311 New Articles

Στον Πύργο και τη Ζάκυνθο του 1830 - Ένα ιστορικό σημείωα από τον Διονύση Τραμπαδώρο

του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

 

          Πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις Ζακυνθίων που δραστηριοποιούνται, ήδη από τη δεκαετία του 1820, στην περιοχή του Πύργου και της Ηλείας, γενικότερα.

        Ειδικότερα, μέσα από τα έγγραφα των Δημοσίων Μνημόνων και ιδιαίτερα, λόγω ποσότητας, του Στέλιου Α. Κουβαρά, βλέπουμε τις διατοπικές επαφές μεταξύ της περιοχής του Πύργου με τα νότια Ιόνια, δηλαδή την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα την τελευταία.

         Η σχέση που συνδέει τις δύο περιοχές, δηλαδή την Ηλεία, και επομένως και τον Πύργο, με τη Ζάκυνθο, είναι μια σχέση στενών συνεχών επαφών, εμπορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και, ακόμα, μια σχέση που φτάνει τις συχνές, και συνεχείς, μετακινήσεις οικογενειών από την μια περιοχή στην άλλη, ενώ οι αλληλεπιδράσεις σε όλους του τομείς είναι έντονες.

          Ας παρατηρήσουμε όμως τη σχέση αυτή μέσω της παράθεσης συγκεκριμένων συμβολαίων. Κατ’ αρχάς, στο συμβόλαιο με αριθμό 583 (Στέλιος Α. Κουβαράς) της 6ης Οκτωβρίου 1830, αναφέρεται ότι ο Ζακύνθιος Γεώργιος Κουλούμπαρδος, ποτέ Αντωνίου, διακανονίζει ζητήματα που αφορούν το συντροφικό του κατάστημα εδώδιμων αγαθών, στη Ζάκυνθο, από τον Πύργο. Συγκεκριμένα, ο Κουλούμπαρδος διατηρούσε το κατάστημα αυτό μαζί με τον Παύλο Ταμπάκη και τον Νικόλαο Ξένο και με το συμβόλαιο που αναφέραμε διορίζει πληρεξούσιό του τον Κωνσταντίνο Κλάδη, σε υπόθεση που είχε στο Τμήμα Εμπορικών Υποθέσεων του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου Ζακύνθου, με διάδικο τον Κόντε Γεώργιο Λογοθέτη, για υπόθεση εμπορίας ελαιολάδου. Στο συμβόλαιο αυτό, μάλιστα, ως μάρτυρας υπογράφει ο πρόγονός μου Παναγιώτης Λεονταρίτης ποτέ Ευθυμίου.

        Σε άλλο συμβόλαιο, στο με αριθμό 609 της 12ης Νοεμβρίου 1830 (Στέλιος Α. Κουβαράς) αναφέρεται ότι ο Πύργιος, με καταγωγή από το χωριό Δούκα, και απώτερη από την Κεφαλλονιά, Φιλάρετος Αυγερινός, που ανήκε σε μια από τις πλέον σημαντικές οικογένειες της πόλης, είχε στείλει την οικογένειά του στη Ζάκυνθο, προκειμένου να την προστατεύσει από τον κίνδυνο των πολεμικών συγκρούσεων της Επανάστασης.

           Άλλου είδους συμβόλαια στα οποία έχουμε έντονη την παρουσία Ζακυνθίων είναι αυτά της ναυτιλίας της περιοχής του Πύργου και της Ηλείας, γενικότερα, αλλά και αυτά που έχουν να κάνουν με την πρωτογενή παραγωγή και με τα οποία θα ασχοληθούμε σε κάποιο άλλο άρθρο.

