95 New Articles

Κυριότερες Ειδήσεις για τον Πολιτισμό

Grid List

Θεόδωρος Ντόρρος: Ένας Πύργιος στην ποιητική Πρωτοπορία του 1930

Πολιτισμος

Θεόδωρος Ντόρρος

 

του Θεοδόση Πυλαρινού*

 

Ο Θεόδωρος Τραμπαδώρος, ως Ντόρρος καθιερώθηκε στη γραμματολογία μας, κατά την καθιερωμένη για χρηστικούς λόγους περικοπή των μακροσκελών ελληνικών επιθέτων στην Αμερική, γεννήθηκε το 1895 και πέθανε, αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του, για να κυριολεκτήσουμε, το 1954, στη Γαλλία, σε μια κωμόπολη νότια από το Παρίσι. Η βιογραφία του παρουσιάζει αρκετά κενά, τα οποία αποτυπώθηκαν και στα λογοτεχνικά μας πράγματα, με την ευοίωνη ωστόσο προοπτική που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, ότι θα συμπληρωθούν ελλείπουσες ψηφίδες. Για να το πω με άλλα λόγια, όσα βιογραφικά στοιχεία μάς είναι γνωστά οφείλονται στη μικρής έκτασης, αλλά καίριας σημασίας, ποιητική συλλογή του, με τον ιδιότυπο τίτλο Στου γλυτωμού το χάζι, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1930 και επανεκδόθηκε γρήγορα το 1931. Ως προς την άγνοιά μας για τα πρώτα χρόνια της ζωής του και την καταγωγή του, αυτή εξηγείται από τους μετανάστες γονείς, και κυρίως τον πρώτο μεταναστεύσαντα στην Αμερική αδελφό του, που άφησαν λίγα στοιχεία πίσω τους.

Η γραμματολογική ασάφεια γύρω από το έργο του είναι, νομίζουμε, το πρώτο αίτιο της αχλύος που τον περιβάλλει. Προφανώς πρωτοποριακό το έργο αυτό, στο μεταίχμιο υπερρεαλισμού και νεωτερικής ποίησης, προκάλεσε εντύπωση για το πρωτόγνωρο της γραφής, για την ιδιομορφία της γλώσσας, για την κατάργηση της ομοιοκαταληξίας, αλλά και για τις θεματικές του, ασυνήθεις στη μεσοπολεμική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Θεωρήθηκε υπερρεαλιστής (και έχει κάποια τέτοια στοιχεία η ποίησή του), μετατάχθηκε, βάσιμα, στους πρώτους εκπρόσωπους της νεωτερικής ποίησης (το μοντέρνο είναι εμφανές στη γραφή και στις θεματικές του) και, ακόμη, πρόσφατα, εντοπίστηκαν μετασυμβολιστικά στοιχεία στην τεχνοτροπία του. Εξαιτίας, επίσης, του βιβλίου του Intelligence, έκδοσης τού 1936, ελάχιστα γνωστού, με πολιτικοφιλοσοφικό και κυρίως κοινωνιστικό περιεχόμενο, λογίστηκε ως φορέας του πολιτικοποιημένου γαλλικού υπερρεαλισμού.

Θα αναφερθούμε αρχικά στην ιστορία της πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου του Ντόρρου, έπειτα στα πρόσφατα ανακαλυφθέντα πρώτα κείμενά του και θα κλείσουμε με το βιβλίο, στο οποίο οφείλει την καθυστερημένη αλλά σταδιακά αύξουσα υστεροφημία του, Στου γλυτωμού το χάζι.

