Αναδημοσίευση - Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571)
Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (ιταλ. Battaglia di Lepanto) ήταν μία σύγκρουση στά πλαίσια του Δ' Βενετοτουρκικού Πολέμου, και είναι μια από τις σημαντικότερες ναυμαχίες στην παγκόσμια ιστορία. Αποτελεί, δε, ακόμη και ιστορικό σταθμό στη ναυτική τακτική, καθώς και στη ναυπηγική.
Με την ονομασία Ναυμαχία της Ναυπάκτου παρέμεινε στην ιστορία η ναυμαχία που έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου του 1571, αφ' ενός μεν μεταξύ των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa (Ιερή Ένωση), αφ' ετέρου δε του ενιαίου στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην είσοδο του Πατραϊκού Κόλπου -κοντά στις νήσους νότιες Εχινάδες και στο Ακρωτήριο Σκρόφα. Η ονομασία της, δε, προήλθε όχι από την πόλη της Ναυπάκτου, αλλά από την ονομασία (θέση) του Κόλπου που έγινε η ναυμαχία, επειδή τότε ολόκληρος ο Κόλπος ονομαζόταν από τους Ενετούς "Κόλπος της Ναυπάκτου". Οι Δυτικοί ιστορικοί χρησιμοποιούν την ονομασία Ναυμαχία του Λεπάντο (Naval Battle of Lepanto) από το μεσαιωνικό όνομα της πόλης.[3]
Μετά τη κατάληψη της Κύπρου από τον ΣουλτάνοΣελήμ Β΄, τον Αύγουστο του 1570, και τις επακόλουθες από τους Τούρκους σφαγές των παραδοθέντων Ενετών, αλλά και μετά την προκλητική στάση των Οθωμανών έναντι των χριστιανικών κρατών, άρχισαν τότε, με την πρωτοβουλία του μετέπειτα Αγίου Πάπα Πίου του Ε΄, τα χριστιανικά κράτη και μάλιστα η Ισπανία και η Βενετία, να συνάπτουν συμμαχίες για κοινές πολεμικές ενέργειες κατά των Οθωμανών, που απέβλεπαν κυρίως στη διάλυση του οθωμανικού στόλου και στην απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών.
Έτσι, οι πλείστες δυνάμεις του συγκροτηθέντος συμμαχικού υπερ-στόλου των δυτικών χριστιανικών κρατών διατέθηκαν από τη Βενετία, που ήταν η περισσότερο πληγείσα στις κτήσεις της, ενώ στον στόλο της Ισπανίας συνενώθηκαν οι στόλοι της Νεάπολης και Σικελίας, που υπάγονταν σ' αυτήν, καθώς και ο στόλος της Γένουας με τα σκάφη του Πάπα. Του ενετικού στόλου, που ήταν διαιρεμένος σε δύο μοίρες, ηγούνταν οι ναύαρχοι Σεμπαστιάνο Βενιέρ, Μάρκο Κουερίνι και Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, του παπικού στόλου ο ναύαρχος Μαρκαντόνιο Κολλόνα, του γενουατικού ο ναύαρχος Τζαναντρέα Ντόρια και τέλος του ισπανικού ο αδελφός του Βασιλέως της Ισπανίας Δον Ιωάννης ο Αυστριακός (Don Juan d' Austria), υπό την αρχηγία του οποίου τέθηκε όλος ο στόλος. Έτσι, στα μέσα του 1571 ο στόλος αυτός συγκεντρώθηκε στη σικελική Μεσσήνη. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο συμμαχικός στόλος, που αριθμούσε 6 Γαλεάσσες και Γαλέρες (σύνολο 212 πλοία), απέπλευσε από τη Μεσσήνη για τα ελλαδικά ύδατα, προς συνάντηση του οθωμανικού στόλου, μεταφέροντας δύναμη πεζικού περίπου 28.000 ανδρών: 10.000 Ισπανούς απλού πεζικού άριστης ποιότητας, 7.000 Γερμανούς και Κροάτες, 5.000 Ιταλούς μισθοφόρους πληρωμένους από την Ισπανία και 5.000 Βενετούς στρατιώτες. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο συμμαχικός στόλος κατέπλευσε στην Κέρκυρα, όπου μετά από μικρή ανάπαυση απέπλευσε προς Νότο, όπου και παραπλέοντας την ηπειρωτική ακτή και φθάνοντας στις Εχινάδες νήσους του Κόλπου της Ναυπάκτου έγινε αντιληπτός ο οθωμανικός στόλος.
Οι οθωμανικές γαλέρες επανδρώνονταν από 13.000 έμπειρους ναύτες, γενικά από ναυτικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ονομαστικά από Βέρβερους, Έλληνες, Σύρους και Αιγύπτιους, καθώς και 34.000 στρατιώτες. Έπλεε κι εκείνος προς συνάντηση του χριστιανικού. Αποτελείτο από 222 πολεμικές γαλέρες και 56 γαλιότες και μερικά μικρότερα πλοία. Αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου ήταν ο Καπουδάν πασάςΑλή Ζαζέ μουεζίν, έχοντας υπ' αυτόν τον αρνησίθρησκο ΝαπολιτάνοΜπέη του ΑλγερίουΟυλούτς Αλή και τον Μπέη της ΑλεξανδρείαςΜεχμέτ Σιρρόκο.
Οι δύο στόλοι βρέθηκαν «εν αλλήλοις» (συναντήθηκαν) στις 7 Οκτωβρίου, οπότε και έλαβαν αμφότεροι παράταξη μάχης (τάξη μάχης). Το κέντρο του συμμαχικού στόλου κατείχε ο Δον Ιωάννης, τη διοίκηση της αριστερής πτέρυγας της παράταξης ανέλαβε ο Ενετός ναύαρχος Βαρβαρίγος, της δε δεξιάς ο Γενουάτης ναύαρχος Ντόρια, ενώ όπισθεν του κέντρου είχε παραταχθεί εφεδρική δύναμη. Αντίθετα, ο οθωμανικός στόλος απέβλεψε εξ αρχής στην κύκλωση των χριστιανικών πλοίων. Και πράγματι, ενώ φαινόταν πως είχε παρακάμψει την αριστερή πτέρυγα του συμμαχικού στόλου, επιτέθηκαν οι Ενετοί, οι οποίοι και διέσπασαν την αιγυπτιακή γραμμή, επιφέροντας την τέλεια καταστροφή της. Στην αρχική αυτή μάχη φονεύθηκαν ο Ενετός, αλλά και ο Αιγύπτιος ναύαρχος, ενώ διακρίθηκαν ιδιαίτερα τα επτανησιακά των Ενετών. Στον ίδιο χρόνο, στο κέντρο των παρατάξεων η μάχη ήταν σφοδρότερη, έφθασε μάλιστα να γίνεται "εκ του συστάδην", όταν τα πλοία άρχισαν να πλευρίζουν. Οι δε δύο ναυαρχίδες, του Δον Ιωάννη και του Καπουδάν Πασά, έφθασαν πολύ κοντά, βάλλοντας με τα τηλεβόλα τους, υπερτερούσε όμως η ισπανική, από το πυρ της οποίας φονεύθηκε ο Καπουδάν Πασάς και η ναυαρχίδα του τελικά κατελήφθη. Στη δεξιά όμως πτέρυγα υπερτερούσαν τα αλγερινά πλοία και, προσπαθώντας να τα περικυκλώσουν, τα πλοία του Ντόρια αναγκάσθηκαν ν' ανοιχθούν με τα ιστία (πανιά) γρήγορα στο πέλαγος, απομονώθηκαν όμως και κινδύνεψαν. Τότε έσπευσαν προς βοήθειά του τα εφεδρικά πλοία της δεύτερης γραμμής, που ανέκοψαν τα αλγερινά και τα έτρεψαν σε υποχώρηση.
Έτσι η ναυμαχία αυτή έληξε με πλήρη νίκη των συμμαχικών πλοίων, εκ των οποίων μόνο 15 βυθίστηκαν και φονεύθηκαν περί τους 8.000 εκ των πληρωμάτων τους. Οι απώλειες του οθωμανικού στόλου ήταν τεράστιες, μόλις 40 πλοία εκ των 273 διέφυγαν την καταστροφή ή την αιχμαλωσία, υπό τον Ουλούτς Αλή ή Κιλίτζ Αλή Πασά, (όπως ήταν το μετέπειτα όνομά του), στο δε έμψυχο οι απώλειες υπολογίσθηκαν σε 30.000 νεκρούς και 15.000 αιχμαλώτους εκ των οποίων 1.500 ήταν Έλληνες των ελλαδικών και τουρκικών παραλίων, που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο και απελευθερώθηκαν. Την καταστροφή του τουρκικού στόλου συμπλήρωσε νυκτερινή καταιγίδα με μεγάλη τρικυμία στη θαλάσσια περιοχή, η οποία έπληξε τα τουρκικά πλοία που είχαν διαφύγει στα ανοικτά, εκ των οποίων σώθηκε μόνο η αλγερινή ναυαρχίδα.