            Έτσι, στα ναυτιλιακά μνημονιακά έγγραφα της περιόδου εκείνης (1829-1835) εμφανίζονται οι εξής Ζακύνθιοι: Γεώργιος Λευτάκης, «καραβοκύρης» συντροφικής βάρκας (ο οποίος με βάση άλλο έγγραφο είναι αυτός που στις 5 Οκτωβρίου 1824 μετέφερε επιστολή του Πυργίου Χριστόδουλου Αυγερινού που βρισκόταν τότε στο νησί προς τον επιστάτη του στρατοπέδου Π. Πατρών Β. Καραβία), Καλλίνικος Γιατράς, συνιδιοκτήτης συντροφικής βάρκας, Θεόδωρος Τσαγκαρουσιάνος (ή Χαχαλάκης), που παρουσιάζεται με πολλές ιδιότητες στα συμβόλαια, Αντώνιος Γιακουμέλος, πιστωτής, Νικόλαος Δαμουλιάνος, μάρτυρας, Εμμανουήλ Λεονταράκης, με πολλές ιδιότητες σε πολλά συμβόλαια, Σπύρος Βλαστός, με διάφορες ιδιότητες στα συμβόλαια, Γεώργιος Δαμουλιάνος, πλοίαρχος, Δημήτριος Μουζάκης, πλοίαρχος, Πέτρος ή Πιέρος Βλαστός, πλοίαρχος, Διονύσιος Μουζάκης ή Φαγοδημήτρης, πλοίαρχος, Αντώνιος Λόξας, πλοίαρχος, Σπυρίδων Ραυτόπουλος - Πόρης, με διάφορες ιδιότητες, Σπύρος Ραυτόπουλος, μάρτυρας, Αποστόλης Μαρίνος, πλοίαρχος, Σπυρίδων Χέλμης και Αναστάσιος Χέλμης, έμποροι, Νικόλαος Χωραφάς, πλοίαρχος, Ηλίας Μακρής και Ανδρέας Στουπάθης. Εκτός αυτών, υπάρχει και το ονοματεπώνυμο του Μαλτέζου Σαλβατόρου Γαμπή (όπως τον αναφέρει ο Κουβαράς) ή Salvatore Gambin, όπως υπογράφει, ο οποίος, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο του Κουβαρά με αριθμό 144/4-12-1829, δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στη Ζάκυνθο.

          Πολλές φορές, μάλιστα, ο Πύργος και γενικότερα η Ηλεία χρησιμοποιείται ως βάση, στην ηπειρωτική Ελλάδα, για επέκταση των δραστηριοτήτων των Ζακυνθίων αυτών σε άλλα μέρη της Ελλάδας και, ειδικότερα, της Δυτικής. Ενδεικτικό είναι το έγγραφο με αριθμό 123/22-11-1829 (Κουβαράς) που αφορά ένορκη κατάθεση των Πέτρου (Πιέρου) Βλαστού και του Νικολάου Δαμουλιάνου (Ζακυνθίων) σχετικά με διακανονισμό οφειλής και εξόφληση ομολογίας, μεταξύ του Θεοδώρου Τσαγκαρουσιάνου ή Χαχαλάκη (οφειλέτη) και του Αντωνίου Γιακουμέλου ή Λοβού, (πιστωτή). Το σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι ενώ η συναλλαγή γίνεται στο Μεσολόγγι, το έτος 1825, η ομολογία βρίσκεται στον Πύργο, γεγονός που αποδεικνύει, εν πολλοίς, τα προλεγόμενά μας επ’ αυτού.

          Εξαιρετική όμως, περίπτωση, ανάμεσα στους Ζακυνθινούς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Πύργου, εκείνη την περίοδο, αποτελεί ο Εμμανουήλ Γρηγορίου Λεονταράκης, λόγω του ό,τι εντυπωσιάζει η πυκνότητα της δραστηριότητάς του.

          Ο Εμμανουήλ Λεονταράκης («Μανωλάκης» , όπως αναφέρεται στα μνημονιακά έγγραφα) λόγω της σημαντικής οικονομικής του επιφάνειας, έχει παρουσία σε πάρα πολλά συμβόλαια της εποχής.

          Στο πρώτο συμβόλαιο που τον συναντούμε είναι το με αριθμό 133 της 27ης Νοεμβρίου 1829 και το οποίο αφορά την επέκταση της χρονικής διάρκειας εμπορικής συντροφίας με τον Ιθακίσιο Γεώργιο Κουβαρά και με αντικείμενο την θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων προς την Τζαβέρδα (Πάλαιρο Αιτωλοακαρνανίας) ενώ στο ίδιο συμβόλαιο γίνονται αναφορές στο Κατάκωλο, το Πυργί [λιμάνι (με τα μέτρα της εποχής) πλησίον του χωριού Άγιος Ηλία Πύργου] και την Κλαρέντζα (Γλαρέντζα). Στο ίδιο συμβόλαιο ορίζεται πληρεξούσιος του Λεονταράκη ο επίσης Ζακύνθιος του Πύργου Δημήτριος Πυλαρινός.

          Στο συμβόλαιο με αριθμό 219, της 4ης Φεβρουαρίου 1830, τον βρίσκουμε μάρτυρα στη ναύλωση του πλοίου «Άγιος Ανδρέας», ανάμεσα στον πλοίαρχο Αντώνιο Λόξα και τον εκπρόσωπο της σπετσιώτικης εμπορικής συντροφίας Μιχαήλο Στεμνιτζιώτη.

          Επίσης, έντονη παρουσία έχει ως μάρτυρας και σε άλλα συμβόλαια που συντάχθηκαν την περίοδο 1829-1835 στον Πύργο.

