Του Γιώργου Κωνσταντόπουλου*
Τι είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ);
Ένας όρος με τον οποίο είναι όλοι εξοικειωμένοι είναι οι «Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» (ΑΠΕ). Το γεγονός ότι χρησιμοποιείται πλέον σε καθημερινή βάση, οδηγεί πολλές φορές σε παρανοήσεις, αναλόγως του φαντασιακού του κάθε υποκειμένου. Συνεπώς, είναι χρήσιμο να δοθεί ο ορισμός τους: ως ΑΠΕ χαρακτηρίζονται εκείνες οι μορφές ενέργειας, οι οποίες προέρχονται από φυσικές διεργασίες και δεν προβλέπεται να εξαντληθούν στο εγγύς μέλλον. Οι περισσότερες από αυτές βασίζονται στην ηλιακή ακτινοβολία, είτε άμεσα (ηλιακή ενέργεια) είτε έμμεσα (αιολική, κυματική, βιομάζα κ.α.) λόγω της επίδρασής της στις φυσικές διεργασίες του πλανήτη (κύκλος νερού, θέρμανση αέρα). Αν και θεωρητικά κάθε μορφή ΑΠΕ δύναται να εξαντληθεί, θεωρώντας ως όριο διαθεσιμότητάς τους την εξάντληση της πηγής (για παράδειγμα η ύπαρξη της ηλιακής έχει όριο το χρόνο ζωής του ήλιου, η γεωθερμική την εξάντληση των γεωθερμικών πεδίων), ο χρόνος της εκτιμώμενης διαθεσιμότητάς τους ανάγεται σε τέτοια κλίμακα, που μπορούν να χαρακτηριστούν ανανεώσιμες λαμβάνοντας υπόψιν τον εκτιμώμενο χρόνο ύπαρξης ζωής στον πλανήτη γη.
Είναι οι ΑΠΕ κάτι καινούριο;
Οι ΑΠΕ είναι οι μορφές ενέργειας που χρησιμοποιήθηκαν, σχεδόν αποκλειστικά, για χιλιετίες από την ανθρωπότητα, με εξαίρεση τον 20ο αιώνα, οπότε κυριάρχησε η ενεργειακή αξιοποίηση ορυκτών πόρων, όπως ο άνθρακας και οι υδρογονάνθρακες. Οι ΑΠΕ ήρθαν ξανά στο προσκήνιο της ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Ωστόσο, η διείσδυση των τεχνολογιών ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας αντιμετωπίζει έως σήμερα εμπόδια, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους τους. Το κόστος ανά παραγόμενη κιλοβατώρα, ειδικά για κάποιες τεχνολογίες, παραμένει υψηλό, άρα συχνά μη ανταγωνιστικό σε σχέση με τις συμβατικές μονάδες, καθώς δεν συνυπολογίζονται σε αυτό τα εξωτερικά οφέλη των ΑΠΕ, ούτε τα εξωτερικά κόστη, κυρίως, των συμβατικών μονάδων.
Ποιες πολιτικές έβαλαν τις ΑΠΕ στη ζωή μας;
Η ευρωπαϊκή πολιτική στο πεδίο της ενέργειας ξεκινάει από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι σήμερα χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους. Η πρώτη περίοδος είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς αφορά σε χρόνο που δεν είχε φουντώσει πλανητικά το ενδιαφέρον για περιβαλλοντικά ζητήματα. Για την ακρίβεια δεν υπήρχε καν στην ατζέντα κανενός η περιβαλλοντική προστασία. Η περίοδος αυτή ξεκινάει το 1951 με τις απαρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και διαρκεί μέχρι το 1985. Ορόσημο αποτελεί η πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία αποτέλεσε σημείο καμπής για την προώθηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Τότε, εισάγεται η έννοια της μέριμνας για την ασφάλεια ενεργειακών αποθεμάτων και εμμέσως για την προώθηση της ιδέας για ενεργειακές πηγές εναλλακτικές στο πετρέλαιο, όπως οι ΑΠΕ!