Η μοναδική αυτή συλλογή του μετά τις δύο εκτός εμπορίου πρώτες εκδόσεις της στο Παρίσι, ανακαλύφθηκε και αναγνώστηκε, υπό επιστημονικούς θα λέγαμε όρους, με την επανέκδοσή της το 1981, μισόν αιώνα μετά την εμφάνισή της, όταν επανακυκλοφόρησε με επιμέλεια του Μάνου Ελευθερίου και πρόλογο του Αλέξανδρου Αργυρίου. Οι πρώτες αυτές εκτός εμπορίου εκδόσεις αποστέλλονταν δωρεάν στους ενδιαφερομένους –η πρώτη φαίνεται ότι εξαντλήθηκε, για να ανατυπωθεί τόσο σύντομα, η δεύτερη δεν φαίνεται να πήγε σε πολλά χέρια. Τέταρτη έκδοση, με εκτενή εισαγωγή, προσθήκη νέων στοιχείων και ενδιαφέρουσα ερμηνευτική προσέγγιση πραγματοποποίησε το 2005 η Μαρία Αθανασοπούλου. Παρατηρούμε, ευθύς εξ αρχής, μια αργή αλλά ποιοτικά σταθερή αντιμετώπιση του έργου του Ντόρρου, ανανεωμένη αναγνωστικά, με δεδομένα που το εξετάζουν, εκτός των άλλων, στις διασπορικές και μεταναστευτικές του προδιαγραφές. Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια ιδιόμορφη περίπτωση που, παρά το διαφορετικό περιεχόμενο, όμως από πλευράς γλώσσας, γραφής και κοσμοπολιτικής αντίληψης ανακαλεί στη μνήμη την περίπτωση ενός άλλου Έλληνα του κόσμου, του Ανδρέα Κάλβου.

Όσον αφορά τους φιλόλογους, κριτικούς της λογοτεχνίας, γραμματολόγους, ερευνητές, που συντέλεσαν στην ανάδειξη της σημασίας του Ντόρρου, θα αναφέρω μεταξύ άλλων, τις εξής περιπτώσεις: τους Νάσο Βαγενά για τις ειδολογικές του παρατηρήσεις, Μάνο Χαριτάτο και Γιώργο Γιάνναρη για το βιογραφικό κυρίως υλικό τους (ο Χαριτάτος έφερε στο φως τη διαφωτιστική για τον χαρακτήρα του Ντόρρου αλληλογραφία του με τον Θράσο Καστανάκη), τον Αντρέα Καραντώνη που ανασκεύασε τις αρχικές αρνητικές του θέσεις, την Αθηνά Βογιατζόγλου για την ανακάλυψη ανέκδοτων κειμένων του, τη Μαρία Αθανασοπούλου για την 4η έκδοση της συλλογής του και τον Σπύρο Παππά, που αναθέρμανε την περίπτωσή του με ανέκδοτο εργοβιογραφικό υλικό, σημαντικό για την αποκρυπτογράφηση του άγνωστου στην ουσία χαρακτήρα του, αφήνοντας πολλές ελπίδες για προσθήκη νέων ευρημάτων από το αρχείο Ντόρρου που έχει στην κατοχή του.

Η συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι αποτελεί το κέντρο και την ουσία του έργου του Ντόρρου. Συμπληρωματικό, ως διαφωτιστικό της κοινωνικής του συγκρότησης και της πολιτικής του σκέψης, οι οποίες επέδρασαν ρυθμιστικά στη διαμόρφωσή του, στη συγγραφική του θητεία, στην απαισιοδοξία του και, εικάζουμε, και σ’ αυτήν ακόμη την αυτοκτονία του, θεωρούμε το αγγλόγλωσσο βιβλίο του Intelligence, το τελευταίο, αν δεν προκύψει από την έρευνα κάτι εξ ίσου σημαντικό ως αυτοτελής έκδοση.

Η έρευνα αυτή στράφηκε τα τελευταία χρόνια προς τα πίσω, με αποτέλεσμα, εκτός από τη χρησιμότατη αλληλογραφία Ντόρρου - Καστανάκη που προαναφέραμε, να δουν το φως άγνωστα, αθησαύριστα και ανέκδοτα κείμενα του Ντόρρου, πεζόμορφα, προοιωνίσματα εν πολλοίς της ποιητικής του γραφής. Εννοούμε τα τέσσερα αθησαύριστα πεζοτράγουδα, που δημοσίευσε η Βογιατζόγλου και τα δημοσιεύματα του Παππά, τα τρία δηλ. αθησαύριστα κείμενα του Ντόρρου από την ελληνόφωνη εφημερίδα Αγών των Παρισίων και ένα ανέκδοτο πεζοτράγουδο του 1924, με τίτλο «Χωρίς πατέρα». Τα πεζά αυτά ποιήματα έχουν την αξία τους, όπως έδειξαν οι εκδότες τους, διότι ενέχουν τα σπέρματα των ανησυχιών, των αμφισβητήσεων, των πολιτικών ευαισθησιών και κυρίως των σφοδρών αντιφάσεων που ταλάνισαν τον κοινωνικά ευαίσθητο Ντόρρο, ο οποίος μετεωρίστηκε ανάμεσα στον ουτοπικό ανθρωπισμό που τον διακατείχε, και τη μεγαλοεπιχειρηματική του δραστηριότητα, ανάμεσα στην τέχνη του λόγιου Ερμή και την επιχειρηματικότητα του Κερδώου, ανάμεσα στην τύρβη των μεγαλουπόλεων και των στυγνών επαγγελματικών υποχρεώσεων, και την αποτραβηγμένη και μονήρη ζωή του στοχαστή. Είναι γνωστά και πολύ ενδιαφέροντα, όσα δημοσιεύτηκαν για τις φανταστικές επιτυχίες των επιχειρήσεων της οικογένειας, του αμερικανικού ονείρου που έζησε, καθώς και την πτώχευσή της με το μεγάλο κραχ.

