του Διονύση (Σάκη) Τραμπαδώρου*
Πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις Ζακυνθίων που δραστηριοποιούνται, ήδη από τη δεκαετία του 1820, στην περιοχή του Πύργου και της Ηλείας, γενικότερα.
Ειδικότερα, μέσα από τα έγγραφα των Δημοσίων Μνημόνων και ιδιαίτερα, λόγω ποσότητας, του Στέλιου Α. Κουβαρά, βλέπουμε τις διατοπικές επαφές μεταξύ της περιοχής του Πύργου με τα νότια Ιόνια, δηλαδή την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα την τελευταία.
Η σχέση που συνδέει τις δύο περιοχές, δηλαδή την Ηλεία, και επομένως και τον Πύργο, με τη Ζάκυνθο, είναι μια σχέση στενών συνεχών επαφών, εμπορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και, ακόμα, μια σχέση που φτάνει τις συχνές, και συνεχείς, μετακινήσεις οικογενειών από την μια περιοχή στην άλλη, ενώ οι αλληλεπιδράσεις σε όλους του τομείς είναι έντονες.
Ας παρατηρήσουμε όμως τη σχέση αυτή μέσω της παράθεσης συγκεκριμένων συμβολαίων. Κατ’ αρχάς, στο συμβόλαιο με αριθμό 583 (Στέλιος Α. Κουβαράς) της 6ης Οκτωβρίου 1830, αναφέρεται ότι ο Ζακύνθιος Γεώργιος Κουλούμπαρδος, ποτέ Αντωνίου, διακανονίζει ζητήματα που αφορούν το συντροφικό του κατάστημα εδώδιμων αγαθών, στη Ζάκυνθο, από τον Πύργο. Συγκεκριμένα, ο Κουλούμπαρδος διατηρούσε το κατάστημα αυτό μαζί με τον Παύλο Ταμπάκη και τον Νικόλαο Ξένο και με το συμβόλαιο που αναφέραμε διορίζει πληρεξούσιό του τον Κωνσταντίνο Κλάδη, σε υπόθεση που είχε στο Τμήμα Εμπορικών Υποθέσεων του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου Ζακύνθου, με διάδικο τον Κόντε Γεώργιο Λογοθέτη, για υπόθεση εμπορίας ελαιολάδου. Στο συμβόλαιο αυτό, μάλιστα, ως μάρτυρας υπογράφει ο πρόγονός μου Παναγιώτης Λεονταρίτης ποτέ Ευθυμίου.
Σε άλλο συμβόλαιο, στο με αριθμό 609 της 12ης Νοεμβρίου 1830 (Στέλιος Α. Κουβαράς) αναφέρεται ότι ο Πύργιος, με καταγωγή από το χωριό Δούκα, και απώτερη από την Κεφαλλονιά, Φιλάρετος Αυγερινός, που ανήκε σε μια από τις πλέον σημαντικές οικογένειες της πόλης, είχε στείλει την οικογένειά του στη Ζάκυνθο, προκειμένου να την προστατεύσει από τον κίνδυνο των πολεμικών συγκρούσεων της Επανάστασης.
Άλλου είδους συμβόλαια στα οποία έχουμε έντονη την παρουσία Ζακυνθίων είναι αυτά της ναυτιλίας της περιοχής του Πύργου και της Ηλείας, γενικότερα, αλλά και αυτά που έχουν να κάνουν με την πρωτογενή παραγωγή και με τα οποία θα ασχοληθούμε σε κάποιο άλλο άρθρο.