Έκτοτε τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Εμπεδώνεται στις επόμενες δύο περιόδους η αναγκαιότητα στήριξης των ΑΠΕ συνεπικουρούμενη από τα πρώτα κινήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Η δεύτερη περίοδος διαρκεί από το 1986 μέχρι το 2007 (Συνθήκη της Λισαβώνας) και η τρίτη από το 2008 μέχρι σήμερα. Κατά τη δεύτερη περίοδο, έγινε η πρώτη σημαντική προσπάθεια θεσμικής προώθησης των ΑΠΕ, μέσω του ψηφίσματος C/241 του 1986 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο οποίο διακηρύχθηκε η ανάγκη ανάπτυξης και διατήρησης των ΑΠΕ με στόχο, αφενός την αντικατάσταση μέρους των παραδοσιακών καυσίμων και αφετέρου την υπολογίσιμη διείσδυσή τους στο ενεργειακό μίγμα. Απώτεροι στόχοι μέσω αυτής της πολιτικής ήταν η προστασία από τις μη ελεγχόμενες διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας και η αύξηση της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού. Πλέον αυτών, κυρίως μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), αν και δεν περιλαμβανόταν ξεχωριστό κεφάλαιο για την ενέργεια, δημιουργήθηκε το κατάλληλο έδαφος για την ολοκλήρωση της φιλελευθεροποίησης και ενοποίησης της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς. Το 1995 παρουσιάζεται μέσα από τη «Λευκή Βίβλο της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ» για πρώτη φορά μια συνοπτική προσπάθεια στοχοθεσίας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής με το τρίγωνο των μακροπρόθεσμων ενεργειακών προτεραιοτήτων: περιβαλλοντική συνιστώσα στη χρήση της ενέργειας, ενεργειακή ασφάλεια και ανταγωνιστικότητα. Ακολούθησαν το 1996 και το 1997, η Πράσινη και η Λευκή Βίβλος, αντιστοίχως, για τις ΑΠΕ, με τη δεύτερη να θέτει για πρώτη φορά τον ενδεικτικό ευρωπαϊκό στόχο του 12% παραγωγής από ΑΠΕ μέχρι το 2010. Τα βασικά επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στη Λευκή Βίβλο είναι:
- Κλιματική αλλαγή: οι ΑΠΕ μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
- Ασφάλεια του εφοδιασμού: επιτυγχάνεται μείωση της εξάρτησης από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα μέσω της εγχώριας παραγωγής από ΑΠΕ.
- Αύξηση της ζήτησης για ενέργεια: η αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, όχι μόνο από τις δυτικές χώρες, αλλά και από τις λεγόμενες αναπτυσσόμενες δημιουργεί νέα δεδομένα στη ζήτηση, άρα νέες επισφάλειες και ευκαιρίες.
- Ανάγκη επενδύσεων για συντήρηση (Zillman et Al, 2008): το υπολογιζόμενο κόστος συντήρησης των τότε υφιστάμενων μονάδων κρίθηκε μεγαλύτερο από τις αναγκαίες επενδύσεις σε τεχνολογική έρευνα και παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
- Αναπτυξιακές προοπτικές: η ανάπτυξη της βιομηχανίας των ΑΠΕ μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, και ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ των μελών της ΕΕ, ιδιαιτέρως αν συνδυαστούν με την εξαγωγή τεχνογνωσίας και προϊόντων του κλάδου, σε νέες αγορές εκτός ΕΕ.
Η ανακοίνωση της Λευκής Βίβλου για τις ΑΠΕ του 1997 οδήγησε στην έκδοση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2001/77/ΕΚ, η οποία έθεσε για πρώτη φορά συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ευρωπαϊκό ενεργειακό μίγμα.
Σήμερα, βρισκόμαστε στην τρίτη περίοδο, η οποία ξεκινάει μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λισαβόνας (Δεκέμβριος του 2007), στην οποία περιλαμβάνεται ξεχωριστό κεφάλαιο για την ενέργεια (Άρθρο 194) και θέτει τους στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής με αντίστοιχη «ανάληψη δράσεων σε ένα πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών και μέριμνας για την προστασία του περιβάλλοντος». Οι τέσσερις στόχοι στον τομέα της ενέργειας διαμορφώνονται ως εξής: α) διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς ενέργειας, β) διασφάλιση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γ) προώθηση της ενεργειακής απόδοσης, της εξοικονόμησης ενέργειας και της ανάπτυξης νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, και δ) προώθηση της διασύνδεσης των ενεργειακών συστημάτων.
Τι είναι το «Σχέδιο 20-20-20»;
Η ευρωπαϊκή πολιτική για την ενέργεια και το κλίμα, όπως καθορίστηκε με την παραπάνω απόφαση, εξειδικεύτηκε περαιτέρω την επόμενη διετία (2008-09) και έχει ορίζοντα το 2020. Συγκεκριμένα, υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2008 το πακέτο «Ενέργεια-Κλίμα 2020» ή διαφορετικά «Σχέδιο 20-20-20». Το πακέτο αυτό αναφέρεται στη δέσμευση των μελών της ΕΕ για α) τη μείωση κατά 20% των αερίων θερμοκηπίου (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990), β) την αύξηση κατά 20% της προσφοράς ενέργειας από ΑΠΕ και γ) τη βελτίωση κατά 20% της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Με το κοινό ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης (COM(2008) 781 τελικό) και με την οδηγία του 2009 (RES Directive 2009/28/EC) επιχειρείται να μετατραπεί σε δράση η πολιτική βούληση σχετικά με τους στόχους του πακέτου 20-20-20. Η οδηγία 2009/28/EC σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ΑΠΕ ήταν ένα σημαντικό μέρος του πακέτου «Ενέργεια-Κλίμα 2020».
