διακήρυξε εμφατικά ότι πρόθεση του δεν ήταν μια αυστηρή επι­στημονική θεωρία αλλά μια «απλή εκδρομή» στη φαντασία με τη συντροφιά της λογικής. Εντούτοις στις θέσεις του ίδιου του Ρουσσώ ο Καντ έκανε σαφή διάκριση μεταξύ του «ιστορικού» και του «λογικού» — κι όταν ακόμα αποδεχόταν το δεύτερο δεν το θεωρούσε με τους όρους του θεωρητικού αλλά του «πρακτι­κού λόγου» και το έκρινε με τους κανόνες αυτού του λόγου. Ό Ρουσσώ ήταν πάντοτε γι' αυτόν ο διανοητής ο όποιος, στον χώρο της ηθικής, «τον ξύπνησε από τον δογματικό λήθαργο» — ο δια­νοητής πού τον έβαλε μπροστά σε νέα ερωτήματα και τον παρα­κίνησε να δώσει νέες απαντήσεις[xxxvii].

 

Εντούτοις, η κατεξοχήν ισοπεδωτική κριτική του κοι­νωνικού συμβολαίου θα διατυπωθεί από τον Χέγκελ. Σύμφωνα με τον  φιλόσοφο  της Ιένας, το συμβόλαιο συνι­στά, αφενός, συμφωνία μεταξύ δύο ανεξάρτητων ατομι­κών βουλήσεων που αναγνωρίζονται αμοιβαίως και, αφε­τέρου, πράξη με την οποία κάποιος καθίσταται ιδιοκτή­της. Κατά συνέπεια, το συμβόλαιο είναι πάντοτε πράξη ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν μπορεί ποτέ να αναφέρε­ται στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής κοινωνίας. Επομένως είναι αδύνατον το συμβόλαιο να αποτελέσει την εξήγηση της γένεσης ή της θεμελίωσης του κράτους. Ο Χέ­γκελ στρέφεται, λοιπόν, εναντίον του ατομικισμού που εκφράζει η συμβολαιική θεωρία, πιστεύοντας ότι μέσω του συμβολαίου συσκοτίζεται η ανάλυση του κράτους και της αστικής πολιτικής κοινωνίας. Την εγελιανή κριτική θα συνεχίσει ο Μαρξ, αλλά και οι οπαδοί του θετικισμού, κα­τά τη διάρκεια του 19ου  αιώνα. Ο Νίτσε θα διακρίνει στη συμβολαιική θεωρία μία ακόμα έκφραση του ευρωπαϊκού μηδενισμού, γι' αυτό και θα προφητέψει τον θάνατο της[xxxviii].

Παρά την κριτική που δέχτηκε, η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου κατάφερε να αναγεννηθεί στο πλαίσιο της πολιτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα. Ασφαλώς, τούτη η αναγέννηση συνδυάστηκε με εκ βάθρων ανανέω­ση, σε τρόπο  ώστε η σύγχρονη συμβολαιική θεωρία να έχει υποστεί πλέον ριζικό μετασχηματισμό.  Ωστόσο, η κεντρική ιδέα του κοινωνικού συμ­βολαίου φαίνεται να διατηρείται αλώβητη. Σήμερα λοι­πόν γίνεται λόγος για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο δεν δίνεται έμφαση στο ζήτημα  της γένεσης της  και της συγκρότησης της πολιτικής κοινωνίας, αλ­λά στο θεωρητικό καθήκον που αναλαμβάνει να οργανώσει και να δομήσει θεσμικά τις υπάρχουσες κοινωνίες. Ο ση­μαντικότερος και διασημότερος εκφραστής του συμβολαιισμού στην εποχή μας είναι ο Τζων Ρωλς (ρωλσιανή θεω­ρία της δικαιοσύνης).  Στο σύνολο του έργου του ο Ρωλς προσπαθεί να ενεργοποιήσει εκ νέου τη θεωρία του συμβολαίου (όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Λοκ, τον Ρουσσώ και τον Καντ), έχοντας την πεποί­θηση ότι η συμβολαιική παράδοση υποδεικνύει μια εναλ­λακτική αντίληψη περί δικαιοσύνης, η οποία συνιστά την καταλληλότερη βάση για τη λειτουργία μιας δημοκρατι­κής κοινωνίας.

Επίσης θα πρέπει να πούμε ότι η ορολογία που χρησι­μοποιούν οι θεωρητικοί του κοινωνικού συμβολαίου είναι σε μεγάλο βαθμό ασταθής και ευμετάβλητη, ιδιαίτερα κατά την εποχή  του 17ου και 18ου αιώνα. Το ίδιο ισχύει, ευρύτερα, και για την ορολογία που συναντάμε συνολικά στην παράδοση του νεότερου φυσι­κού δικαίου. Έτσι, οι πολιτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι της εποχής, οι οποίοι σκέφτονται κατά βάση ακόμη στα λατινικά, κάνουν συχνά λόγο για «συμβόλαιο» (contractus), και συχνότερα για «σύμφωνο» (pactum). Χρησιμοποιούν, επίσης, πρόθυμα τον όρο «σύμβαση» (conventio), αλλά και τον όρο «συνθήκη» (foedus). Ο δε Ρουσσώ -ο οποίος ξεκαθαρίζει τελικά το εννοιολογικό τοπίο- δίνει  μια για πάντα στη θεωρία το όνομα της: «κοινωνικό συμβόλαιο» (contrat social). Επίσης  χρησιμοποιεί και τον όρο πράξη (acte) αφού πρόκειται όντως για τη συμβολαιογραφική πράξη ίδρυσης του κράτους.

Συνήθως, η ρευστότητα της ορολογίας υποδηλώνει αντί­στοιχη εννοιολογική χαλαρότητα. Όμως, στην περίπτωση του κοινωνικού συμβολαίου, μια κάποια αστάθεια δικαιο­λογείται αφού δεν πρόκειται για απροσεξία ή επιπολαιότητα αλλά για τις δυσχέρειες που παρουσιάζει η γέννηση ενός  καινοφανούς εννοιολογικού οπλοστασίου[xxxix].

 

Μεταξύ του Ρουσσώ και των υπόλοιπων θεωρητικών, του κοινωνικού συμβολαίου  υπάρχει μια  κρίσιμη διαφορά, που συνοψίζεται στην απόσταση ενός  σχεδόν αιώνα αφού  ο Ρουσσώ ανήκει από κάθε άποψη στον 18ο  αιώνα, όταν αρχίζει δειλά να αναδύεται η κοινωνία και το κοινωνικό στοιχείο, σε παραλληλία ή και σε αντίθεση με το πολιτικό στοιχείο. Πρόκειται για διαδικασία που θα κορυφωθεί τον επόμενο, 19ο , αιώνα.

Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες του Ρουσσώ . Στα τέλη του δέκατου 18ου  αιώνα ο Ρουσσώ είναι ο θεωρητικός της Γαλλικής Επανάστασης. Η εικόνα του ως επαναστάτη θα παραμείνει κυρίαρχη περίπου σε όλη τη διάρκεια του 19ου  αιώνα, επηρεάζοντας τις ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες. Ο 20ος  αιώνας θα ανακαλύψει σταδιακά τον φιλόσοφο Ρουσσώ, μέσα από την προσεκτική μελέτη των κειμένων του. (όλων των κειμένων του, και όχι μόνο του Κοινωνικού συμβολαίου).

Η σκέψη του Ρουσσώ, σκέψη που συνδιαλέγεται  με τις προηγούμενές της σημαντικές φιλοσοφίες, αρχαίες και νεότερες, θέτει με οξύτητα όλα τα μεγάλα προβλήματα του καιρού της  που εν πολλοίς παραμένουν επίκαιρα και στη δική μας εποχή.

Πράγματι, πρώτη  η ρουσσωική φιλοσοφία προσπάθησε να αντιμετωπίσει  τα ζητήματα της κοινωνίας και της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, των δυσχερειών που παρουσιάζονται στις ανθρώπινες σχέσεις, του πολιτισμού και της προόδου ως απόλυτων αξιών. Ο Ρουσσώ διαπιστώνει  ότι οι αξίες είναι αδύνατον να θεμελιωθούν μεταφυσικά και  πιστεύει  ότι η ηθική και η πολιτική ζωή είναι αναγκαίο να οργανωθούν κατά τρόπο ορθολογικό.

 Στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας ο Ρουσσώ παρεμβαίνει σε μια κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία κλονίζεται η πεποίθηση περί έμφυτης ανθρώπινης κοινωνικότητας που προκύπτει από την ορθολογική ουσία του ανθρώπου και ρυθμίζεται βάσει του νόμου της φύσης. Μέσα, στο εν λόγω μεταφυσικό πλαίσιο είχαν αναπτυχθεί σχεδόν όλα τα ηθικά συστήματα μέχρι τότε, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τους στωικούς, τους στοχαστές του φυσικού δικαίου, τον Γκρότιους, τον Λοκ, τον Πούφεντορφ, αλλά και τους διαφωτιστές του δέκατου 18ου  αιώνα, όπως ο Βολταίρος και ο Ντιντερό[xl].

Εξαίρεση στο κυρίαρχο ηθικό μοντέλο αποτέλεσαν στην νεότερη εποχή ο Μακιαβέλι ο Χομπς και ο Σπινόζα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εμφανίζεται ο Ρουσσώ και αναλαμβάνει  να θεμελιώσει εκ νέου την πολιτική θεωρία, μέσα στον καινούργιο πολιτικό ορίζοντα που θεμελίωσαν οι τρεις αυτοί στοχαστές (κυρίως ο Μακιαβέλι και ο Σπινόζα).

Ο Ρουσσώ θα προσπαθήσει να ανακαλύψει κοινούς κανόνες ζωής και να τους τοποθετήσει σε ακλόνητα θεμέλια. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι κανόνες αυτοί προορίζονται γα μεμονωμένα άτομα , τα οποία προσπαθούν να αυτοσυντηρηθούν δίχως να ακολουθούν υπερβατικές ηθικές νόρμες .Οι εν λόγω κανόνες δεν θα ήταν πλέον δυνατόν, σύμφωνα με τον Ρουσσώ να αναζητηθούν στη φύση ή στη θρησκεία παρά μόνο στην πολιτική θεωρία .Η δε τελευταία πρέπει να κινηθεί στο πλαίσιο της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου , μετασχηματίζοντας όμως τους βασικούς της όρους[xli].

  1. b. Φύση και άτομο

Μιλώντας για το φυσικό δίκαιο και τη φυσική κατάσταση ο Ρουσσώ ακολουθεί εν μέρει την ανάλυση του Γκρότιους και εν μέρει την ανάλυση του Λοκ. Όπως ο πρώτος   έτσι και ο Ρουσσώ φαντάζεται τον άνθρωπο της φύσης σε μια κατάσταση πολύ κοντινή προς εκείνη του ζώου[xlii]. Μόνο που δεν μπορεί να αποδεχτεί τη θέση του Γκρότιους υπέρ της εθελοδουλίας, γι' αυτό και αποδίδει ευθύς εξαρχής στην ανθρώπινη φύση ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό που απουσίαζε από την γκροτιανή θεωρία: την ιδιότητα της ελευθερίας. Σε τούτο ο Ρουσσώ συμφωνεί πλήρως με τον Λοκ, δηλαδή στο ότι, στη φυσική κατάσταση, ο άνθρω­πος είναι απολύτως ελεύθερος[xliii]. Ωστόσο, πέρα από κάποιες συγγένειες με τον Γκρό­τιους και τον Λοκ, ο Ρουσσώ έλκεται μοιραία από τη δύ­ναμη της σκέψης του Μακιαβέλλι και του Σπινόζα, αλλά προπάντων του Χομπς. Η σημασία της επίδρασης που άσκησε ο Χομπς[xliv] στον Ρουσσώ έχει. αρκούντως υπογραμμιστεί από ορισμένους μελετητές. Κάποιοι άλλοι σχολιαστές όμως, θα προτιμούσαν να την αποσιωπήσουν. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Ρουσσώ  διάβασε τον Χομπς με μεγάλο θαυμασμό, αλλά και με δηλωμένο αποτροπιασμό. Παρά τις έντονες διαφωνίες ο Ρουσσώ θα ακολουθήσει τη συλλογιστική του Χομπς όταν φτάσει στην περιγραφή της στιγμής του συμβολαίου. Μόνο που θα τροποποιήσει την κατάληξη, επειδή στη σκέψη  του θα έχει πάντοτε ως αφετηρία τον πολίτη και όχι τον υπήκοο[xlv].