Σε γενικές γραμμές τα πεζόμορφα ποιήματα του Ντόρρου παρουσιάζουν τα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, σε σχέση πάντοτε με το μετέπειτα έργο του, τόσο το Στου γλυτωμού το χάζι, όσο και το Intelligence, η μελέτη, αξιολόγηση και αξιοποίηση του οποίου δεν έχει ακόμη αποδώσει τα αναμενόμενα, με τον συνδυασμό με την εποχή που γράφτηκε, την ατμόσφαιρά της, την κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση του συγγραφέα και των επιδιώξεών του, ένα έργο αλλαγής πορείας μετά την ποιητική του συλλογή που γενικά πέρασε απαρατήρητη. Ίσως, μάλιστα, το γεγονός αυτό να συνέτεινε στην αλλαγή της γλώσσας από την ελληνική στην αγγλική, ακόμα και στην ειδολογική και τις θεματικές αλλαγές. Μήπως απευθυνόμενος σε ένα ευρύ κοινό, όπως το αγγλόγλωσσο προσδοκούσε κάποια αναγνώριση ή έστω την προσέλκυση της προσοχής του; Και μήπως και η δεύτερη αποτυχία, η όχι καλύτερη τύχη του Intelligence (που πήρε δάνειο για να το εκδώσει), οδήγησαν στην εγκατάλειψη της λογοτεχνικής και εν γένει συγγραφικής γραφίδας; Η μεγάλη μελέτη για τον Ντόρρο, που έχει προαναγγείλει ο Παππάς, ίσως μας διαφωτίσει για τον τρόπο που εισέπραξε ο Ντόρρος την κακή τύχη των έργων του.

Ας επανέλθουμε όμως στα πρώτα έργα του Ντόρρου: Η συγγραφική διαδρομή του, από όσα γνωρίζουμε έως τώρα, ξεκίνησε με πεζοτράγουδα, μέσα από τα οποία πέρασε στην ποίηση, στα οποία δοκιμάστηκε και εξελίχθηκε η όλη ποιητική του, οι θεματικές του, η γραφἠ του εν γένει, η μεταπήδηση από τη λυρική καθεστηκυία γλώσσα στην ανατρεπτική γλώσσα του Γλυτωμού. Οι θεματικές του κυοφορήθηκαν από το 1924 και εξής, έως ότου, μέσα από τα πεζοτράγουδα, μορφοποιήθηκαν στην ποίησή του. Η τάση του για πυκνότητα και ουσία, εξελίχθηκε στα πεζόμορφα εκείνα ποιήματα και ολοκληρώθηκε στα δύσβατα ποιήματα του Γλυτωμού. Άραγε ποιοι είναι οι πνευματικοί του πατέρες; Η Αθανασοπούλου έκανε ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, που δείχνουν τις γνώσεις του όσον αφορά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Είναι προφανές ότι επηρεάστηκε από τη λάμψη του λογοτεχνικού και γενικότερα του πνευματικού Παρισιού. Είναι προφανές ακόμη ότι η ζωή του και η αναστροφή του σε χώρους πολυπολιτισμικούς επηρέασε τις θεματικές του. Όμως γεννιούνται κάποια ερωτήματα ως προς τις πολιτικές πηγές του, με βάση το διάχυτο σοσιαλιστικό και ανθρωπιστικό πνεύμα του. Μας ξενίζει επίσης η έλλειψη πηγών ελληνικών.

