Το Θέμα
Το Θέμα
Περισσότερα Άρθρα
Ο Γιώργος Θεοτοκάς απεβίωσε στις 30 Οκτωβρίου 1966
Σπάνια ο χαρακτηρισμός «απώλεια» δικαιώνεται σε τόσο οδυνηρό βάθος όσο με τον απρόσμενο θάνατο του Γιώργου Θεοτοκά. Απώλεια όχι μόνο για τα ελληνικά Γράμματα, αλλά και για τον όλο πνευματικό και ιδεολογικό μας χώρο.
Πηγή, περισσότερα στο https://www.in.gr/2021/10/30/plus/features/giorgos-theotokas-lytrosi-apo-ton-eparxiotismo-kai-tin-aneythynotita/
Αισθάνοµαι πως βιάστηκα, ψάχνοντας για ίχνη πολιτικής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, να προσπεράσω το επιβλητικό Aξιον εστί, για να περάσω στη µάλλον αναρχική Μαρία Νεφέλη και στον πολλαπλώς απρόβλεπτο Μικρό Ναυτίλο , όπου, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, η ποιητική γλώσσα προσγειώνεται, όπως θα δούµε την άλλη Κυριακή, στην πολιτική κυριολεξία. Αναπληρώνοντας εξ υστέρου κάπως το κενό, θα επιµείνω σήµερα στην Ωδή ι ’, τη µελωδικότερη των «Παθών». Προηγούνται όµως δύο περιφερεικά στοιχεία, που διαφωτίζουν
17 Ιουνίου 1967, Καλιφόρνια. Οταν η Τζάνις Τζόπλιν ανεβαίνει στη σκηνή του Monterey Pop Festival για να τραγουδήσει, κανένας δεν την γνωρίζει.
Το γκρουπ της, μάλιστα, έχει το άσχετο όνομα Big Brother and The Holding Company και ως εκείνη τη στιγμή έπαιζε μόνο στα μπαρ του Σαν Φρανσίσκο. Αλλά μόλις η Τζόπλιν αρχίζει να τραγουδάει όλη η αίθουσα σιωπά, στο λεπτό. Με τα μακριά αχτένιστα μαλλιά της, το άχαρο πρόσωπό της και την βαριά από τα κιλά σιλουέτα της, η Τζάνις Τζόπλιν δεν είναι καθόλου όμορφη. Αλλά τραγουδάει και η φωνή βγαίνει από τα σπλάχνα της, από την ψυχή της.
Ανάμεσα στο κοινό βρίσκεται η τραγουδίστρια των διάσημων τότε Mamas & Papas, η Mama Cass, η οποία μένει με το στόμα ανοιχτό, ακούγοντας την Τζόπλιν να ερμηνεύει το Ball and Chain (το οποίο είχε συνθέσει ο Big Mama Thornton). Η ερμηνεύτρια χτυπάει το πόδι, κλωτσάει με πάθος, κινεί με μοναδικό ρυθμό το σώμα της και ραγίζει τη φωνή της ως τα πιο σκοτεινά βάθη των μπλουζ. Το κοινό την αποθεώνει μόλις σταματάει. Και η καριέρα της απογειώνεται.
Ακούστε το τραγούδι:
υτές οι εικόνες ξαναζωντανεύουν στο ντοκιμαντέρ Monterey Pop του Donn Alan Pennebaker (έχει κινηματογραφήσει και τον Μπομπ Ντίλαν). Εκεί αναφέρει ότι το βράδυ της 17ης Ιουνίου δεν είχε σκοπό να τραβήξει το γκρουπ της Τζόπλιν . Αλλά όταν την άκουσε να τραγουδάει, εκείνος αλλά και πολλοί άλλοι, ήθελαν να την ξανακούσουν. Η Τζόπλιν επιστρέφει στις 18 Ιουνίου στο φεστιβάλ και αφήνει εποχή.
Η Τζόπλιν είναι 24 ετών σε εκείνο το Φεστιβάλ αλλά η ζωή της είναι ήδη προδιαγεγραμμένη.