Έτσι αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τους υπόλοιπους στοχαστές του συμβολαίου, με τον Ρουσσώ έχουμε την αίσθηση πως η φυσική κατάσταση δεν περιγράφεται κατά τρόπο που να προετοιμάζει τη μετάβαση στην πολιτική κοινωνία.[xlvi] Δηλαδή σ’αυτόν η φυσική κατάσταση δεν αποτελεί την αναγκαία λογική προϋπόθεση της συγκρότησης του κράτους. Και αυτός είναι ο λόγος που  η μετάβαση προς την πολιτική κοινωνία παρουσιάζει χα­ρακτηριστικές δυσχέρειες στο εσωτερικό της ρουσσωικής θεωρίας. [xlvii]

Ο Ρουσσώ πιστεύει πως ανάμεσα στη φυσική κατά­σταση και την πολιτική κοινωνία υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση . Οι γνώσεις μας σχετικά με τη φυσική κατάσταση θα παραμείνουν για πάντα ελλιπέστατες.  Η  λογική και η εμπειρία δεν μπορούν να  εξηγήσουν επαρκώς ζητήματα όπως  το πώς οι πρώτοι  άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους, το πώς γεννήθηκαν  η γλώσσα και ο πολιτισμός. Αυτό οφείλεται στο ότι κάθε πρόοδος της ανθρωπότητας την απομακρύνει ολοένα   και περισσότερο από την πρωταρχική κατάσταση των  ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει πλέον τον ίδιο της τον εαυτό, να μην μπορεί να γνωρίσει τι είναι ο άνθρωπος. Οι διαφορές που χωρίζουν τους ανθρώπους πρέπει να πηγάζουν από αυτές τις διαδοχικές προόδους και αλλαγές της φυσικής ανθρώπινης κατάστασης με συνέπεια  Ο πολιτισμένος άνθρωπος να μην είναι τέκνο της φύσης, αλλά τέκνο του ανθρώπου[xlviii].

Βλέπουμε ότι ο Ρουσσώ  εκκινεί από την παραδοχή πως  δεν είναι δυνατόν να ξέρει κανείς με βεβαιότητα τη φύση της φυσικής κατάστασης αφού λόγω του γεγονότος  ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να γνωρίσει εμπειρικά κάτι που έχει παρέλθει οριστικά και αμε­τάκλητα  «δεν είναι καθό­λου εύκολο να ξεδιαλύνει κανείς τι είναι έμφυτο και τι τε­χνητό στην τωρινή φύση του ανθρώπου»[xlix].

Η απάντηση στο ζήτημα αυτό  συνίσταται στο ότι  ακόμα και αν η φυσική κατάσταση δεν είχε υπάρξει ποτέ, θα έπρεπε να την εφεύρουμε , ώστε να κρί­νουμε ορθά την παρούσα κατάσταση μας. Παρόλο που αυτό  είναι εξαιρετικά δύσκολο  αποτελεί τη μόνη μας ελ­πίδα για να καταφέρουμε να υπερπηδήσουμε όλα τα εμπό­δια και να συναγάγουμε ορθά συμπεράσματα ως προς τα πραγματικά θεμέλια της ανθρώπινης κοινωνίας.

Δηλαδή  το μεγάλο στοίχημα  για τον Ρουσσώ ήταν να  καταδείξει τα πραγματικά θεμέλια της κοινωνίας. Οι θεωρητικοί του φυσικού δικαίου αστόχησαν ως προς αυτή τη γνώση, κυρίως επειδή δεν μπόρεσαν να συλλάβουν σωστά τη φύ­ση του ανθρώπου.

Σύμφωνα με αυτούς , η πολιτική κοινωνία σχηματιζόταν από ενός εί­δους ενστικτώδη ηθικότητα και επιβίωνε κυρίως χάρη στο  νόμο της φύσης, ο οποίος εξειδικευόταν σε επιμέρους θε­τικούς νόμους[l].

 Ο Ρουσσώ, αμφισβητεί ευθέως τη λογική των προηγούμενων στοχαστών του κοινωνικού συμβολαίου σύμφωνα με την οποία αναγνώριζαν στον άνθρωπο ένα είδος κοινωνικού ενστίκτου το οποίο υπάρχει εξαιτίας της έλλογης φύσης του, που τον ωθούσε να σέβεται τα δικαιώματα του συνανθρώπου του, δηλα­δή τη ζωή και την ιδιοκτησία του, τόσο στη φυσική όσο και στην πολιτική κατάσταση[li] προ­σπαθώντας να δείξει ότι η συγκροτημένη πολιτική κοινω­νία είναι εντελώς ασύμβατη με την αληθινή, πρωταρχική φυσική κατάσταση του ανθρώπου[lii].

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό υπάρχει ένα απόσπασμα  στο Λόγος για την ανισότητα, στο οποίο ο Ρουσσώ  προσδιορίζει τη θέση του με όλους τους προηγούμενους θεωρητικούς του φυσικού δικαίου. Το απόσπασμα αυτό καταλήγει ως εξής:

… «Τέλος, όλοι, μιλώ­ντας αδιάκοπα για ανάγκη, απληστία, καταπίεση, επιθυ­μίες και έπαρση, μετέφεραν στη φυσική κατάσταση ιδέες του τις είχαν πάρει από την κοινωνία. Μιλούσαν για τον πρωτόγονο άνθρωπο και περιέγραφαν τον πολίτη».

Αυτή η οξυδερκής  κριτική που ο Ρουσσώ  διατυπώνει για  τους θεωρητικούς του συμβολαίου και αφορά τις θεωρίες του φυσικού δικαίου,  εντοπίζει το πρόβλημα:

 η περιγραφή της φυσικής κατάστασης βασίζεται στην πραγματικότητα της πολιτικής κοινωνίας. Αντί να ξεκινήσουμε από τη φυσική πρωταρχική συνθήκη, πηγαίνουμε προς αυτήν αναδρομι­κά, μέσω αναχρονισμών και αφαιρέσεων. Η φυσική κα­τάσταση, δηλαδή, δεν είναι κάτι άλλο από την αστική πολιτική κοινωνία, αν της αφαιρέσουμε την έννο­μη τάξη.

To ζήτημα που τίθεται είναι  μήπως  και ο ίδιος ο Ρουσσώ κινδυνεύει να πέσει θύμα των επικριτι­κών του παρατηρήσεων. Μήπως δηλαδή το μόνο που κά­νει είναι να υιοθετεί τη συμβολαιική παράδοση και να αναπαράγει τα ίδια αδιέξοδα.

 Βεβαίως, το κοινωνικό συμ­βόλαιο που προτείνει ο Ρουσσώ διαφέρει από το συμβό­λαιο του Γκρότιους, του Χομπς, του Λοκ ή του Πούφεντορφ, διότι εξωθεί στα άκρα τις συνέπειες του, ανανεώ­νοντας εκ βάθρων τη συμβολαιική θεωρία. Ωστόσο, υπάρ­χει πάντοτε το ενδεχόμενο και η δική του νέα θεωρία να μη διαφέρει ριζικά από τις προηγούμενες υπό την έννοια ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως, κατ' ουσίαν, η βασική δομή και η κεντρική λογική του ρουσσωικού κοινωνικού συμβολαίου προκύπτουν από την κοινή παραδοσιακή συμβολαιική μή­τρα. Ο Ρουσσώ καταλαβαίνει την πιθανή αντίρρηση και φροντίζει να απαντήσει εκ των προτέρων[liii].

Συγκεκριμένα , ο Ρουσσώ   προτείνει στο Λόγος για την ανι­σότητα μια λύση   λογικής, υποθετικής και ανιστορικής τάξης.

 Έτσι όταν ο Χομπς περιγράφει τη φύση του ανθρώπου,  δεν διαχωρίζει ποτέ τη φύση από την κοινωνία. Είδαμε ότι εκεί η φυσική κατάσταση αποτελεί ένα φανταστικό σχήμα, μια φανταστική κατασκευή. Στην περί­πτωση του Ρουσσώ έχουμε μια σημαντική αλλαγή προο­πτικής. Σ’ αυτόν  η φυσική κατάσταση δεν συνιστά πλέον φαντα­σίωση, αλλά μια υποθετική ιστορία η οποία προσπαθεί να ανασυνθέσει, στο μέτρο του δυνατού, την πραγματι­κή ιστορία της ανθρωπότητας[liv].

 Οι προηγούμενοι φιλόσοφοι δε μας μαθαίνουν τίποτε καινούργιο, παρά προβάλλουν το είδωλο του ανθρώπου της πολιτικής κοινωνίας στην υπο­τιθέμενη φυσική κατάσταση, διαστρεβλώνοντας έτσι την ιστορία. Η νέα μέθοδος θα πρέπει να στηριχτεί στις εμπειρικές αρχές της φυσικής επιστήμης.

Έτσι ο Ρουσσώ θα επιχειρήσει να κάνει μια πειραματική υπόθεση εργασίας, δηλαδή  θα εκμεταλλευτεί όλες τις ταξιδιωτικές του αναγνώσεις και όλες τις εθνο­λογικές του γνώσεις ώστε να φτάσει σε μια υποθετική  ανασυγκρότηση της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου η οποία χάνεται στα βάθη του χρόνου[lv].

Η  ανασυγκρότηση αυτή καταλήγει να σκιαγραφή­σει έναν πρωτόγονο άνθρωπο χωρίς ομιλία, τέχνη και κα­τοικία, που δεν έχει ανάγκη τους συνανθρώπους του, αυ­τάρκη, με ελάχιστα πάθη, ευτυχισμένο μέσα στην άγνοια του, ένα ενήλικο παιδί.

Μετά από μακροσκελή ανάπτυξη του θέματος ο Ρουσ­σώ καταλήγει στο βασικό συμπέρασμα ότι η φυσική κα­τάσταση απέχει κατά πολύ από την πολιτική.

Παρ' όλα αυτά, όπως κι αν έχει το πράγμα, σε κάποια χρονική στιγμή θα πρέπει να άρχισε η πρόοδος, δηλαδή η ιστορία, της ανθρωπότητας.

 Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, η διαδικασία αυτή ξεκινά παράλληλα με τη δημιουργία των ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων[lvi].

Ο Ρουσσώ πιστεύει λοιπόν ότι  η ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων ξεκίνησε   από την εφεύρεση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία εντέλει οδήγησε στην αρ­παγή όλης της γης[lvii]. Όμως , το κοινωνικό συμβόλαιο  έρχεται να δώσει απάντηση  στο ερωτήματα του  πώς ακριβώς συγκροτήθηκαν οι πολιτικές κοινωνίες δηλαδή στο ποια ήταν η διαδικασία που επέ­τρεψε στους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη φυσική τους κατάσταση και να ξεκινήσουν  το ταξίδι τους προς την πρόοδο και τον πολιτισμό.

Με το πρώτο του θεωρητικό κείμενο, τον Λόγο περί τε­χνών και επιστημών, ο Ρουσσώ αντιτάχθηκε στην κυρίαρχη ιδεολογία της προόδου. Με τον Λόγο για την προέλευση και τα θεμέλια της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων εξα­πέλυσε, πρώτα απ' όλα, μια σφοδρή επίθεση στον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας.

Δημοσιεύοντας το έργο Το κοινωνικό συμβόλαιο ή Αρχές πολιτικού δικαίου, το 1762, προσπαθεί να δείξει σε τι ακριβώς συνίσταται η ουσία του κράτους και το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας.
Στο έργο αυτό, που συνιστά κείμενο ιδρυτικής σημασίας για την πολιτική σκέψη της νεωτερικότητας , ο Ρουσσώ εξηγεί ότι μόνο μια ομόφωνη σύμβαση μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για την ύπαρξη του κράτους. Η εν λόγω μετάβαση ονομάζεται κοινωνικό συμβόλαιο. Πρόκειται για ένα υπόρρητο, ανιστορικό και διαρκές συμβόλαιο, το οποίο δεσμεύει όλα τα άτομα που συναπαρτίζουν μια πολιτική ενότητα[lviii].

Τα ζητήματα όμως που τίθενται είναι τα εξής:

  1. Με ποιον τρόπο το κράτος μπορεί να γίνει κατανοητό ως συνένωση των μεμονωμένων ατόμων, και
  2. Και πώς ακριβώς μια έννοια που προέρχεται από το ιδιωτικό δίκαιο, η έννοια του συμβολαίου, είναι δυνατόν να υιοθετηθεί για την κατανόηση της πολιτικής θεσμοθέτησης της κοινωνίας.

 Οι δυσκολίες αυτές συνοψίζονται αριστοτεχνικά από τον Ρουσσώ σε μια αμφίσημη φράση  που προβλημάτισε πολλούς μελετητές του έργου και έδωσε λαβή σε αποκλίνουσες ερμηνείες.