          Στα συμβόλαια, όμως, που θα σταθούμε είναι αυτό με αριθμό 273, της 5ης Μαρτίου 1830 (Στέλιος Α. Κουβαράς) στο οποίο βλέπουμε ότι ο δραστήριος Ζακυνθινός Εμμανουήλ Λεονταράκης κατασκευάζει σπίτι σε χωριό της περιοχής του Πύργου και συγκεκριμένα στου Τζόγια και, επίσης, αυτό με αριθμό 668, της 12ης Ιανουαρίου 1831 (Στέλιος Α. Κουβαράς) στο οποίο τον βρίσκουμε να προσλαμβάνει επιστάτη, για τις εκτάσεις γης και τα ζώα που έχει στην κατοχή του στα χωριά Τζόγια και Σκουροχώρι (από τα παλιότερα χωριά της περιοχής του μαζί με τα χωριά Μυρτιά, Σκαφιδιά και Άγιο Ιωάννη).

          Στο πρώτο από αυτά (273) τον βρίσκουμε να συνάπτει έγγραφη συμφωνία με τους χτίστες Αργύριο Βέλιο ποτέ Θεοδώρου και Παναγιώτη Γιωργόπουλο ποτέ Ιωάννη και οι δύο καταγόμενοι από το χωριό Μεσορρούγι, της πρώην επαρχίας Καλαβρύτων (το οποίο είναι ένα από τα Κλουκονοχώρια ή «Κλουκίνες») και από τα οποία χωριά κατάγονταν οι πλέον περίφημοι χτίστες της εποχής, πριν τη φήμη αυτή κατακτήσουν οι Λαγκαδινοί και γενικότερα οι Γορτύνιοι μαστόροι.

         Με το συμφωνητικό οι κτίστες αυτοί αναλάμβαναν να χτίσουν για λογαριασμό του Εμμανουήλ Λεονταράκη πέτρινο σπίτι στο χωριό Τζόγια της περιφέρειας του Πύργου, ενώ περιγράφονται και τεχνικές λεπτομέρειες της κατασκευής.

         Οι μαστόροι υπόσχονται να κτίσουν κατά τις οδηγίες του μαστρο-Τζώρτζη, ενώ ο Λεονταράκης υπόσχεται να τους πληρώσει 60 φοίνικες για την εργασία που θα του προσφέρουν. Μάλιστα το γεγονός ότι, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Λεονταράκης καλεί τον «παρακαλεστό» Χαράλαμπο Δαραλέξη («Νταραλέξη», όπως αναφέρεται), να υπογράψει για λογαριασμό του αγράμματου Παναγιώτη Γιωργόπουλου δείχνει ότι είχε στενές σχέσεις με ισχυρές οικογένειες του Πύργου, όπως ήταν η οικογένεια Δαραλέξη, με καταγωγή από το χωριό Δούκα.

         Το δεύτερο συμβόλαιο (668), συνήφθη μεταξύ του Εμμανουήλ Λεονταράκη και του επίσης Ζακυνθίου Δημητρίου Βάρδα Καστάνια (Βαρδακαστάνια).

        Με το έγγραφο αυτό ο Λεονταράκης προσλαμβάνει τον Βάρδα Κατσάνια ως επιστάτη των κτημάτων του, αλλά και για να φροντίζει τα ζώα που ο πρώτος έχει στα χωριά Τζόγια και Σκουροχώρι.

      Ο Βάρδα Καστάνιας δεσμεύεται να παρίσταται σε όλες τις εργασίες των κτημάτων του Λεονταράκη (σπορά, θέρισμα, κλ.π.) «ως να ήταν ο ίδιος ο Λεονταράκης» , όπως αναφέρεται.

          Επίσης, ο Βάρδα Καστάνιας υπόσχεται να ασχολείται με κάθε εργασία του Λεονταράκη σε όποιο μέρος της Ηλείας («Ήλιδος» ) και αν είναι.

       Επιπροσθέτως, ο Βάρδα Καστάνιας αναλαμβάνει την υποχρέωση να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα ζώα του Λεονταράκη και να του τα παραδίδει στο σπίτι του δεύτερου, στου Τζόγια.

         Ακόμη, αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδίδει «παστρικό λογαριασμό» στον Λεονταράκη, κάθε χρόνο για καθετί που αφορά την περιουσία του δεύτερου.

         Ο Λεονταράκης, με τη σειρά του, δεσμεύεται να δώσει στον Βάρδα Καστάνια έτοιμη κατοικία, στου Τζόγια, για να στεγαστεί ο ίδιος και η οικογένειά του. Επίσης, αναλαμβάνει την υποχρέωση, εκτός από το να του παρέχει στέγαση, να του πληρώνει και 120 φοίνικες το χρόνο για τις υπηρεσίες του επιστάτη, 60 φοίνικες για την φροντίδα των ζώων και, επίσης και να του επιτρέπει να καλλιεργεί 4 στρέμματα για ίδιο λογαριασμό.