Το Νοέμβριο του 2010 καθορίζεται το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης ( COM(2010) 639 τελικό) για «ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια» με ορίζοντα το 2020. Στο σχέδιο αυτό, το οποίο παραμένει σε ισχύ σήμερα, καθορίστηκαν οι προτεραιότητες της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, καθώς και τα μέτρα δράσεων, με τις ΑΠΕ να συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη του στόχου για μια κοινή ενεργειακή πολιτική της ΕΕ που θα εξασφαλίζει «απρόσκοπτη φυσική διαθεσιμότητα των ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά, σε τιμές που είναι προσιτές για όλους τους καταναλωτές (ιδιώτες και βιομηχανίες), συμβάλλοντας παράλληλα στις ευρωπαϊκές πολιτικές για το περιβάλλον και την κοινωνία».
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από τον ορίζοντα του 2020, έχει θέσει τα θεμέλια για την πορεία προς το 2030 και το 2050 με ιδιαίτερη στόχευση στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το πλαίσιο 2030 προτείνει νέους στόχους και μέτρα για να καταστούν η οικονομία και το ενεργειακό σύστημα της ΕΕ περισσότερο ανταγωνιστικά, ασφαλή και βιώσιμα.
Ποιο το μέλλον των ΑΠΕ στην Ελλάδα;
Έχοντας το πλαίσιο στο οποίο δομήθηκε η εδραίωση των ΑΠΕ, μπορεί να ερμηνευθεί η σημαντική εξάπλωση και στην Ελλάδα των τεχνολογιών ΑΠΕ, τα τελευταία 15 κυρίως έτη. Η ανάγκη συμμόρφωσης με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και το εθνικό δίκαιο, οδήγησαν στην γενναία οικονομική στήριξη, από την πολιτεία, των έργων ΑΠΕ, ιδίως τα πρώτα χρόνια. Με αυτούς τους άκρως αποδοτικούς όρους, δημιουργήθηκε ένα νέο πεδίο κερδοφορίας με αποδόσεις αρκετά μεγαλύτερες από άλλους παραδοσιακούς κλάδους, όπως πχ το real estate. Κατά παράδοξο τρόπο, σε μία περίοδο κρίσης ένας κλάδος της οικονομίας σημείωσε θεαματική κινητικότητα, και μαζί με αυτό, αρκετοί μικρότεροι κλάδοι δορυφόροι (διαφήμιση, ΜΚΟ, συμβουλευτική κ.α.). Όμως, το σύστημα των επιδοτήσεων δημιούργησε σημαντικά ταμειακά ελλείμματα, τα οποία κλήθηκαν να πληρώσουν το σύνολο των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των τελών υπέρ ΑΠΕ, οδηγώντας σε υψηλούς λογαριασμούς ΔΕΗ. Ο κίνδυνος κατάρρευσης του συστήματος πληρωμών οδήγησε στην ανάγκη για μείωση των ταριφών και αλλαγής του συστήματος ενισχύσεων. Από τη στιγμή που διαφοροποιήθηκε ο μηχανισμός επιδότησης των ΑΠΕ, και περιορίστηκαν τα περιθώρια κέρδους σε αυτού του είδους τις επενδύσεις, ακολούθησε αξιοσημείωτη στασιμότητα στον συγκεκριμένο κλάδο.
Ωστόσο, ο νέος νόμος (ν.4513/2018) για τη δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων αναζωπύρωσε σε κάποιο βαθμό το ενδιαφέρον για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τεχνολογίες ΑΠΕ. Φιλοσοφία του νόμου δεν είναι η άμεση επιδότηση της παραγωγής ενέργειας, όπως παλαιότερα αλλά η προώθηση της φιλελευθεροποίησης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και του ανοίγματός της σε όλους τους κλάδους της αλυσίδας, όχι μόνο στην παραγωγή, σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό. ΟΤΑ, Νομικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις αυτών και φυσικά πρόσωπα θα μπορούν πλέον να συστήνουν συνεταιρισμούς ενέργειας. Επιπλέον, οι πρόνοιες του σχετικού νόμου για τα πεδία δραστηριοποίησης των Εν. Κοινοτήτων δημιουργούν προσδοκίες στους ενδιαφερόμενους για επικερδή ενασχόληση σε ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων του ενεργειακού τομέα. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, το γεγονός ότι θα υπάρξουν οικονομικά κίνητρα και μέτρα στήριξης των Ε.Κοιν. δημιουργούν εκ νέου κινητικότητα στον ελληνικό ενεργειακό κλάδο και την προσδοκία ότι θα δοθεί μια νέα ώθηση για την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ σε εθνικό ενεργειακό μίγμα, όπως άλλωστε απαιτούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι για το 2030 και 2050.
Zillman D.N.,, Redgwell, C., Moore, Y.O., Barrera-Hernandez, L.K.,(2008). Beyond the Carbon Economy, Energy Law in Transition, Oxford University Press, New York, 2008, p. 6. Policy 36 (3) (March): 1195-1211. doi:doi: DOI: 10.1016/j.enpol.2007.11.011.
*Ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος είναι Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Π. Πατρών και κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου "Περιβάλλον και Ανάπτυξη" του ΕΜΠ. Εργάζεται ως σύμβουλος και μελετητής μηχανικός ενεργειακών και περιβαλλοντικών έργων.