 Το πρόβλημα του κοινωνικού συμβολαίου διατυπώνεται από τον Ρουσσώ με τους εξής όρους: χρειάζεται να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει με όλη την από κοινού δύναμη το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους, ούτως ώστε ο καθένας καθώς ενώνεται με όλους, να υπακούει ωστόσο μόνο στον εαυτό του και να παραμένει εξίσου ελεύθερος όπως και πριν". Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα, στο οποίο το κοινωνικό συμβόλαιο δίνει τη λύση».

Λύση που δεν είναι και η σαφέστερη, επειδή αναφύε­ται η αντίφαση, μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας. Ο Ρουσσώ επιχειρεί με μεγαλειώδη τρόπο να συγκεράσει το ατομικό και το συλ­λογικό στοιχείο[lix]. Έτσι, ο καθένας, δηλαδή η μοναδικότη­τα της ατομικής ύπαρξης, ενώνεται με όλους σε ένα σύ­νολο, μια συλλογικότητα. Στην περίφημη αυτή διατύπω­ση του προβλήματος του κοινωνικού συμβολαίου τη λέξη-κλειδί αποτελεί ο κρίσιμος αντιθετικός όρος «ωστόσο» («pourtant»). Ο καθένας πρέπει να ενωθεί με όλους τους άλλους· ωστόσο, θα υπακούει μόνο στον εαυτό του και θα παραμένει όσο ελεύθερος ήταν και πριν. Το μεγάλο πρόβλημα με το οποίο προσπαθεί να αναμετρηθεί ο Ρουσ­σώ συνίσταται στη διατήρηση της πλήρους ελευθερίας και αυτονομίας του ατόμου μέσα στη συλλογικότητα[lx].

Το κατεξοχήν πρόβλημα τίθεται από τη στιγμή που ο Ρουσσώ αποδίδει στο συμβόλαιο διπλό και ταυτόχρονο ρόλο αφού αφενός, το συμβόλαιο είναι η πράξη (acte) συνένω­σης, μέσω της οποίας γεννιέται η κοινότητα και αφετέρου, το συμβόλαιο είναι ταυτόχρονα η πράξη μέσω της οποίας τα άτομα συμβάλλονται με την κοινότητα. Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή: «Στη στιγμή, στη θέση του επιμέρους προσώπου του κάθε συμβαλλομένου, αυτή η πράξη της συνένωσης παράγει ένα ηθικό και συλλογικό σώμα, που αποτελείται από τόσα μέλη όσες και οι ψήφοι της συνέλευσης». Τούτο εξηγείται, ασφαλώς, από το γεγονός ότι ο Ρουσσώ θέλει πάση θυσία να αντιταχθεί στο συμβόλαιο υποταγής στον κυρίαρχο. Αν δεν υπήρχε αυ­τή η στιγμιαία διπλή λειτουργία του συμβολαίου, δεν θα ήταν δυνατόν να αποτραπεί η υποταγή των ατόμων σε έναν κυρίαρχο. Εδώ, όμως, κυρίαρχος θεωρείται ο λαός , δηλαδή η κυριαρχία πρέπει να ανήκει στο σύνολο των συμ­βαλλόμενων ατόμων, στην κοινότητα[lxi].

Η θεωρητική λύση του προβλήματος, την οποία προ­τείνει ο Ρουσσώ, συνίσταται κατά βάση στην επινόηση της έννοιας της γενικής βούλησης.

Η σημασία του συμβολαίου έγκειται λοιπόν στο ότι με­τατρέπει το απομονωμένο άτομο, την απλή αριθμητική μονάδα, σε νομικό πρόσωπο, τα δικαιώματα του οποίου αναγνωρίζονται και προστατεύονται. Η συμβολαιική πρά­ξη της συνένωσης γεννά μια νέα οντότητα, τη γενική βού­ληση. Ως νομική και ηθική κατηγορία, η γενική βούληση μοιάζει να εκφράζει μια απόλυτη κοινωνική αξία, καθο­ρίζοντας τα δικαιώματα του κάθε συμβαλλόμενου ατό­μου, και πρωτίστως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Έτσι κάθε άνθρωπος που συμμετέχει στο συμβόλαιο παραμέ­νει το ίδιο ελεύθερος και το ίδιο ιδιοκτήτης όσο και πριν αλλά τώρα πια βρίσκεται προστατευμένος υπό την εγ­γύηση του δικαίου και υπό τη σκέπη του νόμου.

Η γενική βούληση μεταφράζεται επίσης στην αρχή της κυριαρχίας, η οποία είναι αναπαλλοτρίωτη, αδιαίρετη και αναλλοίωτη. Κάθε επιμέρους νόμος αποτελεί μια επιμέ­ρους εκδήλωση της γενικής βούλησης ως προς ένα ζήτημα κοινού συμφέροντος. Αυτή ακριβώς η πρωτότυπη ρουσσωική σύλληψη, η οποία συνδυάζει αριστοτεχνικά τις έν­νοιες του κοινωνικού συμβολαίου, της γενικής βούλησης και της (λαϊκής) κυριαρχίας, είχε ως αποτέλεσμα να χα­ρακτηριστεί το Κοινωνικό συμβόλαιο «Ευαγγέλιο του Διαφωτισμού» και «Μανιφέστο της Γαλλικής Επανάστασης».

 Ο Ρουσσώ όμως δεν θέλη­σε να «εφαρμόσει» τη θεωρία του στις συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, παρόλο που του δόθηκε  η ευκαιρία. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει το 1763, αφού δηλαδή είχε δη­μοσιεύσει το Κοινωνικό συμβόλαιο, προτάθηκε στον Ρουσ­σώ να ετοιμάσει ένα σχέδιο Συντάγματος για την Κορσι­κή. Αποδέχθηκε  την πρόταση, δούλεψε πάνω στο σχέ­διο αυτό κατά τους πρώτους μήνες του 1765, αφήνοντας το ημιτελές. Επίσης, στο διάστημα 1771-1772 ο Ρουσσώ ετοίμασε ένα παρόμοιο συνταγματικό κείμενο για την Πο­λωνία, με τίτλο Σκέψεις για την κυβέρνηση της Πολωνίας[lxii].

Το αξιοσημείωτο  είναι ότι στα κείμενα αυτά δεν γίνε­ται καμία αναφορά στη θεωρία του κοινωνικού συμβο­λαίου. Αντίθετα, δηλώνεται σαφώς η προτίμηση του συγ­γραφέα στο μοντέλο των αρχαίων πόλεων-κρατών.

 Ενδεχομένως ο Ρουσσώ δεν βλέπει με ποιον τρόπο ένα  κοινωνικό συμβόλαιο θα ήταν ικανό να αναβιώσει στην  πράξη την αρχαία λειτουργία του πολίτη, ως ενεργού μο­νάδας μέσα στη συλλογικότητα. Ίσως πάλι το κοινωνικό συμβόλαιο να χρησίμευε απλώς για την εξήγηση της γέννησης των παλαιών μεγάλων κρατών, αδυνατώντας να παίξει καθοριστικό ρόλο στις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις.

Στην πραγματικότητα, ο Ρουσσώ δεν φαίνεται απλώς να νοσταλγεί την αρχαία αίγλη του πολίτη. Μάλλον μοιά­ζει βαθιά απογοητευμένος από το αγεφύρωτο χάσμα που διαπιστώνει ανάμεσα στον αστό και τον πολίτη , ένα χά­σμα που μπορεί να οδηγήσει κατευθείαν στον ακραίο ατομικισμό. Και αυτός ήταν ένας μεγάλος κίνδυνος, τον οποίο  ήθελε πάση θυσία να αποτρέψει [lxiii].

 

 

 

 

 

 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Γιαλκέτσης, Θανάσης , «Άλλαξε το κλίμα του κόσμου», περιοδικό ‘Βιβλιοθήκη’,  28 Ιαν’ 2005, από την ιστοσελίδα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, ( www.enet.gr ).
  2. Διαμαντίδης, Αντώνης, Λεξικό των –ισμών, Γνώση, Αθήνα, 2003.
    Στυλιανού ,Άρης , Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006.
  3. Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999,(μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη, Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης).
  4. Ροζάνης, Στέφανος , «Η μοναδικότητα του υποκειμένου» «Εφημερίδα Αυγή», ιστοσελίδα εφημερίδας Αυγή, δίχως ημερομηνία καταχώρησης ( www.avgi.gr ).
  5. Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988.
  6. Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001.

 

 

 

 

 

 

 

 

[i] Ροζάνης, Στέφανος , «Η μοναδικότητα του υποκειμένου» «Εφημερίδα Αυγή», ιστοσελίδα εφημερίδας Αυγή, δίχως ημερομηνία καταχώρησης ( www.avgi.gr )

[ii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ.11 ,…Στον  Καντ, ο κα­νόνας και ή μέθοδος αποτελούσαν ζωογόνες και εμψυχωτικές αρ­χές, και απαιτούσαν ολοένα και περισσότερο τέτοια δύναμη ώστε όχι μόνο κυριαρχούσαν τη ζωή του σ' όλη τους την πληρότητα και ποικιλία, αλλά φαινόταν να εξαλείφουν σχεδόν αυτήν τη συγ­κεκριμένη πληρότητα.

[iii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 159

[iv] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 7

( μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[v] Γεγονότα όπως  ότι  επέστρεψε στον καθολικισμό καθώς επίσης και  το ότι άφησε τα παιδιά του έκθετα πολλοί που ήθελαν να τον δυσφημίσουν τα απέδωσαν στην κακή ψυχική του υγεία

[vi] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 14

( μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[vii] Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ δημοσιεύει το πρώτο σημαντικό έργο του, της σκέψης (φιλοσοφία, φυσικές επιστήμες, ιστορία, ηθική, δίκαιο, την Πραγματεία περί επιστημών και τεχνών, το 1750, τη στιγμή που το πιο προηγμένο τμήμα της Τρίτης Τάξης ανασυντάσσει τις δυνάμεις του εν όψει της γενικής επίθεσης εναντίον του Παλαιού Καθεστώτος. Είναι η περίοδος της δημιουργίας των μεγάλων έργων που, σε όλους τους κλά­δους κλπ.), επεξεργάζονται μια νέα αντίληψη του κόσμου και υποσκάπτουν το φεουδαρχικό καθεστώς και τον ολοκληρωτισμό, κύριος ιδεολογικός υποστηρικτής του οποίου είναι η Καθολική Εκκλησία. Το Πνεύμα των νόμων τον Μοντεσκιέ εμφανίζεται το 1749, η Επιστολή γύρω από τους τυφλούς του Ντιντερό το 1749, καθώς και ο πρώτος τόμος της Φυσι­κής Ιστορίας του Μπιφόν. Το 1750 δημοσιεύεται το Προσπέκτους της Εγκυκλοπαιδείας, της οποίας ο πρώτος τόμος θα βγει το 1751, με την Προκαταρκτική πραγματεία του ντ' Αλαμπέρ, την ίδια εποχή με τον Αιώνα τον Λουδοβίκου ΙΔ ' του Βολταίρου.

Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 7

( μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

Στυλιανού ,Άρης,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006,  σελ. 28 

[viii]Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 7 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης) …Μέσα σ' αυτήν την προοπτική πρέπει να τοποθετήσουμε το έργο του Ρουσσώ, ο οποίος έδωσε στις μάζες της μικροαστικής τάξης μια ιδε­ολογία. Ο Ρουσσώ είναι ταυτόχρονα πιο προωθημένος και πιο δειλός από τους Εγκυκλοπαιδιστές. Πολύ πιο τολμηρός και βαθυστόχαστος στην πολιτική, μένει πολύ πιο πίσω κι από τους πιο προοδευτικούς απ' αυτούς στο φιλοσοφικό επίπεδο. Τέτοια είναι η βαθιά αντίφαση του έργου του, οφειλόμενη όχι σε μια εξασθένηση της ιδιοφυΐας του, αλλά στην αντιφατική κατάσταση της μικροαστικής τάξης, της οποίας αποτελούσε το φερέφωνο.

[ix] Γιαλκέτσης, Θανάσης , «Άλλαξε το κλίμα του κόσμου»,  περιοδικό ‘Βιβλιοθήκη’,  28 Ιαν’ 2005, από την ιστοσελίδα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, ( www.enet.gr )

[x] Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 309… Δια μέσου ακριβώς της επιστήμης ή της φιλοσοφίας εδραίωσε ο Rousseau   τη θέση ότι ή επιστήμη ή η φιλοσοφία δεν είναι συμβιβάσιμη με την ελεύθερη κοινωνία και συνεπώς με την αρετή. Κάνοντας κάτι τέτοιο δέχεται σιωπηρά ότι ή επιστήμη ή η φιλοσοφία μπορεί να είναι ωφέλιμη, δηλαδή συμβιβάσιμη με την αρετή.