Από το 1924 έως το 1930, χωρισμένα σε δύο περιόδους, θεωρεί ο Παππάς τα πρώτα έργα του, αποκρυπτογραφώντας μάλιστα πειστικά το «Χωρίς Πατέρα», έργο του 1924, και διαβλέποντας το πολιτικοκοινωνικό του βάθος και συνάμα τον διχασμό του μεγαλοεπιχειρηματία Ντόρρου με τον ιδεολόγο λογοτέχνη, που η εμπορική του ιδιότητα και οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τού στερούσαν τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, που η ψυχή του ποθούσε.

Δεν θα αναφερθούμε ειδικότερα στα πεζοτράγουδά του, τα θεωρούμε όμως ένα είδος προετοιμασίας και συνάμα γέφυρα από το ελληνικό πεζοτράγουδο, που πρέπει να είχε διαβάσει –ο Σπήλιος Πασαγιάννης που και στο Παρίσι βρέθηκε και στην Αμερική γνώρισε την επαγγελματική αποτυχία, μάς έρχεται συνειρμικά στο νου ως πιθανός μεταδότης του λυρισμού του πεζοτράγουδου που πρωτοκαλλιέργησε και ο Ντόρρος. Τα ύστερα πεζά ποιήματά του, εννοούμε το «Ύστερα από το Δικαστήριο» και «Το Χρηματιστήριο» σηματοδοτούν καθαρά την πορεία προς τον Γλυτωμό, την απαλλαγή του από τα συμβατικά δεδομένα, με μια ριψοκίνδυνη και όντως ανατρεπτική πρόταση, για να ολοκληρωθεί αυτή με τα το κείμενο «Μια νύχτα».

Στην περίοδο αυτή είναι ορατά πέραν των κοινωνικών ανησυχιών α) οι αλλαγές των χώρων δράσης και β) ο ανάμικτος με απαισιοδοξία προβληματισμός του, εν είδει υποβόσκουσας ή και εμφανούς απογοήτευσης για τον άτεγκτο άνθρωπο των καιρών του και παράλληλα μια εξαντλητική ψυχική κόπωση λόγω των υποχρεώσεών του που τον οδηγούσαν στην αποκοπή από όσα πράγματι ζητούσε η ψυχή του. Τα γράμματά του στον Καστανάκη είναι αποκαλυπτικά και ερμηνευτικά επ’ αυτών. «Γιατί γίνονται όλα αυτά», θα γράψει στο «Χωρίς Πατέρα», «ούτε ξέρουμε ούτε μπορούμε να τα προλάβουμε. Ένα μόνο είναι αλήθεια ότι μας φέρνουν λύπη μεγάλη». Και με ένα είδος ενοχής συνεχίζει: «Εμείς όμως ζούμε μέσα σε κύκλο διαφορετικό χωρίς να βλέπουμε το μικρό ορφανό».

Ένα γράμμα του Ντόρου από τη Ν. Υόρκη προς τον Καστανάκη αποτελεί τον καλύτερο οδηγό για να μεταβούμε Στου γλυτωμού το χάζι, το έργο που δικαίωσε στον χρόνο τον Ντόρρο ως καινοτόμο δημιουργό. Λίγες γραμμές από αυτό με ανάμικτα τα συναισθήματα της προσμονής για κάτι το νέο που γεννιέται, και των υπαρξιακών του προβληματισμών (το γράμμα είναι από τις 30.4.1930, οκτώ μήνες προ της έκδοσης της συλλογής): «πήρα το γράμμα σου», του γράφει, με ύφος που ξεφεύγει του συνήθους και που συμπίπτει με το πυκνό και ανατρεπτικό των ποιημάτων του, έργων της ίδιας εποχής, «που μου ’δειξε γραμμένα αυτά που με κάνουν τόσο αποξενωμένο απ’τον εαυτό μου και που με κρατάνε μέσα μου τον τελευταίο καιρό: η αηδία, οι μικρότητες, οι ανθρώποι […] δεν ησυχάζω αδιάκοπα απ’ αυτό το μαρτύριο. Βλέπω το γελοίο του παρελθόντος και της υπομονής μου. Κι όμως μην ανησυχείς. Στις πιο αγριεμένες ώρες βγαίνουνε όμορφα πράγματα». Έτσι βγήκε Του γλυτωμού το χάζι. Εκεί θα καταγγείλει στη «Μόνη μέρα» την ανθρώπινη ματαιοδοξία, γράφοντας ότι «Τα πιο ανύπαρχτα/ κάνουν δικό τους κόσμο/ μεγαλωμένα/ μπρος μας».

