0 New Articles

Συμβολή στο εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση - Οι Δημόσιοι Μνήμονες Πύργου, Στέλιος Α. Κουβαράς και Νικόλαος Ι. Πατρώνας

του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

 

i. Η έννοια του λειτουργήματος των Δημοσίων Μνημόνων

Οι όροι μνήμων και μνημονείο έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Τα μνημονεία απαντώνται σε πτολεμαϊκούς παπύρους, όρος που σημαίνει τα δημοτικά αρχεία, στα οποία κατατίθεντο συμβόλαια πολιτών, πάσης φύσεως, τα οποία εγγράφονταν σε ευρετήρια[i].Στην αρχαιότητα, μνήμονες ονομάζονταν οι υπάλληλοι των αρχαίων ελληνικών πολιτειών, που ήταν επιφορτισμένοι να εγγράφουν και να φυλάττουν τις δημόσιες και ιδιωτικές πράξεις, καθώς και τις αιτήσεις ιδιωτών, όπως και τις αποφάσεις των δικαστηρίων[ii].

Για την εποχή που μας ενδιαφέρει, μπορούμε να πούμε ότι με το υπ’ αριθμόν 67 ψήφισμα της 11ης Φεβρουαρίου 1830[iii], «περί καταστάσεως της Μνημονείας» του Ιωάννη Καποδίστρια, καθιερώθηκε ο θεσμός των μνημόνων, σε αντικατάσταση του επί τουρκοκρατίας και μέχρι την εποχή εκείνη θεσμού των νοταρίων[iv], ενώ με το 68 ψήφισμα, επίσης της 11ης Φεβρουαρίου 1830, προσδιορίστηκαν οι τύποι των διαθηκών και ο τρόπος σύνταξής τους[v].

Σχετικά με τα στοιχεία που όριζαν το αξίωμα του Δημοσίου Μνήμονα μπορούμε να πούμε ότι αυτοί ήταν ισόβιοι δημόσιοι λειτουργοί («αξιωματικοί», κατά την ορολογία της εποχής) εκλεγόμενοι από το επαρχιακό συμβούλιο ή τη δημογεροντία, υπό την προεδρία του διοικητή, ενώ η εκλογή τους επικυρωνόταν απ’ την κυβέρνηση. Για να εκλεγεί κανείς στη θέση του Μνήμονα θα έπρεπε να έχει κτηματική περιουσία, και επιπλέον θα έπρεπε να καταβάλει εγγύηση ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με τιμιότητα και ευσυνειδησία, καθήκοντα, που ήταν όμοια με τα καθήκοντα του σημερινού συμβολαιογράφου. Απαγορευόταν στον Δημόσιο Μνήμονα να ασκεί καθήκοντα εκτός της περιφέρειάς του, καθώς, και να μετέρχεται συνηγορικές, διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές πράξεις. Το ψήφισμα αυτό δημοσιεύτηκε την 26η Μαρτίου 1830 στην «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» (έτος Ε΄, αριθ. 25). Οι μνήμονες αντικαταστάθηκαν[vi] αργότερα, επί Αντιβασιλείας, από τους συμβολαιογράφους, με το Διάταγμα περί οργανισμού των δικαστηρίων και συμβολαιογράφων της 16ης Οκτωβρίου 1834. Τα καθήκοντα των μνημόνων ήταν τα ίδια με αυτά των συμβολαιογράφων όπως προκύπτει από τον ορισμό της έννοιας του Δημοσίου Μνήμονα και άλλες πληροφορίες[vii].

ii. Οι Δημόσιοι Μνήμονες Πύργου, Στέλιος Α. Κουβαράς και Νικόλαος Ι. Πατρώνας

Ο πρώτος, χρονικά, είναι ο Στέλιος Α. Κουβαράς, αφού τα σωζόμενα έγγραφα με την υπογραφή του χρονολογούνται από το 1829. Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, από κάποια πηγή, για την καταγωγή του και το οικογενειακό περιβάλλον, από το οποίο προερχόταν. Επίσης, από έρευνα που κάναμε στο Μητρώο Αρρένων Πύργου, το οποίο τηρείται από το 1826, δεν βρήκαμε το ονοματεπώνυμό του, ούτε κάποιον με το επώνυμο Κουβαράς, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1850[viii]. Πιθανολογούμε ότι ο Στέλιος Α. Κουβαράς είναι επτανησιακής καταγωγής, και πιο συγκεκριμένα ή Θιακός ή Κεφαλλονίτης.

Αυτό το βασίζουμε σε κάποια από τα συμβόλαια του ίδιου του αρχείου του. Συγκεκριμένα, στο συμβόλαιο με αριθμό 133/27-11-1829 αναφέρεται το όνομα κάποιου Γεωργίου Κουβαρά με την ένδειξη Ιθακίσιος, ενώ σε άλλο έγγραφο και συγκεκριμένα στο με αριθμό 605/2-11-1830 αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των αδελφών Παναγή και Αναστασίου Κουβαρά του Ανδρέου, με την ένδειξη «Κεφαληναίοι». Ανεξάρτητα, δε, από αυτό, το επώνυμο είναι συνηθισμένο στην Ιθάκη και συνεπώς απαντιέται και στην Κεφαλονιά.

Επιπροσθέτως, στο συμβόλαιο με αριθμό 580/3-10-1830 (Κουβαράς), φαίνεται να έχει αποκτήσει συγγενικούς και περιουσιακούς δεσμούς με την περιοχή του Πύργου. Συγκεκριμένα, στο συμβόλαιο αυτό εμφανίζεται ως σύζυγος και επίτροπος της Κατίνας Αχόλου, αδελφής του Αλέκου Αχόλου, κληρονόμου του αποθανόντος θείου της, Γεωργίου Ρεντινιώτη[ix]. Η ηπειρωτικής καταγωγής οικογένεια Αχόλου[x] είναι σίγουρα από τις πιο παλιές του Πύργου, μαζί με την, μάλλον, επίσης, ηπειρωτικής καταγωγής, οικογένεια Βιλαέτη[xi], μέλη της οποίας εμφανίζονται σε κάποια από τα υπό διαπραγμάτευση έγγραφα.

Εκτός αυτών, ο τρόπος που συντάσσει τα έγγραφα ο Κουβαράς και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις μας παραπέμπει στον επτανησιακό χώρο[xii]. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι ακόμη και ο τρόπος γραφής κάποιων λέξεων είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που συναντούμε σε επτανησιακά έγγραφα της εποχής εκείνης, όπως επί παραδείγματι, της λέξης «συνχωρούντος» (του καιρού, του νόμου κ.λπ.) ή της φράσης «άνω ειρημένος» η οποία γράφεται ως μία λέξη («ἀνωηριμένος») και στα υπό εξέταση έγγραφα όσο λ.χ. και στον «Κανονισμό και Διόρθωση της Ναυτικής (Μαρίνας)», τον πρώτο κανονισμό της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας του Ιονίου κράτους που δημοσιεύτηκε το 1803[xiii].