Και δεν περιορίστηκε σ' αυτήν την σιωπηρή παραδοχή. Στον ίδιο τον πρώτο Λόγο επαίνεσε θερμότατα τις καλλιεργημένες εκείνες κοινωνίες που τα μέλη τους πρέπει να συνδυάζουν τη μάθηση με την ηθική.

Αποκάλεσε τον Βacon, τον Descartes και τον Νewton  διδάσκαλους του  ανθρώπινου γένους·  …

[xi]  ιακωβινισμός  ή  γιακωβινισμός (γαλλ. jacobinisme) 1.Όρος που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά και τις δραστηριότητες της αδελφότητας των δομινικανών μοναχών στη Γαλλία. Η ονομασία ιακωβίνοι δόθηκε στους μονάχους από το όνομα του μοναστηρίου τους του Αγίου Ιακώβου. Στο μοναστήρι αυτό οι ιακωβίνοι μοναχοί παρέδιδαν μαθήματα στους απλούς ανθρώπους και αυτό τους έκανε ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Επίσης, οι θέσεις τους πάνω σε φιλοσοφικά και πολιτικά θέματα ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές. Δεν άργησε, μάλιστα, να ιδρυθεί τάγμα με την ονομασία αυτή. 2. Με τον όρο ιακωβινισμός είναι γνωστές οι πολιτικές θέσεις για την απόλυτη δημοκρατία και ισότητα, που διακήρυξε με μανιφέστο της ομάδα Γάλλων επαναστατών το 1789, με αρχηγό τον Ροβεσπιέρο , η Πολιτική Εταιρεία της Γαλλικής Επανάστασης, στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου στο Παρίσι. Οι οπαδοί της πολιτικής αυτής οργάνωσης ονομάστηκαν ιακωβίνοι. Από τις θέσεις των ιακωβίνων πήγασε και η «Διακήρυξη των Δικαι­ωμάτων του Ανθρώπου». Η κίνηση αυτή διαλύθηκε το 1799, μετά το θάνατο του Ροβεσπιέρου, που κατηγορήθηκε για τρομοκρατία.

Διαμαντίδης, Αντώνης, Λεξικό των –ισμών, Γνώση, Αθήνα, 2003, σελ. 112

[xii]

[xiii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 16 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xiv] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 17 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xv] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ.16,17, Αυτό πού οι στενότεροι φίλοι του Ρουσσώ δεν μπορούσαν να καταλά­βουν ή να συγχωρήσουν σ' αυτόν ήταν ή μοναξιά στην οποία είχε καταφύγει. Στην αρχή είδαν σ' αυτή την επιθυμία για μοναξιά μονάχα μια παροδική παρόρμηση πού γρήγορα θα περνούσε, κι ερμήνευαν την επίμονη απόφαση του σαν ακατανόητο πείσμα. Αυτό το χαρακτηριστικό υπήρξε ή αιτία για τη διακοπή των σχέσεων του με τον Ντιντερό. "Όλα τα γράμματα του Ντιντερό εκφράζουν ένα γνήσια φιλικό ενδιαφέρον και μια πραγματική συμ­πάθεια για τη μοίρα του Ρουσσώ. 'Αλλά όλη ή οξυδέρκεια του Ντιντερό, πού σ' άλλες περιπτώσεις είναι τόσο διεισδυτικός ψυ­χολόγος, τον εγκαταλείπει όταν αντιμετωπίζει την προσωπικό­τητα του Ρουσσώ. "Όπως είναι πασίγνωστο, ο Ρουσσώ ένιωσε βαθύτατα πληγωμένος όταν διάβασε στο Παιδί της Φύσης του Ντιντερό ότι «μόνο ο κακός αναζητάει τη μοναξιά». Ποτέ δεν συγχώρησε στον Ντιντερό αυτά τα λόγια. Μπορούμε κάλλιστα να πιστέψουμε τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του Ντιντερό ότι ή έκφραση δεν είχε στόχο τον Ρουσσώ. Άλλ' από την άλλη μεριά υπήρχε εκεί μέσα μια γνήσια αντίθεση πνεύματος ή οποία με τον καιρό έμελλε να γίνεται όλο και πιο καθαρά αισθητή για ν' αποδειχθεί στο τέλος αγεφύρωτη.

[xvi] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ.21 Ο Ρουσσώ διαβεβαίωνε επανειλημμένως στα γραπτά του, στις Εξομολογή­σεις του και στα γράμματα του πώς ποτέ δεν αγαπούσε θερμό­τερα τους ανθρώπους από τότε πού φαινόταν ν' αποσύρεται και να φεύγει μακριά τους. Κατά την επαφή με τους ανθρώπους και κάτω από την πίεση των κοινωνικών συμβάσεων, ο Ρουσσώ δεν θα μπορούσε ν' ανακαλύψει την ανθρώπινη φύση πού ήταν ικανός ν' αγαπάει. «Δεν ήμουνα ποτέ φτιαγμένος για την κοινωνία οπού το κάθε τι είναι καταναγκασμός, και φορτική υποχρέωση», γράφει στο τέλος της ζωής του στους Ρεμβασμούς του μοναχικού οδοι­πόρου.   

[xvii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 18 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xviii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 19 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xix] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 46 Κεντρικό σημείο στην παιδαγωγική του θεωρία είναι το αίτημα ότι ο μα­θητής πρέπει να διαπαιδαγωγείται για χάρη του εαυτού του, όχι για χάρη των άλλων. Πρέπει να φτάσει στην ωριμότητα αλλά στη «φυσική» όχι στην «τεχνητή», να γίνει «homme naturel» όχι «homme artificiel». Και γι' αυτόν το λόγο δεν πρέπει να τον πλησιάζουμε από μια πρώιμη -ηλικία με απαιτήσεις πού έχουν την πηγή τους μόνο στην απολύτως τεχνητή και συμβατική δομή της σύγχρονης κοινωνίας. Αντί να τον βιάζουμε μέσα στον ζουρ­λομανδύα αυτών των συμβάσεων, θα 'πρεπε να ξυπνάμε μέσα του μιαν αίσθηση ανεξαρτησίας, αντί να τον κάνουμε να υπηρετεί τους σκοπούς των άλλων, θα 'πρεπε να τον μάθουμε να σκέπτεται τον εαυτό του σαν ένα σκοπό και να ενεργεί σύμφωνα μ' αύτη την ιδέα. Μόνον όταν έχει γίνει μ' αύτη την έννοια εσωτερικά ελεύ­θερος είναι  έτοιμος για την κοινωνία, και μόνο τότε είναι ικανός να συνεισφέρει σ' αυτή με τον ορθό τρόπο· γιατί μόνον ο ελεύθε­ρος άνθρωπος είναι ο αληθινός πολίτης. Αυτό είναι το βασικό θέμα του Αιμίλιου κι αυτό είναι το αξίωμα πού ο Ρουσσώ βάζει την μαντάμ ντε Βολμάρ να διατυπώνει στις τελευταίες σελίδες της Νέας Έλοΐζας.

[xx] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 21 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxi], Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 59

[xxii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 22 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxiii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 59,60 «…Από τη μια μεριά έβλεπαν στο πρόσωπό του τον διανοητή που όχι μόνο διαφύλαξε πιστά την κληρονομιά του προτεσταντισμού, αλλά τη θεμελίωσε από την αρχή με μια βαθύτερη και καθαρά πνευματική έννοια. Από την άλλη τον διεκδικούσαν για τον καθολικισμό, προσπάθησαν μάλιστα να δουν στο πρόσωπό του τον πρόδρομο της καθολικής «Παλινόρθωσης»  που άρχισε τον 19ο αιώνα Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 59,60

[xxiv] «Έτσι για τον Ρουσσώ, η σύγκρουση με τους “philosophes” δεν κατευθυνόταν εναντίον της ίδιας της λογικής , αλλά εναντίον της λανθασμένης χρήσης της. Αυτό που ανέτεινε στους   “philosophes”, τους διανοητές της  “Εγκυκλοπαιδείας”, ήταν πως παρανόησαν και συσκότισαν τη φύση του προβλήματος. Κατέστησαν τη σκέψη μέτρο της θρησκευτικής πίστης αντί να κρίνουν αυτή την αλήθεια με μέτρο την ηθική βεβαιότητα , που είναι η μόνη δυνατή. Δεν είναι απορίας άξιο ότι οι εγκυκλοπαιδιστές , ενεργώντας έτσι ,βγήκαν από το δρόμο τους , ότι προσπαθώντας να πολεμήσουν το δογματισμό ξανακύλησαν οι ίδιοι στο δογματισμό, αν ο δογματισμός τους είχε μιαν αντίθετη σφραγίδα. Αλλά  η λογική δεν πρέπει να εξαργυρώνεται, με την απλή λογικότητα: “η τέχνη του συλλογισμού δεν είναι λογική, πολλές φορές είναι η κατάχρηση της λογικής.”»

[xxv] θεϊσμός (αγγλ. theism) Φιλοσοφική θρησκευτική θεωρία, που παρα­δέχεται την ύπαρξη του Θεού ως όντος υπερφυσικού, λογικού και δημιουργού του κόσμου. Ο θεϊσμός δεν ταυτίζει το Θεό με τον κό­σμο, όπως ο  πανθεϊσμός. Υποστηρίζει ότι ο Θεός εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και κατευθύνει κατά κάποιο τρόπο τη δραστηριότητα τους. Θεωρεί ότι όλα τα φαινόμενα είναι εκπλήρωση της «θέλησης του Θεού» και προϊόντα της Θείας Πρό­νοιας στον κόσμο. Αυτή είναι και η βασική διαφορά του από τον  ντεϊσμό, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Θεός, μετά τη δημιουργία του κόσμου, δεν επεμβαίνει στη λειτουργία του.

Διαμαντίδης, Αντώνης, Λεξικό των –ισμών, Γνώση, Αθήνα, 2003, σελ. 301

[xxvi] φιντεϊσμός (αγγλ. fideism) Θεωρία που υποστηρίζει ότι οι θεολογικές-θρησκευτικές αλήθειες πρέπει να γίνονται αποδεκτές και να κατανοούνται μόνο με την πίστη, γιατί είναι θεϊκής προέλευσης. Δεν χρήζουν επιστημονικής επιβεβαίωσης, αφού είναι δεδομένο ότι δεν μπορούν να αποδειχτούν. Επίσης, ο φιντεϊσμός θεωρεί ότι η επιστήμη δεν θα μπορέσει ποτέ να βρει την πραγματική αλήθεια, την οποία μόνο ο Θεός κατέχει. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική  fides = πίστη.

Διαμαντίδης, Αντώνης, Λεξικό των –ισμών, Γνώση, Αθήνα, 2003, σελ. 301

[xxvii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 26 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxvii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 27 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxviii] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 27 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxix] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 27,28 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων : Κώστας Σκορδύλης)

[xxx] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 28,29 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxxi] Όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ, Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, , Αθήνα, 1999, σελ. 30,31 (μετάφραση :Μέλπω Αλεξίου Καναγκίνη , Μετάφραση εισαγωγής και παραρτημάτων:Κώστας Σκορδύλης)

[xxxii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 47,48 …Υποβάλλει (ο όρος «κοινωνικό συμβόλαιο») την ιδέα μιας χρονι­κής έναρξης της κοινωνίας, μιας μοναδικής πράξης δια της όποιας (ή κοινωνία) άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Ό Ρουσσώ, βέ­βαια, επέμενε ότι για αυτόν δεν τίθεται πρόβλημα μιας τέτοιας έναρξης αλλά της «αρχής» της κοινωνίας, ότι τον ενδιέφερε ένα πρόβλημα φιλοσοφίας του δικαίου και  όχι ένα πρόβλημα ιστορίας.

Απ’  αυτή την άποψη έσυρε σαφή διαχωριστική γραμμή ανά­μεσα στο δικό του πρόβλημα και το πρόβλημα του έμπειριοκράτη κοινωνιολόγου. Επικρίνει ακόμα και τον Μοντεσκιέ γιατί δεν είχε επιστρέψει στις βασικές αρχές του δικαίου και γιατί αρκέ­στηκε να δώσει μια περιγραφική σύγκριση υπαρχουσών μορφών δικαίου. 