Έτσι, στα ναυτιλιακά μνημονιακά έγγραφα της περιόδου εκείνης (1829-1835) εμφανίζονται οι εξής Ζακύνθιοι: Γεώργιος Λευτάκης, «καραβοκύρης» συντροφικής βάρκας (ο οποίος με βάση άλλο έγγραφο είναι αυτός που στις 5 Οκτωβρίου 1824 μετέφερε επιστολή του Πυργίου Χριστόδουλου Αυγερινού που βρισκόταν τότε στο νησί προς τον επιστάτη του στρατοπέδου Π. Πατρών Β. Καραβία), Καλλίνικος Γιατράς, συνιδιοκτήτης συντροφικής βάρκας, Θεόδωρος Τσαγκαρουσιάνος (ή Χαχαλάκης), που παρουσιάζεται με πολλές ιδιότητες στα συμβόλαια, Αντώνιος Γιακουμέλος, πιστωτής, Νικόλαος Δαμουλιάνος, μάρτυρας, Εμμανουήλ Λεονταράκης, με πολλές ιδιότητες σε πολλά συμβόλαια, Σπύρος Βλαστός, με διάφορες ιδιότητες στα συμβόλαια, Γεώργιος Δαμουλιάνος, πλοίαρχος, Δημήτριος Μουζάκης, πλοίαρχος, Πέτρος ή Πιέρος Βλαστός, πλοίαρχος, Διονύσιος Μουζάκης ή Φαγοδημήτρης, πλοίαρχος, Αντώνιος Λόξας, πλοίαρχος, Σπυρίδων Ραυτόπουλος - Πόρης, με διάφορες ιδιότητες, Σπύρος Ραυτόπουλος, μάρτυρας, Αποστόλης Μαρίνος, πλοίαρχος, Σπυρίδων Χέλμης και Αναστάσιος Χέλμης, έμποροι, Νικόλαος Χωραφάς, πλοίαρχος, Ηλίας Μακρής και Ανδρέας Στουπάθης. Εκτός αυτών, υπάρχει και το ονοματεπώνυμο του Μαλτέζου Σαλβατόρου Γαμπή (όπως τον αναφέρει ο Κουβαράς) ή Salvatore Gambin, όπως υπογράφει, ο οποίος, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο του Κουβαρά με αριθμό 144/4-12-1829, δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στη Ζάκυνθο.
Πολλές φορές, μάλιστα, ο Πύργος και γενικότερα η Ηλεία χρησιμοποιείται ως βάση, στην ηπειρωτική Ελλάδα, για επέκταση των δραστηριοτήτων των Ζακυνθίων αυτών σε άλλα μέρη της Ελλάδας και, ειδικότερα, της Δυτικής. Ενδεικτικό είναι το έγγραφο με αριθμό 123/22-11-1829 (Κουβαράς) που αφορά ένορκη κατάθεση των Πέτρου (Πιέρου) Βλαστού και του Νικολάου Δαμουλιάνου (Ζακυνθίων) σχετικά με διακανονισμό οφειλής και εξόφληση ομολογίας, μεταξύ του Θεοδώρου Τσαγκαρουσιάνου ή Χαχαλάκη (οφειλέτη) και του Αντωνίου Γιακουμέλου ή Λοβού, (πιστωτή). Το σημείο ενδιαφέροντος είναι ότι ενώ η συναλλαγή γίνεται στο Μεσολόγγι, το έτος 1825, η ομολογία βρίσκεται στον Πύργο, γεγονός που αποδεικνύει, εν πολλοίς, τα προλεγόμενά μας επ’ αυτού.
Εξαιρετική όμως, περίπτωση, ανάμεσα στους Ζακυνθινούς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Πύργου, εκείνη την περίοδο, αποτελεί ο Εμμανουήλ Γρηγορίου Λεονταράκης, λόγω του ό,τι εντυπωσιάζει η πυκνότητα της δραστηριότητάς του.
Ο Εμμανουήλ Λεονταράκης («Μανωλάκης» , όπως αναφέρεται στα μνημονιακά έγγραφα) λόγω της σημαντικής οικονομικής του επιφάνειας, έχει παρουσία σε πάρα πολλά συμβόλαια της εποχής.
Στο πρώτο συμβόλαιο που τον συναντούμε είναι το με αριθμό 133 της 27ης Νοεμβρίου 1829 και το οποίο αφορά την επέκταση της χρονικής διάρκειας εμπορικής συντροφίας με τον Ιθακίσιο Γεώργιο Κουβαρά και με αντικείμενο την θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων προς την Τζαβέρδα (Πάλαιρο Αιτωλοακαρνανίας) ενώ στο ίδιο συμβόλαιο γίνονται αναφορές στο Κατάκωλο, το Πυργί [λιμάνι (με τα μέτρα της εποχής) πλησίον του χωριού Άγιος Ηλία Πύργου] και την Κλαρέντζα (Γλαρέντζα). Στο ίδιο συμβόλαιο ορίζεται πληρεξούσιος του Λεονταράκη ο επίσης Ζακύνθιος του Πύργου Δημήτριος Πυλαρινός.