Επιπροσθέτως, στα συμβόλαια που έχει συντάξει ο Κουβαράς, σχεδόν πάντα, στο πάνω μέρος της εκάστοτε μπροστινής σελίδας (recto) υπάρχει η σφραγίδα του Δημοσίου Μνήμονα Ήλιδας, η οποία είναι σχήματος ωοειδούς, τοποθετημένη κατακόρυφα, ενώ στο μέσον της φέρει παράσταση της θεάς Αθηνάς, που στο δεξί της χέρι φέρει δόρυ, ενώ περιβάλλεται και από τις δυο πλευρές, από το κάτω μέρος και έως τη μέση περίπου, από δύο κλαδιά. Στις περιπτώσεις που το κείμενο συναντά την σφραγίδα από το αριστερό μέρος, αυτό διακόπτεται, για να συνεχιστεί απ’ εκεί που τελειώνει η σφραγίδα, στο δεξί μέρος της.

Τέλος, από τους διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες που συναντούμε στα συμβόλαια του Κουβαρά διαπιστώνουμε ότι αυτός χρησιμοποιούσε και κάποιους γραφείς. Αυτό το συμπέρασμα το εξάγουμε, από τη θεώρηση του συνόλου των εγγράφων του αρχείου, και από το γεγονός ότι στα συμβόλαιά που έχει συντάξει αυτός συναντούμε τρεις γραφικούς χαρακτήρες, δίχως να γνωρίζουμε, αν κάποια, και ποια, είναι βγαλμένα από το χέρι του, και ποια από χέρια άλλων γραφέων. Πάντως, στην μεγάλη πλειονότητα των συμβολαίων που έχει συντάξει ο Κουβαράς, που είναι και η συντριπτική πλειονότητα των συμβολαίων του αρχείου που μελετήσαμε, ο γραφικός χαρακτήρας του γραφέα είναι απλός και κατανοητός, με λίγα σημεία όπου η ανάγνωση των λέξεων είναι δύσκολη, και πολύ λίγα σημεία που είναι πολύ δύσκολη.

Ο δεύτερος, χρονολογικά, Δημόσιος Μνήμονας είναι ο Νικόλαος Πατρώνας. Ο Νικόλαος Πατρώνας εμφανίζεται ως Δημόσιος Μνήμων της επαρχίας Πύργου το 1833. Και στην περίπτωση των συμβολαίων του Πατρώνα, μπορούμε να εξάγουμε με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι χρησιμοποιούσε και αυτός γραφείς, δεδομένου ότι υπάρχουν και σε αυτά διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες. Γενικά, όμως, στα συμβόλαια που έχει συντάξει αυτός, τα κείμενα παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυσκολία ανάγνωσης, απ’ ό,τι στην περίπτωση των εγγράφων του Κουβαρά.

Όπως και στην περίπτωση του Κουβαρά, δεν γνωρίζουμε ποια κείμενα ανήκουν αποκλειστικά στο χέρι του, και ποια είναι αποτέλεσμα της δουλειάς άλλων γραφέων. Ακόμα, στα έγγραφα που έχει συντάξει αυτός, τουλάχιστον σε αυτά της πρώτης περιόδου του, του 1833, η σφραγίδα τίθεται στο τέλος του εγγράφου, και όχι στο πάνω μέρος του recto, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Κουβαρά.

Η σφραγίδα που χρησιμοποιεί έχει και αυτή σχήμα ωοειδές, τίθεται κατακόρυφα, στην περίμετρό της αναφέρει τη φράση «Ο ΔΗΜ. ΜΝΗΜ. ΕΠ. ΠΥΡΓΟΥ. Ν. ΠΑΤΡΩΝΑ», ενώ στο μέσον της φέρει παράσταση φοίνικα, αναδυόμενου από την πυρά, στο πάνω μέρος του μέσου έναν σταυρό, και στο κάτω μέρος τη χρονολογία 1833, αν και αυτή είναι δυσδιάκριτη. Η σφραγίδα αυτή τίθεται έως την 5η Μαρτίου 1835, ενώ από τις 6 Μαρτίου 1835 και εντεύθεν η σφραγίδα αλλάζει[xiv], γίνεται στρογγυλή, φέρει τον βασιλικό θυρεό της δυναστείας του Όθωνα, και στην περίμετρό της αναφέρει τη φράση «ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΥΡΓΟΥ Ν. ΠΑΤΡΩΝΑ», ενώ ο Πατρώνας αρχίζει και υπογράφει ως συμβολαιογράφος.

Επομένως, δεδομένου ότι ο Νικόλαος Ιωάν. Πατρώνας αντικαταστάθηκε, λόγω του ό,τι απεβίωσε, με το Β.Δ. της 13ης /25ης Μαρτίου 1838, από τον Νικόλαο Γρατζαλιά (ΦΕΚ αρ. 13/19-4-1838), αυτός εκτέλεσε χρέη Δημοσίου Μνήμονα από το 1833 έως τις 5 Μαρτίου του 1835, και χρέη συμβολαιογράφου από τις 6 Μαρτίου 1835, έως τους πρώτους τρεις ή τέσσερις μήνες του 1838[xv].

            Επιπροσθέτως η Τζελίνα Χαρλαύτη αναφέρει κάποιον Ν. Πατρώνα, Χιώτη, ως ναυτοδιδάσκαλο στη Σύρο, κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου[xvi]. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, μπορούμε να δεχθούμε, όμως, την ύπαρξη πιθανότητας ο Δημόσιος Μνήμων Πύργου, Νικόλαος Πατρώνας, να είναι Χιώτης στη καταγωγή[xvii], αφού είναι αποδεδειγμένο ότι εκείνη την εποχή, στον Πύργο, υπήρχαν Χιώτες όπως ο Μιχαήλ Ζυγομαλάς (Κουβαράς, α/σ 554/12-9-1830) και ενδεχομένως η οικογένεια του αγωνιστή της Επανάστασης, Αποστολίδη, η οποία σίγουρα ήρθε στον Πύργο, εκείνη την εποχή, αλλά δεν γνωρίζουμε το πότε ακριβώς[xviii].

 

 

[i]Λήμμα «μνημονεία», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σσ. 284-285.

[ii]Ήταν δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, αρχειοφύλακες. Επειδή, δε, τα αρχείο βρισκόντουσαν εντός ναών, οι μνήμονες ονομάζονταν αλλιώς και ιερομνήμονες. Ανάλογα με το είδος των εγγράφων, που φύλατταν, ονομάζονταν γραμματείς, δημοσιοφύλακες, τεθμοφύλακες, ρητροφύλακες. Οι μνήμονες κατά την αρχαιότητα ήταν άλλοτε τρεις, άλλοτε πέντε και άλλοτε δέκα. Επίσης, ιδιαιτερότητες είχε και ο ρόλος τους, ανάλογα με την πόλη ή την περιοχή που δραστηριοποιούντο. Στην Αλικαρνασσό ήταν δύο και εκλέγονταν ετησίως. Στην Κέρκυρα ο μνήμων ήταν πρόεδρος τριών διαιτητών, ενώ στη Σικελία είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σελ. 285, επίσης, και λήμμα «μνήμων», Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμος 42ος, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα 1996, σελ. 272.