[xxxiii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 23

[xxxiv] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 26

[xxxv] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 28

[xxxvi] Στυλιανού ,Άρης , ό.π., σελ. 30

[xxxvii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 59,60

[xxxviii] Στυλιανού ,Άρης , ό.π., σελ. 31

[xxxix] Στυλιανού ,Άρης , ό.π., σελ. 35

[xl] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 39,40 Όταν ο Ρουσσώ εξετάζει τις υπάρχουσες μορφές «πολιτικής φιλοσοφίας» τις βρίσκει όλες ανεπαρκείς και αθεμελίωτες. Κατ' αυτόν μόνον ο Πλάτων διέκρινε το πραγματικό πρόβλημα, ενώ όλοι οι διάδοχοι του το παρερμήνευσαν ή, τουλάχιστον, το διέστρεψαν. Ό Ρουσσώ απορρίπτει το αριστοτελικό δόγμα ότι ο άνθρωπος είναι «φύσει» κοινωνικό όν, ζώον πολιτικόν. Δεν πι­στεύει σ' εκείνο το «κοινωνικό ένστικτο» πάνω στο οποίο έλπι­ζαν να θεμελιώσουν την κοινωνία οι θεωρητικοί του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου αιώνα. Απ’ αυτή την άποψη αμφισβη­τεί τόσο τη θεωρία του Γκρότιους όσο και του Ντιντερό και των Εγκυκλοπαιδιστών. Δεν είναι ο φυσικός χαρακτήρας του ανθρώπου ή κάποιο είδος πρωτογενώς εμφυτευμένης ανάγκης αυτό πού τον ωθεί προς τους συνανθρώπους του. Από τη φύση του ο άνθρω­πος δεν έχει παρά ένα και μόνο ένστικτο — το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Το θεμελιώδες αξίωμα  suum esse conservare  οφείλει ο άνθρωπος να το απαρνηθεί από τη στιγμή πού μπαίνει στην κοινωνία. Τώρα έχει χάσει τη «φυσική ανεξαρτησία» του, και ο χαμένος παράδεισος αυτής της ανεξαρτησίας δεν μπορεί ν' αποκατασταθεί ποτέ μιας κι έγινε το πρώτο βήμα έξω απ’ αυ­τόν.

[xli] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 162.

[xlii]Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 319 … Οι προγενέστεροι του Rousseau προσπαθούσαν να ορίσουν τον χαρακτήρα του φυσικού ανθρώπου παρατηρώντας τον άνθρω­πο όπως είναι σήμερα. Ή μεθόδευση αύτη ήταν δικαιολογημένη εφόσον υπετίθετο ότι ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικός. Κάνον­τας κανείς αυτή την υπόθεση, μπορούσε να σύρει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσικού και θετικού ή συμβατικού ταυτίζοντας το συμβατικό με ό,τι είναι έκδηλα καθιερωμένο από τη σύμβαση. …

[xliii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 28 … Και η ηθική του θεωρία επίσης λογαριάζει την ανε­ξαρτησία μέσα στα ύψιστα ηθικά αγαθά. «Στην υποτακτικότητα δεν υπάρχει μόνο κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο», γράφει στις σημειώσεις του στις Παρατηρήσεις για το Αίσθημα του Ωραίου και του Υψηλού, «αλλά και κάποια ασχήμια και αντίφαση, που δείχνει συγχρόνως το αθέμιτο της. Ένα ζώο δεν είναι ακόμα τέλειο ον επειδή δεν έχει συνείδηση του εαυτού του... δεν γνωρίζει τίπο­τα για την ίδια του την ύπαρξη. Άλλα το ότι ο ίδιος ο άνθρωπος δεν θα χρειαζόταν να 'χει ψυχή και δεν θα είχε αφ' εαυτού βού­ληση, και ότι κάποια άλλη ψυχή θα κινούσε τα μέλη του, είναι παράλογο και διεστραμμένο. Ένας τέτοιος άνθρωπος μοιάζει απλό όργανο ενός άλλου... Ό άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση εξάρτησης από έναν άλλο δεν είναι πλέον άνθρωπος, έχει χάσει την αξία του, δεν είναι παρά το κτήμα ενός άλλου ανθρώπου». Μ' αυτή την πεποίθηση ο Καντ προσέγγισε τον Ρουσσώ και μ' αυτήν μπόρεσε να τον υποδεχτεί ως έναν φιλόσοφο απελευθερωτή.

[xliv]Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 321 … Ό Rousseau συνόψισε το συμπέρασμα του από τη μελέτη του φυσικού ανθρώπου στη δήλωση ότι ο άνθρωπος είναι φύσει καλός. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να νοηθεί ως αποτέλεσμα μιας κρι­τικής κατά της θεωρίας του Ηobbes, κριτικής όμως ή οποία βα­σίζεται στις συλλογιστικές αφετηρίες του Ηobbes . Ό  Rousseau επιχειρηματολογεί ως εξής: ο άνθρωπος είναι φύσει ακοινωνικός, όπως δεχόταν ο Ηobbes. Άλλα ή υπεροψία ή ο amour-propre προϋποθέτει την κοινωνία. Συνεπώς ο φυσικός άνθρωπος δεν μπο­ρεί να είναι υπερόπτης ή κενόδοξος, καθώς είχε ισχυριστεί ο Ηobbes . Άλλα ή υπεροψία ή η κενοδοξία είναι ή πηγή κάθε κα­κίας, καθώς επίσης είχε ισχυριστεί ο Ηobbes . Ό φυσικός άνθρω­πος είναι συνεπώς απαλλαγμένος από κάθε κακία. Ό φυσικός άν­θρωπος κυριαρχείται από τη φιλαυτία ή τη φροντίδα για αυτο­συντήρηση" συνεπώς θα βλάψει τους άλλους αν πιστέψει πώς με αυτό θα προστατέψει τον εαυτό του' αλλά δεν θα ξεκινήσει να βλά­ψει τους άλλους απλώς και μόνο για να τους βλάψει, όπως θα έκανε αν ήταν υπερόπτης ή ματαιόδοξος. Εξ άλλου, υπεροψία και συμπόνια δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους· στον βαθμό πού μας απασχολεί το γόητρο μας, είμαστε αναίσθητοι στα βάσανα των άλλων. Ή δύναμη της συμπόνιας μειώνεται με την αύξηση της καλλιέργειας ή της σύμβασης. …

[xlv] Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 302 … Ο Rousseau χτύπησε το μοντέρνο πνεύμα εν ονόματι δύο κλασσικών ιδεών: της ιδέας της πόλης και της αρετής, από τη μια μεριά, και της ιδέας της φύσης από την άλλη… Το εμπόριο , το χρήμα , ο διαφωτισμός, η απελευθέρωση της  αποκτητικής ροπής  , η πολυτέλεια και η πίστη στην παντοδυναμία της νομοθεσίας αποτελούν χαρακτηριστικά του μοντέρνου κράτους ,ανεξαρτήτως του αν αυτό είναι απόλυτη μοναρχία ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία. …

Επίσης στο ίδιο σελ. 322 για την σχέση φυσικού ανθρώπου και Λόγου.

[xlvi] Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 326 …Με το ρουσσωικό δόγμα της φυσικής κατάστασης ή μοντέρνα διδασκαλία του φυσικού δικαίου φθάνει στην κρίσιμη φάση της. Κατευθύνοντας τη σκέψη του πάνω στη βάση αυτής της διδασκα­λίας, ο Rousseau βρέθηκε αντιμέτωπος με την αναγκαιότητα να την εγκαταλείψει εντελώς. Αν ή φυσική κατάσταση είναι υποανθρώπινη, τότε είναι παράλογο να επιστρέψουμε σ' αυτήν για να βρούμε το μέτρο του άνθρωπου. Ό Ηobbes  είχε αρνηθεί ότι ο άνθρωπος έχει φυσικό σκοπό. Πίστευε ότι μπορούσε να βρει μια φυσική ή μη αυθαίρετη βάση δικαίου στις απαρχές του άνθρωπου. Ό Rousseau έδειξε ότι οι απαρχές του ανθρώπου δεν είχαν κα­νένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Βάσει, λοιπόν, της συλλογιστικής αφετηρίας του Ηobbes     έγινε αναγκαίο να εγκαταλειφθεί εντελώς ή προσπάθεια να βρεθεί η βάση του δικαίου στη φύση, στην ανθρώ­πινη φύση. Και ο  Rousseau φάνηκε να υποδεικνύει μιαν εναλλα­κτική λύση. Διότι είχε δείξει πώς ό,τι είναι χαρακτηριστικά αν­θρώπινο δεν είναι δώρο της φύσης αλλά αποτέλεσμα όσων έκαμε ή αναγκάστηκε να κάμει ο άνθρωπος για να υπερνικήσει ή να μετα­βάλει τη φύση: ή ανθρώπινη ουσία του ανθρώπου είναι προϊόν Ιστορικής διαδικασίας. …

[xlvii] Αυτό  μπορεί να γίνει εύκολα κατανοη­τό μέσω της ανάγνωσης του έργου Λόγος για την προέ­λευση και τα θεμέλια της ανισότητας μεταξύ των ανθρώ­πων.

[xlviii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 166. 

[xlix]Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 36…Στον ίδιο τον Ρουσσώ ποτέ δεν ήταν εντελώς σαφές σε ποια έκταση ή ιδέα του για μια φυσική κατάσταση είναι «ιδεατή» και σε ποια έκταση είναι «εμπειρική». Μετακινείται πάντα (ο Ρουσσώ) από μια πραγμα­τολογική σε μια καθαρά ιδεατή ερμηνεία. Στον πρόλογο τον Λόγου περί της καταγωγής και της εδραιώσεως της ανισότητας τονίζει ρητά την ιδεατή ερμηνεία: διακηρύσσει πώς ξεκινάει από μια κατάσταση ανθρώπινων πραγμάτων ή οποία δεν υπάρχει πλέον, ή οποία ίσως δεν υπήρξε και ίσως δεν θα υπάρξει ποτέ, αλλά την οποία οφείλουμε παρ' όλ’ αυτά να υποθέσουμε για να κρίνουμε σωστά, την παρούσα κατάσταση μας. Όμως ο Ρουσσώ δεν μι­λάει πάντα μ' αυτό τον τρόπο. Πολύ συχνά συγχέει τον ρόλο του ως παιδαγωγού, κοινωνικού κριτικού και ηθικού φιλοσόφου με τον ρόλο του ιστορικού.

[l] Ο Rousseau πάντως αισθανόταν ότι ο υπολογισμός και το ατομικό συμφέρον δεν έχουν αρκετή δύναμη ως δεσμός ούτε αρκετό βάθος ως ρίζα της κοινωνίας.

[li]Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 168

 Με αυτό τον τρόπο, η θεωρία του φυσι­κού δικαίου διέσωζε τη μεταφυσική ενότητα του ανθρώ­πινου κόσμου, ρυθμίζοντας τον με απόλυτους νόμους. Ο άνθρωπος παρέμενε ουσιαστικά ο ίδιος πριν και μετά το συμβόλαιο, στη φυσική και στην πολιτική κατάσταση.

[lii]  Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 303, … Ο Rousseau πρότεινε την επιστροφή στην φυσική κατάσταση , την επιστροφή στη φύση, από έναν κόσμο πλαστότητας και συμβατικότητας. …

[liii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 170

[liv]  Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 314  … Εν ονόματι της φύσης ο Rousseau αμφι­σβητεί όχι μόνο τη φιλοσοφία, άλλα και την πόλη και την αρετή. Είναι αναγκασμένος να πράξει έτσι, διότι, ή σωκρατική του σοφία βασίζεται τελικά στη θεωρητική επιστήμη ή μάλλον σ' ένα ιδιαί­τερο είδος θεωρητικής επιστήμης, δηλαδή την μοντέρνα φυσική επιστήμη.

[lv] Στράους ,Λέο  , ό.π., σελ. 315 … Ο Rousseaou από την άλλη μεριά, αφηγείται την ιστορία του ανθρώπου για να ανακαλύψει την πολιτική εκείνη τάξη, ή οποία βρίσκεται σε αρμονία με το φυσικά δίκαιο. Επιπλέον, στην αρχή τουλάχιστο, ακολουθεί τον Descartes μάλλον παρά τον Επί­κουρο: δέχεται ότι τα ζώα είναι μηχανές και ότι ο άνθρωπος υπερ­βαίνει τον γενικό μηχανισμό, ή τη διάσταση της (μηχανικής) αναγ­καιότητας μόνο δυνάμει της πνευματικότητας της ψυχής του. …

[lvi] Στυλιανού ,Άρης , ό.π., σελ. 173

[lvii]Στράους ,Λέο  , ό.π., σελ. 336  Η αποφασιστική με­ταβολή, η οποία συνέβη μέσα στη φυσική κατάσταση, συνίστατο στην εξασθένιση της συμπόνιας. Ή συμπόνια εξασθένισε λόγω της εμφάνισης της ματαιοδοξίας ή υπεροψίας και τελικά λόγω της εμ­φάνισης της ανισότητας και συνεπώς της εξάρτησης του άνθρωπου από τους συνανθρώπους του. Εξ αιτίας της εξάρτησης αυτής, η αυτοσυντήρηση γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Μόλις προσεγγι­σθεί το κρίσιμο σημείο, η αυτοσυντήρηση απαιτεί την εισαγωγή ενός τεχνητού υποκατάστατου της φυσικής συμπόνιας ή ενός συμ­βατικού υποκατάστατου της φυσικής εκείνης ελευθερίας και της φυσικής εκείνης ισότητας, η οποία υπήρχε αρχικά .Ακριβώς ή αυτο­συντήρηση του καθενός απαιτεί να επιτυγχάνεται εντός μιας κοι­νωνίας η μέγιστη δυνατή προσέγγιση στην αρχική ελευθερία και ισότητα.