Η καταστροφή του τουρκικού στόλου αναπτέρωσε το ηθικό των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής και αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς επαναστατικών και συνωμοτικών ενεργειών εναντίον των Τούρκων. Οι κινήσεις αυτές έγιναν με την ελπίδα της βοήθειας που υπόσχονταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας (Sacra Liga). Οι βοήθειες αυτές στην πραγματικότητα δεν ήλθαν ποτέ ή ήταν πενιχρές και οι επαναστατικές προσπάθειες δεν είχαν επιτυχία. Μαρτυρούν όμως τη ζωτικότητα και την έντονη εθνική συνείδηση των λαών της περιοχής και κυρίως των Ελλήνων. Οι προσπάθειες αυτές ατόνησαν μετά την έκρηξη του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648), οπότε και άλλαξαν οι προτεραιότητες της πολιτικής των δυτικών δυνάμεων.[4]
Από το 1573 εκδηλώνονται συστηματικά πειρατικές επιδρομές από Μαλτέζους, Ναπολιτάνους, Ισπανούς, Κορσικανούς και Γάλλους κατά νηοπομπών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι προσανατολίζονται στους Έλληνες και αναθέτουν σε μικρά ελληνικά σκάφη των τουρκοκρατούμενων περιοχών τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους. Ο αποκλεισμός από το 1592 και ύστερα ξένων πλοίων από τη Μαύρη Θάλασσα συνέβαλε στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας. Τα ελληνικά πλοία ήταν ασφαλέστερα, διότι τα πειρατικά σκάφη επάνδρωναν στην πλειονότητά τους Έλληνες.[5]
Στη Ναυμαχία αυτή έλαβε μέρος ως υπαξιωματικός της γαλέρας Μαρκέσα (Marquesa) ο μετέπειτα διάσημος Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Αν και άρρωστος με πυρετό την ημέρα εκείνη, ο Θερβάντες πολέμησε και πληγώθηκε τρεις φορές από σφαίρα, δύο στο στήθος και μία που του άφησε μόνιμη αναπηρία στο αριστερό του χέρι. Στο «Ταξίδι στον Παρνασσό» (1614) αναφέρει ότι στη Ναύπακτο αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι «προς δόξαν του δεξιού» (υπαινισσόμενος την κατοπινή επιτυχία του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη). Ο Θερβάντες πάντα ένοιωθε υπερήφανος για τη συμμετοχή του στη Ναυμαχία και πίστευε ότι είχε λάβει μέρος στην πιο ένδοξη μάχη που είδαν ή θα δουν οι αιώνες[6] (που όπως αποδείχθηκε ιστορικά δεν είχε άδικο), ενώ συμπλήρωνε σε κείμενό του γι' αυτήν: «Την ημέρα εκείνη διαλύθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο η μέχρι τότε υφιστάμενη πεποίθηση ότι οι Τούρκοι ήταν στη θάλασσα αήττητοι».[7] Δυστυχώς, όμως, οι τότε Ηγεμόνες άργησαν πολύ να επωφεληθούν των νέων αυτών δυναμικών, που παρουσίασε εκείνη η ναυμαχία, σε αντίθεση με τη ναυτική τέχνη και βεβαίως τη ναυπηγική, που έσπευσαν αμέσως να προσαρμοστούν επ' αυτών.
Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου υπήρξε το τέλος των κωπήλατων πολεμικών πλοίων και η ανατολή των ιστιοφόρων στους κατά θάλασσα αγώνες. Μια ιστορική διαδρομή 2.500 ετών και πλέον, του κουπιού, που είχε ξεκινήσει από την Αργοναυτική εκστρατεία, έφθασε στο τέλος της, για να δώσει τη σειρά του στο πανί ως κύριο μέσο πρόωσης, που βεβαίως είχε ξεκινήσει εξ ανάγκης στα εμπορικά πλοία, λόγω των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε να καλύψουν, αλλά που δεν είχε δοκιμασθεί για περιορισμένες κατ' έκταση ναυμαχίες. Σε αυτήν την τότε σύγχρονη εξέλιξη, η ναυτική τέχνη και η ναυπηγική προσαρμοζόμενες, άρχισαν να παρουσιάζουν τεράστια ιστιοφόρα, για να καταλήξουν στα λεγόμενα Δίκροτα και Τρίκροτα, που θα καλύψουν ανάγκες των επόμενων πέντε αιώνων, προκειμένου και αυτά να υποκλιθούν στη νεότερη γενιά του ατμού και του σιδήρου. Η ναυμαχία αυτή σήμανε, επίσης ,το τέλος των επιδιώξεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για μιαν έξοδο στον Ατλαντικό.
↑Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, "Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθινού, μέρος Α', επιμ.Ν.Γ.Μοσχονάς, Σύμμεικτα τ.9 (1994)σελ.273-275
Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, «Η σημασία της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου στην ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθινού, μέρος Α΄, επιμ. Ν. Γ. Μοσχονάς, Σύμμεικτα τ.9 (1994) σελ. 269-284
[2] Δρ Παναγιώτης Δ. Καγκελάρης: Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) - Η ελληνική συμμετοχή και ο ρόλος της Κεφαλονιάς, Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος, περίοδος Γ’, τεύχος 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021
Αναδημοσίευση - Σεπτεμβριανά: Οι τελευταίες ημέρες του Βυζαντινού Κράτους
Καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολιν, όπου επρόκειτο να λάβη μέρος εις το εκεί Διεθνές Βυζαντινολογικόν Συνέδριον ως εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου της Βιέννης, ο υφηγητής κ. Π. Κ. Ενεπεκίδης διέκοψε το ταξίδι του εις την Ελληνικήν πρωτεύουσαν, μη θελήσας ο διαπρεπής επιστήμων να συμμετάσχη εις το εν λόγω Συνέδριον κατόπιν των όσων έλαβαν χώραν εις την Κωνσταντινούπολιν(σ.σ. τα διαβόητα Σεπτεμβριανά).
Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ουσιαστικά σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. 17 ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και στα πλαίσια του συμφώνου αυτού, ακολούθησε η σοβιετική εισβολή. Στις 6 Οκτωβρίου 1939 η Πολωνία είχε πλέον υποταχθεί πλήρως.
Ιστορικό υπόβαθρο
Μια από τις πρώτες ενέργειες του Χίτλερ, όταν ανέλαβε την εξουσία, σχετικά με την εξωτερική πολιτική του ήταν η σύναψη αμοιβαίας δεκαετούς συμφωνίας μη επίθεσης με την Πολωνία (Βερολίνο, 26 Ιανουαρίου1934). Ο τότε ηγέτης της Πολωνίας Γιούζεφ Κλέμενς Πιουσούτσκι δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Χίτλερ, ήθελε, όμως, να εξασφαλίσει τη χώρα του από οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, ενώ δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την εξωτερική πολιτική που ακολουθούσαν στην Ευρώπη οι Γάλλοι και οι Βρετανοί. Αυτός ήταν που επέβαλε τον Γιόζεφ Μπεκ (Josef Beck) ως Υπουργό Εξωτερικών και τον Στρατάρχη Ρυτζ - Σμίγκλυ (Rydz-Smigly) ως διάδοχό του ηγέτη των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1934 διαπιστώνεται ότι ο Πιλσούντσκι έχει προσβληθεί από καρκίνο του ήπατος. Καλεί επειγόντως τον Μπεκ και του καθορίζει τη φύση των πιθανών κινδύνων τόσο από την ΕΣΣΔ όσο και από τη Ναζιστική Γερμανία, ενώ του υπερτονίζει την ανάγκη να διατηρήσει τη Συμμαχία της χώρας με τη Γαλλία με κάθε θυσία και, αν μπορέσει, να προσελκύσει σε αυτή τη Συμμαχία και τη Βρετανία.[1] Ο Πιλσούντσκι πεθαίνει στις 12 Μαΐου 1935.
Η κίνηση αυτή δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερη θέρμη από πολλούς Γερμανούς, που δεν είχαν ξεχάσει το γεγονός ότι η Πολωνία, σύμφωνα με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχε υπό την κατοχή της περιοχές όπως η Ανατολική Πρωσία, η Άνω Σιλεσία και η Βάρτα, τις οποίες πολλοί θεωρούσαν γερμανικές, επειδή είχαν, στην πλειοψηφία, πληθυσμό γερμανικής καταγωγής. Η κίνηση αυτή του Χίτλερ δεν αποσκοπούσε, φυσικά, στην διατήρηση της ειρήνης (εξάλλου υπήρχε η μόνιμη διένεξη για τον Διάδρομο του Ντάντσιχ ανάμεσα στις δύο χώρες). Απώτερος στόχος ήταν η εξουδετέρωση της πιθανής γαλλοπολωνικής συμμαχίας πριν προλάβει η Γερμανία να ολοκληρώσει τον επανεξοπλισμό της.[2]
Η Πολωνία της εποχής προβάλλει ως διάδοχο κράτος της Γαλλίας. Θεωρώντας εαυτήν πανίσχυρη προβάλλει αξιώσεις για τη Μαδαγασκάρη (γαλλική αποικία) υποστηρίζοντας ότι "τα αναπτυσσόμενα κράτη έχουν δικαίωμα σε μια παγκόσμια ανακατανομή". Οι Πολωνικές αυτές θέσεις, όπως και η εν γένει στάση της Πολωνίας υπαγορεύονται από τις στρατιωτικές επιτυχίες του Πιλσούντσκι εναντίον του Στρατού των Μπολσεβίκων στις αρχές της δεκαετίας του 1920, (οι οποίες αρχικά δεν του αναγνωρίστηκαν). Στη στάση αυτή συμβάλλουν η Γαλλία και η Βρετανία, που συνάπτουν συμμαχία με την Πολωνία, θεωρώντας την "κράτος - μαξιλάρι" σε ενδεχόμενη επίθεση τόσο της ΕΣΣΔ όσο και της Γερμανίας και ακολουθούν τη λεγόμενη "πολιτική κατευνασμού" απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη επεκτατικότητα του Χίτλερ. Ωστόσο οι ηγέτες της δεν έχουν ούτε το ανάστημα ούτε τη διορατικότητα του Πιλσούντσκι, ο οποίος, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, διείδε τις πολιτικές εξελίξεις και εκμυστηρεύτηκε στην κόρη του: "Σε δέκα χρόνια θα έχετε πόλεμο. Εγώ δεν θα ζω τότε, αλλά αυτόν τον πόλεμο θα τον χάσετε".[3] Από την άλλη, οι στρατιωτικές του αντιλήψεις παραμένουν καθηλωμένες σε αυτές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δυστυχώς αυτές μεταβιβάζει και στον διάδοχό του Ρυντζ - Σμίγκλυ. Έτσι, η ηγεσία της χώρας παραμένει μακάρια, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ επανεξοπλίζεται, αγνοώντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η πολιτική κατευνασμού των Δυτικών κορυφώνεται το 1938, οπότε και υπογράφεται η Συμφωνία του Μονάχου.