Στο συμβόλαιο με αριθμό 219, της 4ης Φεβρουαρίου 1830, τον βρίσκουμε μάρτυρα στη ναύλωση του πλοίου «Άγιος Ανδρέας», ανάμεσα στον πλοίαρχο Αντώνιο Λόξα και τον εκπρόσωπο της σπετσιώτικης εμπορικής συντροφίας Μιχαήλο Στεμνιτζιώτη.
Επίσης, έντονη παρουσία έχει ως μάρτυρας και σε άλλα συμβόλαια που συντάχθηκαν την περίοδο 1829-1835 στον Πύργο.
Στα συμβόλαια, όμως, που θα σταθούμε είναι αυτό με αριθμό 273, της 5ης Μαρτίου 1830 (Στέλιος Α. Κουβαράς) στο οποίο βλέπουμε ότι ο δραστήριος Ζακυνθινός Εμμανουήλ Λεονταράκης κατασκευάζει σπίτι σε χωριό της περιοχής του Πύργου και συγκεκριμένα στου Τζόγια και, επίσης, αυτό με αριθμό 668, της 12ης Ιανουαρίου 1831 (Στέλιος Α. Κουβαράς) στο οποίο τον βρίσκουμε να προσλαμβάνει επιστάτη, για τις εκτάσεις γης και τα ζώα που έχει στην κατοχή του στα χωριά Τζόγια και Σκουροχώρι (από τα παλιότερα χωριά της περιοχής του μαζί με τα χωριά Μυρτιά, Σκαφιδιά και Άγιο Ιωάννη).
Στο πρώτο από αυτά (273) τον βρίσκουμε να συνάπτει έγγραφη συμφωνία με τους χτίστες Αργύριο Βέλιο ποτέ Θεοδώρου και Παναγιώτη Γιωργόπουλο ποτέ Ιωάννη και οι δύο καταγόμενοι από το χωριό Μεσορρούγι, της πρώην επαρχίας Καλαβρύτων (το οποίο είναι ένα από τα Κλουκονοχώρια ή «Κλουκίνες») και από τα οποία χωριά κατάγονταν οι πλέον περίφημοι χτίστες της εποχής, πριν τη φήμη αυτή κατακτήσουν οι Λαγκαδινοί και γενικότερα οι Γορτύνιοι μαστόροι.
Με το συμφωνητικό οι κτίστες αυτοί αναλάμβαναν να χτίσουν για λογαριασμό του Εμμανουήλ Λεονταράκη πέτρινο σπίτι στο χωριό Τζόγια της περιφέρειας του Πύργου, ενώ περιγράφονται και τεχνικές λεπτομέρειες της κατασκευής.
Οι μαστόροι υπόσχονται να κτίσουν κατά τις οδηγίες του μαστρο-Τζώρτζη, ενώ ο Λεονταράκης υπόσχεται να τους πληρώσει 60 φοίνικες για την εργασία που θα του προσφέρουν. Μάλιστα το γεγονός ότι, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Λεονταράκης καλεί τον «παρακαλεστό» Χαράλαμπο Δαραλέξη («Νταραλέξη», όπως αναφέρεται), να υπογράψει για λογαριασμό του αγράμματου Παναγιώτη Γιωργόπουλου δείχνει ότι είχε στενές σχέσεις με ισχυρές οικογένειες του Πύργου, όπως ήταν η οικογένεια Δαραλέξη, με καταγωγή από το χωριό Δούκα.
Το δεύτερο συμβόλαιο (668), συνήφθη μεταξύ του Εμμανουήλ Λεονταράκη και του επίσης Ζακυνθίου Δημητρίου Βάρδα Καστάνια (Βαρδακαστάνια).
Με το έγγραφο αυτό ο Λεονταράκης προσλαμβάνει τον Βάρδα Κατσάνια ως επιστάτη των κτημάτων του, αλλά και για να φροντίζει τα ζώα που ο πρώτος έχει στα χωριά Τζόγια και Σκουροχώρι.
Ο Βάρδα Καστάνιας δεσμεύεται να παρίσταται σε όλες τις εργασίες των κτημάτων του Λεονταράκη (σπορά, θέρισμα, κλ.π.) «ως να ήταν ο ίδιος ο Λεονταράκης» , όπως αναφέρεται.