[lviii] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 43, 44 …Είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα και πιο παρεξηγημένα χαρακτηριστικά των ιδεών του Ρουσσώ το γεγονός ότι, αυτός πού ήταν ο αληθινός υπέρμαχος του αισθήματος και των «δι­καιωμάτων της καρδίας» αρνήθηκε εμφατικότατα το πρωτείο του αισθήματος στη θεωρία του περί του Δικαίου και του Κρά­τους. Πρέπει ν' αναζητήσει διαφορετικό θεμέλιο για τους νομι­κούς και πολιτικούς θεσμούς, γιατί αυτοί κατά την άποψη του, οικοδομούνται από τη βούληση και συνεπώς υπόκεινται σε δικό τους νόμο, σ' ένα είδος νόμου sui generis. Είναι στη φύση του κράτους ν' αποβλέπει όχι στο να συγχωνεύει τα αισθήματα σε μια ενότητα, αλλά μάλλον να ενοποιεί πράξεις της βούλησης και να τις διευθύνει προς έναν κοινό στόχο. Εκπληρώνει αυτήν τη λειτουργία μόνο αν πετυχαίνει πραγματικά σ' αυτή την ενοποίη­ση, δηλαδή μόνο αν κάθε απαίτηση πού το κράτος έχει από το άτομο θεωρείται και γίνεται αποδεκτή απ’ αυτό ως έκφραση της κοινής βούλησης. Για τον Ρουσσώ, επομένως, ο αληθινός «κοι­νωνικός δεσμός» συνίσταται στο γεγονός ότι δεν καλούνται άτο­μα και ομάδες να κυβερνήσουν πάνω σε άλλες· γιατί μια τέτοια διακυβέρνηση ασχέτως του με ποιες εκλεπτυσμένες ή «πολιτι­σμένες» μορφές θα ασκούνταν το μόνο πού θα έκανε θα ήταν να μας υποβιβάσει στην πιο ταπεινωτική δουλεία. Αύτη ή δουλεία εξαλείφεται μόνον όταν o  ίδιος ο νόμος αναλαμβάνει τη διεύθυνση και την αρχηγία, και όταν στις αμοιβαίες τους σχέσεις οι άν­θρωποι δεν υπακούουν σε κάποιους άλλους, αλλά τη θέση μιας τέτοιας υπηρεσίας και υπακοής παίρνει μια γενική υποταγή στο νόμο.

Αυτός ο ζήλος για το νόμο ως την «καθολική φωνή» πλημ­μυρίζει όλα τα πολιτικά γραπτά και σκιαγραφήματα του Ρουσ­σώ .  Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 43, 44 .

[lix]Στράους ,Λέο, Φυσικό δίκαιο και Ιστορία, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ. 339   … Η ελευθερία μέσα στην κοινωνία είναι δυνατή μόνο με την ολοκληρωτική υποταγή του καθενός (και ιδιαίτερα της κυβέρνη­σης) στην βούληση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Παραδίδοντας όλα του τα δικαιώματα στην κοινωνία, ο άνθρωπος χάνει το δικαίωμα να προσφεύγει από τις ετυμηγορίες της κοινωνίας, δηλαδή από το θετικό δίκαιο, στο φυσικό δίκαιο: όλα τα δικαιώματα γίνονται κοι­νωνικά δικαιώματα. Η ελεύθερη κοινωνία στηρίζεται στην αφο­μοίωση του φυσικού δικαίου από το θετικό δίκαιο. Το φυσικό δί­καιο αφομοιώνεται νόμιμα από το θετικό δίκαιο μιας κοινωνίας οικοδομούμενης σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο. Ή γενική βούληση παίρνει τη θέση του φυσικού νόμου. «Από το γεγονός ακριβώς ότ', είναι, ο κυρίαρχος είναι πάντα ό,τι όφειλε να είναι». …

[lx] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 176

[lxi] Cassirer, Ernst, Καντ και Ρουσσώ, Έρασμος Αθήνα, 2001, σελ. 38 … Ο Καντ θεωρούσε πως ή πρόθεση του Ρουσσώ δεν περιείχε μια πρόσκληση προς τον άνθρωπο να επιστρέψει στη φυσική κατά­σταση, αλλά να στρέψει μάλλον το βλέμμα του πίσω προς αυτήν για ν' αντιληφθεί τα λάθη και τις αδυναμίες της συμβατικής κοι­νωνίας. Αυτή ή ερμηνεία βρίσκει την καλύτερη επιβεβαίωση της στις ιδέες του Ρουσσώ για το δίκαιο και το κράτος. Εκείνοι οι κριτικοί του Ρουσσώ πού δεν είδαν σ' αυτόν παρά μόνο τον ρομα­ντικό ζηλωτή δεν απέδωσαν ποτέ δικαιοσύνη σ' αυτό το τμήμα της σκέψης του. Θεωρούσαν ως ακατανόητη ανακολουθία και ως εγκατάλειψη της ίδιας του της κεντρικής θέσης το γεγονός πώς ο ίδιος ο Ρουσσώ, ο οποίος στον Λόγο περί της καταγωγής και της εδραιώσεως της ανισότητας είχε κηρύξει τον πόλεμο στην κοινωνία και την είχε καταστήσει υπεύθυνη για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, έθετε τώρα σκοπό του, στο Κοινωνικό Συμβόλαιο να γράψει τους νόμους γι' αυτή την κοινωνία — νόμους πού θα ενέτασσαν  πραγματικά το άτομο στην ομάδα με υποχρεώσεις πολύ αυστηρότερες και ισχυρότερες από ποτέ άλλοτε.

[lxii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 179-180.

[lxiii] Στυλιανού ,Άρης ,  Θεωρίες του κοινωνικού Συμβολαίου-Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 180

Προέλευση εικόνας: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD-%CE%96%CE%B1%CE%BA_%CE%A1%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%83%CF%8E

 

 

Για τον Λ. Χ. Ζώη: Με αφορμή ένα δημοσίευμα της εφημερίδος «Πατρίς» Πύργου της 11ης Οκτωβρίου 1935 *.

του Διονύση Τραμπαδώρου

Δεν χρειάζεται να μιλήσω σε Ζακυνθίους, όντας μη Ζακύνθιος, για τον Λ. Χ. Ζώη, αυτόν τον πολύ σημαντικό ιστορικό ερευνητή του νησιού, η εργασία του οποίου έχει σπουδαιότητα για το πανελλήνιο και πέρα απ’ αυτό ακόμα.

Θα ζητούσα, όμως, την άδεια από το αναγνωστικό κοινό της Ζακύνθου να αναφερθώ στο δημοσίευμα της εφημερίδος του Πύργου «Πατρίς» της 11ης Οκτωβρίου 1935, το οποίο φορά την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου του νησιού.

Συντάκτης του είναι ο Πύργιος Τάκης Δόξας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Λαμπρινόπουλου), σημαντική προσωπικότητα των λογοτεχνικών πραγμάτων του Πύργου, με δράση που υπερέβαινε τα στενά όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, καθώς και δεσπόζουσας φυσιογνωμίας της διοίκησης της Ηλειακής Βιβλιοθήκης και μετέπειτα Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου.Ο Δόξας, στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, αφού εκφράζει την προσωπική του λύπη για τα γεγονός της απόλυσης, μεταφέρει και την ειλικρινή λύπη τόσο των ειδημόνων, όσο και του γενικού κοινού για το γεγονός, αναδεικνύοντας και επισημαίνοντας ταυτόχρονα το μέγεθος και την ποιότητα του ανδρός.

Η απόλυση έγινε σε μια εποχή ταραχώδη, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες του πραξικοπήματος του Γεωργίου Κονδύλη, με το οποίο ανατράπηκε η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1933, διαδεχόμενη την μεταβατική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Οθωναίου.

Χρονολογικά, η είδηση της απόλυσης δημοσιεύεται για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου 1935, στην εφημερίδα «Πρόοδος» της Ζακύνθου, του Ανδρέα Ιωάν. Ζώντου, φίλα προσκείμενης, όπως φαίνεται, στη βασιλική παράταξη. Το δημοσίευμα φέρει ως τίτλο «Ο κ. Λεωνίδας Ζώης και το πολυσχιδές έργον του» και υπογράφεται από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Γιαννόπουλο. Ο Σπυρίδων Γιαννόπουλος, μάλιστα, δεν αναφέρεται καν σε «απόλυση», αλλά σε «αποχώρηση».Όπως αναφέρεται στο άρθρο η λύπη που προξενεί η απομάκρυνση του Ζώη μετριάζεται από την τοποθέτηση στη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, του διδάκτορα της νομικής, Δημητρίου Κοριατόπουλου, ο οποίος ήταν, ήδη από το 1922, στενό συγγενικό πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη.

Αναφορά στον Δημήτριο Κοριατόπουλο βρίσκουμε και στις «Μούσες» του Νοεμβρίου του 1936 και συγκεκριμένα ως επιμελητή αρχαιοτήτων, καθώς και στις 19.1.1937, στη δημοσίευση του Λ. Χ. Ζώη ότι λόγω της μετεγκαταστάσεως του στην Αθήνα διακόπτεται η κανονική δεκαπενθήμερη έκδοση των «Μουσών», στο οποίο ο Δ. Σ. Κοριατόπουλος αναφέρεται ως επιμελητής σύνταξης.

Επίσης, άξια αναφοράς είναι αυτή της 1ης Ιουνίου 1936, των «Μουσών», στο Β. Δ. για τη Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, καθώς και στα εύσημα που αποδίδονται στο πρόσωπο του Νικολάου Κολυβά, για το γεγονός αυτό.

Εντύπωση μας προκαλεί το ευμενές σχόλιο του περιοδικού για την αντίδραση του Δημητρίου Κοριατόπουλου, από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, στο νέο νομοσχέδιο για τις Βιβλιοθήκες που υποχρέωνε σε μεταφορά μέρους των εγγράφων των Αρχειοφυλακείων σε αυτές (1η Νοεμβρίου 1935).

Παρ’ ό,τι εν πρώτοις, κάποιος θα απέδιδε την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη σε πολιτικούς λόγους, η εμπλοκή του προσώπου του Δημητρίου Κοριατόπουλου μας βάζει, εκ των υστέρων, σε δεύτερες σκέψεις.

Εκτός αυτών, ο Σπυρίδων Ιωάν. Γιαννόπουλος, μάλιστα, υπογράφει άλλο ένα άρθρο, στις 16 Οκτωβρίου 1935, σχετικά με την έκδοση της Ιστορίας της Ζακύνθου του Λ. Χ.Ζώη, ενώ σε κεντρικό πρωτοσέλιδο άρθρο της, της 10ης Οκτωβρίου 1935, η εφημερίδα «Πρόοδος», κάνει αναφορά στη σημασία του Αρχειοφυλακείου.

Όπως και να έχει αυτή καθ’ αυτή η αναφορά του Τάκη Δόξα τόσο στο Αρχειοφυλακείο της προσεισμικής Ζακύνθου, όσο και στο πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη αναδεικνύει την υπερτοπική σημασία τόσο του θεσμού, όσο και του προσώπου, καθώς, επίσης, και την στενή σχέση ανάμεσα στην Ηλεία και τον Πύργο ειδικότερα και τη Ζάκυνθο.

Άλλωστε, αναζητώντας στοιχεία στο περιοδικό «Αι Μούσαι», που επί χρόνια εξέδιδε ο Λ. Χ. Ζώης, διαπιστώνουμε τόσο την συνεχή παρουσία σε αυτό του Τάκη Δόξα είτε ως ποιητή (τεύχος 30ης Σεπτεμβρίου 1935, δημοσίευση ποιήματος «Στοχαμοί»), είτε στη στήλη των βιβλιοκρισιών (τεύχος Ιουλίου 1937, βιβλιοκρισία του έργου της Κατίνας Παΐζη «Απλοί Σκοποί»), όσο και του αδικοχαμένου, εκτελεσθέντα από τους Γερμανούς, στην Πάτρα, Πυργίου ποιητή Φώτου Πασχαλινού (φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα) και της ποιητικής του συλλογής, «Επαρχιακά», που εξέδωσε στον Πύργο. Επίσης, έχουμε συνεχείς αναφορές των «Μουσών» τόσο στο «Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών» του Πύργου, στον οποίο πρόεδρος είχε εκλεγεί o Τάκης Δόξας (19.1.1937 και Ιούλιος 1937), στην «Ηλειακή Βιβλιοθήκη» (Ιούλιος 1937), όσο και στον τότε νεοϊδρυθέντα, στον Πύργο, «Σύλλογο διανοουμένων και φιλοτέχνων Ηλείας» (19.1.1937).