Γεννήθηκε το 1943 στο Τέξας, με πατέρα ανώτερο στέλεχος βιομηχανίας και μητέρα γραμματέα. Από παιδί η Τζόπλιν έδειξε ότι δεν θα ακολουθούσε την πορεία που ήθελαν οι γονείς της. Επιθετική και όχι όμορφη, δέχεται επιθέσεις στο σχολείο από συμμαθητές της. Για να ξεχάσει τη θλίψη της τραγουδάει σάουλ και μπλουζ και πίνει με τους φίλους της διαβάζοντας Κέρουακ.
Φεύγει από το σπίτι της και ταξιδεύει. Τραγουδάει στα μπαρ αλλά ξεχωρίζει με την βροντερή φωνή της, τα ξέφρενα γέλια, τα ξεχειλωμένα ήθη, ενώ δεν κρύβει ότι είναι bisexual. Της βγάζουν το παρατσούκλι «ο πιο άσχημος άντρας της σάλας».
Δοκιμάζει την τύχη της στο Σαν Φραντσίσκο. Εκεί χτίζει την καριέρα της παρέα με τους beatnik και με ό,τι σημαίνει αυτό, δηλαδή ναρκωτικά, σεξ και rock’n’roll. Τραγουδάει μπλουζ με το συγκρότητα Big Brother and The Holding Company. Οταν γίνεται διάσημη στο φεστιβάλ του Monterey Pop ιδρύει το δικό της συγκρότημα «Kozmic Blues Band» και γυρίζει παντού δίνοντας συναυλίες. Την λατρεύουν όταν τραγουδάει όπως κανείς το « Summertime ».
Ακούστε το Summertime της Τζόπλιν:
Η Τζόπλιν εμφανίστηκε εντελώς μεθυσμένη στη σκηνή του Woodstock στις 19 Αυγούστου 1969, ενώ συνελήφθη για προκλητική συμπεριφορά στη Φλόριντα το 1969. Ζει με ναρκωτικά και ελεύθερες σχέσεις, ενώ τον Απρίλιο του 1970 ιδρύει το συγκρότημα Full-Tit Boogie Band.
Στις 4 Οκτωβρίου 1970, την βρίσκουν στο δωμάτιό της, σε ξενοδοχείο στο Χόλιγουντ, νεκρή στο πάτωμα. Στο χέρι κρατάει κάποια δολάρια. Η αυτοψία δείχνει ότι πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της διασκορπίστηκαν στην παραλία της Καλιφόρνια. Η καριέρα της κράτησε τρία χρόνια, χωρίς ποτέ η Τζένις Τζόπλιν να έχει αντιληφθεί ότι έγινε ηγερία του rock’n’roll.
«Κάθε βράδυ κάνω έρωτα με 25.000 ανθρώπους στη σκηνή, μετά όμως γυρίζω σπίτι μόνη…»
Η Τζάνις Τζόπλιν έγινε το σύμβολο μιας γενιάς που επαναστατεί, που ζει με ροκ στυλ, που γλυκοκοιτάει τον ελεύθερο έρωτα, και έκανε τα πλήθη να παραληρούν με τα σπαρακτικά, μελωδικά ουρλιαχτά της.
Πίσω από τα μεγάλα, στρογγυλά της γυαλιά κρυβόταν η απόλυτη εκφραστικότητα και σήμερα θεωρείται η γυναίκα που έσπασε το φαλλοκρατικό κατεστημένο της ροκ. Εχασε ωστόσο το νόημα στο δρόμο προς τη δόξα και απέτυχε να διαχειριστεί την εικόνας της, λέγοντας «ναι» στα ναρκωτικά και την αυτοκαταστροφή.
Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/news/244554/tzanis-tzoplin-i-imera-poy-egine-i-proti-gynaika-rok-star-eikonesvinteo
Φωτογραφία: https://el.wikipedia.org/
Μια γυναίκα πολιτικού (φημολογείται πως ήταν η γυναίκα του προέδρου), στο γεύμα που είχε παραθέσει ο πρόεδρος της Αμερικής, Ρίγκαν, στον Λευκό Οίκο σε διάφορες προσωπικότητες, τον ρώτησε: «Εσύ τι έχεις κάνει στη ζωή σου και είναι τόσο σημαντικό;». Εκείνος, με υπεροψία αλλά και ειλικρίνεια, απάντησε: «Έχω αλλάξει την μουσική πέντε με έξι φορές».