Επίσης, ο Βάρδα Καστάνιας υπόσχεται να ασχολείται με κάθε εργασία του Λεονταράκη σε όποιο μέρος της Ηλείας («Ήλιδος» ) και αν είναι.
Επιπροσθέτως, ο Βάρδα Καστάνιας αναλαμβάνει την υποχρέωση να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα ζώα του Λεονταράκη και να του τα παραδίδει στο σπίτι του δεύτερου, στου Τζόγια.
Ακόμη, αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδίδει «παστρικό λογαριασμό» στον Λεονταράκη, κάθε χρόνο για καθετί που αφορά την περιουσία του δεύτερου.
Ο Λεονταράκης, με τη σειρά του, δεσμεύεται να δώσει στον Βάρδα Καστάνια έτοιμη κατοικία, στου Τζόγια, για να στεγαστεί ο ίδιος και η οικογένειά του. Επίσης, αναλαμβάνει την υποχρέωση, εκτός από το να του παρέχει στέγαση, να του πληρώνει και 120 φοίνικες το χρόνο για τις υπηρεσίες του επιστάτη, 60 φοίνικες για την φροντίδα των ζώων και, επίσης και να του επιτρέπει να καλλιεργεί 4 στρέμματα για ίδιο λογαριασμό.
Γενικά, η σχέση που εγκαθίσταται με το μνημονιακό αυτό έγγραφο λίγο μας θυμίζει τους θεσμούς της αγροληψίας («σεμπριάς») και της εμφύτευσης, έτσι όπως διατυπώνονται στα άρθρα 1627-1632 και 1651-1653, αντίστοιχα, του Ιονίου Αστικού Κώδικα.
Ακόμη, με το ίδιο έγγραφο, ο Λεονταράκης επιτρέπει στον Βάρδα Καστάνια να εκχωρεί στον κουνιάδο του Αναστάσιο Μπισκίνη την εποπτεία των προβάτων που ο πρώτος έχει στου Τζόγια.
Για τον Μπισκίνη εγγυητής μπαίνει ο Βάρδα Καστάνιας.
Σχετικά με το γεγονός αυτό, δηλαδή της συγγένειας του Βάρδα Καστάνια με τον Μπισκίνη, μπορούμε να κάνουμε δύο σχόλια: ότι αφ’ενός, μετά την απελευθέρωση, πολλοί Ζακυνθομωραΐτες εγκαταλείπουν το νησί και γυρνούν στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην Ηλεία [Μπισκίνι είναι χωριό της Πελοποννήσου (σημ. δικήμας, στη Ζαχάρω) όπως παρατηρεί ο Λ. Χ. Ζώης], και αφ΄ετέρου ότι στις πρώτες γενιές Ζακυνθίων του Πύργου παρατηρείται έντονη ενδογαμία, γεγονότα τα οποία έχουν διαπιστωθεί και από άλλους ερευνητές, σε άλλα συμβολαιογραφικά έγγραφα.
Ο Λεονταράκης υπογράφει ιδιοχείρως το συμβόλαιο, γεγονός που, λαμβανομένου υπόψη και του τρόπου γραφής και του γραφικού του χαρακτήρα, σημαίνει ότι είναι εγγράμματος και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτό που θεωρείται «εγγράμματος» εκείνη την εποχή.
Τέλος, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι για λογαριασμό του Βάρδα Καστάνια υπογράφει ως «παρακαλεστός», προφανώς με πρόσκληση του Λεονταράκη, ο Βασίλειος Κ. Γιαννόπουλος, γόνος μιας από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες οικογένειες του Πύργου, με έντονη δράση τόσο στη γεωργία, όσο και στο εμπόριο και τη ναυτιλία, πρόγονος, εκ μητρός, του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη, ο Ζακύνθιος Νικόλαος Σουμμάκης (από την επιφανή οικογένεια) ως «παρακαλεστός», για λογαριασμό του Αναστασίου Μπισκίνη, καθώς και οι Σπυρίδων Ραυτόπουλος και Πέτρος Κεφαλληνός, ως μάρτυρες.
Προέλευση εικόνας: http://el.travelogues.gr/