Τονίστηκε από τους μελετητές του έργου του Ντόρρου, καθυστερημένα, αλλά συστηματικά, η πρωτοτυπία της γραφής του και η ειδολογική σημασία της μοναδικής συλλογής του. Πράγματι, κόμιζε κάτι το νέο, το ασύνηθες, το ιδιότυπο και αντιρρητικό το έργο αυτό. Αρχικά δεν του δόθηκε η δέουσα σημασία. Στο ποίημα «Καμιά φωνή» υπαινικτικά, με δόση απογοήτευσης, θα δηλώσει την αντίθεσή του προς τους συμβιβασμένους ο ποιητής: Δε με χωρούν οι τόποι σας./ Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου./ Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.// Σας θάβω και με θάβετε./ Κι η ασχημιά του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το θάνατο. Κουβέντες μόνο/ απ’ τα ψηλώματα του νου./ Τέτοιες που σβήνουν κάθε πιο «αληθινό» […]. Η αμφισβητησιακή ορμή, βασικό γνώρισμα του Ντόρρου και η υποφαινόμενη τιμωρία που τον ελλοχεύει για την αποστροφή του προς τον συμβιβασμό, διατυπωμένη με ένα άλλο στοιχείο της ποιητικής του, την απαισιοδοξία, είναι έκδηλες στους στίχους αυτούς.

Το ότι ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα, από κοινού με τον ιδιότυπο τρόπο, τον εκτός εμπορίου και δωρεάν, που επέλεξε να στέλνει τη συλλογή του, συντέλεσαν στις δυσκολίες διάδοσής της. Ωστόσο, έστω και αργά, επισημάνθηκαν οι νέες θεματικές, κυρίως όμως ο μοντέρνος και παράτολμος για τα ελληνικά δεδομένα τρόπος γραφής, τη νεωτερικότητα του οποίου επέτειναν οι συντακτικές υπερβάσεις, ο ελεύθερος και πεζόμορφος κατά περιοχές στίχος, οι λογικοί μεταϋπερρεαλιστικοί μετεωρισμοί, οι γλωσσικές καινοτομίες με την επιλογή ενός λεξιλογίου λαϊκού και εν πολλοίς ασαφούςκαι νοηματικά δυσπρόσιτου, με φαινομενικές ακυριολεξίες, απρόσμενες επιτάξεις λέξεων και αήθεις συζεύξεις λέξεων, με εξαρθρωμένη τη χρήση των ετερόπτωτων προσδιορισμών, η αίσθηση τελικά μιας ξενικής και ως εκ τούτου ξενίζουσας ελληνικής γλώσσας, δυσπρόσληπτης ήδη από τον τίτλο της συλλογής. Από την άλλη, η ίδια αυτή αήθης γλώσσα και το ύφος ασκούσαν μια ανεξήγητη μαγνητική δύναμη και πρόδιδαν ακριβώς ότι κάτι νέο δημιουργείται. Θα πρόσθετα ότι, ως σύνολο, με τη σύμπραξη και των θεματικών, είχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία, που την ενίσχυε η πυκνότητα και ο κρυπτισμός του λόγου του Ντόρρου.