Η Πολωνία καρπώνεται ένα μικρό τμήμα της τεμαχισμένης Τσεχοσλοβακίας και στις επισημάνσεις ότι μετά τους Τσεχοσλοβάκους θα έρθει η σειρά τους, απαντούν: "Δε φοβόμαστε τίποτα! Μας φοβούνται!".[4] Οι Δυτικές δυνάμεις "απαντούν" στο Σύμφωνο αυτό αναλαμβάνοντας να εγγυηθούν την εδαφική ακεραιότητα της Πολωνίας. Αυτό έχει ως συνέπεια η μακαριότητα των κυβερνώντων να συνεχιστεί και ο Πολωνικός στρατός δεν υφίσταται σοβαρό εκσυγχρονισμό. Ο Πολωνός πρεσβευτής στο Βερολίνο Λίπσκι, μολονότι έχει παρακολουθήσει μεγαλειώδεις παρελάσεις Γερμανικών αρμάτων στο Βερολίνο, διαβεβαιώνει τους προϊσταμένους του ότι ένας πόλεμος εκείνη τη στιγμή θα προκαλέσει σχεδόν επανάσταση στη Γερμανία. Από την άλλη, οι Γερμανοί κάνουν ό,τι μπορούν για να "αποκοιμίσουν" τους Πολωνούς: Ο Χέρμαν Γκέρινγκ που επισκέπτεται συχνά την Πολωνία για να κυνηγήσει, τους διαβεβαιώνει ότι η Γερμανία χρειάζεται μια ισχυρή Πολωνία για να διασφαλιστεί απέναντι σε μια μέλλουσα εισβολή της ΕΣΣΔ. Ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ, που επισκέπτεται τη Βαρσοβία το 1939 τους δίνει παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Οι Πολωνοί θεωρούν, έτσι, εαυτούς ισχυρούς.
Στο μεταξύ η Πολωνία αναπτύσσεται οικονομικά. Η περίοδος 1936 - 1939 αποτελεί περίοδο εκβιομηχάνισης της χώρας με τη νέα βιομηχανική ζώνη να εγκαθίσταται μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Σαν. Είναι μια περιοχή 25.000 τετρ. μιλίων, που εκτείνεται από τα νότια της Βαρσοβίας μέχρι τα σύνορα της Σλοβακίας και απέχει εξίσου τόσο από τα γερμανικά όσο και από τα σοβιετικά σύνορα. Το αρχικό αυτό πλεονέκτημα εξανεμίζεται όταν η Γερμανία προσαρτά Βοημία και Μοραβία.[5] Το μέσο βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει, η ανεργία μειώνεται σημαντικά και το πλεόνασμα των εργατικών χειρών της υπαίθρου απορροφάται από τις βιομηχανίες. Ως αποτέλεσμα επέρχεται η δημογραφική αύξηση και το 1939 η χώρα έχει πληθυσμό 35 περίπου εκατομμύρια[6]. Ωστόσο, η μόνη επάρκεια που έχει η Πολωνία είναι σε είδη διατροφής.
Οι πολιτικές εξελίξεις, όμως, υπερκαλύπτουν την Πολωνική ανάπτυξη. Στις 23 Αυγούστου1939 υπογράφεται το σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας - ΕΣΣΔ, γνωστό ως Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότωφ. Οι Πολωνοί δεν υποπτεύονται το μυστικό πρωτόκολλο που ακολουθεί το Σύμφωνο αυτό και που δεν είναι άλλο από τον μελλοντικό διαμελισμό της χώρας τους μεταξύ Χιτλερικής Γερμανίας και ΕΣΣΔ.
Στις αρχές του 1939 εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις των χιτλερικών προθέσεων: Ο Χίτλερ, στην επέτειο ανάληψης της εξουσίας (Ιανουάριος 1933) για το 1939 αναφέρεται στον λόγο του και στο Σύμφωνο μη επίθεσης του 1934, αλλά μόνο για να πει ότι οι Πολωνοί καταπιέζουν τους γερμανικούς πληθυσμούς στη χώρα τους και η Γερμανία διαμαρτύρεται έντονα γι' αυτό. Είναι ο πρόλογος των γερμανικών απαιτήσεων: Ύστερα από σύντομο διάστημα η Γερμανία ζητά την ενσωμάτωση του Ντάντσιχ στο Ράιχ και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου μεγάλων ταχυτήτων διαμέσου του πολωνικού τμήματος της Πομερανίας. Η Βρετανία και η Γαλλία απαντούν στις αξιώσεις αυτές με εκ νέου εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της Πολωνίας. Στις 27 Μαρτίου 1939 ο Τσάμπερλεν κάλεσε την Κυβέρνησή του να υπογράψει συμμαχία με τους Πολωνούς, εν όψει της επικείμενης γερμανικής επίθεσης, και στις 31 Μαρτίου ανήγγειλλε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων πως, σε περίπτωση χρήσης όπλων από την Πολωνία με σκοπό την υπεράσπισή της, τότε η Αγγλία θα είχε την υποχρέωση να της παρέχει κάθε δυνατή υποστήριξη.[7] Από την πλευρά της Γαλλίας, η εγγύηση αυτή είναι γράμμα κενό: Η Γαλλία δεν έχει καμία διάθεση για νέο Πόλεμο, ύστερα από την πληθυσμιακή αφαίμαξη που υπέστη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Βρετανία, ωστόσο, κάτι ανάλογο δεν διαφαίνεται, αν και ο Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν φαίνεται αναποφάσιστος και προσεκτικός.
Ήδη από τα τέλη Μαΐου ο Χίτλερ έχει ζητήσει από τη στρατιωτική ηγεσία να ετοιμάσει σχέδια για την εισβολή στην Πολωνία. Τους λέγει μάλιστα: "Μην περιμένετε μια επανάληψη αυτού που έγινε στην Τσεχοσλοβακία. Αυτή τη φορά, κύριοι, θα τον έχετε τον πόλεμο...".[8] Στα τέλη Αυγούστου οι Γερμανικές δυνάμεις είναι έτοιμες για εισβολή στο Πολωνικό έδαφος. Ο Χίτλερ διστάζει για λίγες μόνον ημέρες, αναζητώντας τρόπο να αποφύγει την επέμβαση των Βρετανών - είναι απόλυτα βέβαιος για την αδράνεια των Γάλλων. Ο Βρετανός πρεσβευτής Χέντερσον γράφει σχετικά: "Είμαι βέβαιος, από όσα έβλεπα στο Βερολίνο, ότι ο Χίτλερ είχε διατάξει την εισβολή στην Πολωνία τη νύχτα της 25ης προς 26η Αυγούστου, διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω όσα συνέβαιναν στη Γερμανία: Οι άδειες των στρατιωτικών είχαν ανακληθεί, τα αεροδρόμια είχαν κλείσει, οι εσωτερικές πτήσεις δεν γίνονταν, τα τρόφιμα είχε προβλεφθεί να μοιράζονται με δελτίο...".[9] Διαβλέποντας την αναποφασιστικότητα του Τσάμπερλεν αποφασίζει την εισβολή. Αναζητεί πλέον την αφορμή.
Ο Δυτικοί υπολογίζουν ότι, με βάση τον πληθυσμό της, η Πολωνία έχει περίπου 80 συγκροτημένες μεραρχίες στην ξηρά. Υπολογίζουν, επίσης, ότι διαθέτει περίπου 450 αεροσκάφη[10]. Δυστυχώς γι' αυτούς (και τους Πολωνούς) η χώρα διαθέτει περίπου τις μισές μεραρχίες συγκροτημένες, μόνο μία μηχανοκίνητη ταξιαρχία, πολλές ταξιαρχίες ιππικού, 450 αεροσκάφη, από τα οποία λίγα μπορούν να θεωρούνται σύγχρονα, αν και διαθέτει άριστα εκπαιδευμένους πιλότους: Θα το αποδείξουν διαφεύγοντας από την κατακτημένη χώρα τους και συμμετέχοντας στη Μάχη της Αγγλίας. Υπάρχουν, επίσης, περίπου 100 παλαιού τύπου θωρακισμένα, 500 αντιαεροπορικά πυροβόλα, αντί των προβλεπόμενων 2000[11] και το πυροβολικό, μολονότι αξιόλογο, είναι εξ ολοκλήρου ιππήλατο, αν και διαθέτει το εξαίρετο αντιαρματικό "Bofors" των 37 mm, το οποίο θα επιφέρει σημαντικές φθορές στις γερμανικές θωρακισμένες μονάδες. Το δίκτυο διαβιβάσεων είναι υποτυπώδες, οι εφεδρείες ανεπαρκείς, δεν υπάρχει εκ των προτέρων συγκροτημένο σχέδιο αντιμετώπισης ενδεχόμενης Γερμανικής εισβολής. Ο Πολωνικός στρατός παραμένει στα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου και μετά την "αψιμαχία" του Γκλάιβιτς υπολογίζει ότι θα χρειαστούν 15 ημέρες στους Γερμανούς για να συγκεντρώσουν τα στρατεύματά τους. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι έχουν ένα στρατό "αγροτικό" (το πεζικό μετακινείται με τα πόδια ή με κάρα), ευκίνητο, προσαρμοσμένο στις εδαφικές συνθήκες της χώρας. Επιπλέον, η ελλιπής συγκρότηση των πολωνικών δυνάμεων οφείλεται και σε έναν ακόμη λόγο: Θέλουν να αποφύγουν να δώσουν αφορμή στη γερμανική επιθετικότητα.
Το Πολωνικό Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει δυνάμεις ακόμη πιο ανεπαρκείς από το Γερμανικό: Διαθέτει μερικά αντιτορπιλικά, μερικά υποβρύχια και ορισμένα σκάφη υποστήριξης.
Η εισβολή
Αφορμή για εισβολή δεν υπάρχει και οι Ναζί αποφασίζουν να τη δημιουργήσουν, σύμφωνα με το σχέδιό τους (Operation Himmler)[12]. Τη νύκτα της 31 Αυγούστου του 1939, άνδρες της SS παίρνουν 150 κρατούμενους από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, τους μεταφέρουν στον συνοριακό σταθμό διαβιβάσεων του Γκλάιβιτς και τους ντύνουν με πολωνικές στολές. Αμέσως μετά τους υποχρεώνουν να καταπιούν δηλητήριο, πυροβολούν τα πτώματα, προξενούν μικρές καταστροφές στον σταθμό, ώστε να φαίνεται ότι δέχτηκε επίθεση. Το πρώτο θύμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που μόλις θα ξεκινούσε, ήταν ο Γερμανός Franciszek Honiok, ένας 43χρονος αγρότης της Σιλεσίας, τον οποίο πράκτορες των SS συνέλαβαν στις 30 Αυγούστου[13]. Στον ασύρματο του σταθμού ένας άνδρας των SS ουρλιάζει στα Πολωνικά ότι τα στρατεύματα της Πολωνίας πρόκειται να εισβάλουν στη Γερμανία.[14] Ο διοικητής του σταθμού συνταγματάρχης Στάινμετς αρχικά δοκιμάζει να αντισταθεί στην απάτη, αλλά οι SS του απαντούν με ένα "Fuhrerbefehl!" (διαταγή του Φύρερ). Μετά τη λήψη και σχετικών φωτογραφιών, οι SS αποχωρούν.
Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ μπορεί πλέον να αναγγείλει επίσημα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, στο Ράιχσταγκ ότι οι Πολωνοί προσπάθησαν την προηγούμενη να εισβάλουν στο Γερμανικό έδαφος και ότι η Βέρμαχτ ανταποδίδει τα πυρά που δέχτηκε στις 4:45 το πρωί. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Ο Χίτλερ έχει διατάξει την επίθεση κατά της Πολωνίας από τις 31 Αυγούστου. Η Βέρμαχτ, με βάση λεπτομερές σχέδιο που κατάρτισαν ο Βάλτερ φον Μπράουχιτς και το Επιτελείο του, με το κωδικό όνομα Fall Weiss (λευκό σχέδιο), επιτίθεται από ξηράς, θαλάσσης και αέρος στην Πολωνία. Είναι 1 Σεπτεμβρίου 1939 και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη.
•14η Στρατιά : 6 μεραρχίες πεζικού, 2 ορεινές μεραρχίες, 1 ελαφριά μεραρχα και 2 μεραρχίες πάντσερ υπό τον Βίλχελμ Λιστ επιτέθηκε στη Κρακοβία.
•10η Στρατιά: 6 μεραρχίες πεζικού, 3 ελαφριές μεραρχίες, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες και 2 μεραρχίες πάντσερ υπο τον Βάλτερ φον Ράιχεναου επιτέθηκε ανάμεσα προκειμένου να ανοίξει ένα κενό μεταξύ Λοτζ και Κρακοβίας. Μετά η αποστολή του ήταν να ενωθεί με τις κινητές δυνάμεις της 8ης Στρατιάς και να κατευθυνθεί στη Βαρσοβία.
•Ομάδα Εφεδρειών : 5 μεραρχίες πεζικού και 1 ορεινή μεραρχία
Ομάδα Στρατιών Βορράς υπό τον Φέντορ φον Μποκ : συνολικά 16 μεραρχίες και 3 ταξιαρχίες πεζικού,1 ταξιαρχία ιππικού, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 3 μεραρχίες πάντσερ ):
•3η Στρατιά: 7 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 1 μεραρχία πάντσερ υπό τον Γκέοργκ φον Κύχλερ επιτέθηκε από την ανατολική Πρωσία προς νότο.
•4η Στρατιά: 6 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία πεζικού, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες, 1 μεραρχία πάντσερ) υπό τον Γκύντερ φον Κλούγκε επιτέθηκε στο Ντάντσιχ.
• Ομάδα Εφεδρειών: 3 μεραρχίες πεζικού, 1 μεραρχία πάντσερ
Σε σύνολο, οι δυνάμεις ξηράς των Γερμανών περιλαμβάνουν περίπου 1.500.000 στρατιώτες, 2.750 άρματα μάχης και 9.000 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος (πολλά από αυτά ακόμη ιππήλατα).
Η Luftwaffe δεν διαθέτει λιγότερο επιβλητικές δυνάμεις: Υποστηρίζει την επιχείρηση με 2.315 αεροσκάφη, κατανεμημένα σε δύο αεροστόλους (Loftflotte). Συγκριτικά ασθενέστερο είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), το οποίο υποστηρίζει με πυρά πυροβόλων της ομάδας "Ost" (=Ανατολή) τις επιχειρήσεις και καλείται να αντιμετωπίσει το, ακόμη πιο ασθενές, Πολωνικό Ναυτικό. Στο λιμάνι του Ντάντσιχ έχει αγκυροβολήσει το "εκπαιδευτικό" καταδρομικό "Σλέσβιγκ - Χόλσταϊν". Υποστηρίζει τη χερσαία επίθεση με τα πυρά των πυροβόλων του.
Η επιχείρηση δεν έχει παραμελήσει, επίσης, την "Πέμπτη φάλαγγα": Υπάρχει ευρύ κατασκοπευτικό δίκτυο για την αποκάλυψη των κινήσεων των πολωνικών δυνάμεων, ενώ οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά τόσο το οδικό όσο και το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, αφού τα κατασκεύασαν οι ίδιοι. Υποστηρίζονται, επίσης, από τους γερμανικής καταγωγής πληθυσμούς που βρίσκονται στη χώρα (κυρίως στην περιοχή του Βάρτα (Wartherland)).
Η συνδυασμένη επίθεση αρμάτων μάχης και αεροπορίας είναι η πρώτη εφαρμογή στην πράξη της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στο μέλλον η Βέρμαχτ: Είναι η στρατηγική του "κεραυνοβόλου πολέμου" (Blitzkrieg). Με αυτό τη στρατηγική πολέμου, οι Γερμανοί κατάφερναν σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα να εκμηδενίζουν τις δυνάμεις των αντιπάλων, και κατά τον Χάιντς Γκουντέριαν, στρατηγό του γερμανικού στρατού και κύριο εμπνευστή του σχεδίου του κεραυνοβόλου πολέμου, το Blitzkrieg μπορεί να διαλύσει ένα στρατό σε μία μέρα. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν επίλεκτες μεραρχίες τανκς, και αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης, με τα οποία κατακερμάτισαν τις γραμμές του πολωνικού στρατού.
Δυνάμεις των Πολωνών
Οι Πολωνοί έχουν καταφέρει να κινητοποιήσουν περίπου 950.000 άνδρες (έναντι των υπολογιζόμενων 2.500.000, τους οποίους κατανέμουν σε επτά ομάδες στρατιών: Στο Μόντλιν, Στρατηγός Krukowicz-Przedrzymirski, στο Πομόρτζε, Στρατηγός Μπορτνόφσκι (Bortnowski), στο Πόζναν, Στρατηγός Κουτρζέμπα (Kutrzeba), στο Λοτζ, Στρατηγός Γιούλιους Ρόμελ (Juliusz Rómmel),[15] Κρακοβία, Στρατηγός Ζίλινγκ (Szilling), Λούμπλιν, Στρατηγός Πίσκορ (Piskor) και στην περιοχή των Καρπαθίων, Στρατηγός Φάμπριτσι (Fabrycy). Μια ομάδα από διάφορες ομάδες είναι παραταγμένη κατά μήκος του ποταμού Νάρεβ υπό τον Στρατηγό Μλοτ-Φιγιαλκόβσκι (Mlot-Fijalkowski). Οι εφεδρείες δεν έχουν ολοκληρώσει τη συγκρότησή τους. Ο Ρυντζ - Σμίγκλυ διαπράττει, έτσι, το σοβαρό σφάλμα να θέλει να υπερασπίσει το σύνολο του εθνικού εδάφους από τα δυτικά, πράγμα που διασπά τις ήδη πενιχρές δυνάμεις του. Σε σύνολο διαθέτει περίπου 39 μεραρχίες πεζικού, 11 ταξιαρχίες Ιππικού, 3 ορεινές ταξιαρχίες, δύο θωρακισμένες - μηχανοκίνητες και μερικές μικρότερες μονάδες. Διαθέτει μόνο 695 άρματα μάχης, σχετικά ελαφρά, και 52 θωρακισμένα οχήματα, ενώ 185 άρματα μάχης παραμένουν σε εφεδρεία[16].
Οι επιχειρήσεις
Μια ώρα μετά τις πρώτες επιθέσεις της Λούφτβάφε επιτέθηκε ο στρατός ξηράς. Ο Πολωνικός στρατός δεν έχει προλάβει να συγκροτηθεί πλήρως. Λειτουργώντας με τα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου αιφνιδιάζεται ολοσχερώς από τη βιαιότητα της γερμανικής επίθεσης. Οι Πολωνοί πεζοί στρατιώτες και (λιγότερο) οι έφιπποι είναι ανίσχυροι μπροστά στα άρματα μάχης, εκτός αν διαθέτουν σημαντικό αριθμό αντιαρματικών. Η Αεροπορία δεν κτυπά τους μάχιμους σχηματισμούς, αλλά επιτίθεται στα μετόπισθεν, αποδιοργανώνοντάς τα ολοσχερώς, καταστρέφοντας αποθήκες υλικού και προκαλώντας τρόμο στους άμαχους, που ξεχύνονται στους δρόμους και φεύγουν μαζικά, προκαλώντας συμφορήσεις. Το ιππήλατο πολωνικό πυροβολικό χάνει, από τις αεροπορικές επιθέσεις, όλα του τα άλογα και, πρακτικά, εξουδετερώνεται. Είναι η πρώτη εφαρμογή της νέας γερμανικής πολεμικής τακτικής, του "πολέμου της κίνησης", του "αστραπιαίου πολέμου" (Blitzkrieg). Αντίθετα, σχετικά σημαντικές απώλειες προκαλεί στους Πολωνούς μαχητές το Γερμανικό πυροβολικό. Το ήδη πενιχρό δίκτυο διαβιβάσεων καταστρέφεται, καθιστώντας την επικοινωνία κεντρικής διοίκησης - μάχιμων μονάδων σχεδόν αδύνατη, με αποτέλεσμα τον κατατεμαχισμό των Πολωνικών δυνάμεων, εφόσον δεν υπάρχει συντονισμός.[17] Η πολωνική αεροπορία χάνει στο έδαφος ένα μέρος των αεροσκαφών της. Ορισμένα αξιόμαχα αεροσκάφη, εντούτοις, παραμένουν ενεργά για αρκετό διάστημα και, μολονότι υποδεέστερα των Γερμανικών, προκαλούν σχετικά σημαντικές απώλειες στη Λουφτβάφφε. Ως το τέλος της 3ης ημέρας της εισβολής τα βασικά στοιχεία του γερμανικού στρατού είχαν εισχωρήσει 80 χιλιόμετρα μέσα στην Πολωνία. Ως το τέλος της 1ης εβδομάδας η πολωνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τη Βαρσοβία. Παρά τις κάποιες επιτυχημένες αντεπιθέσεις στην αρχή της εκστρατείας, η πολωνική αεροπορία είχε αφανιστεί εντελώς.Τα γερμανικά αεροσκάφη ήταν πλέον ελεύθερα να ασχοληθούν ολοκληρωτικά με τη στήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις στην πολωνική πρωτεύουσα αποκρούστηκαν. Οι Πολωνοί αποπειρώνται μια αντεπίθεση: Στις 9 Σεπτεμβρίου η ομάδα Μπορτνόφσκι επιτίθεται στην πλευρά της ομάδας Ρούντστεντ, ο οποίος αντιδρά άμεσα: Αναστρέφει το μέτωπο της 10ης Στρατιάς (Ράιχεναου) και αντιμετωπίζει την αντεπίθεση, επιτυγχάνοντας έτσι να κυκλώσει, στον αποκαλούμενο "θύλακα της Μπζούρα" 19 Πολωνικές μεραρχίες και διεξάγεται η Μάχη της Μπζούρα.