Μπήποπ, ορχηστρική τζαζ, χαρντ-μποπ, τζαζ-ροκ, κουλ τζαζ, φιούζον, αυτά και άλλα πολλά μουσικά ρεύματα της «μαύρης μουσικής», πέρασαν, παίχτηκαν και γιγαντώθηκαν από την θρυλική τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις. Όμως δεν ήταν μόνο η μουσική που πέρασε από τη ζωή του. Πέρασαν επίσης γυναίκες, πολλές και όμορφες, χρήματα, δόξα, δοκιμασίες, αλλά και ναρκωτικά. Ο «Νταλί της τζαζ», ήταν μία παράξενη προσωπικότητα, είχε -όπως οι περισσότερες ιδιοφυίες- περίπλοκο και εκρηκτικό χαρακτήρα, είχε μοναδικό στυλ. Από εκείνον πήγαζε μια σοβαρότητα που σε συνδυασμό με τη βραχνή φωνή του μπορούσε εύκολα να σου μεταφέρει φόβο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ου αιώνα, καθώς η κληρονομιά που άφησε πίσω του, επηρέασε και εξέλιξε τη μουσική του χθες και του σήμερα.
Τα πρώτα βήματα
Το 1944, οι Τσάρλι Πάρκερ και Ντίζυ Γκιλέσπι έπαιξαν στο St.Luis ως μέλη της μπάντας του Μπίλυ Εκστάιν. Όντας ήδη πολύ καλός σε αυτό που έκανε, ο 18χρονος τότε Μάιλς, πήρε τη θέση ενός από τους τρεις τρομπετίστες της μπάντας που αρρώστησε. Μετά από δύο βδομάδες, ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα ακολουθήσει τη μπάντα στην περιοδία της, κάτι που τελικά δεν έγινε, αφού οι γονείς του ήταν αρνητικοί. Μπόρεσε όμως να πάρει τη συγκατάθεσή τους για να μεταβεί στη Νέα Υόρκη και να σπουδάσει κλασική μουσική στο φημισμένο Juilliard. Το 1944, απέκτησε και το πρώτο του παιδί, την Τσέρυλ, με την τότε κοπέλα του, Αϊρήν.
Η πόλη της Νέας Υόρκης ήταν φιλόξενη για τους νέους μουσικούς και ο Ντέιβις εξέλιξε το ταλέντο του παίζοντας σε διάφορα μαγαζιά. Γνώρισε τη γενιά των μπίτνικ, έζησε και μίλησε μαζί τους. Ένα χρόνο αργότερα, το 1945, έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο, παίζοντας για τον τραγουδιστή της μπλουζ, Ράμπερλεγκς Γουίλιαμς. Ο ίδιος, βέβαια, μετά από πολλά χρόνια, δήλωσε πως θέλει να ξεχάσει αυτόν το δίσκο. Τον ίδιο καιρό, ήταν συγκάτοικος με τον Τσάρλι Πάρκερ, αφήνοντας τη σχολή και παίζοντας για του κουιντέτο του Bird. Το 1945, χαρακτηρίζεται ως χρονιά-καμπή για τον Ντέιβις, αφού πέρα από την μουσική του εξέλιξη και αναγνώριση από το κοινό, άρχισε να καταναλώνει αλκοόλ και να καπνίζει. Το 1947, ανακυρήχθηκε από το περιοδικό Esquire ως ο καλύτερος νεαρός τρομπετίστας.