Η σχέση αυτή των διανοουμένων της εποχής των δύο περιοχών συνεχίζει τις πολύ παλαιές και πολύπτυχες στενές σχέσεις μεταξύ Ζακύνθου και Ηλείας. Ας έχουμε, επί παραδείγματι, κατά νου το έγγραφο του πολύ πρώιμου 16ου αι. που έχει εκδώσει ο Σπυρίδων Λάμπρος και το οποίο αναφέρεται στις στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ του νησιού και των Χασίων Ποντικού, δηλαδή του σημερινού Κατακώλου.

 

*Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο της Ζακύνθου.

 

Κινηματογράφος και Ιστορία - Η ταινία "Ο Κομφορμίστας" και το φαινόμενο του ιταλικού φασισμού.

του Διονύση Τραμπαδώρου

Προέλευση φωτογραφίας: https://www.prologos.gr

 

Ο Κομφορμίστας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι

 

Λίγα λόγια για την υπόθεση της ταινίας
 

Ο Κομφορμίστας, (στα Ιταλικά Il Comformista), είναι πολιτική κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι  την περίοδο 1969-70.

Βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια το οποίο διασκευάστηκε.

Η ταινία διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940, με μερικές παρεκβάσεις προς το  παρελθόν, ως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ήρωάς της είναι ο Μαρτσέλο Κλέριτσι και  κεντρικό θέμα της είναι η ψυχολογία του φασισμού.

Ο Κλέριτσι είναι ένας γραφειοκράτης που προέρχεται από μια ξεπεσμένη  μεγαλοαστική οικογένεια, με μητέρα τοξικομανή και πατέρα έγκλειστο σε ψυχιατρική κλινική.

Ο κεντρικός ήρωας είναι καιροσκόπος και οπαδός της «εύκολης λύσης», γι’ αυτό άλλωστε επιλέγει και να υποτάξει τον εαυτόν του στις νόρμες της κυρίαρχης τότε ιδεολογίας και να είναι κομφορμιστής.

Απωθεί τις ομοφυλοφιλικές τάσεις του, παντρεύεται μια μεσοαστή που όμως είναι γενικότερα αποδεκτή και, γενικότερα, επιλέγει ό,τι είναι πιο βολικό προκειμένου να ενταχθεί στο σύστημα.

Οι επιλογές του δεν γίνονται με γνώμονα την ιδεολογία ή τις προσωπικές του απόψεις αλλά με βάση την «ομαλότητα» της ζωής του.

Κορυφαίες επιλογές του ήταν η ένταξη στο φασιστικό κίνημα, καθώς επίσης και  ανάληψη εκ μέρους του της εκτέλεσης του σχεδίου μιας πολιτικής δολοφονίας, της δολοφονίας του πρώην καθηγητή του στο πανεπιστήμιο, ο οποίος είναι αντιφασίστας και ζει αυτοεξόριστος στο Παρίσι.

Μέσα από την πολυδαίδαλη αφήγηση της ταινίας αποκαλύπτεται η ψυχολογία του Φασισμού, ενώ δεν λείπουν και τα μεγαλειώδη πλάνα σε μνημεία της φασιστικής περιόδου τα οποία συνυπάρχουν με τις κλειστοφοβικές σκηνές που προβάλουν τα αδιέξοδα των πρωταγωνιστών.

Η ταινία έχει διάρκεια μία ώρα και πενήντα ένα λεπτά και θεωρείται ως ένα αριστούργημα του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού πολιτικού κινηματογράφου και ενδεχομένως η καλύτερη ταινία του Μπερτολούτσι.

Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι είναι μια ταινία της νιότης του Μπερτολούτσι, όπως άλλωστε νέοι είναι και πολλοί από τους συντελεστές της και οι οποίοι έκαναν σημαντικότατη καριέρα αργότερα.

Παίζουν οι Ζαν Λουί Τρεντινιάν, που ενσαρκώνει τον κεντρικό ήρωα, Στεφανία Σαντρέλι, Ντομινίκ Σαντά, Υβόν Σανσόν, Πιέρ Κλεμεντί, κ.ά.

Διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Vittorio Storaro, ενώ η μουσική επιμέλεια είναι  τουGeorges Delerue.

Οι πολιτικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση του φασισμού.
Μολονότι η Ιταλία συγκαταλεγόταν στις νικήτριες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η σχετικά καθυστερημένη πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή που είχε η χώρα το 1914 ασκούσε τεράστιες πιέσεις σε όλες τις πτυχές της ιταλικής κοινωνίας.

Η διάψευση των προσδοκιών από τον πόλεμο συντέλεσε στην εξασθένηση των αδύναμων φιλελεύθερων θεμελίων της Ιταλίας.

Πολλοί πολιτικοί, και μεταξύ αυτών και ο Μουσολίνι, είχαν επιδιώξει να κατευθύνουν την δυσαρέσκεια του κόσμου ενάντια στις παλαιές μεγάλες δυνάμεις οι οποίες είχαν βγει κερδισμένες από τον πόλεμο[i].

Η κοινωνική αναταραχή τρομοκράτησε τα εύπορα στρώματα, τους μεγαλογαιοκτήμονες και την Εκκλησία που προτίμησαν αντί να κάνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις να αναζητήσουν έναν ισχυρό άνδρα που θα μπορούσε να ελέγχει ένα τμήμα των μαζών, τους βετεράνους του πολέμου και τη μικροαστική τάξη και να τους στρέψει ενάντια στον μπολσεβικισμό[ii].

Έτσι, αντιμετώπισαν τον Φασισμό ως το προπύργιο κατά του εκσυγχρονισμού της Ιταλίας.

Ο Μουσολίνι, με τη σειρά του, κατόρθωσε κάτι που δεν μπόρεσε αργότερα ο Χίτλερ, δηλαδή έναν συμβιβασμό με την παλαιά άρχουσα τάξη, την μοναρχία, το στρατό και την Εκκλησία[iii].

Κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Φασισμού.
Η Ιταλία όπως και άλλες χώρες όπως η Ρουμανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν διέθεταν ούτε ικανή ημιστρατιωτική γραφειοκρατία ούτε επιστημονική τεχνολογία.

Η χαμηλή αστική και αγροτική παραγωγή των παραπάνω χωρών διεύρυνε συνεχώς το χάσμα τους από την προηγμένη Δύση και πρόσφερε μια βάση για την ανάπτυξη του Φασισμού.

Στην Ιταλία την πιο αναπτυγμένη από αυτές τις χώρες και παρά τις προόδους που είχαν σημειωθεί την πρώτη δεκαπενταετία του 20ου αιώνα, το κατά κεφαλήν εισόδημα και όλοι οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες ήταν σαφώς πολύ χειρότεροι από αυτούς των αναπτυγμένων χωρών, ενώ ό νότος ζούσε στα όρια της ένδειας[iv].

Έτσι ο Φασισμός αντιπροσώπευε μια προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αρχές του αντιατομικισμού και του αυταρχισμού στην διαδικασία ανάπτυξης αυτών των υπανάπτυκτων κοινωνιών.

Επίσης, παρά την αντιδραστική του άποψη για τον άνθρωπο, ο φασισμός πίστευε ότι αντιπροσώπευε τη νιότη απέναντι στα γηρατειά, το μέλλον απέναντι στο παρηκμασμένο παρελθόν του 19ου αιώνα, τη βιολογική ζωτικότητα απέναντι στην επιθυμία για άνετη και ειρηνική ζωή[v].

Το ιστορικό πλαίσιο
Ο φασισμός είναι ριζοσπαστική, αυταρχική και εθνικιστική πολιτική ιδεολογία που έχει ως στόχο να θέσει το έθνος, το οποίο ορίζει βάσει αποκλειστικών βιολογικών, πολιτισμικών και ιστορικών συνθηκών, υπεράνω κάθε άλλης αξίας και να δημιουργήσει μια κινητοποιημένη εθνική κοινότητα[vi].

Τα κύρια χαρακτηριστικά του ιταλικού Φασισμού ήταν η λατρεία του Κράτους, ο σοβινιστικός εθνικισμός, ο εθελοντισμός, το εθνικό μεγαλείο, η οργανική ενότητα, ο Πραγματιστικός αντισημιτισμός, ο Φουτουρισμός – Μοντερνισμός, ο κορπορατισμός, η αποικιακή επέκταση και ο ιμπεριαλισμός,ο μιλιταρισμός και ο αντικομουνισμός[vii].

Από τα στοιχεία αυτά πολύ σημαντικό είναι αυτό του κορπορατισμού, δηλαδή του συντεχνιακού χαρακτήρα του κράτους, όπου οι πολιτικές οργανώσεις είναι περιττές, μιας και η κοινωνία εκφράζεται και πολιτικά μέσα από τα επαγγελματικά σωματεία.

Επίσης, ιδιαίτερες ήταν οι σχέσεις με τον φουτουρισμό του Μαρινέττι και τον μοντερνισμό.

Γενικότερα ο όρος φασισμός, δηλώνει κάθε εθνικιστικό ολοκληρωτικό κίνημα ή καθεστώς[viii].

Κοινό σημείο όλων των φασιστικών κινημάτων είναι η έμφαση την οποία δίνουν αφενός στο έθνος (τη φυλή ή το κράτος)-ως κέντρο και ως ρυθμιστή  ολόκληρης της ιστορίας και της ζωής του ανθρώπου- και αφετέρου στην αδιαφιλονίκητη εξουσία του ηγέτη, πίσω από τον οποίο πρέπει να βρίσκεται αδιάσπαστος ο λαός[ix].

Ο ιταλικός φασισμός έχει να κάνει με την εξελικτική διαδικασία κρίσης και μετασχηματισμού της κοινωνίας και του κράτους που άρχισε στην Ιταλία τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με την έναρξη της εκβιομηχάνισης και του εκσυγχρονισμού.

Αυτές οι διαδικασίες συνοδεύτηκαν με την κοινωνική κινητικότηταπου παρατηρήθηκε και η οποία ενέπλεξε το προλεταριάτο και τα μεσαία στρώματα και έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στην πολιτικοποίηση των μαζών.

Αν και ο φασισμός γεννήθηκε την επαύριον του μεγάλου πολέμου (δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), ορισμένα πολιτικά και πολιτιστικά στοιχεία που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του προϋπήρξαν στα ριζοσπαστικά κινήματα της Αριστεράς και της Δεξιάς (εθνικισμός, επαναστατικός συνδικαλισμός, φουτουρισμός)[x].

Η ιταλική λέξη Fascismo προέρχεται από τη λατινική fasces,  ενικός fascis στα ιταλικά fascio, αρχαίο ρωμαϊκό σύμβολο δικαστικής εξουσίας, που παρίστανε μια δέσμη ράβδων με έναν πέλεκυ στο εσωτερικό της[xi].

Ο BenitoMusolini το υιοθέτησε ως σύμβολο του ιταλικού φασιστικού κόμματος  το 1919[xii].

Όταν κηρύχθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το σοσιαλιστικό κόμμα τάχθηκε κατά οποιασδήποτε συμμετοχής σε επεκτατική πολεμική επιχείρηση από πλευράς της Ιταλίας. Με αυτή την άποψη συντάχθηκε και ο Μουσολίνι[xiii]. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, μετέβαλε άποψη και συμπαρατάχθηκε με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Αυτοί διαμόρφωσαν μια ομάδα αποκαλούμενη «Φάσι Επαναστατικής Διεθνιστικής Δράσης» (Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista)[xiv] και εξέδωσαν ένα μανιφέστο στις 5 Οκτωβρίου 1914. Η εμμονή του στην υποστήριξη του επεμβατισμού οδήγησε στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti!.

Το Νοέμβριο του 1914 στο Μιλάνο, ιδρύει την εφημερίδα Il popolo d' Italia (Ο λαός της Ιταλίας) και την ομάδα Fasci Autonomi d'Azione Rivoluzionaria (Αυτόνομες Φάσι Επαναστατικής Δράσης)[xv].

Οι πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδότηση της εφημερίδας του ότι η εφημερίδα του  από τη Γαλλία, η επιθυμούσε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που επιθυμούσαν την αποδυνάμωση του σοσιαλιστικού κόμματος, είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από αυτό. Τελικά, η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο τον Μάιο του 1915. 