         Γενικά, η σχέση που εγκαθίσταται με το μνημονιακό αυτό έγγραφο λίγο μας θυμίζει τους θεσμούς της αγροληψίας («σεμπριάς») και της εμφύτευσης, έτσι όπως διατυπώνονται στα άρθρα 1627-1632 και 1651-1653, αντίστοιχα, του Ιονίου Αστικού Κώδικα.

         Ακόμη, με το ίδιο έγγραφο, ο Λεονταράκης επιτρέπει στον Βάρδα Καστάνια να εκχωρεί στον κουνιάδο του Αναστάσιο Μπισκίνη την εποπτεία των προβάτων που ο πρώτος έχει στου Τζόγια.

Για τον Μπισκίνη εγγυητής μπαίνει ο Βάρδα Καστάνιας.

          Σχετικά με το γεγονός αυτό, δηλαδή της συγγένειας του Βάρδα Καστάνια με τον Μπισκίνη, μπορούμε να κάνουμε δύο σχόλια: ότι αφ’ενός, μετά την απελευθέρωση, πολλοί Ζακυνθομωραΐτες εγκαταλείπουν το νησί και γυρνούν στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην Ηλεία [Μπισκίνι είναι χωριό της Πελοποννήσου (σημ. δικήμας, στη Ζαχάρω) όπως παρατηρεί ο Λ. Χ. Ζώης], και αφ΄ετέρου ότι στις πρώτες γενιές Ζακυνθίων του Πύργου παρατηρείται έντονη ενδογαμία, γεγονότα τα οποία έχουν διαπιστωθεί και από άλλους ερευνητές, σε άλλα συμβολαιογραφικά έγγραφα.

        Ο Λεονταράκης υπογράφει ιδιοχείρως το συμβόλαιο, γεγονός που, λαμβανομένου υπόψη και του τρόπου γραφής και του γραφικού του χαρακτήρα, σημαίνει ότι είναι εγγράμματος και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτό που θεωρείται «εγγράμματος» εκείνη την εποχή.

       Τέλος, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι για λογαριασμό του Βάρδα Καστάνια υπογράφει ως «παρακαλεστός», προφανώς με πρόσκληση του Λεονταράκη, ο Βασίλειος Κ. Γιαννόπουλος, γόνος μιας από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες οικογένειες του Πύργου, με έντονη δράση τόσο στη γεωργία, όσο και στο εμπόριο και τη ναυτιλία, πρόγονος, εκ μητρός, του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη, ο Ζακύνθιος Νικόλαος Σουμμάκης (από την επιφανή οικογένεια) ως «παρακαλεστός», για λογαριασμό του Αναστασίου Μπισκίνη, καθώς και οι Σπυρίδων Ραυτόπουλος και Πέτρος Κεφαλληνός, ως μάρτυρες.

Προέλευση εικόνας: http://el.travelogues.gr/ 

Συμβολή στον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 - Τα νομίσματα: Από το γρόσι και τα άλλα ξένα νομίσματα στον φοίνικα και την δραχμή.

Του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*

Τα νομίσματα που συναντούμε στη συγκυρία της Επανάστασης, δηλαδή λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και λίγο μετά από αυτήν, είναι τα «τάλιρα δίστηλα», τα «τάλιρα γαλλικά», τα «γρόσια», το «γρόσσο», τα «τάλιρα της αούστριας», οι «παράδες», οι «φοίνικες» τα «τάλιρα της ρεγγίνας», τα «φλωρία βενέτικα» και οι «μαχμουτιέδες».

Για πολλά ακόμη χρόνια μετά την Επανάσταση, οι διάφορες συναλλαγές θα συνεχίσουν να γίνο­νται όχι μόνο στο τούρκικο νόμισμα αλλά και σε πολλά ευρωπαϊκά. Η πολιτεία αρκείται στο ρόλο του ρυθμιστή της αξίας των νομισμάτων αυτών, ορίζοντας με συνεχείς επίσημες διατιμή­σεις τις αντιστοιχίες των ευρωπαϊκών προς το τούρκικο νόμισμα, το γρόσι.

Από αυτή την άποψη παρουσιάζεται απλά ως συνεχιστής της οθωμανικής πολιτικής.

Έτσι, δεν είναι εύκολο κανείς να πει, με απόλυτο τρόπο, το πότε συντελείται η μεταβολή, αν δηλαδή είναι το 1828, έτος κοπής του φοίνικα ή το 1833, με την καθιέρωση της δραχμής, και την απαγό­ρευση της κυκλοφορίας των τουρκικών νομισμάτων[i].

Πάντως, η νομισματική αλλαγή του 1833, με την καθιέρωση της δραχμής, ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένη και πιο επιστημονικά τεκμηριωμένη, απ’ ό,τι αυτή του Ι. Καποδίστρια με τον φοίνικα[ii].