[iii]Ο τρόπος σύνταξης των συμβολαίων και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσονται τα έγγραφα αυτά στο βιβλίο του Δημοσίου Μνήμονα, όπως και το τι επιτρέπεται και απαγορεύεται, καθορίζονται από το ψήφισμα αυτό (ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο Δεύτερο και Κεφάλαιο Τρίτο), Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, του έτους 1830, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1976 (Αριθ. 25, Έτους Ε΄, 26ης Μαρτίου 19830).

[iv]Παρ’ όλα αυτά τα μνημονιακά έγγραφα που διαπραγματευόμαστε αρχίζουν από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1829, ενώ το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται στο αρχείο, συνολικά, είναι το υπ’ αριθμόν 17, της 15ης Ιουλίου 1829.

Έκτοτε ο Κουβαράς υπογράφει στα έγγραφα που συντάσσει ως «Δημόσιος Μνήμων».

[v]Στυλιανός Μπίος, Ιστορική εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου. Από την επανάσταση του 1821 έως τη σύνταξη αστικού κώδικα, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Ιούνιος 2017, διαθέσιμη στο https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/20428, σελ. 34, επικαλούμενος τον Μενέλαο Τουρτόγλου, «Ο Διοργανισμός των Δικαστηρίων και η Πολιτική και Εγκληματική Διαδικασία του 1839. Κριτικαί παρατηρήσεις Αλ. Πάλμα- Απαντήσεις Ι. Γενατά». Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 8, Αθήνα 1958, σσ. 1-102.

[vi]Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός «Ο Φοίνιξ» Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σσ. 285-286.

[vii]Αυτό συνάγεται από δύο στοιχεία: 1. Στο άρθρο Ι του Πρώτου Κεφαλαίου του ψηφίσματος 67 του Ι. Καποδίστρια αναφέρεται ότι οι Δημόσιοι Μνήμονες ήταν «δημόσιοι αξιωματικοί διορισμένοι να δέχωνται διαθήκας, και λοιπάς πράξεις, καί συμβόλαια, εις όσα τα μέρη οφείλουν ή θέλουν να δώσωσιν έπίσημον χαρακτήρα, να βεβαιόνουν την χρονολογίαν των, να τάς φυλάττουν ασφαλώς, καί να δίδωσιν αντίγραφα αυτών.» Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, του έτους 1830, Εκ της Εθνικής Τυπογραφίας, Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1976 (Αριθ. 25, Έτους Ε΄, 26ης Μαρτίου 19830), 2.Επιπροσθέτως, στο λήμμα «μνήμων» στης Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας αναφέρεται ότι Δημόσιοι Μνήμονες καλούνταν παλαιότερα οι συμβολαιογράφοι. Χ.Ο. Λήμμα «μνήμων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδ. Δευτέρα, τόμος 17ος, Εκδοτικός Οργανισμός Ο «Φοίνιξ Ε.Π.Ε.», Αθήνα χ.χ., σελ. 285.

[viii]Την έρευνα στο Μητρώο Αρρένων την πραγματοποιήσαμε, γιατί παρά το γεγονός ότι κανονικά καταχωρούνται πρόσωπα που έχουν γεννηθεί στον Πύργο μετά το 1826, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις, όπου έχουν καταχωρηθεί με την ένδειξη «από γέννηση», και πρόσωπα που είχαν έρθει σε μεγάλη ηλικία στον Πύργο, ενδεχομένως από παραδρομή ή για κάποιον άλλο λόγο που δεν γνωρίζουμε.

[ix]Η οικογένεια Ρετουνιώτη ήταν παλιά προυχοντική οικογένεια της Πάτρας. Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821), Ηρόδοτος, Αθήνα 2005, σσ. 121, 208.

[x]Από την οικογένεια Άχολου είχαν αναδειχθεί οπλαρχηγοί του Αγώνα, όπως ο Παναγιώτης Άχολος που ήταν αντιπρόσωπος της Ηλείας και πληρεξούσιος της Πελοποννησιακής Γερουσίας (29-7-1822). Βύρων Δάβος, Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821-1830, Ιδιωτική έκδοση, Πύργος 1983, σσ. 7, 9.

[xi]Το ίδιο, από την οικογένεια Βιλαέτη είχαν αναδειχθεί οι Χαράλαμπος Βιλαέτης, καθώς και ο Νικόλαος Βιλαέτης, ο οποίος εξελέγη πληρεξούσιος και βουλευτής της Α΄Εθνικής Συνέλευσης, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1821 με τις αρχές του 1822. Βύρων Δάβος, Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821-1930, Ιδιωτική έκδοση, Πύργος 1985, σσ. 7, 9.

[xii]Αν και βλέπουμε αρκετές λέξεις από τον επτανησιακό χώρο να έχουν περάσει στην διάλεκτο της Ηλείας, όπως οι λέξεις «ορδινία», «σινγρουριτά», «κρεδιτάρω», «μονέδα». Γεώργιος Αριστείδου Χρυσανθακόπουλος, Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας, Ιδιωτική έκδοση, Εν Αθήναις 1950 passim.

[xiii]Ντίνος Κονόμος, Ο πρώτος κανονισμός της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας (1803), Ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, δαπάναις Ιωαν. Διον. Θεοδωρακόπουλου, Αθήνα 1970, σελ. 14 (άρθρο Τρίτον).

[xiv]Οι αλλαγές επήλθαν διότι, όπως έχουμε αναφέρει, οι μνήμονες αντικαταστάθηκαν αργότερα, επί Αντιβασιλείας, από τους συμβολαιογράφους με το Διάταγμα περί οργανισμού των δικαστηρίων και συμβολαιογράφων της 16ης Οκτωβρίου 1834, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 21/2 Φεβρουαρίου 1935. Χρήστος Λούκος, «Οι συμβολαιογράφοι της Ερμούπολης-Σύρου (19ος αιώνας)», Μνήμων 12, 1989, σελ. 254.

[xv]Σε έγγραφο του ειρηνοδικείου Πύργου της 10ης Οκτωβρίου 1839, το οποίο περιλαμβάνεται στο αρχείο, μέρος του οποίου μελετήσαμε, αναφέρεται ο γιος του Νικ. Πατρώνα, Ιωάννης, ως γραμματέας του.

Ο Ιωάννης Νικ. Πατρώνας διορίσθηκε, αργότερα ως συμβολαιογράφος Πύργου, έως το 1870, οπότε και απεβίωσε. Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Τυπογραφείου, ΦΕΚ Αρ. 42, 11-12-1870, στο οποίο αναφέρεται εκ παραδρομής ότι διορίστηκε στη θέση του Ι. Πατρώνα ο Β. Κορομάντζος, αντί του ορθού Θεμιστοκλής Β. Κορομάντζος (με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας). Επίσης, σύμφωνα με αυτό το ΦΕΚ βρίσκουμε τον Ι. Πατρώνα να μετατίθεται από τη θέση του Ειρηνοδίκη Κορώνης στη θέση του Ειρηνοδίκη Κάμπου (Μεσσηνίας).

[xvi] Τζελίνα Χαρλαύτη, Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ος αιώνας, Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 308.