Η σχέση αγάπης και μίσους με τον Τσάρλι Πάρκερ
«Ήταν ο μεγαλύτερος άλτο σαξοφωνίστας που υπήρξε ποτέ. Τέλος πάντων, έτσι ήταν ο Bird - σπουδαίος και μεγαλοφυής μουσικός, αλλά ρε παιδάκι μου, ο πιο λεχρίτης και ο πιο άπληστος κερατάς που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη, ή τουλάχιστον που γνώρισα εγώ». Με αυτά τα λόγια στην αυτοβιογραφία του, ο Μάιλς ρίχνει φως στην περίεργη σχέση που είχε με τον Τσάρλι Πάρκερ, τον μέντορά του και φίλο για αρκετά χρόνια, χωρίς όμως να παραγνωρίζει τη βοήθεια και την συμβολή του Πάρκερ στην εξέλιξή του, λέγοντας αρκετές φορές, πως οι Bird και Ντίζυ Γκιλέσπι, ήταν οι σημαντικότερες επιρροές και οι μεγαλύτεροι δάσκαλοί του.
Η γνωριμία με την ηρωίνη και η εξάρτηση
Η πρώτη επαφή του Μάιλς Ντέιβις με τα ναρκωτικά ήταν το καλοκαίρι του 1946, όταν ο ντράμερ της ορχήστρας του Μπίλυ Εκστάιν που τότε συμμετείχε, του πρόσφερε κοκαΐνη. Κατά την διάρκεια της περιοδίας δοκίμασε επίσης και ηρωίνη, κάτι που θα μετάνιωνε για το υπόλοιπο της ζωής του, λέγοντας πως ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματά του. Στα τέλη του 1949, σε μια περιοδεία του στο Παρίσι, ερωτεύεται την Ζυλιέτ Γκρεκό. Η επιστροφή στην Αμερική, ο χωρισμός τους, αλλά και οι κριτικοί που πίστωναν την επιτυχία της κουλ τζαζ στους συνεργάτες του και όχι σε εκείνον, τον ώθησαν στην ηρωίνη, αυτή τη φορά για τα καλά. Στις συναυλίες του, οι επιπτώσεις έγιναν εμφανείς. Πολλές φορές δεν μπορούσε ούτε να κρατήσει την τρομπέτα του. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον εθισμό του, κλειδώθηκε στο πατρικό του για ημέρες, ενώ απέφευγε να δίνει συναυλίες στη Νέα Υόρκη.
Στα είκοσι πέντε του χρόνια πλέον και με δύο παιδιά, ο Ντέιβις πάλευε με τον κακό του δαίμονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η περίοδος αυτή δεν ήταν δημιουργική. Έπαιξε πλάι στον Αρτ Μπλέικι και Σόνι Ρόλινς, βάζοντας τις βάσεις για τη χαρντ μποπ, ενώ γνωρίστηκε με τον Τζον Κολτρέιν. Μαζί με τον Train και άλλους εξαίσιους μουσικούς, θα ηχογραφήσουν το 1956 τους δίσκους Relaxin With Τhe Μiles Davis Quintet, Steamin With Τhe Μiles Davis Quintet, Workin With Τhe Μiles Davis Quintet και Cookin With Τhe Μiles Davis Quintet. Το κουιντετο αυτό, θεωρείται αν όχι το καλύτερο, ένα από τα κορυφαία στην ιστορία της τζαζ.
Οι δίσκοι που άλλαξαν τη μουσική
Λένε, πως οι παλαιότεροι θυμούνται την πρώτη φορά που άκουσαν κάποιο δίσκο του Ντέιβις, όπως θυμούνται τις δολοφονίες των Κένεντυ και Λένον. Ήταν, δηλαδή, μια ιστορική στιγμή για εκείνους. Στους δίσκους The Birth of the Cool (1949/50), Kind of Blue (1959), Sketches of Spain (1960), Bitches Brew (1970), Pangaea (1975) και Tutu (βραβείο Grammy 1987), μπορεί εύκολα κάποιος να καταλάβει για ποιο λόγο, ο τρομπετίστας από το St.Luis, συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει τον θαυμασμό κάθε μουσικόφιλου. Μέσα από αυτούς τους δίσκους, καταλαβαίνει κανείς τις πρωτοποριακές ιδέες του Μάιλς Ντέιβις, πως έκανε τη μοντέρνα τζαζ, την ευρωπαϊκή κλασική μουσική, τη φανκ, τη σκληρή ροκ όπως του Τζίμι Χέντριξ (ο σύντομος θάνατός του δεν επέτρεψε στους δύο να συνεργαστούν) να γίνουν ένα.