Κατά τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο, ο από 28 Φεβρουαρίου 1828 καθορισμός της επίσημης τιμής των διαφόρων ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με το γρόσι, νόμισμα το οποίο ήταν ακόμη σε χρήση για τον προϋπολογισμό του κράτους, και με αυτό συναλλασσόταν το δημόσιο, απέβλεπε στη διευκόλυνση του εμπορίου. Ο φοίνικας κόπηκε το 1828 και τέθηκε σε κυκλοφορία την 1η Οκτωβρίου 1829.

Ο Ελληνικός φοίνικας κόπηκε με βάση το ισπανικό δίστηλο[iii].

 Η κοπή του φοίνικα υπήρξε, άλλωστε, το σπουδαιότερο νομισματικό μέτρο της κυβέρνησης Καποδίστρια, που ενείχε μάλιστα και εθνικό χαρακτήρα (ο Δεσποτόπουλος εννοεί την απάλειψη του παράγοντα της ποδηγέτησης της ελληνικής οικονομίας από τον Σουλτάνο, μέσω αλλαγών στην κυκλοφορία των νομισμάτων).

Από τον Ιανουάριο του 1830, καθορίστηκε η επίσημη τιμή των ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με τον φοίνικα, πού είχε στο μεταξύ ορισθεί ως το εθνικό νόμισμα.

Επίσης, τον Ιανουάριο του 1830, ανακοινώθηκε ότι από 1ης  Μαρτίου 1830 τα κατάστιχα των δημοσίων υπηρεσιών θα έπρεπε να τηρούνται σε φοίνικες και λεπτά [iv]

.Ο δε Βασίλης Κρεμμυδάς αναφέρει ότι η μετάβαση στο ελληνικό κράτος έφερε στο προσκήνιο νομίσματα που πριν δεν κυκλοφορούσαν όπως ήταν το «παβαρικό», το «σπαθάτο», η «λίρα», το «γαλλικό» κ.ά. και εξαφάνισε άλλα με ευρεία χρήση (όπως τους «ρουμπιέδες» Πόλης και άλλους, τα «μπεσικλίκια» κ.ά.

Άφησε όμως ακλόνητο το πιο σκληρό νόμισμα, δηλαδή το κολονάτο (δίστηλο) τάλιρο που κατείχε τη θέση αυτή από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την πτώση της Βενετίας στον Ναπολέοντα και την συνακόλουθη καθολική απαξίωση του τότε σκληρού βενέτικου φλουρίου ή τσεκινίου.

Ο καποδιστριακός φοίνικας ισοτιμήθηκε προς ένα γρόσι, ενώ η έκδοση της δραχμής ισοτιμήθηκε επισήμως προς 2,5 γρόσια.

Όμως, το νόμισμα εκτός από μέσο συναλλαγής, είναι και εμπόρευμα, που η αξία του υπόκειται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και επομένως η τιμή του θα μπορούσε να κυμαίνεται με όρους αγοράς και οι ισοτιμίες να προσδιορίζονται από τις εκάστοτε συμφωνίες.

Το δε γρόσι εξακολούθησε να αντιστέκεται και ήταν σε χρήση επί πολλά χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους[v].

 

 

[i]Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 9.

[ii]«Η διατίμηση του 1830 γίνεται για να ορίσει τις τιμές των διαφόρων νομισμάτων ως προς το ελληνικό νόμισμα, τον φοίνικα. Και οι τρεις όμως αυτές ταρίφες δίνουν την εντύπωση της προσωρινής λύσης σ' αντίθεση με την διατίμηση του 1833 όπου ο παραλληλισμός των ξένων νομισμάτων με την ελλη­νική δραχμή είναι συστηματικότερος, διεξοδικότερος και επιστημονικότερος. Επιπλέον, ο κατάλογος εδώ είναι ο πλουσιότερος από άποψη αριθμού νομισμάτων με αναφορά όχι μόνο στον τύπο του νομί­σματος αλλά και στο συγκεκριμένο έτος κοπής-του, αφού, ως γνωστό, οι διαφορετικές κοπές νομίσματος κατά κανόνα σήμαιναν και διαφορετική εσωτερική αξία αυτών». Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 288.

[iii]Ευτυχία Δ. Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα, Η κυκλοφορία των νομισμάτων στον ελληνικό χώρο, 15ος-9ος αι., Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1996, σελ. 154.

[iv]Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «Οικονομική πολιτική του Καποδίστρια», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1975, σελ. 616.

[v]Βασίλης Κρεμμυδάς, Το καριοφίλι και το γρόσι. Στεριανές οικονομικές πραγματικότητες στη νότια Πελοπόννησο (1750-1850), Ιστορικό Αρχείο-Πολιτιστική Συμβολή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2004, σσ. 100, 102.