[xvii]Επίσης, βρήκαμε κάποιον με το ονοματεπώνυμο Α. Πατρώνας, ως ελαιοτριβέα στο χωριό Σουλεϊμάναγα (σημερινό χωριό Μυρσίνη), στον Οδηγό Ελλάδος, του Νικολάου Ιγγλέση, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1918, σελ. 528.

[xviii]Στα Μητρώα Αρρένων Δήμου Πύργου υπάρχει η εγγραφή του Γεωργίου Αποστολίδη του Παναγιώτη, το 1845, με αιτιολογία ότι ενεγράφη «από γέννηση».

*Ο Διονύσης (Σάκης) Τραμπαδώρος είναι οικονομολόγος και ιστορικός (ΜΑ)

Για τον Λ. Χ. Ζώη: Με αφορμή ένα δημοσίευμα της εφημερίδος «Πατρίς» Πύργου της 11ης Οκτωβρίου 1935 *

του Διονύση Τραμπαδώρου

*το άρθρο είχε γραφεί για τον Τύπο της Ζακύνθου

Δεν χρειάζεται να μιλήσω σε Ζακυνθίους, όντας μη Ζακύνθιος, για τον Λ. Χ. Ζώη, αυτόν τον πολύ σημαντικό ιστορικό ερευνητή του νησιού, η εργασία του οποίου έχει σπουδαιότητα για το πανελλήνιο και πέρα απ’ αυτό ακόμα.

Θα ζητούσα, όμως, την άδεια από το αναγνωστικό κοινό της Ζακύνθου να αναφερθώ στο δημοσίευμα της εφημερίδος του Πύργου «Πατρίς» της 11ης Οκτωβρίου 1935, το οποίο φορά την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου του νησιού.

Συντάκτης του είναι ο Πύργιος Τάκης Δόξας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Λαμπρινόπουλου), σημαντική προσωπικότητα των λογοτεχνικών πραγμάτων του Πύργου, με δράση που υπερέβαινε τα στενά όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, καθώς και δεσπόζουσας φυσιογνωμίας της διοίκησης της Ηλειακής Βιβλιοθήκης και μετέπειτα Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου.Ο Δόξας, στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, αφού εκφράζει την προσωπική του λύπη για τα γεγονός της απόλυσης, μεταφέρει και την ειλικρινή λύπη τόσο των ειδημόνων, όσο και του γενικού κοινού για το γεγονός, αναδεικνύοντας και επισημαίνοντας ταυτόχρονα το μέγεθος και την ποιότητα του ανδρός.

Η απόλυση έγινε σε μια εποχή ταραχώδη, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες του πραξικοπήματος του Γεωργίου Κονδύλη, με το οποίο ανατράπηκε η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1933, διαδεχόμενη την μεταβατική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Οθωναίου.

Χρονολογικά, η είδηση της απόλυσης δημοσιεύεται για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου 1935, στην εφημερίδα «Πρόοδος» της Ζακύνθου, του Ανδρέα Ιωάν. Ζώντου, φίλα προσκείμενης, όπως φαίνεται, στη βασιλική παράταξη. Το δημοσίευμα φέρει ως τίτλο «Ο κ. Λεωνίδας Ζώης και το πολυσχιδές έργον του» και υπογράφεται από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Γιαννόπουλο. Ο Σπυρίδων Γιαννόπουλος, μάλιστα, δεν αναφέρεται καν σε «απόλυση», αλλά σε «αποχώρηση».Όπως αναφέρεται στο άρθρο η λύπη που προξενεί η απομάκρυνση του Ζώη μετριάζεται από την τοποθέτηση στη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, του διδάκτορα της νομικής, Δημητρίου Κοριατόπουλου, ο οποίος ήταν, ήδη από το 1922, στενό συγγενικό πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη.

Αναφορά στον Δημήτριο Κοριατόπουλο βρίσκουμε και στις «Μούσες» του Νοεμβρίου του 1936 και συγκεκριμένα ως επιμελητή αρχαιοτήτων, καθώς και στις 19.1.1937, στη δημοσίευση του Λ. Χ. Ζώη ότι λόγω της μετεγκαταστάσεως του στην Αθήνα διακόπτεται η κανονική δεκαπενθήμερη έκδοση των «Μουσών», στο οποίο ο Δ. Σ. Κοριατόπουλος αναφέρεται ως επιμελητής σύνταξης.

Επίσης, άξια αναφοράς είναι αυτή της 1ης Ιουνίου 1936, των «Μουσών», στο Β. Δ. για τη Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, καθώς και στα εύσημα που αποδίδονται στο πρόσωπο του Νικολάου Κολυβά, για το γεγονός αυτό.

Εντύπωση μας προκαλεί το ευμενές σχόλιο του περιοδικού για την αντίδραση του Δημητρίου Κοριατόπουλου, από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, στο νέο νομοσχέδιο για τις Βιβλιοθήκες που υποχρέωνε σε μεταφορά μέρους των εγγράφων των Αρχειοφυλακείων σε αυτές (1η Νοεμβρίου 1935).

Παρ’ ό,τι εν πρώτοις, κάποιος θα απέδιδε την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη σε πολιτικούς λόγους, η εμπλοκή του προσώπου του Δημητρίου Κοριατόπουλου μας βάζει, εκ των υστέρων, σε δεύτερες σκέψεις.

Εκτός αυτών, ο Σπυρίδων Ιωάν. Γιαννόπουλος, μάλιστα, υπογράφει άλλο ένα άρθρο, στις 16 Οκτωβρίου 1935, σχετικά με την έκδοση της Ιστορίας της Ζακύνθου του Λ. Χ.Ζώη, ενώ σε κεντρικό πρωτοσέλιδο άρθρο της, της 10ης Οκτωβρίου 1935, η εφημερίδα «Πρόοδος», κάνει αναφορά στη σημασία του Αρχειοφυλακείου.

Όπως και να έχει αυτή καθ’ αυτή η αναφορά του Τάκη Δόξα τόσο στο Αρχειοφυλακείο της προσεισμικής Ζακύνθου, όσο και στο πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη αναδεικνύει την υπερτοπική σημασία τόσο του θεσμού, όσο και του προσώπου, καθώς, επίσης, και την στενή σχέση ανάμεσα στην Ηλεία και τον Πύργο ειδικότερα και τη Ζάκυνθο.

Άλλωστε, αναζητώντας στοιχεία στο περιοδικό «Αι Μούσαι», που επί χρόνια εξέδιδε ο Λ. Χ. Ζώης, διαπιστώνουμε τόσο την συνεχή παρουσία σε αυτό του Τάκη Δόξα είτε ως ποιητή (τεύχος 30ης Σεπτεμβρίου 1935, δημοσίευση ποιήματος «Στοχαμοί»), είτε στη στήλη των βιβλιοκρισιών (τεύχος Ιουλίου 1937, βιβλιοκρισία του έργου της Κατίνας Παΐζη «Απλοί Σκοποί»), όσο και του αδικοχαμένου, εκτελεσθέντα από τους Γερμανούς, στην Πάτρα, Πυργίου ποιητή Φώτου Πασχαλινού (φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα) και της ποιητικής του συλλογής, «Επαρχιακά», που εξέδωσε στον Πύργο. Επίσης, έχουμε συνεχείς αναφορές των «Μουσών» τόσο στο «Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών» του Πύργου, στον οποίο πρόεδρος είχε εκλεγεί o Τάκης Δόξας (19.1.1937 και Ιούλιος 1937), στην «Ηλειακή Βιβλιοθήκη» (Ιούλιος 1937), όσο και στον τότε νεοϊδρυθέντα, στον Πύργο, «Σύλλογο διανοουμένων και φιλοτέχνων Ηλείας» (19.1.1937).