Γενικά πιστεύεται ότι η Πολωνία δεν αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα και κατέρρευσε πολύ εύκολα. Η εντύπωση αυτή αρχικά ενισχύθηκε επειδή οι πολωνικές δυνάμεις ήταν σαφώς κατώτερες, ποσοτικά και, κυρίως, ποιοτικά (από την άποψη του υλικού και της συγκρότησης) από τις αντίπαλες.[18] Η πραγματικότητα είναι ότι οι Πολωνοί πολέμησαν με γενναιότητα απέναντι και στους δύο αντιπάλους τους, σε ορισμένες περιπτώσεις απελπισμένα, ακόμη και όταν είχε ήδη γίνει φανερό ότι η άμυνα της χώρας κατέρρεε και δεν υπήρχε ελπίδα νίκης. Το πολωνικό ιππικό, δρώντας περισσότερο ως ταχυκίνητο πεζικό, προξένησε σημαντικές ζημίες στα γερμανικά "πάντσερ" (θωρακισμένα): Υπολογίζεται ότι καταστράφηκε, συνολικά, μια ολόκληρη θωρακισμένη μεραρχία (μεταξύ 360 και 400 αρμάτων). Το ίδιο αποφασιστικά πολέμησε και η αεροπορία, η οποία ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη, τόσο λόγω μικρού αριθμού αεροσκαφών, όσο και των υποδεέστερων τύπων τους (τα πολωνικά αεροσκάφη ήταν, τεχνολογικά, μια γενεά πίσω σε σχέση με τα γερμανικά). ΣτΙς 10 Σεπτεμβρίου η Λούφτβάφε ξεκίνησε σφοδρότατες επιθέσεις στη Βαρσοβία. Η πολωνική κυβέρνηση διέταξε γενική στρατιωτική υποχώρηση νοτιοανατολικά. Στις 14 Σεπτεμβρίου το 19ο σώμα πάντσερ επιτέθηκε εναντίον του ζωτικής σημασίας φρουρίου του Μπρεστ- Λιτόφσκ (Ανατολική Πολωνία). Στης 15 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί επέδωσαν τελεσίγραφο στη Βαρσοβία:«Παραδοθήτε αλλιώς θα καταστραφείτε». Οι στρατιώτες μαζί με 100.000 πολίτες επέλεξαν να συνεχίσουν τη μάχη. Στις 17 Σεπτεμβρίου καταρρέει του φρούριο του Μπρέσκ Λιτόφσκ. Με αυτό τον τρόπο απέκλεισαν κάθε πιθανότητα υποχώρησης του πολωνικού στρατού ανατολικά. Την ίδια μέρα η Πολωνία, ύστερα από τη δήλωση του Μολότωφ ότι "η Πολωνική Κυβέρνηση έπαψε να δίνει σημεία ζωής", δέχεται εισβολή από τα ανατολικά: Οι Σοβιετικοί εφαρμόζουν το σύμφωνο που υπέγραψαν με τη Γερμανία τον Αύγουστο και καταλαμβάνουν το "δικό τους" τμήμα αντιμετωπίζοντας σχετικά μικρή - αλλά πεισματική - αντίσταση, αφού οι περισσότερες πολωνικές μονάδες που υπάρχουν ακόμη είναι στραμμένες προς τα δυτικά. Η πολωνική κυβέρνηση, που είχε ήδη μετακινηθεί πέντε φορές, κατέφυγε στη Ρουμανία. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο πολωνικός στρατός στη θέση Μπζούρα τελικά νικήθηκε. Στη μάχη του Μπζούρα 170.000 πολωνοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Δύο μέρες μετά οι γερμανοί εξαπέλυσαν μαζικό βομβαρδισμό στη Βαρσοβία. Την επόμενη μέρα οι σοβιετικοί κατέλαβαν τη Λβόβρ. Νέο τελεσίγραφο εκδόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου προς τους πολίτες και υπερασπιστές της Βαρσοβίας και τονίστηκε μάλιστα με επιθέσεις με παραπάνω από 400 βόμβες. Η πολωνική πρωτεύουσα όμως (την υπεράσπιση της οποίας έχει αναλάβει ο Γιούλιους Ρόμμελ) δεν υπέκυψε. Οι Γερμανοί περιμένουν να πέσει με πολιορκία, ο Χίτλερ, όμως, δηλώνει ότι είναι "φρούριο" και διατάσσει τον βομβαρδισμό της. Η Βαρσοβία καταστρέφεται ολοσχερώς. Στις 26 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί εξαπολύουν μαζική επίθεση πεζικού στην πόλη. Μέσα σε μια μέρα κατάφεραν να πάρουν υπό τον έλεγχό τους όλα τα προάστια. Η πόλη παραδίδεται στις 27 Σεπτεμβρίου ύστερα από τετραήμερο ανηλεή βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και οι υπερασπιστές της αιχμαλωτίζονται. Για να σφραγίσει το θρίαμβο του ο Χίτλερ πήγε στη Βαρσοβία στις 5 Οκτωβρίου και χαιρέτησε μια θριαμβευτική παρέλαση. [8] Η κυβέρνηση είχε ήδη αυτοεξοριστεί στη Ρουμανία, όπου καταφεύγει και ο Ρυντζ-Σμίγκλυ "... χωρίς, εννοείται, όπλα, αλλά με σημαντικές αποσκευές...".[8] Η ολοσχερής κατάρρευση της χώρας ολοκληρώνεται στις 6 Οκτωβρίου (με την παράδοση 8.000 στρατιωτών), χωρίς, ωστόσο, ποτέ η Πολωνία να παραδοθεί επίσημα σε κάποιον από τους αντιπάλους της ή να υπογραφεί κάποια συνθήκη κατάπαυσης του πυρός. Η επίσημη Πολωνία δεν υφίσταται πλέον, αλλά η πολωνική αντίσταση θα αρχίσει πολύ σύντομα να κάνει αισθητή την παρουσία της.
Απώλειες
Σε ανθρώπινο υλικό οι Πολωνικές απώλειες είναι τεράστιες: 65.000 νεκροί, 133.700 τραυματίες και 694.000 αιχμάλωτοι. Συγκριτικά οι γερμανικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό είναι ελαφρότατες: 16.343 νεκροί, 30.300 τραυματίες, 3.500 εξαφανισθέντες. Είναι ο πιο αναίμακτος (για τη Γερμανία) πόλεμος που έχει γίνει ποτέ.
Σε υλικό οι Πολωνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι, ουσιαστικά, κατεστραμμένες. Οι Γερμανικές απώλειες υλικού είναι επίσης σχετικά βαρειές, καθώς οι Γερμανοί έχασαν 350 - 400 άρματα (η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ήταν PzKw - 1 και PzKw - 2) και περίπου 300 αεροσκάφη καταρριφθέντα, ενώ άλλα 300 υπέστησαν σοβαρές ζημιές[19].
Η διπλωματία κατά την εισβολή
Σε διπλωματικό επίπεδο η εισβολή στην Πολωνία προκάλεσε σημαντικές συνέπειες: Την ίδια ημέρα της εισβολής πρώτα η Βρετανική Κυβέρνηση δια του Πρεσβευτή της Νέβιλ Χέντερσον (Neville Henderson) και, σχεδόν ταυτόχρονα, η Γαλλική δια του Πρεσβευτή της Ρομπέρ Κουλόντρ (Robert Coulondre) επιδίδουν ένα μήνυμα στον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, Υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και του ζητούν να σταματήσει αμέσως η Γερμανική εισβολή, διαφορετικά είναι υποχρεωμένες να εκπληρώσουν την υπόσχεση που έχουν δώσει στην Πολωνία. Ο Ρίμπεντροπ ερωτά αν πρόκειται για τελεσίγραφο και οι πρεσβεις του απαντούν ότι είναι μια προειδοποίηση. Ο Χίτλερ την αγνοεί. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν θα επέμβουν. Αν για τη Γαλλία έχει δίκιο, για τη Βρετανία πλανάται: Ο Χέντερσον επιδίδει, στις 3 Σεπτεμβρίου σε κάποιον Σμιτ, υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών (αφού ο Ρίμπεντροπ κρύβεται) διακοίνωση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος, με την οποία καλείται η Γερμανία, εντός δύο ωρών από την επίδοσή της, να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να αποχωρήσει από το Πολωνικό έδαφος. Αν αυτό δεν συμβεί, θα υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Βρετανίας και Γερμανικού Ράιχ. Η διακοίνωση επιδίδεται αμέσως στον Χίτλερ, ο οποίος απελπίζεται και, στρεφόμενος στον Ρίμπεντροπ τον ερωτά: "Was nun?" (κάτι σαν "τι κάνουμε τώρα;"). Παρόμοια διακοίνωση, αν και λιγότερο επιτακτική, επιδίδει και ο Κουλόντρ τρεις ώρες αργότερα. Οι διακοινώσεις αυτές σηματοδοτούν τον Παγκόσμιο χαρακτήρα του Πολέμου.
Η Γαλλία ξεκινά ράθυμα μια διείσδυση σε γερμανικές περιοχές στις 7 Σεπτεμβρίου. Ο Χίτλερ, μη θέλοντας να εμπλακεί σε διμέτωπο αγώνα, έχει δώσει εντολή στις δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή απλά να αντισταθούν, εκδιώκοντας τους εισβολείς, χωρίς να εμπλακούν περαιτέρω. Η γαλλική εισβολή εξελίσσεται σε μια απλή αψιμαχία, η οποία ανακόπτεται όταν διαπιστώνεται ότι η όλη διαδικασία είναι μάταιη για την Πολωνία, καθώς, πρακτικά, δεν υπάρχει πια Πολωνία. Η Βρετανία, επίσης, δεν κινεί καμία δύναμή της, με εξαίρεση ορισμένα αεροσκάφη της RAF και παλεύει σε διπλωματικό επίπεδο.