 

Ορισμοί νομισμάτων της περιόδου

Γρόσι/α= τουρκικό νόμισμα, το ένα εκατοστό της τουρκικής λίρας. Το κάθε γρόσι είχε 40 παράδες, (τουρκικά, gurush).

Γρόσσο= Πολλαπλάσιο του δηναρίου, γνωστό και ως  γρόσσιον, το οποίο κόπηκε για πρώτη φορά από το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΑ΄στην Tours και ονομάστηκε gros tournois. Καταρχήν ισοδυναμούσε με 12 δηνάρια, αλλά σταδιακά η αναλογία μεταβλήθηκε

Δίστηλα= Ασημένια νομίσματα ισπανοαμερικανικής προέλευσης, πολύ διαδεδομένα στην Ευρώπη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ίσης αξίας με το τάληρο, βενέτικο κ. ά. Νομίσματα της εποχής. Αλλιώς: Κολονάτο, ονομασία που περοέρχεται απ’τις δύο κολόνες (στήλες) που απεικονίζονται αριστερά και δεξιά του θυρεού τα Ισπανίας, ίσο με 5,43 γαλλικά φράγκα της ίδιας εποχής.

Μαχμουτιές=Νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκδόθηκε από το Μαχμούτ Β΄(1808-1839), και ήταν η κοινή ονομασία του atya-rumi altunu που κοινώς λεγόταν και mahmudiye και yirmibeslik (= νόμισμα 25 πιάστρων). Ο μαχμουτιές αυτός ήταν νέος τύπος χρυσού νομίσματος.

Παράς=  Είναι το αιγυπτιακό maidin (medino) και στις ελληνικές πηγές μαΐδι, μαϊδί ή μαγίδιον και μεδίνα, το οποίο εισαγόμενο στην Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε παράς.

Τάλιρα δίστηλα= ασημένιο νόμισμα γερμανικής προέλευσης, διαδεδομένο σε όλη την Ευρώπη, αξίας πέντε μονάδων, ισότιμο με τα: κολωνάτο, ιμπεριάλικο, δίστηλο, ρηγκίνα, πεντάδραχμο και άλλα που κυκλοφορούσαν στις αρχές του 19ου αιώνα, γερμ. Thaler, βεν. Talaro, ιταλ. tallero.

Τάλιρο της Αούστριας=μάλλον πρόκειται για τα «τάλαρα ιμπεριάλικα», τα τάληρα της Αυστρο-Ουγγαρίας.

Τάλιρο γαλλικό= Νόμισμα που χρησιμοποιείτο ευρέως στην Ανατολή. Υπάρχει αναφορά ότι στα 1709, στις αγορές της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης, κυκλοφορούν ευρύτατα γαλλικά τάλιρα, τα οποία ανταλλάσσονται με ζολότες (πολωνικό νόμισμα) σε αντιστοιχία 150 και 160 τουρκικών άσπρων.

Τάλιρο της Ισπανίας= ή Δίστηλο ή τάλιρο κολονάτο ή απλά κολονάτο. Με βάση αυτό το νόμισμα εκδόθηκε και ο ελληνικός φοίνικας.

Τάλιρο της ρεγγίνας= Τάλιρο Αυστριακό της Μαρίας Θηρεσίας με ισοτιμία 3,12 γρόσια το 1800 και 6 γρόσια το 1819.

Φλωρί (βενέτικο)= Είναι το πασίγνωστο τσεκίνι, κομμένο στον τύπο του Βυζαντινού υπέρπυρου με τη σταθερότητα του τύπου και του τίτλου του από την πρώτη του κοπή το 1284 ως την κατάλυση της βενετικής δημοκρατίας (1797) θα αποτελέσει τον χρυσό νομισματικό κανόνα της εποχής και θα καταστεί ο ρυθμιστής των άλλων νομισματικών συστημάτων για αιώνες ολόκληρους.

Φοίκινας= Το πρώτο ελληνικό νόμισμα που εκδόθηκε το 1828.

*Ο Διονύσης (Σάκης) Τραμπαδώρος είναι Οικονομολόγος και Ιστορικός (ΜΑ)

Προέλευση εικόνας: https://el.wikipedia.org/

 

Προτεινόμενο βιβλίο - Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος, Οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά την δεύτερη Τουρκοκρατία 1715-1821, Ηρόδοτος 2005

Σύνοψη του βιβλίου "Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821"