Η σχέση αυτή των διανοουμένων της εποχής των δύο περιοχών συνεχίζει τις πολύ παλαιές και πολύπτυχες στενές σχέσεις μεταξύ Ζακύνθου και Ηλείας. Ας έχουμε, επί παραδείγματι, κατά νου το έγγραφο του πολύ πρώιμου 16ου αι. που έχει εκδώσει ο Σπυρίδων Λάμπρος και το οποίο αναφέρεται στις στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ του νησιού και των Χασίων Ποντικού, δηλαδή του σημερινού Κατακώλου.

 

*Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο της Ζακύνθου.

 

Επαναδημοσίευση - Συμβολή στον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 - Τα νομίσματα: Από το γρόσι και τα άλλα ξένα νομίσματα στον φοίνικα και την δραχμή.

Του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

Τα νομίσματα που συναντούμε στη συγκυρία της Επανάστασης, δηλαδή λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά από αυτήν, είναι τα «τάλιρα δίστηλα», τα «τάλιρα γαλλικά», τα «γρόσια», το «γρόσσο», τα «τάλιρα της αούστριας», οι «παράδες», οι «φοίνικες» τα «τάλιρα της ρεγγίνας», τα «φλωρία βενέτικα» και οι «μαχμουτιέδες».

Για πολλά ακόμη χρόνια μετά την Επανάσταση, οι διάφορες συναλλαγές θα συνεχίσουν να γίνο­νται όχι μόνο στο τούρκικο νόμισμα αλλά και σε πολλά ευρωπαϊκά. Η πολιτεία αρκείται στο ρόλο του ρυθμιστή της αξίας των νομισμάτων αυτών, ορίζοντας με συνεχείς επίσημες διατιμή­σεις τις αντιστοιχίες των ευρωπαϊκών προς το τούρκικο νόμισμα, το γρόσι.

Από αυτή την άποψη παρουσιάζεται απλά ως συνεχιστής της οθωμανικής πολιτικής.

Έτσι, δεν είναι εύκολο κανείς να πει, με απόλυτο τρόπο, το πότε συντελείται η μεταβολή, αν δηλαδή είναι το 1828, έτος κοπής του φοίνικα ή το 1833, με την καθιέρωση της δραχμής, και την απαγό­ρευση της κυκλοφορίας των τουρκικών νομισμάτων[i].

Πάντως, η νομισματική αλλαγή του 1833, με την καθιέρωση της δραχμής, ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένη και πιο επιστημονικά τεκμηριωμένη, απ’ ό,τι αυτή του Ι. Καποδίστρια με τον φοίνικα[ii].

Κατά τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, ο από 28 Φεβρουαρίου 1828 καθορισμός της επίσημης τιμής των διαφόρων ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με το γρόσι, νόμισμα το οποίο ήταν ακόμη σε χρήση για τον προϋπολογισμό του κράτους, και με αυτό συναλλασσόταν το δημόσιο, απέβλεπε στη διευκόλυνση του εμπορίου. Ο φοίνικας κόπηκε το 1828 και τέθηκε σε κυκλοφορία την 1η Οκτωβρίου 1829.

Ο Ελληνικός φοίνικας κόπηκε με βάση το ισπανικό δίστηλο[iii].

 Η κοπή του φοίνικα υπήρξε, άλλωστε, το σπουδαιότερο νομισματικό μέτρο της κυβέρνησης Καποδίστρια, που ενείχε μάλιστα και εθνικό χαρακτήρα (ο Δεσποτόπουλος εννοεί την απάλειψη του παράγοντα της ποδηγέτησης της ελληνικής οικονομίας από τον Σουλτάνο, μέσω αλλαγών στην κυκλοφορία των νομισμάτων).

Από τον Ιανουάριο του 1830, καθορίστηκε η επίσημη τιμή των ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με τον φοίνικα, πού είχε στο μεταξύ ορισθεί ως το εθνικό νόμισμα.

Επίσης, τον Ιανουάριο του 1830, ανακοινώθηκε ότι από 1ης  Μαρτίου 1830 τα κατάστιχα των δημοσίων υπηρεσιών θα έπρεπε να τηρούνται σε φοίνικες και λεπτά [iv]

.Ο δε Βασίλης Κρεμμυδάς αναφέρει ότι η μετάβαση στο ελληνικό κράτος έφερε στο προσκήνιο νομίσματα που πριν δεν κυκλοφορούσαν όπως ήταν το «παβαρικό», το «σπαθάτο», η «λίρα», το «γαλλικό» κ.ά. και εξαφάνισε άλλα με ευρεία χρήση (όπως τους «ρουμπιέδες» Πόλης και άλλους, τα «μπεσικλίκια» κ.ά.

Άφησε όμως ακλόνητο το πιο σκληρό νόμισμα, δηλαδή το κολονάτο (δίστηλο) τάλιρο που κατείχε τη θέση αυτή από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την πτώση της Βενετίας στον Ναπολέοντα και την συνακόλουθη καθολική απαξίωση του τότε σκληρού βενέτικου φλουρίου ή τσεκινίου.

Ο καποδιστριακός φοίνικας ισοτιμήθηκε προς ένα γρόσι, ενώ η έκδοση της δραχμής ισοτιμήθηκε επισήμως προς 2,5 γρόσια.

Όμως, το νόμισμα εκτός από μέσο συναλλαγής, είναι και εμπόρευμα, που η αξία του υπόκειται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και επομένως η τιμή του θα μπορούσε να κυμαίνεται με όρους αγοράς και οι ισοτιμίες να προσδιορίζονται από τις εκάστοτε συμφωνίες.

Το δε γρόσι εξακολούθησε να αντιστέκεται και ήταν σε χρήση επί πολλά χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους[v].

 

 

[i]Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 9.

[ii]«Η διατίμηση του 1830 γίνεται για να ορίσει τις τιμές των διαφόρων νομισμάτων ως προς το ελληνικό νόμισμα, τον φοίνικα. Και οι τρεις όμως αυτές ταρίφες δίνουν την εντύπωση της προσωρινής λύσης σ' αντίθεση με την διατίμηση του 1833 όπου ο παραλληλισμός των ξένων νομισμάτων με την ελλη­νική δραχμή είναι συστηματικότερος, διεξοδικότερος και επιστημονικότερος. Επιπλέον, ο κατάλογος εδώ είναι ο πλουσιότερος από άποψη αριθμού νομισμάτων με αναφορά όχι μόνο στον τύπο του νομί­σματος αλλά και στο συγκεκριμένο έτος κοπής-του, αφού, ως γνωστό, οι διαφορετικές κοπές νομίσματος κατά κανόνα σήμαιναν και διαφορετική εσωτερική αξία αυτών». Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 288.