Ως προς τα θέματα ήταν το φάσμα της διασποράς, η αγωνία του ξενιτεμού, η ταλάντευση ανάμεσα σε μια εγγενή αλλά ακαλλιέργητη παράδοση και η δύσκολη αναστροφή στα νέα ήθη, τα ανάμικτα αισθήματα θαυμασμού και φοβίας στις αχανείς μοντέρνες μητροπόλεις, το σύνδρομο του μετανάστη, αν μου επιτρέπεται ο όρος, αλλά και σε προσωπικό-βιωματικό επίπεδο οι σφοδρές αντιθέσεις της ευαίσθητης φύσης του, που έβλεπε με οδύνη και βίωνε εκ του ασφαλούς την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση αλλά άκων τις υπηρετούσε, αισθανόμενος ενοχές: «Πιο άνθρωποι/ θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,/ τα τωρινά μας», έχει γράψει· που διέκρινε άσφαλτα την έννοια της πραγματικής ελευθερίας, επηρεασμένος στο σημείο αυτό από τους υπερρεαλιστές, αλλά την εστερείτο ο ίδιος δραματικά, όντας δούλος των επαγγελματικών του υποχρεώσεων‧ που αντιστρατευόταν την απαξίωση των συνανθρώπων του, αλλά ως εργοδότης την ανεχόταν. Είναι αισθήματα αυτά που μαρτυρούν την ύπαρξη ενοχών στους στίχους του και εμφανή απαισιοδοξία, ενδημούσα ούτως ή άλλως στον μεσοπόλεμο – η περίπτωση Καρυωτάκη και η μερική ταύτισή της με τον Ντόρρο εν πολλοίς ευσταθεί. Είναι ακόμη μια επίσης αντιφατική θεώρηση στα ποιήματά του, εννοούμε την έντονα κοινωνιστική και σοσιαλίζουσα διάθεσή του, που αντιπαραβαλλόμενη με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής του, τον συντάραζε. Λέχθηκε για την επιπολάζουσα ουτοπία στο έργο του Ντόρρου, για τους λίγους «που κρατιώνται ζωντανοί/ μονάχα/ για ένα έπειτα», για να χρησιμοποιήσω τη δική του φράση∙ η ουτοπία ακριβώς αυτή υπήρξε το καταφύγιό του μπροστά στα προσωπικά αδιέξοδα, απότοκα των συγκρούσεων του εσωτερικού του κόσμου με την εξωτερική πραγματικότητα, καταφυγή αλλά και άτοπη προσμονή ενός ανέφικτου γλυτωμού, ο οποίος θεωρούμε ότι συντέλεσε στην αυτοκτονία του, για την οποία λίγα γνωρίζουμε. Έμελλε να περιοριστεί ο Ντόρρος δραματικά στο χάζι του γλυτωμού και όχι στην κατάκτηση του γλυτωμού, στο αυτοαναφορικό αυτό έργο του, να μην πετύχει δηλαδή ποτέ τον γλυτωμό, όπως τον ποθούσε η ψυχή του και τον αποκαλύπτει η ποίησή του, κατακριτής αμετανόητος «της ξεγδυμένης ασχημιάς/ μέσα στην τόση νέκρα την κινούμενη». Κλείνοντας, θα σας διαβάσω το ακροτελεύτιο τμήμα από το σύνθεμά του με τίτλο «Ποια ώρα». Είναι η 3η πρωινή, ώρα αγρύπνιας, ώρα ποθεινή του μεγάλου και γι’ αυτό ανεκπλήρωτου οράματος:

 

Γιατ’ είν’ η ώρα που θα βγούνε οι μεγάλες οι ζωές,

οι άγνωστες.

Αυτές που καρτερούν αμίλητες τον ερχομό του ήλιου.

Αυτές δε γνώρισαν ψυχές, ούτε θανάτους.

Μαζί τους όποιος έμεινε μια μόνη του φορά,

δεν ξέρει έπειτα πότε να θέλει τη ζωή του

ανάμεσα στους άλλους.

 

ποια ώρα να μην είναι

 

*Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου

Προέλευση φωτογραφίας: Από το άρθρο του Σπύρου Ν. Παππά, "Μια φωτογραφία του Θεόδωρου Ντόρρου, με αφορμή την έκδοση διαβατηρίου (1922)", που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Δέντρο (2015).

 

 

 

 

25ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου - Νίκος Θεοδοσίου: Από τον Θεόφιλο στην Κοντραμπάντα-Τέσσερις ιστορίες για τον κινηματογράφο

Πολιτισμος

«Κινηματογράφος και Παιδαγωγική» είναι ο τίτλος της εκδήλωσης που πραγματοποιείται στις 11:30, αύριο Κυριακή, σε συνεργασία με τον κοινωνικό πολυχώρο “Δεξαμενή” στον Πύργο. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Θεοδοσίου «Από τον Θεόφιλο στην Κοντραμπάντα», έκδοση της Παιδαγωγικής Ομάδας «Το Σκασιαρχείο». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Μπάμπης Μπαλτάς και Δαμιανός Βογανάτσης ενώ ιστορίες από το βιβλίο θα διαβάσουν μέλη της Λέσχης “Δεξαμενή Αναγνώσεων”.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Camera Zizanio, Νίκος Θεοδοσίου θα μιλήσει για τον Κινηματογράφο στην παιδαγωγική Φρενέ και αμέσως μετά θα προβληθεί η ταινία “Τι θα πει σχολείο” του Δημοτικού Σχολείου Ταυρωνίτη Χανίων.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Πόσοι είδαν για πρώτη φορά κινηματογράφο και δεν μαγεύτηκαν; Σίγουρα ελάχιστοι. Το λευκό πανί, όπου κι αν στηνόταν, σ’ ένα άχαρο καφενείο, μια πλατεία ή μια φτωχή αίθουσα, γινόταν το όχημα για ένα ταξίδι στο όνειρο. Κι αυτό δεν άφηνε ασυγκίνητο κανέναν.