Η αυτοδιοίκηση αποτέλεσε αναμφισβήτητα κορυφαίο θεσμό της Ιστορικής εξέλιξης και της επιβίωσης του ελληνικού έθνους για πολλούς αιώνες. Κυρίως σ' αυτόν οφείλεται η διατήρηση της ενότητας και της εθνικής συνείδησης στην τουρκοκρατία, καθώς και η αυτοδύναμη ρύθμιση της κοινοτικής ζωής με συλλογικές και αντιπροσωπευτικές διαδικασίες. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε ο θεσμός κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την επανάσταση του 1821, όταν είχε συντελεστεί πλέον αλλαγή και στην αρχέγονη σύνθεση του κοινωνικού σώματος, με την ανάδειξη νέων παραγόντων κοινωνικής και οικονομικής ισχύος. Ο θεσμός της αυτοδιοίκησης γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στην Πελοπόννησο, της οποίας οι κοινοτικοί άρχοντες διέθεταν μεγάλη πολιτική δύναμη. Οι αρνητικές κρίσεις για τους προεστούς, όχι πάντοτε αβάσιμες για ορισμένους απ' αυτούς, προέρχονται είτε από ρομαντικούς περιηγητές είτε από ιστοριογράφους που κάνουν ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και έχουν οπωσδήποτε δημιουργήσει προκατάληψη. Είναι ευνόητο ότι, χωρίς τη συναγωγή των υπαρχόντων τεκμηρίων και τη μελέτη τους κατά τους κανόνες της επιστήμης, είναι αδύνατο να συλλάβουμε τις πραγματικές διαστάσεις της σημασίας του θεσμού των κοινοτήτων και να πετύχουμε την ερμηνεία των νοοτροπιών και των συμπεριφορών των μελών του προυχοντικού σώματος.

Πηγή: https://www.public.gr/product/books/greek-books/anthropology-social-sciences/history/oi-kotzampasides-tis-peloponnisoy-kata-ti-deyteri-toyrkokratia-1715-1821/prod634247pp/

Για τον Λ. Χ. Ζώη: Με αφορμή ένα δημοσίευμα της εφημερίδος «Πατρίς» Πύργου της 11ης Οκτωβρίου 1935 *

του Διονύση Τραμπαδώρου

*το άρθρο είχε γραφεί για τον Τύπο της Ζακύνθου

Δεν χρειάζεται να μιλήσω σε Ζακυνθίους, όντας μη Ζακύνθιος, για τον Λ. Χ. Ζώη, αυτόν τον πολύ σημαντικό ιστορικό ερευνητή του νησιού, η εργασία του οποίου έχει σπουδαιότητα για το πανελλήνιο και πέρα απ’ αυτό ακόμα.

Θα ζητούσα, όμως, την άδεια από το αναγνωστικό κοινό της Ζακύνθου να αναφερθώ στο δημοσίευμα της εφημερίδος του Πύργου «Πατρίς» της 11ης Οκτωβρίου 1935, το οποίο φορά την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου του νησιού.

Συντάκτης του είναι ο Πύργιος Τάκης Δόξας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Λαμπρινόπουλου), σημαντική προσωπικότητα των λογοτεχνικών πραγμάτων του Πύργου, με δράση που υπερέβαινε τα στενά όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, καθώς και δεσπόζουσας φυσιογνωμίας της διοίκησης της Ηλειακής Βιβλιοθήκης και μετέπειτα Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου.Ο Δόξας, στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, αφού εκφράζει την προσωπική του λύπη για τα γεγονός της απόλυσης, μεταφέρει και την ειλικρινή λύπη τόσο των ειδημόνων, όσο και του γενικού κοινού για το γεγονός, αναδεικνύοντας και επισημαίνοντας ταυτόχρονα το μέγεθος και την ποιότητα του ανδρός.

Η απόλυση έγινε σε μια εποχή ταραχώδη, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες του πραξικοπήματος του Γεωργίου Κονδύλη, με το οποίο ανατράπηκε η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1933, διαδεχόμενη την μεταβατική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Οθωναίου.

Χρονολογικά, η είδηση της απόλυσης δημοσιεύεται για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου 1935, στην εφημερίδα «Πρόοδος» της Ζακύνθου, του Ανδρέα Ιωάν. Ζώντου, φίλα προσκείμενης, όπως φαίνεται, στη βασιλική παράταξη. Το δημοσίευμα φέρει ως τίτλο «Ο κ. Λεωνίδας Ζώης και το πολυσχιδές έργον του» και υπογράφεται από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Γιαννόπουλο. Ο Σπυρίδων Γιαννόπουλος, μάλιστα, δεν αναφέρεται καν σε «απόλυση», αλλά σε «αποχώρηση».Όπως αναφέρεται στο άρθρο η λύπη που προξενεί η απομάκρυνση του Ζώη μετριάζεται από την τοποθέτηση στη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, του διδάκτορα της νομικής, Δημητρίου Κοριατόπουλου, ο οποίος ήταν, ήδη από το 1922, στενό συγγενικό πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη.