Ο Χίτλερ πάντα αντιπαθούσε τους Πολωνούς. Όταν η Πολωνία διαμελίζεται μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, ο Χίτλερ αποφασίζει την άμεση και απλή προσάρτηση της Ανατολικής Πρωσίας, της Βάρτα (Reichsgau Wartheland) και της Σιλεσίας στο Ράιχ, με διάταγμα που εκδίδει στις 8 Οκτωβρίου. Το Ναζιστικό κράτος μεγαλώνει έτσι κατά 94.000 τ.χλμ. και πληθυσμιακά κατά 10 περίπου εκατομμύρια (μερικοί είναι γερμανικής καταγωγής, η πλειοψηφία είναι Πολωνοί). Στο υπόλοιπο τμήμα της χώρας ο Χίτλερ δημιουργεί, με ειδικό διάταγμα, στις 12 Οκτωβρίου 1939 το "Γενικό Κυβερνείο" (Generalgouvernement), ορίζοντας Κυβερνήτη τον Χανς Φρανκ. Βασικό του μέλημα, όπως δείχνει η σχετική οδηγία που εξέδωσε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, είναι να αποδομήσει την πνευματική και πολιτιστική ζωή των Πολωνών, να καταστρέψει την ιντελιγκέντσια και να μετατρέψει την Πολωνία σε "αποθήκη εργατικών χειρών" για το Ράιχ. Χαρακτηριστικά, ο Χάιντριχ είπε σε υφισταμένους του: "Όλοι οι ευγενούς καταγωγής Πολωνοί, οι ιερείς και οι Εβραίοι πρέπει να πεθάνουν".[21] Πριν καν δημιουργηθεί επίσημα το Γενικό Κυβερνείο, πριν ολοκληρωθεί η κατάληψη της Πολωνίας, στο Κοτσμπόροβο (τέλη Σεπτεμβρίου 1939) τέθηκε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 και ακολούθησαν σύντομα παρόμοιες πράξεις στο υπόλοιπο της χώρας: Τα πρώτα πειράματα με χρήση αερίων και οχημάτων διασκευασμένων σε κινητούς θαλάμους αερίων διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του 1939 στο Πόζναν (Poznań) της Πολωνίας με ασθενείς από το ψυχιατρικό νοσοκομείο της Όβινσκα (Owińska) και τον Μάρτιο του 1940 στο νοσοκομείο της Κοτσάνοφκα (Kochanówka) κοντά στο Λοτζ. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 26.000 ασθενών (με φυματίωση και, κυρίως, με ψυχικές παθήσεις) στην Πολωνία.[22]
Οι αναλυτικές δραστηριότητες του Γενικού Κυβερνείου περιέχονται σε ειδικά εκπονημένο σχέδιο, το επονομαζόμενο "Generalplan Ost". Λίγο καιρό αργότερα, το Γενικό Κυβερνείο θα γίνει "αποθήκη" για τους εκτοπιζόμενους Εβραίους. Στις μεγάλες πόλεις δημιουργούνται γκέτο, στα οποία επιδιώκεται η εξόντωση των Πολωνοεβραίων με βασικό "όπλο" την πείνα. Όταν διαπιστώνεται ότι ο τρόπος αυτός είναι υπερβολικά αργός, στο έδαφος του Γενικού Κυβερνείου, που ασφυκτιά από το πλήθος των εκτοπισμένων Εβραίων και ο Κυβερνήτης του διαμαρτύρεται για τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή του, θα δημιουργηθούν έξι από τα επτά Στρατόπεδα εξόντωσης στα πλαίσια της Επιχείρησης Ράινχαρντ, το κύριο πεδίο δράσης και έκφρασης του Ολοκαυτώματος.
Η εξόντωση της Πολωνικής άρχουσας τάξης και πνευματικής - θρησκευτικής ηγεσίας της χώρας αποτελούν το αντικείμενο δύο επιχειρήσεων: της "Επιχείρησης Τάννενμπεργκ" (Unternehmen Tannenberg), που έχει καταστρωθεί με τη βοήθεια των γερμανοπολωνών και της "Επιχείρησης ΑΒ" (Außerordentliche Befriedungsaktion). Το αποτέλεσμά τους είναι το επιδιωκόμενο: Εξοντώνεται ή συλλαμβάνεται και φυλακίζεται η πλειοψηφία των ευγενών, των πνευματικών ανθρώπων (δασκάλων, καθηγητών, ηθοποιών, συγγραφέων κτλ) και αρκετοί ιερείς. Η χώρα υφίσταται, επίσης, συστηματική λεηλασία, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν συνθήκες λιμού ήδη από το 1941. Η "αποθήκη εργατικών χειρών", όπως θεωρούν την Πολωνία οι Εθνικοσοσιαλιστές, γίνεται επίσης αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής περισσότεροι από 1.000.000 Πολωνοί εργάτες μεταφέρθηκαν για εργασία σε Γερμανικές εγκαταστάσεις της πολεμικής βιομηχανίας του Ράιχ για καταναγκαστική εργασία.
Σοβιετική Ένωση
Μετά την κατάρρευση της άμυνας της Πολωνίας η ΕΣΣΔ κατέλαβε περίπου το 52% του εδάφους της, στο οποίο κατοικούσαν σχεδόν 14 εκατ. άτομα, με το 38% να είναι γνήσιοι Πολωνοί, 37% Ουκρανοί, 14% Λευκορώσοι, 8,5% Εβραίοι, 1% Ρώσοι και 0,5% Γερμανοί. Υπήρχαν, επίσης, αρκετοί πρόσφυγες από τις περιοχές που είχε καταλάβει η Γερμανία (περίπου 200.000), η πλειοψηφία των οποίων ήταν Εβραίοι.
Η Γερμανία βάσιζε την πολιτική της στην κατακτημένη Πολωνία καθαρά στον ρατσισμό. Η ΕΣΣΔ, αντίθετα, βάσισε την πολιτική της στην πάλη των τάξεων και επιδίωκε τη "σοβιετοποίηση" του κατακτημένου πληθυσμού. Τα πάσης φύσεως ιδρύματα (εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά κτλ) άλλαξαν ηγεσία (όλα τα στελέχη διοίκησης ήταν Ρώσοι και σε ελάχιστες περιπτώσεις Ουκρανοί ή Πολωνοί). Τα μεγάλα Πανεπιστήμια "επιανιδρύθηκαν" (όπως αυτό του Λβιβ) και άρχισαν να λειτουργούν ως Σοβιετικά Πανεπιστήμια, ενώ διαλύθηκαν τα τμήματα που σχετίζονταν με την Πολωνική λογοτεχνία και την Πολωνική γλώσσα. Παράλληλα, οι σοβιετικές αρχές προσπάθησαν να εξαλείψουν ό,τι σχετιζόταν με το Πολωνικό κράτος αλλά και με την Πολωνική κουλτούρα γενικότερα. Στις 21 Δεκεμβρίου 1939 το νόμισμα της χώρας αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και αντικαταστάθηκε με το ρούβλι, με αποτέλεσμα ολόκληρος ο εγχώριος πληθυσμός να χάσει, μέσα σε μια νύκτα, τις αποταμιεύσεις του. Από τα σχολεία αποσύρθηκαν τα πολωνικά βιβλία. Όλα τα μέσα ενημέρωσης περιήλθαν υπό σοβιετικό έλεγχο, ενώ η σοβιετική κατοχή εγκαθίδρυσε σύστημα βασιζόμενο στον τρόμο.[23][24]Τα πολιτικά κόμματα, φυσικά, καταργήθηκαν και επιτράπηκε μόνον η ύπαρξη του Κομμουνιστικού κόμματος.
Διώξεις υπέστησαν, επίσης, όλες οι θρησκείες. Οι περισσότερες εκκλησίες σταμάτησαν να λειτουργούν, οι ιερείς διώχθηκαν με κάθε τρόπο, από τη βαρειά φορολογία μέχρι την υποχρεωτική στρατολόγηση, τις συλλήψεις και τον εκτοπισμό. Όλες οι επιχειρήσεις πέρασαν στην κατοχή του κράτους και η γεωργία μετατράπηκε σε κολλεκτιβιστική. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής δεν άργησαν να φανούν. Τον χειμώνα άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ελλείψεις σε αγαθά, που εξελίχτηκαν, ύστερα από σύντομο διάστημα, σε λιμό.
Σύμφωνα με τον Σοβιετικό νόμο, όλοι οι κάτοικοι των προσαρτημένων περιοχών όφειλαν να λάβουν τη Σοβιετική υπηκοότητα. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο απαιτούσε και τη συναίνεση του κάθε πολίτη, η κατοχική διοίκηση άρχισε πιέσεις, οι οποίες έφθαναν μέχρι τον εκβιασμό, απειλώντας ότι όσοι δεν συναινούσαν θα απελαύνονταν στη Ναζιστική ζώνη κατοχής.[25]
Η Σοβιετική κατοχή τερματίσθηκε με την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, την εισβολή, δηλαδή, της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ το καλοκαίρι του 1941.
Αν και το πολωνικό έδαφος δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για ανταρτοπόλεμο, λόγω της επίπεδης διαμόρφωσής του, η αντίσταση των Πολωνών άρχισε σχεδόν αμέσως[26]. Ο "Στρατός της Πατρίδας" (πολων. Armia Krajowa) συγκροτήθηκε σχεδόν αμέσως από ένα Πολωνό αξιωματικό, τον Ταντέους Κομορόβσκι (Tadeusz Bór-Komorowski), ο οποίος τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα, ύστερα από την κατάρρευση του Στρατού της, άκουσε την εσωτερική του παρόρμηση και, παίρνοντας το ψευδώνυμο "Μπορ" (Bór) παρέμεινε συγκροτώντας το αντιστασιακό κίνημα[8]
Η Armia Krajowa, προς το τέλος του 1944, αριθμούσε 400.000 μέλη. Συγκροτήθηκε, επίσης, και ο "Λαϊκός Στρατός" (πολων. Armia Ludowa), με την υποστήριξη του Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με πολύ μικρότερη, όμως, δύναμη. Το βασικό πρόβλημα της πολωνικής αντίστασης ήταν η έλλειψη μέσων και, κυρίως, όπλων. Η Εξέγερση της Βαρσοβίας καταπνίγηκε - με αρκετή δυσκολία - από τις δυνάμεις Κατοχής, κύρια επειδή οι Πολωνοί αντιστασιακοί δεν διέθεταν επαρκή οπλισμό και, γενικότερα, επαρκή μέσα.