Κάποιοι, μικροί, έκαναν ένα βήμα παραπέρα. Τη μαγεία που έζησαν αποφάσισαν να την κάνουν επάγγελμα. Έγιναν κινηματογραφιστές για να φέρουν, αυτό που αγάπησαν, σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

Τις ιστορίες τεσσάρων παιδιών που άφησαν το άβολο κάθισμα του θεατή και πήραν θέση πίσω από τη μηχανή προβολής, αφηγείται αυτό το βιβλίο. Ιστορίες πραγματικές που μοιάζουν με παραμύθι.

-Η ιστορία του Λευτέρη, οχτάχρονου πρόσφυγα από τη Σμύρνη που μια σάπια κολοκύθα τον έφερε στο σινεμά του Πειραιά. Κι αυτή με τη σειρά της στο δικό του σινεμά στο Νέο Κόσμο όπου το λουρί μιας γεννήτριας έγινε το καθημερινό άγχος. Αν σταμάταγε, η μαγεία χανόταν.

-Η ιστορία του Τέρπου, που δεν έβαλε μυαλό όταν πήγε να βάλει φωτιά στο σπίτι του από τον αυτοσχέδιο κινηματογράφο του. Συνέχισε μετά τον πόλεμο με σαραβαλάκια αυτοκίνητα ή γαϊδουράκια να μεταφέρει την «αρχαία» μηχανή του για να παίξει σινεμά και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Λέσβου και της Λήμνου. Και έπρεπε να αποδείξει πως ο κινηματογράφος του ήταν ακίνδυνος γιατί το φιλμ τότε ήταν εύφλεκτο!

-Ο Παναγιώτης, έμαθε κινηματογράφο από τον Αγκόπ, Αρμένη πρόσφυγα. Και τρελαινόταν όταν οι γυναίκες έμπαιναν με κεριά αναμμένα στον εφήμερο σινεμά για να δουν τα «Πάθη του Χριστού» και μετέτρεπαν το καφενείο σε εκκλησία!

-Για τον Τάκη τον Αβόρανη, εξπέρ στην «κοντραμπάντα», όλα πήγαιναν θαυμάσια και τους χουντικούς χωροφύλακες μπορούσε να τους ξεγελά, και τον Ξανθόπουλο να παίζει παράνομα αλλά… ήρθε η τηλεόραση κι οι θεατές χάθηκαν. Έπρεπε ν αλλάξει επάγγελμα. Κάποιος άλλος θα έπαιρνε τη θέση του.

Οι ιστορίες των τεσσάρων παιδιών, ιστορίες για το σινεμά της μεγάλης οθόνης και του σελιλόϊντ , τρέχουν παράλληλα με τη μεγάλη ιστορία. Μια ιστορία που σημαδεύτηκε από μεγάλα γεγονότα όπως τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τεράστιο προσφυγικό κύμα, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Το βιβλίο συμπληρώνεται και με ένα γλωσσάρι με όρους του κινηματογράφου, που ηχούν περίεργα σήμερα, καθώς η ψηφιακή προβολή δημιούργησε ένα νέο τοπίο. Έτσι αυτό το βιβλίο μπορεί να γίνει ένα χρήσιμο εκπαιδευτικό εργαλείο και αυτός είναι ο λόγος που το «Σκασιαρχείο» αποφάσισε να το εκδώσει.

 

 

Εκδόσεις Εν Πλω - Η Καταστροφή της Σμύρνης μέσα από το ημερολόγιο ενός δόκιμου σημαιοφόρου, Εισαγωγή-Ιστορική επιμέλεια: Κώστας Κατσάπης

Πολιτισμος