Αναφορά στον Δημήτριο Κοριατόπουλο βρίσκουμε και στις «Μούσες» του Νοεμβρίου του 1936 και συγκεκριμένα ως επιμελητή αρχαιοτήτων, καθώς και στις 19.1.1937, στη δημοσίευση του Λ. Χ. Ζώη ότι λόγω της μετεγκαταστάσεως του στην Αθήνα διακόπτεται η κανονική δεκαπενθήμερη έκδοση των «Μουσών», στο οποίο ο Δ. Σ. Κοριατόπουλος αναφέρεται ως επιμελητής σύνταξης.

Επίσης, άξια αναφοράς είναι αυτή της 1ης Ιουνίου 1936, των «Μουσών», στο Β. Δ. για τη Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, καθώς και στα εύσημα που αποδίδονται στο πρόσωπο του Νικολάου Κολυβά, για το γεγονός αυτό.

Εντύπωση μας προκαλεί το ευμενές σχόλιο του περιοδικού για την αντίδραση του Δημητρίου Κοριατόπουλου, από τη θέση του διευθυντή του Αρχειοφυλακείου, στο νέο νομοσχέδιο για τις Βιβλιοθήκες που υποχρέωνε σε μεταφορά μέρους των εγγράφων των Αρχειοφυλακείων σε αυτές (1η Νοεμβρίου 1935).

Παρ’ ό,τι εν πρώτοις, κάποιος θα απέδιδε την απόλυση του Λ. Χ. Ζώη σε πολιτικούς λόγους, η εμπλοκή του προσώπου του Δημητρίου Κοριατόπουλου μας βάζει, εκ των υστέρων, σε δεύτερες σκέψεις.

Εκτός αυτών, ο Σπυρίδων Ιωάν. Γιαννόπουλος, μάλιστα, υπογράφει άλλο ένα άρθρο, στις 16 Οκτωβρίου 1935, σχετικά με την έκδοση της Ιστορίας της Ζακύνθου του Λ. Χ.Ζώη, ενώ σε κεντρικό πρωτοσέλιδο άρθρο της, της 10ης Οκτωβρίου 1935, η εφημερίδα «Πρόοδος», κάνει αναφορά στη σημασία του Αρχειοφυλακείου.

Όπως και να έχει αυτή καθ’ αυτή η αναφορά του Τάκη Δόξα τόσο στο Αρχειοφυλακείο της προσεισμικής Ζακύνθου, όσο και στο πρόσωπο του Λ. Χ. Ζώη αναδεικνύει την υπερτοπική σημασία τόσο του θεσμού, όσο και του προσώπου, καθώς, επίσης, και την στενή σχέση ανάμεσα στην Ηλεία και τον Πύργο ειδικότερα και τη Ζάκυνθο.

Άλλωστε, αναζητώντας στοιχεία στο περιοδικό «Αι Μούσαι», που επί χρόνια εξέδιδε ο Λ. Χ. Ζώης, διαπιστώνουμε τόσο την συνεχή παρουσία σε αυτό του Τάκη Δόξα είτε ως ποιητή (τεύχος 30ης Σεπτεμβρίου 1935, δημοσίευση ποιήματος «Στοχαμοί»), είτε στη στήλη των βιβλιοκρισιών (τεύχος Ιουλίου 1937, βιβλιοκρισία του έργου της Κατίνας Παΐζη «Απλοί Σκοποί»), όσο και του αδικοχαμένου, εκτελεσθέντα από τους Γερμανούς, στην Πάτρα, Πυργίου ποιητή Φώτου Πασχαλινού (φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα) και της ποιητικής του συλλογής, «Επαρχιακά», που εξέδωσε στον Πύργο. Επίσης, έχουμε συνεχείς αναφορές των «Μουσών» τόσο στο «Σύλλογο Γραμμάτων και Τεχνών» του Πύργου, στον οποίο πρόεδρος είχε εκλεγεί o Τάκης Δόξας (19.1.1937 και Ιούλιος 1937), στην «Ηλειακή Βιβλιοθήκη» (Ιούλιος 1937), όσο και στον τότε νεοϊδρυθέντα, στον Πύργο, «Σύλλογο διανοουμένων και φιλοτέχνων Ηλείας» (19.1.1937).

Η σχέση αυτή των διανοουμένων της εποχής των δύο περιοχών συνεχίζει τις πολύ παλαιές και πολύπτυχες στενές σχέσεις μεταξύ Ζακύνθου και Ηλείας. Ας έχουμε, επί παραδείγματι, κατά νου το έγγραφο του πολύ πρώιμου 16ου αι. που έχει εκδώσει ο Σπυρίδων Λάμπρος και το οποίο αναφέρεται στις στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ του νησιού και των Χασίων Ποντικού, δηλαδή του σημερινού Κατακώλου.

 

*Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο της Ζακύνθου.

 

Περισσότερα Άρθρα...

Εγγραφείτε προκειμένου να λαμβάνετε δωρεάν ειδοποιήσεις όταν έχουμε νεότερες πληροφορίες.