[iii]Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 154.

[iv]Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «Οικονομική πολιτική του Καποδίστρια», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1975, σελ. 616.

[v]Βασίλης Κρεμμυδάς, Το καριοφίλι και το γρόσι. Στεριανές οικονομικές πραγματικότητες στη νότια Πελοπόννησο (1750-1850), Ιστορικό Αρχείο-Πολιτιστική Συμβολή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2004, σσ. 100, 102.

 

Ορισμοί νομισμάτων της περιόδου

Γρόσι/α= τουρκικό νόμισμα, το ένα εκατοστό της τουρκικής λίρας. Το κάθε γρόσι είχε 40 παράδες, (τουρκικά, gurush).

Γρόσσο= Πολλαπλάσιο του δηναρίου, γνωστό και ως  γρόσσιον, το οποίο κόπηκε για πρώτη φορά από το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΑ΄στην Tours και ονομάστηκε gros tournois. Καταρχήν ισοδυναμούσε με 12 δηνάρια, αλλά σταδιακά η αναλογία μεταβλήθηκε

Δίστηλα= Ασημένια νομίσματα ισπανοαμερικανικής προέλευσης, πολύ διαδεδομένα στην Ευρώπη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ίσης αξίας με το τάληρο, βενέτικο κ. ά. Νομίσματα της εποχής. Αλλιώς: Κολονάτο, ονομασία που περοέρχεται απ’τις δύο κολόνες (στήλες) που απεικονίζονται αριστερά και δεξιά του θυρεού τα Ισπανίας, ίσο με 5,43 γαλλικά φράγκα της ίδιας εποχής.

Μαχμουτιές=Νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκδόθηκε από το Μαχμούτ Β΄(1808-1839), και ήταν η κοινή ονομασία του atya-rumi altunu που κοινώς λεγόταν και mahmudiye και yirmibeslik (= νόμισμα 25 πιάστρων). Ο μαχμουτιές αυτός ήταν νέος τύπος χρυσού νομίσματος.

Παράς=  Είναι το αιγυπτιακό maidin (medino) και στις ελληνικές πηγές μαΐδι, μαϊδί ή μαγίδιον και μεδίνα, το οποίο εισαγόμενο στην Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε παράς.

Τάλιρα δίστηλα= ασημένιο νόμισμα γερμανικής προέλευσης, διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη, αξίας πέντε μονάδων, ισότιμο με τα: κολωνάτο, ιμπεριάλικο, δίστηλο, ρηγκίνα, πεντάδραχμο και άλλα που κυκλοφορούσαν στις αρχές του 19ου αιώνα, γερμ. Thaler, βεν. Talaro, ιταλ. tallero.

Τάλιρο της Αούστριας=μάλλον πρόκειται για τα «τάλαρα ιμπεριάλικα», τα τάληρα της Αυστρο-Ουγγαρίας.

Τάλιρο γαλλικό= Νόμισμα που χρησιμοποιείτο ευρέως στην Ανατολή. Υπάρχει αναφορά ότι στα 1709, στις αγορές της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης, κυκλοφορούν ευρύτατα γαλλικά τάλιρα, τα οποία ανταλλάσσονται με ζολότες (πολωνικό νόμισμα) σε αντιστοιχία 150 και 160 τουρκικών άσπρων.

Τάλιρο της Ισπανίας= ή Δίστηλο ή τάλιρο κολονάτο ή απλά κολονάτο. Με βάση αυτό το νόμισμα εκδόθηκε και ο ελληνικός φοίνικας.

Τάλιρο της ρεγγίνας= Τάλιρο Αυστριακό της Μαρίας Θηρεσίας με ισοτιμία 3,12 γρόσια το 1800 και 6 γρόσια το 1819.

Φλωρί (βενέτικο)= Είναι το πασίγνωστο τσεκίνι, κομμένο στον τύπο του Βυζαντινού υπέρπυρου με τη σταθερότητα του τύπου και του τίτλου του από την πρώτη του κοπή το 1284 ως την κατάλυση της βενετικής δημοκρατίας (1797) θα αποτελέσει τον χρυσό νομισματικό κανόνα της εποχής και θα καταστεί ο ρυθμιστής των άλλων νομισματικών συστημάτων για αιώνες ολόκληρους.

Φοίκινας= Το πρώτο ελληνικό νόμισμα που εκδόθηκε το 1828.

*Ο Διονύσης (Σάκης) Τραμπαδώρος είναι Οικονομολόγος και Ιστορικός (ΜΑ)

Προέλευση εικόνας: https://el.wikipedia.org/

 

Αναδημοσίευση - Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571)

Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (ιταλ. Battaglia di Lepanto) ήταν μία σύγκρουση στά πλαίσια του Δ' Βενετοτουρκικού Πολέμου, και είναι μια από τις σημαντικότερες ναυμαχίες στην παγκόσμια ιστορία. Αποτελεί, δε, ακόμη και ιστορικό σταθμό στη ναυτική τακτική, καθώς και στη ναυπηγική.

Με την ονομασία Ναυμαχία της Ναυπάκτου παρέμεινε στην ιστορία η ναυμαχία που έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου του 1571, αφ' ενός μεν μεταξύ των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa (Ιερή Ένωση), αφ' ετέρου δε του ενιαίου στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην είσοδο του Πατραϊκού Κόλπου -κοντά στις νήσους νότιες Εχινάδες και στο Ακρωτήριο Σκρόφα. Η ονομασία της, δε, προήλθε όχι από την πόλη της Ναυπάκτου, αλλά από την ονομασία (θέση) του Κόλπου που έγινε η ναυμαχία, επειδή τότε ολόκληρος ο Κόλπος ονομαζόταν από τους Ενετούς "Κόλπος της Ναυπάκτου". Οι Δυτικοί ιστορικοί χρησιμοποιούν την ονομασία Ναυμαχία του Λεπάντο (Naval Battle of Lepanto) από το μεσαιωνικό όνομα της πόλης.[3]

Μετά τη κατάληψη της Κύπρου από τον Σουλτάνο Σελήμ Β΄, τον Αύγουστο του 1570, και τις επακόλουθες από τους Τούρκους σφαγές των παραδοθέντων Ενετών, αλλά και μετά την προκλητική στάση των Οθωμανών έναντι των χριστιανικών κρατών, άρχισαν τότε, με την πρωτοβουλία του μετέπειτα Αγίου Πάπα Πίου του Ε΄, τα χριστιανικά κράτη και μάλιστα η Ισπανία και η Βενετία, να συνάπτουν συμμαχίες για κοινές πολεμικές ενέργειες κατά των Οθωμανών, που απέβλεπαν κυρίως στη διάλυση του οθωμανικού στόλου και στην απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών.