Kind of Blue
Είναι ο πρώτος σε πωλήσεις τζαζ δίσκος, ενώ στο μουσικό περιοδικό Rolling Stone, κατατάσσεται στη 12η θέση με τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών. Αν κάποιος σέβεται τη συλλογή του, το Kind of Βlue πρέπει να βρίσκεται σε αυτή. Είναι ο δίσκος που όχι μόνο άλλαξε τον τρόπο που έβλεπαν κάποιοι την τζαζ, αλλά άλλαξε την μουσική γενικότερα. Το Kind of Blue, με πάνω από 4εκ. αντίτυπα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά δημιουργήματα του 20ου αιώνα. Ηχούσε διαφορετικά από την γνωστή τζαζ εκείνη την εποχή. Ο Ντέιβις ήταν η ιδιοφυία, ενώ οι Έβανς, Κολτρέιν και Άντερεϊ ήταν ανάμεσα στους καλύτερους μουσικούς εκείνης της εποχής. Όλοι τους δημιουργούσαν ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς και το σημαντικότερο είναι πως δέχθηκαν την πρόκληση να πάνε αντίθετα από το τότε μουσικό ρεύμα της τζαζ, τη μπημποπ. Το κατάφεραν και μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο αφού από το πρώτο μόλις κομμάτι του δίσκου, το So What, το ελεύθερο και ρυθμικό στυλ είναι φανερό. Ένας ακόμα λόγος που κάνει το Kind of Blue τόσο σημαντικό, είναι πως δεν υπήρξε συνέχεια. Λίγο μετά τις ηχογραφήσεις, η μπάντα διαλύθηκε. O Άντερλεϊ αποφάσισε να να ασχοληθεί εκ νέου με το να παίζει γκοσπελ, ο Έβανς σχημάτισε το δικό του πιάνο τριο και ο Κολτρέιν ακολούθησε τον δικό του δρόμο, όπως και ο Ντέιβις.
Η ροκ πλευρά του
Ο δίσκος Miles in the Sky που κυκλοφόρησε το 1968, ήταν η γνωριμία του κοινού με την φιούζον και τζαζ-ροκ. Ένας μουσικός σαν τον Ντέιβις δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από τον ροκ ήχο εκείνης της εποχής, αντίθετα, ήταν ένας από αυτούς που τον καθόρισε. Ακολούθησε το Filles de Kilimanjaro, το ιστορικό In a Silent Way με περισσότερο ψυχεδελικό ήχο, για να έρθει το απίστευτα πρωτοποριακό Bitches Brew. Πως κατάφερε ο Μάιλς να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα; Με τον πιο απλό τρόπο. Άφησε τους μουσικούς και τον εαυτό του να αυτοσχεδιάσουν.
Ο στυλάτος Μάιλς Ντέιβις
«Η μητέρα μου φορούσε γούνες και διαμάντια, ντυνόταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ήταν πάντα ντυμένη στην τρίχα. Της έμοιασα όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην αγάπη της για τα ρούχα και το καλό γούστο». Αν σας μοιάζει περίεργο πως η μητέρα του Ντέιβις φορούσε διαμάντια εκείνη την δύσκολη εποχή για τους έγχρωμους, είναι γιατί τόσο αυτή όσο και ο πατέρας του, κατάγονταν από ευκατάστατη οικογένεια. Από μικρή ηλικία, ο πατέρας του του αγόραζε όμορφα κοστούμια, ενώ όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, η μόδα άνθιζε και άλλαζε συνεχώς. Με την πάροδο του χρόνου, ο «Πρίγκιπας του Σκότους», μόνο σκοτεινός δεν ήταν, αφού τα πολύχρωμα και εκκεντρικά ρούχα του έλαμπαν πάνω στη σκηνή. Πριν το Birth of the Cool, προτιμούσε κοστούμια Brooks Brothrers, στη συνέχεια ακολούθησε ένα πιο ευρωπαϊκό στύλ, με τα ιταλικά κοστούμια να έχουν την τιμητική τους. Τη δεκαετία του 1970, ο Ντέιβις είχε συνδυάσει άψογα τη μουσική της φανκ με το ντύσιμό του. Ήταν από τους λίγους που μπορούσαν να φορέσουν τεράστια γυαλιά, μωβ παντελόνια και περίεργες ζακέτες χωρίς να γελοποιηθούν. Όπως έλεγε ο ίδιος. άλλωστε: «για μένα η ζωή και η μουσική, έχουν να κάνουν με το στυλ».