Oι πρώτες σημαντικές ομάδες φασιστών (με την κλασσική έννοια) σχηματίστηκαν το 1919 και ονομάστηκαν fasci di combattimento, δηλαδή ομάδες ή δέσμες μάχης)[xvi].

Ο RobertPaxtonδίνει το παράδειγμα της ανάπτυξης του φασιστικού φαινομένου στην κοιλάδα του Πάδου[xvii], ενώ αντίστοιχα ο Gentile δίνει την εκδοχή της επικράτησης στην Κοιλάδα του Πάδου, λόγω της καταπίεσης που ασκούσαν τα αριστερά συνδικάτα τόσο προς τους αστούς όσο και προς τους εργάτες[xviii].

Στις 23 Φεβρουαρίου 1919 ιδρύει το κόμμα Fasci de Combattimento (Πυρήνες του Αγώνα), αλλά αποτυγχάνει να εισέλθει στο κοινοβούλιο.

Αποτέλεσε, πάντως, την ιδρυτική κίνηση του φασιστικού κινήματος[xix].

Μετά την ήττα, στο Εθνικό Συνέδριο του Μιλάνου το Μάιο του 1920 εγκαταλείπει το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του 1919, με μια στροφή προς τα δεξιά[xx].

Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920 – 1921, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες τιμωρίας.

Έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων.

Το 1921[xxi] συμμετέχει στις εκλογές, κερδίζει 37 βουλευτικές έδρες και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα)[xxii].

Η πολιτική άποψη του Μουσολίνι στηριζόταν στην υποτιθέμενη υπέρβαση των παραδεδεγμένων  πολιτικών οριοθετήσεων, μεταξύΑριστεράς, Δεξιάς και Κέντρου, θέτοντας τον φασισμό εκτός και υπεράνω αυτών.

Αν και επαγγέλθηκε ριζοσπαστικές αλλαγές, ποτέ δεν παρουσίασε επίσημο πρόγραμμα και τους τρόπους εφαρμογής του.

Γενικότερα, η πρακτική του είχε να κάνει με έντονο θεατρινισμό, οξεία ρητορεία, και τάσεις υπερβολής και εντυπωσιασμού[xxiii].

Η είσοδός του στο ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό.

Το Φασιστικό κόμμα, άλλωστε, δεν έκρυβε την εχθρότητά του προς τη δημοκρατία και το φιλελεύθερο  Κράτος[xxiv].

Οι φασιστικές ομάδες Μελανοχιτώνων, που είχε οργανώσει, δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα.

Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922 εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις.

Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζεται εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τζοβάνι Τζιολίτι[xxv] (Giovanni Giolitti), Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi) και Λουίτζι Φάκτα (Luigi Facta) αδυνατούν να ανακόψουν την ολίσθηση προς την αναρχία και την εκτροπή.

Στις 28 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι οργανώνει την Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma), και στις 31 Οκτωβρίου 100.000 Μελανοχίτωνες, όπως λέγεται, (ο αριθμός αυτός σήμερα αμφισβητείται) μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, εισέρχονται στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού[xxvi].

Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ (Vittorio Emanuele III), αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και με την απειλή του εμφυλίου να επικρέμαται πάνω από τη χώρα, παραδίδει την εξουσία στον Μουσολίνι, ορίζοντάς τον πρωθυπουργό[xxvii].

Ο RobertPaxtonυποστηρίζει ότι ο αριθμός των μελανοχιτώνων που έφθασε στη Ρώμη δεν υπερέβαινε τις 9.000-10.000 σχεδόν άοπλων και πεινασμένων ατόμων[xxviii].

Επίσης, υποστηρίζει ότι η επικράτηση του Φασισμού στην Ιταλία λόγω της Πορείας προς τη Ρώμη είναι ένας καλά δουλεμένος μύθος από την προπαγάνδα του Μουσολίνι και ότι πρόκειται για μια μπλόφα και ότι ποτέ άλλοτε η Ρώμη δεν κατελήφθη από μια τόσο πρόχειρη προσπάθεια[xxix].

Επίσης, αναφέρει ότι η επικράτηση του Μουσολίνι οφείλεται σε έναν συνδυασμό απροθυμίας συνεργασίας των προοδευτικών ιταλικών πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς και της Δεξιάς εκείνης της εποχής, στην συγκυρία της εποχής που δεν βοήθησε στην αφομοίωση των Φασιστών από τα αστικά κόμματα, στην αδυναμία  στον φόβο του Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄ για αιματοχυσία και σε απροσδιόριστους μη φανερούς παράγοντες που όπως αναφέρει, ίσως, δεν θα μάθουμε ποτέ.

Επίσης, ο Μουσολίνι είχε θέσει έξυπνα στο βασιλιά το δίλλημα μεταξύ της αιματοχυσίας και της ανάληψης της εξουσίας εκ μέρους του[xxx].

Ο Μουσολίνι και οι Φασίστες ακολούθησαν έναν συνδυασμό τρομοκρατίας και πολιτικών ελιγμών για να εδραιώσουν την εξουσία τους[xxxi].

Αρχικά, στο κοινοβούλιο, βρήκε την υποστήριξη των Φιλελευθέρων.

Χάρη στη δική τους βοήθεια, ο Μουσολίνι εισήγαγε διατάξεις σχετικές με τη λογοκρισία  και, επίσης, με την  τροποποίηση του εκλογικού συστήματος, έτσι ώστε το 1925 να είναι σε θέση να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες και να διαλύσει όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και τα μη φασιστικά συνδικάτα.

Μετά, διέλυσε το κοινοβούλιο και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία, με ευρείες αρμοδιότητες καταστολής[xxxii].

Ο κρατικός μηχανισμός, βρέθηκε πλέον πλήρως στα χέρια του και χρησίμευσε ως μέσο προπαγάνδας και καταστολής κάθε αντιπολιτευόμενης  (δολοφονία Giacomo Matteotti)[xxxiii], που επιχείρησε να καταγγείλει τη δράση του Μουσολίνι.

 Έτσι, προέκυψε μια παρατεταμένη πολιτική κρίση, που οδήγησε, στις αρχές του 1925, στην εγκαθίδρυση υπό τον Μουσολίνι προσωποπαγούς ολοκληρωτικής δικτατορίας[xxxiv].

Ο Μουσολίνι απέδιδε τεράστια σημασία στην προπαγάνδα εντός και εκτός Ιταλίας[xxxv].

Ο τύπος, το ραδιόφωνο, η εκπαίδευση και η κινηματογραφική παραγωγή εποπτεύονταν προσεκτικά, έτσι ώστε να καλλιεργήσουν την αντίληψη ότι ο φασισμός ήταν το δόγμα του 20ού αιώνα, το οποίο αντικαθιστούσε τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία, και να υποστηρίξουν τον μύθο του Duce (Ηγέτη), όπως ο Μουσολίνι αρεσκόταν να αποκαλείται[xxxvi].

Έτσι, έχουμε την πολύ σημαντική ίδρυση του Υπουργείου Λαϊκής Κουλτούρας το 1937[xxxvii].

Ο Φασισμός οικοδόμησε το μονοκομματικό κράτος μέσω ενός είδους «νόμιμης επανάστασης» με τους περισσότερους νόμους να τους επεξεργάζεται ο νομομαθής  Αλφρέντο Ρόκκο, ενώ χρησιμοποίησε τον κορπορατισμό ως εναλλακτική απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού που ποτέ δεν αποκήρυξε και του κομμουνισμού.

Με την κρίση του 1929 όμως ο κρατικός παρεμβατισμός άρχισε να αυξάνει και να περιορίζει τον κορπορατισμό[xxxviii].

Πολλοί διανοούμενοι συνέργησαν με τον φασισμό, όπως ο Τζιοβάνι Τζεντίλε και ο Τζιοακίνο Βόλπε, η εκπαίδευση τέθηκε, συν τω χρόνω, κάτω από τον έλεγχο του Φασιστικού Κόμματος και της Φασιστικής ιδεολογίας, με στόχο να φτιαχτεί ο νέος άνθρωπος[xxxix].

Κατά τη δεκαετία του 1930 το φασιστικό καθεστώς προσέλαβε τα χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωτικής δικτατορίας, θεμελιωμένης στον Ντούτσε, στο μονοκομματισμό και σε ένα σύνθετο οργανωτικό δίκτυο για την πλαισίωση και την κινητοποίηση των μαζών.

Ο όρος ολοκληρωτικό κράτος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τους Μουσολίνι, Τζεντίλε και  Αλφρέντο Ρόκκο, είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον  φιλελεύθερο αντιφασίστα ηγέτη Τζονοβάνι Αμέντολα[xl].

Ο Μουσολίνι ανήλθε στην εξουσία στη βάση ενός σιωπηρού συμβιβασμού με κατεστημένους θεσμούς, και ποτέ δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει τελείως τους περιορισμούς αυτού του συμβιβασμού[xli].

Ο θρίαμβος και η πτώση του ιταλικού Φασισμού.-Κρίσιμες χρονολογίες.
Από το 1922 που κατέλαβε την εξουσία μέχρι το 1927 ο Μουσολίνι είχε διαμορφώσει το φασιστικό κράτος και την προσωπική του δικτατορία.

Το κράτος και το κόμμα μετατράπηκαν σε μονολιθικά κατασκευάσματα στα χέρια του, ενώ οι νόμοι που καταρτίσθηκαν από τον κορυφαίο φασίστα νομομαθή Αλφρέντο Ρόκο μετέτρεψαν το κοινοβούλιο σε κομματικό συνέδριο, συγχώνευσαν στην πράξη την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία και κατέστησαν το μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο όργανο του Ντούτσε που είχε αποκλειστικά το δικαίωμα να το συγκαλεί και καθορίζει τα προς συζήτηση θέματα[xlii].

Η επιτυχία αυτή τον ενθάρρυνε να βάλει πιο μακροπρόθεσμους στόχους.

Μέχρι το 1930 έδινε έμφαση στον εκσυγχρονισμό της Ιταλίας με τη βοήθεια μιας αφοσιωμένης ελίτ.

Το 1932 αναφέρθηκε στον νέο διεθνή ηγετικό ρόλο της Ιταλίας.

Το 1934 βεβαίωνε ότι οΦασισμός που το 1922 ήταν ένα ιταλικό φαινόμενο είχε μετατραπεί από το 1929 σε διεθνές φαινόμενο[xliii].

Για την υλοποίηση των στόχων του ο Μουσολίνι απαίτησε να μετατραπεί η Ιταλία σε μιλιταριστικό και πολεμικό έθνος.

Μια απαίτηση που στέφθηκε με λιγότερη επιτυχία απ’ ό,τι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Ιταλίας.

Αρχικά ο Μουσολίνι θεωρούσε τον φασισμό σαν μια εξέλιξη στο εσωτερικό του δυτικού πολιτισμού και αντιμετώπιζε με δυσπιστία τη Γερμανία, τον Χίτλερ και τον εθνικοσοσιαλισμό που τον χαρακτήριζε σανεκατό τοις εκατό ρατσισμό που στρεφόταν εναντίον όλων[xliv].

Θεωρούσε δε τον Χίτλερ φανατικό αλλόφρονα[xlv].

Εντούτοις οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις το και η υπερεκτίμηση της δύναμης του Φασισμού τον παρέσυραν στην αγκαλιά της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.

Η κατάκτηση της Αιθιοπίας (1935) τον έφερε σε αντίθεση με τη Δύση, ενώ θαμπωμένος από τις επιτυχίες του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού άρχισε να μιλά για άξονα Ρώμης-Βερολίνου.

Παρ’ όλα αυτά η κατάληψη της Αιθιοπίας δεν έκλεισε το δρόμο της συνεννόησης με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως με την Αγγλία[xlvi].

Η επέμβαση της Ιταλίας υπέρ του Φράνκο και η Συμφωνία του Μονάχου (1938) θεωρήθηκαν επιτυχίες του Μουσολίνι, στην πραγματικότητα όμως συγκάλυπταν το γεγονός ότι η Ιταλία γινόταν δορυφόρος της Γερμανίας, ύστερα μάλιστα και από την αποδοχή των γερμανικών αντισημιτικών νόμων και από την Ιταλία[xlvii].

Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς[xlviii], η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο τον Ιούνιο του 1940,αποσκοπώντας σε οφέλη, πόλεμο που είχε ξεκινήσει η Γερμανία το 1939[xlix].

Ο πόλεμος αποκάλυψε την καθυστέρηση και την αναποτελεσματικότητα του ιταλικού κράτους κ