Συγκρότηση στόλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι, οι πλείστες δυνάμεις του συγκροτηθέντος συμμαχικού υπερ-στόλου των δυτικών χριστιανικών κρατών διατέθηκαν από τη Βενετία, που ήταν η περισσότερο πληγείσα στις κτήσεις της, ενώ στον στόλο της Ισπανίας συνενώθηκαν οι στόλοι της Νεάπολης και Σικελίας, που υπάγονταν σ' αυτήν, καθώς και ο στόλος της Γένουας με τα σκάφη του Πάπα. Του ενετικού στόλου, που ήταν διαιρεμένος σε δύο μοίρες, ηγούνταν οι ναύαρχοι Σεμπαστιάνο ΒενιέρΜάρκο Κουερίνι και Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, του παπικού στόλου ο ναύαρχος Μαρκαντόνιο Κολλόνα, του γενουατικού ο ναύαρχος Τζαναντρέα Ντόρια και τέλος του ισπανικού ο αδελφός του Βασιλέως της Ισπανίας Δον Ιωάννης ο Αυστριακός (Don Juan d' Austria), υπό την αρχηγία του οποίου τέθηκε όλος ο στόλος. Έτσι, στα μέσα του 1571 ο στόλος αυτός συγκεντρώθηκε στη σικελική Μεσσήνη.
Στις 17 Σεπτεμβρίου ο συμμαχικός στόλος, που αριθμούσε 6 Γαλεάσσες και Γαλέρες (σύνολο 212 πλοία), απέπλευσε από τη Μεσσήνη για τα ελλαδικά ύδατα, προς συνάντηση του οθωμανικού στόλου, μεταφέροντας δύναμη πεζικού περίπου 28.000 ανδρών: 10.000 Ισπανούς απλού πεζικού άριστης ποιότητας, 7.000 Γερμανούς και Κροάτες, 5.000 Ιταλούς μισθοφόρους πληρωμένους από την Ισπανία και 5.000 Βενετούς στρατιώτες. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο συμμαχικός στόλος κατέπλευσε στην Κέρκυρα, όπου μετά από μικρή ανάπαυση απέπλευσε προς Νότο, όπου και παραπλέοντας την ηπειρωτική ακτή και φθάνοντας στις Εχινάδες νήσους του Κόλπου της Ναυπάκτου έγινε αντιληπτός ο οθωμανικός στόλος.

Οι οθωμανικές γαλέρες επανδρώνονταν από 13.000 έμπειρους ναύτες, γενικά από ναυτικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ονομαστικά από Βέρβερους, Έλληνες, Σύρους και Αιγύπτιους, καθώς και 34.000 στρατιώτες. Έπλεε κι εκείνος προς συνάντηση του χριστιανικού. Αποτελείτο από 222 πολεμικές γαλέρες και 56 γαλιότες και μερικά μικρότερα πλοία. Αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου ήταν ο Καπουδάν πασάς Αλή Ζαζέ μουεζίν, έχοντας υπ' αυτόν τον αρνησίθρησκο Ναπολιτάνο Μπέη του Αλγερίου Ουλούτς Αλή και τον Μπέη της Αλεξανδρείας Μεχμέτ Σιρρόκο.

Η διάταξη των στόλων, αναπαράσταση του 1574

Οι δύο στόλοι βρέθηκαν «εν αλλήλοις» (συναντήθηκαν) στις 7 Οκτωβρίου, οπότε και έλαβαν αμφότεροι παράταξη μάχης (τάξη μάχης). Το κέντρο του συμμαχικού στόλου κατείχε ο Δον Ιωάννης, τη διοίκηση της αριστερής πτέρυγας της παράταξης ανέλαβε ο Ενετός ναύαρχος Βαρβαρίγος, της δε δεξιάς ο Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια, ενώ όπισθεν του κέντρου είχε παραταχθεί εφεδρική δύναμη. Αντίθετα, ο οθωμανικός στόλος απέβλεψε εξ αρχής στην κύκλωση των χριστιανικών πλοίων. Και πράγματι, ενώ φαινόταν πως είχε παρακάμψει την αριστερή πτέρυγα του συμμαχικού στόλου, επιτέθηκαν οι Ενετοί, οι οποίοι και διέσπασαν την αιγυπτιακή γραμμή, επιφέροντας την τέλεια καταστροφή της. Στην αρχική αυτή μάχη φονεύθηκαν ο Ενετός, αλλά και ο Αιγύπτιος ναύαρχος, ενώ διακρίθηκαν ιδιαίτερα τα επτανησιακά των Ενετών. Στον ίδιο χρόνο, στο κέντρο των παρατάξεων η μάχη ήταν σφοδρότερη, έφθασε μάλιστα να γίνεται "εκ του συστάδην", όταν τα πλοία άρχισαν να πλευρίζουν. Οι δε δύο ναυαρχίδες, του Δον Ιωάννη και του Καπουδάν Πασά, έφθασαν πολύ κοντά, βάλλοντας με τα τηλεβόλα τους, υπερτερούσε όμως η ισπανική, από το πυρ της οποίας φονεύθηκε ο Καπουδάν Πασάς και η ναυαρχίδα του τελικά κατελήφθη. Στη δεξιά όμως πτέρυγα υπερτερούσαν τα αλγερινά πλοία και, προσπαθώντας να τα περικυκλώσουν, τα πλοία του Ντόρια αναγκάσθηκαν ν' ανοιχθούν με τα ιστία (πανιά) γρήγορα στο πέλαγος, απομονώθηκαν όμως και κινδύνεψαν. Τότε έσπευσαν προς βοήθειά του τα εφεδρικά πλοία της δεύτερης γραμμής, που ανέκοψαν τα αλγερινά και τα έτρεψαν σε υποχώρηση.

Έτσι η ναυμαχία αυτή έληξε με πλήρη νίκη των συμμαχικών πλοίων, εκ των οποίων μόνο 15 βυθίστηκαν και φονεύθηκαν περί τους 8.000 εκ των πληρωμάτων τους. Οι απώλειες του οθωμανικού στόλου ήταν τεράστιες, μόλις 40 πλοία εκ των 273 διέφυγαν την καταστροφή ή την αιχμαλωσία, υπό τον Ουλούτς Αλή ή Κιλίτζ Αλή Πασά, (όπως ήταν το μετέπειτα όνομά του), στο δε έμψυχο οι απώλειες υπολογίσθηκαν σε 30.000 νεκρούς και 15.000 αιχμαλώτους εκ των οποίων 1.500 ήταν Έλληνες των ελλαδικών και τουρκικών παραλίων, που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο και απελευθερώθηκαν.
Την καταστροφή του τουρκικού στόλου συμπλήρωσε νυκτερινή καταιγίδα με μεγάλη τρικυμία στη θαλάσσια περιοχή, η οποία έπληξε τα τουρκικά πλοία που είχαν διαφύγει στα ανοικτά, εκ των οποίων σώθηκε μόνο η αλγερινή ναυαρχίδα.