Με το τέλος του Πολέμου
Λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου η Πολωνία καταλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ερυθρό Στρατό. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945 ο Ιωσήφ Στάλιν έθεσε τους Δυτικούς Συμμάχους του προ τετελεσμένου: Η χώρα είχε καταληφθεί από τον στρατό του και θα παρέμενε υπό τη Σοβιετική σφαίρα επιρροής, όπως και, τελικά, έγινε.
Ο Χανς Φρανκ συνελήφθη με το τέλος του Πολέμου από τα Αμερικανικά στρατεύματα, δικάσθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού. Εκτελέσθηκε την 1η Οκτωβρίου 1946.
Χωρίς αμφιβολία, η Πολωνία ήταν η χώρα που υπέφερε περισσότερο από όλες όσες ενεπλάκησαν στον Πόλεμο, με εξαίρεση την ίδια τη Γερμανία: Έχασε πάνω από επτά εκατομμύρια πολίτες της, τρία από τα οποία ήταν Πολωνοεβραίοι.[27]
Sir Neville Henderson, Failure of a Mission, G. P. Putnam's Sons
The German Campaign in Polandό.π.
Henri Michel, Histoire de la Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2000
Roger Manvell, Heinrich Fraenkel, "Heinrich Himmler: The SS, Gestapo, His Life and Career", Skyhorse Publishing Inc., 2007, ISBN 1-60239-178-5, σελ. 76
Lightbody, Bradley (31 Ιουλίου 2004). "The Second World War: Ambitions to Nemesis" (2004). Routledge. σελ. 304. ISBN 9781134592722
Doris L. Bergen, War & Genocide: A Concise History of the Holocaust, Rowman & Littlefield, 2002 ISBN 0-8476-9631-6
Απλή συνωνυμία με τον Έρβιν Ρόμελ, Στρατηγό της Βέρμαχτ
Craig Thompson-Dutton, The Police State & The Police and the Judiciary. The Police State: What You Want to Know about the Soviet Union, 1950
Michael Parrish, The Lesser Terror: Soviet State Security, 1939-1953, Greenwood Publishing Group, 1996, ISBN 0-275-95113-8
Zvi Gitelman, A Century of Ambivalence: The Jews of Russia and the Soviet Union, 1881 to the Present, Indiana University Press, 2001 ISBN 0-253-21418-1
Αναδημοσίευση - Μαύρη πανώλη ή Πανώλη τύπου Orientalis
Με τον όρο µαύρη πανώλη ή µαύρος θάνατος αναφέρεται η πανδημία των ετών 1348 - 1353, η οποία θεωρείται και η πλέον πιο καταστροφική στην καταγεγραμμένη παγκόσμια ιστορία. Ο συνολικός ανθρώπινος απολογισμός της, υπολογίζεται σε 100 έως 200 εκατομμύρια νεκρούς στην Ευρώπη, στην Ασία και στη βόρεια Αφρική. Μάλιστα εκτιμάται ότι μείωσε τότε τον παγκόσμιο πληθυσμό από 450 εκατομμύρια σε 350 - 375 εκατομμύρια.[1][2][3]
Οι πρώτες επίσημες καταγραφές της πανδημίας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Θεοδοσίας στη Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης.[4] Η ασθένεια αυτή είχε δύο μορφές: τη βουβωνική (ή σηψαιμική) και την πνευμονική. Μεταδιδόταν ακαριαία και βοηθούμενη από τις κακές συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και τις επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις, στις αρχές του 1348 είχε ήδη διαδοθεί από την Ιταλία, σε όλη την κεντρική Γαλλία, μέχρι τον χειμώνα του ιδίου έτους στη νότια Αγγλία και στη συνέχεια στις Κάτω Χώρες. Συνέπεια της επιδημίας ήταν να χαθεί σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η επιδημία ξαναχτύπησε και στα επόμενα χρόνια του 14ου αιώνα, με μικρά χρονικά διαλείμματα, αναιρώντας έτσι ολοκληρωτικά τη δημογραφική αύξηση που είχε σημειωθεί στα μέσα του 13ου αιώνα[5] και ο παγκόσμιος πληθυσμός επανήλθε στα επίπεδα πριν το 1347 μόλις τον 17ο αιώνα.
Πανδημία
Η πανδημία προκλήθηκε πιθανώς από το εντεροβακτήριο Yersinia pestis, που ενδημεί σε πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας.[6] Η δημοφιλέστερη θεωρία για την έναρξή της είναι ότι προήλθε από τις στέπες της Μογγολίας, μέσω σταυροφόρων που επέστρεφαν από τη Μέση Ανατολή, αν και υπάρχει επίσης η άποψη ότι προήλθε από τη βόρεια Ινδία. Πιθανώς μεταφέρθηκε από τις μογγολικές στρατιές και εμπόρους που ακολουθούσαν το δρόμο του μεταξιού.[7] Υπάρχει η εκδοχή να ξεκίνησε λίγο μετά από το 1200 στα Ιμαλάια.[8]
Η Ευρώπη πριν την πανδημία
Πολυάριθμοι παράγοντες οδήγησαν τον πληθυσμό της Ευρώπης να τετραπλασιαστεί από το 900 ως το 1300. Αυτό επιτεύχθηκε με εκχερσώσεις και αποξηράνσεις, καθώς και με την ίδρυση νέων πόλεων ή την ανάπτυξη των παλαιών. Οι περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης βρίσκονταν στη νότια Αγγλία, στη βόρεια Γαλλία και ιδιαίτερα στις κοιλάδες του Σηκουάνα και του Λίγηρα, γύρω από το Παρίσι, στην κοιλάδα του Ρήνου, στη Φλάνδρα και τις Κάτω Χώρες και, τέλος, στη βόρεια Ιταλία από την κοιλάδα του Πάδου ως τη Ρώμη. Αυτές οι περιοχές ήταν περισσότερο πυκνοκατοικημένες σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ εδώ βρίσκονταν και οι μεγαλύτερες πόλεις.
Η ευρωπαϊκή κοινωνία πριν το 1300 διέθετε εξοπλισμένα πανεπιστήμια, ανέγειρε επιβλητικούς γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, και γενικώς βίωνε μια λογοτεχνική και καλλιτεχνική περίοδο άνθησης.
Ενώ η διδασκαλία της θεολογίας και της φιλοσοφίας έπαιζε σπουδαίο ρόλο, αντιθέτως σχεδόν κανένα ενδιαφέρον δεν δινόταν στις φυσικές επιστήμες. Οι λιγοστές γνώσεις χημείας έβρισκαν πρόσφορο έδαφος μόνο στην αλχημεία· οτιδήποτε ήταν τότε γνωστό σχετικά με την αστρονομία χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο για αστρολογία και μαντεία. Ιδιαίτερα η ιατρική ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη, κανείς δεν γνώριζε τότε ούτε την προέλευση των ασθενειών, ούτε τα πιθανά μέτρα αντιμετώπισής τους. Αντιθέτως η μεσαιωνική κοινωνία κατείχε μη ιατρικές απαντήσεις σε ό,τι αφορούσε τις επιδημίες γενικότερα - προσευχή και εξιλέωση, καραντίνα των αρρώστων και φυγή των υγιών ατόμων.
Ήδη πριν την εμφάνιση της πανώλης συνέβησαν κρίσιμες εξελίξεις. Από το 1290 πολλές περιοχές της Ευρώπης επλήγησαν από διαρκείς λιμούς, κατά κύριο λόγο εξαιτίας μιας περιοδικής ψύχρανσης του κλίματος, που ονομάστηκε Μικρή Εποχή των Παγετώνων και διήρκεσε τέσσερις αιώνες. Επιπλέον το 1339 και το 1340 έκαναν την εμφάνιση τους στις ιταλικές πόλεις διάφορες επιδημίες, που είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ξέσπασε από το 1347 στα λιμάνια της Μεσογείου η μεγάλη πανώλη.
Προέλευση της πανδημίας και εξάπλωση
Σχεδόν έξι αιώνες μετά την τελευταία μεγάλη πανευρωπαϊκή πανδημία πανώλης, ξεσπά ξανά εμφανώς το 1331 στη δυναστεία των Γιουάν της Κίνας.
Το 1338 ή το 1339 η επιδημία έφτασε τη χριστιανική κοινότητα της Ασσυριακής Εκκλησίας στη λίμνη Υσυκόλ στην Κιργιζία. Το 1345 άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα στην πόλη Σαράι στον κάτω ρου του Βόλγα και πολύ σύντομα στην Κριμαία. Το 1346 αρρώστησαν και οι πρώτοι κάτοικοι του Αστραχάν.
Παράλληλα, το ίδιο έτος, η ασθένεια έφτασε στα σύνορα της τότε Ευρώπης: η Χρυσή Ορδή πολιορκούσε την από τους Γενοβέζους κρατούμενη πόλη Κάφα, που βρίσκεται στην Κριμαία. Μαζί με τη Χρυσή Ορδή ήρθε και η πανώλη. Υπάρχουν αναφορές πως οι πολιορκητές έδεναν πτώματα ανθρώπων που υπέκυψαν από την πανώλη, πάνω σε καταπέλτες και εν συνεχεία τα εκσφενδόνιζαν μέσα στην πολιορκημένη πόλη. Αν και οι κάτοικοι της Κάφα κατάλαβαν τον λόγο και έριξαν όλα αυτά τα πτώματα κατευθείαν στη θάλασσα, ωστόσο μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πως η πανώλη πέρασε στους κατοίκους της Κάφα.