Η καταστροφή του τουρκικού στόλου αναπτέρωσε το ηθικό των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής και αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς επαναστατικών και συνωμοτικών ενεργειών εναντίον των Τούρκων. Οι κινήσεις αυτές έγιναν με την ελπίδα της βοήθειας που υπόσχονταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας (Sacra Liga). Οι βοήθειες αυτές στην πραγματικότητα δεν ήλθαν ποτέ ή ήταν πενιχρές και οι επαναστατικές προσπάθειες δεν είχαν επιτυχία. Μαρτυρούν όμως τη ζωτικότητα και την έντονη εθνική συνείδηση των λαών της περιοχής και κυρίως των Ελλήνων. Οι προσπάθειες αυτές ατόνησαν μετά την έκρηξη του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648), οπότε και άλλαξαν οι προτεραιότητες της πολιτικής των δυτικών δυνάμεων.[4]

Από το 1573 εκδηλώνονται συστηματικά πειρατικές επιδρομές από Μαλτέζους, Ναπολιτάνους, Ισπανούς, Κορσικανούς και Γάλλους κατά νηοπομπών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι προσανατολίζονται στους Έλληνες και αναθέτουν σε μικρά ελληνικά σκάφη των τουρκοκρατούμενων περιοχών τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους. Ο αποκλεισμός από το 1592 και ύστερα ξένων πλοίων από τη Μαύρη Θάλασσα συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας. Τα ελληνικά πλοία ήταν ασφαλέστερα, διότι τα πειρατικά σκάφη επάνδρωναν στην πλειονότητά τους Έλληνες.[5]

Η «Ναυμαχία της Ναυπάκτου», Πίνακας του Πάολο Βερονέζε, Ακαδημία Καλών Τεχνών Βενετίας
Όταν απαντηθήκανε
οι δυο χοντρές αρμάδες
βροντοκοπούν οι κανονιές
γίνεται η μέρα νύχτα
πλώρη με πλώρη σμίγουνε
κατάρτι με κατάρτι
λαμποκοπάνε τα λαμιά (=τα σπαθιά)
βροντάνε τα τρομπόνια (=τα κανόνια)
ποδάρια χέρια και κορμιά
γιομίζουν τα καράβια
σκοτώθη κι ο Αλή Πασάς (=ο ναύαρχος)
το άξιο παλικάρι
κι ο Ρήγας τη γαλεότα του (του Αλή)
τη σέρνει από τη πρύμνη.

Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι της Πάργας

  • Στη Ναυμαχία αυτή έλαβε μέρος ως υπαξιωματικός της γαλέρας Μαρκέσα (Marquesa) ο μετέπειτα διάσημος Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Αν και άρρωστος με πυρετό την ημέρα εκείνη, ο Θερβάντες πολέμησε και πληγώθηκε τρεις φορές από σφαίρα, δύο στο στήθος και μία που του άφησε μόνιμη αναπηρία στο αριστερό του χέρι. Στο «Ταξίδι στον Παρνασσό» (1614) αναφέρει ότι στη Ναύπακτο αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι «προς δόξαν του δεξιού» (υπαινισσόμενος την κατοπινή επιτυχία του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη). Ο Θερβάντες πάντα ένοιωθε υπερήφανος για τη συμμετοχή του στη Ναυμαχία και πίστευε ότι είχε λάβει μέρος στην πιο ένδοξη μάχη που είδαν ή θα δουν οι αιώνες[6] (που όπως αποδείχθηκε ιστορικά δεν είχε άδικο), ενώ συμπλήρωνε σε κείμενό του γι' αυτήν: «Την ημέρα εκείνη διαλύθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο η μέχρι τότε υφιστάμενη πεποίθηση ότι οι Τούρκοι ήταν στη θάλασσα αήττητοι».[7] Δυστυχώς, όμως, οι τότε Ηγεμόνες άργησαν πολύ να επωφεληθούν των νέων αυτών δυναμικών, που παρουσίασε εκείνη η ναυμαχία, σε αντίθεση με τη ναυτική τέχνη και βεβαίως τη ναυπηγική, που έσπευσαν αμέσως να προσαρμοστούν επ' αυτών.
  • Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου υπήρξε το τέλος των κωπήλατων πολεμικών πλοίων και η ανατολή των ιστιοφόρων στους κατά θάλασσα αγώνες. Μια ιστορική διαδρομή 2.500 ετών και πλέον, του κουπιού, που είχε ξεκινήσει από την Αργοναυτική εκστρατεία, έφθασε στο τέλος της, για να δώσει τη σειρά του στο πανί ως κύριο μέσο πρόωσης, που βεβαίως είχε ξεκινήσει εξ ανάγκης στα εμπορικά πλοία, λόγω των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε να καλύψουν, αλλά που δεν είχε δοκιμασθεί για περιορισμένες κατ' έκταση ναυμαχίες. Σε αυτήν την τότε σύγχρονη εξέλιξη, η ναυτική τέχνη και η ναυπηγική προσαρμοζόμενες, άρχισαν να παρουσιάζουν τεράστια ιστιοφόρα, για να καταλήξουν στα λεγόμενα Δίκροτα και Τρίκροτα, που θα καλύψουν ανάγκες των επόμενων πέντε αιώνων, προκειμένου και αυτά να υποκλιθούν στη νεότερη γενιά του ατμού και του σιδήρου. Η ναυμαχία αυτή σήμανε, επίσης ,το τέλος των επιδιώξεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για μιαν έξοδο στον Ατλαντικό.
  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 Geoffrey Parker, The Military Revolution, σσ. 87—88
  2.  Rodgers, William Ledyard (1939). Naval Warfare Under Oars, 4th to 16th Centuries: A Study of Strategy, Tactics and Ship Design. United States: Naval Institute Press. σελ. 175. ISBN 978-0-87021-487-5.
  3.  Ρήγκαν Τζέρρι, σ. 5, 2007, εκδόσεις Κασταλία
  4.  «I.K. Χασιώτης, " Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ιωακείμ και οι συνωμοτικές κινήσεις στη Βόρειο Ήπειρο (1572-1576)", περιοδικό "Μακεδονικά", τομ. 6, 1964, σελ. 237.» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 20 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2016.
  5.  Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, "Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθινού, μέρος Α', επιμ.Ν.Γ.Μοσχονάς, Σύμμεικτα τ.9 (1994)σελ.273-275
  6.  «Δον Κιχώτης» μέρος Β΄, εισαγωγή.
  7.  C. Qualia, Cervantes, Soldier and Humanist, 1

Επιπλέον βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Τάκη Παπανικολάου, «Ωδή στον Δον Ζουάν τον Αυστριακό και το Παράπονο του Θερβάντες», εκδόσεις Αντωνίου Ν. Σάκκουλα Ε.Ε, 2020
  • Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, «Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθινού, μέρος Α΄, επιμ. Ν. Γ. Μοσχονάς, Σύμμεικτα τ.9 (1994) σελ. 269-284

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • [1] Η ναυμαχία της Ναυπάκτου: Σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών στις ελληνικές θάλασσες του 16ου αιώνα
  • Animated https://www.youtube.com/watch?v=WT8G17HQFpA
  • Αναπαράσταση Ναυμαχίας Ναυπάκτου https://vimeo.com/140628349
  • [2] Δρ Παναγιώτης Δ. Καγκελάρης: Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) - Η ελληνική συμμετοχή και ο ρόλος της Κεφαλονιάς, Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος, περίοδος Γ’, τεύχος 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021

Περισσότερα Άρθρα...

Εγγραφείτε προκειμένου να λαμβάνετε δωρεάν ειδοποιήσεις όταν έχουμε νεότερες πληροφορίες.