Με την προώθηση της πανώλης στην Κάφα η ασθένεια κατέληξε στο πολυδιακλαδωμένο εμπορικό δίκτυο των Γενοβέζων, το οποίο εκτεινόταν σε όλη τη Μεσόγειο. Μεταφερόμενη με καράβια, η πανώλη χτύπησε το 1347 την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη Μεσσήνη στη Σικελία. Από αυτά τα μέρη εξαπλώθηκε στα επόμενα τέσσερα χρόνια σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη:
Με πλοία, των οποίων τα πληρώματα ήταν μολυσμένα, ο παθογόνος οργανισμός της ασθένειας μεταφέρθηκε από την Γένοβα στη Μασσαλία, από όπου η πανώλη ακολούθησε τον ρου του Ροδανού. Τον Αύγουστο του 1348 η επιδημία έφτασε και στην Αβινιόν, στη νότια Γαλλία, η οποία εκείνη τη περίοδο ήταν η έδρα του Πάπα. Το Παρίσι άρχισε να επηρεάζεται από τον Μαύρο Θάνατο ήδη από τον Μάιο του ίδιου έτους.
Από τη Βενετία η πανώλη πέρασε το ανατολικό τμήμα των Άλπεων και έφτασε στην Αυστρία. Στη ραγδαία προέλαση της πανδημίας δεν γλίτωσε ούτε η Βιέννη.
Στη Γερμανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και την Ιρλανδία η πανώλη έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1349.
Για να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης της πανώλης, όλα τα καράβια από το 1347 και μετά απομονώνονταν για 40 μέρες (καραντίνα, από τα γαλλικά «une quarantaine de jours» = 40 μέρες).
Δημογραφικές και πολιτικές επιπτώσεις
Εκτιμάται πως περίπου 20 με 25 εκατομμύρια άνθρωποι, το ένα τρίτο του τότε ευρωπαϊκού πληθυσμού, έπεσαν θύματα της καταστροφικής πανδημίας. Για τον αριθμό των θυμάτων στην Ασία και την Αφρική δεν υπάρχουν πηγές. Οποιοιδήποτε αριθμοί αναφέρονται, πρέπει να μην θεωρούνται εντελώς βάσιμοι, καθώς τότε λόγω της φρίκης και της απελπισίας τους οι άνθρωποι ανέβαζαν τον αριθμό των νεκρών πολύ ψηλά. Για παράδειγμα οι χρονογράφοι της εποχής αναφέρουν πως ο αριθμός των θυμάτων στην Αβινιόν ήταν 120.000, την ίδια στιγμή που η πόλη εκείνη τη περίοδο δεν μετρούσε πάνω από 50.000 κατοίκους.
Πολύ πιο έντονα απ' ό,τι στους αριθμούς, η καταστροφική μανία της πανώλης απεικονίζεται σε μεμονωμένα χρονικά: Ο ιστοριογράφος της Σιένα Ανιόλο ντι Τούρα (Agnolo di Tura), στη βόρεια Ιταλία, αναφέρει πως δεν υπήρχε κανείς πρόθυμος να θάψει τους νεκρούς, ακόμη και τα ίδια τα πέντε παιδιά του. Ο Τζων Κλιν (John Clyn), τελευταίος επιζήσας μοναχός ενός ιρλανδικού μοναστηριού, έγραψε λίγο πριν πεθάνει πως ελπίζει να υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που θα βγει αλώβητος από την πανώλη, για να συνεχίσει το δικό του χρονικό. Στη Βενετία από τους 24 συνολικά γιατρούς πέθαναν οι 20, στο Αμβούργο από τους 21 δημοτικούς συμβούλους οι 16. Στο Λονδίνο μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι, πέθανε και ο υποψήφιος διάδοχος του, και αμέσως μετά και ο επόμενος στη σειρά. Στη Γαλλία υπέκυψε στη πανώλη πάνω από το ένα τρίτο των βασιλικών συμβολαιογράφων, ενώ στην Αβινιόν το ένα τρίτο των καρδιναλίων βρήκε τραγικό θάνατο.
Ο Μαύρος Θάνατος άφησε ωστόσο κάποιες περιοχές της Ευρώπης σχεδόν ανέπαφες από το καταστροφικό πέρασμα του: μεγάλα τμήματα του Βελγίου και της Πολωνίας, αλλά και η Πράγα δεν επηρεάστηκαν καθόλου, την ίδια στιγμή που ολόκληρα κομμάτια γης σε άλλες περιοχές ερημώθηκαν κυριολεκτικά. Ενώ το Μιλάνο γλίτωσε από την πανώλη, αντιθέτως στη Φλωρεντία πέθαναν τα 4/5 του πληθυσμού της πόλης. Όσον αφορά τη Γερμανία, παρόλο που οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν σημαντικά μικρότερες σε σχέση με την Ιταλία και τη Γαλλία, δεν έλειψαν οι μαζικοί θάνατοι, όπως στη Βρέμη, το Αμβούργο και την Κολωνία.
Μετά την πανδημία της πανώλης, χρειάστηκαν 3 αιώνες για να επανέλθει ο ευρωπαϊκός πληθυσμός στα επίπεδα πριν από την πανδημία - μόλις τον 17ο αιώνα συνέβη αυτό.
Η αντίδραση των γιατρών
Οι λιγοστοί γιατροί της εποχής σήκωσαν τα χέρια ψηλά στην αινιγματική για αυτούς ασθένεια. Οι γνώσεις που κατείχαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά αστρολογικές, ενώ ιατρικές γνώσεις αντλούσαν από τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό. Κανείς δεν φανταζόταν τότε ότι η επιδημία μπορούσε να εξαπλώνεται μέσω μόλυνσης από τα ζώα στους ανθρώπους. Επικρατούσε πλήρης άγνοια. Αντιθέτως θεωρούσαν πως η πανώλη προήλθε από την Ασία από μολυσμένους ανέμους με ανυπόφορη οσμή ή πως η ασθένεια προερχόταν από αναθυμιάσεις και ατμούς από το κέντρο της Γης.
Εντελώς άτοπες συμβουλές κυριαρχούσαν. Έτσι για παράδειγμα έπρεπε κανείς να ανοίγει τα παράθυρα εκείνα που κοιτούσαν προς τον βορρά, ο ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν απαγορευμένος. Ζεστό και υγρό κλίμα μαζί με νότιους ανέμους, θεωρούνταν πολύ επικίνδυνος συνδυασμός, όπως επίσης και ο αέρας πάνω από λιμνάζοντα νερά και έλη. Η πανώλη ελκυόταν από την ομορφιά νεαρών κοριτσιών, πίστευαν. Και όμως πέθαιναν περισσότεροι άντρες απ' ό,τι γυναίκες, καθώς και περισσότεροι νέοι απ' ό,τι ηλικιωμένοι.
Μερικές από τις «θεραπείες» που εξασκούνταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν οι ακόλουθες:
Πολλοί γιατροί το έβαζαν στα πόδια μπροστά στην τρομακτική ασθένεια. Όταν έφευγαν τρομοκρατημένοι θεωρούνταν δειλοί, ενώ από την άλλη, όταν παρέμειναν θεωρούνταν φιλάργυροι. Το μοναδικό ιατρικό καθήκον τους ήταν να ενθαρρύνουν τους ασθενείς σε συνεχείς εξομολογήσεις. Παράλληλα, το συχνότερο μέσο που χρησιμοποιούσαν κατά της πανώλης ήταν το κάψιμο αρωματικών ουσιών. Έτσι ο πάπαςΚλήμης ΣΤ΄ πέρασε την περίοδο της πανώλους στην Αβινιόν μεταξύ δύο μεγάλων εστιών φωτιάς, που έκαιγαν ανελλιπώς στο δωμάτιο του, και υποτίθεται ότι κρατούσαν μακριά την πανώλη.
Σε ευρύτερη σκοπιά η πανώλης έδρασε ως κατασταλτικός παράγοντας όσον αφορά την εμπιστοσύνη των γιατρών στην ιατρική του Γαληνού. Πλέον άρχισε δειλά δειλά η ανατομική εξέταση του ανθρωπίνου σώματος, πολύ περισσότερο απ' ό,τι πριν την πανδημία και έγινε έτσι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής και της εμπειρικής επιστήμης.
Η πανώλη και η μεσαιωνική κοινωνία
Πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι έβλεπαν την πανώλη ως την υπέρτατη τιμωρία του Θεού, αναζήτησαν παρηγοριά στη θρησκεία.
Η εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία, προσπαθώντας να ανακτήσει το κύρος της, σκέφτηκε να βρει ένα εξιλαστήριο θύμα και έριξε την ευθύνη για τον όλεθρο στους Εβραίους. Έτσι ξεπήδησε ξαφνικά μια θεωρία ότι δήθεν οι Εβραίοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια για να εξοντώσουν τους χριστιανούς. Το γεγονός ότι οι Εβραίοι ξεκληρίζονταν εξίσου από την πανδημία, προφανώς δεν τους απασχόλησε καν. Η θεωρία αυτή πυροδότησε ένα γενικότερο κύμα διωγμών εναντίον των Εβραίων σε ολόκληρη την Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Καταλονία ο λαός έφτασε στο σημείο να κατακρεουργεί τους Εβραίους. Ωστόσο, ενώ οι Εβραίοι διώκονταν, ούτε οι χριστιανοί διώκτες τους απέφευγαν τον θάνατο από την πανώλη.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του Μαύρου Θανάτου
Μακροπρόθεσμα η πανδημία πανώλης επιτάχυνε μία ριζική αλλαγή στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή κοινωνία. Έτσι οι γενιές μετά το 1348 δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα του 13ου αιώνα. Η μεγάλη απώλεια πληθυσμού προκάλεσε αναδιοργάνωση της κοινωνίας, η οποία αργότερα έμελλε να αποβεί θετική. Η ερήμωση πολλών περιοχών επέτρεψε σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού την πρόσβαση σε αγροκτήματα και θέσεις εργασίας που άξιζαν. Οι μισθοί στις πόλεις ανέβηκαν, ενώ η αγορά για αγροτικές μισθώσεις κατέρρεε.
Η εμφανής άνοδος του κόστους εργασίας επέφερε τη σταδιακή μηχανοποίηση της εργασίας. Έτσι ο Ύστερος Μεσαίωνας εξελίχθηκε σε μια εποχή εντυπωσιακών τεχνικών καινοτομιών. Ως παράδειγμα μπορούμε να θέσουμε την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ωστόσο, οι μισθοί των γραφέων παρέμειναν χαμηλοί.