Οι γυναίκες της ζωής του
Παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Φράνσις Τέιλορ (χορεύτρια), στη συνέχεια η Μπέτι Μάμπρι (τραγουδίστρια) και Σίσελι Τάισον (ηθοποιός). Με την Αϊρήν δεν παντρεύτηκε ποτέ. Απέκτησε τρεις γιούς και μία κόρη. Στα αμέτρητα άρθρα που μπορεί κάποιος να διαβάσει στο διαδίκτυο για τον Ντέιβις, δε γίνεται συχνή αναφορά στη βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να κρατήσουν στην αφάνεια αυτό το μελανό σημείο της προσωπικής του ζωής. H πρώτη του γυναίκα, Φράνσις, σε συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Έφυγα τρέχοντας για τη ζωή μου αρκετές φορές». Ο Μάιλς, υπήρξε ρομαντικός μόνο στα πρώτα χρόνια της ζωής του και στη συνέχεια μόνο στις εξαιρετικές του μπαλάντες. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την προσωπική του ζωή με δύο κομμάτια. Το πρώτο, είναι το γλυκό και όμορφο κομμάτι σαν το Blue in Green που εμφανίζει τον σεβασμό και την αγάπη του απέναντι στις γυναίκες. Το δεύτερο, το Bitches Brew, που εμφανίζει την σκληρή και επιθετική του συμπεριφορά απέναντι σε αυτές.
Το ατύχημα και η μετριότητα
Το 1972, σε ατύχημα που είχε με το αυτοκίνητό του, έσπασε και τα δύο του πόδια. Αυτή ήταν η αρχή μιας στείρας -από δημιουργικής πλευράς- περιόδου, με τον Ντέιβις να κινείται στη μετριότητα. Βασίστηκε πάνω στο Bitches Brew και κάθε του δίσκος ήταν επηρεασμένος από αυτόν, χωρίς όμως το τελικό αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερο. Με τους πόνους στο γοφό να τον ταλαιπωρούν, έμεινε μακριά από τη μουσική για πέντε ολόκληρα χρόνια. Το 1981, παντρεμένος με την Σίσελι Τάισον πλέον, επιστρέφει στις ηχογραφήσεις. Το The Man with the Horn, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία μετά το Bitches Brew, με τους λάτρεις της μουσικής του, ωστόσο, να εκφράζουν τα παράπονά τους, λέγοντας πως ο Μάιλς έχει επηρεαστεί αρνητικά από τον ποπ ήχο της εποχής. Στη συνέχεια έκανε πειραματισμούς με τη χιπ-χοπ μουσική έχοντας πάντα απέναντί του τους κριτικούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που Ντέιβις δήλωνε ανοικτά την αντιπάθειά του γι'αυτούς. Η απάντηση ήρθε το 1986, με τον δίσκο Τutu. Η τρομπέτα του ήταν το μόνο «ζωντανό» όργανο σε αυτές τις ηχογραφήσεις, δείχνοντας σε όλους πως όταν ήθελε να κάνει κάνει κάτι καλό, απλά το έκανε.
Τα πολλά πρόσωπα του Μάιλς
Πέρα από την αγάπη του για τη μουσική, ο Μάιλς Ντέιβις είχε αδυναμία στο μποξ, ενώ δεν έκρυψε ποτέ πως η ασχολία του με αυτό, τον βοήθησε να ξεπεράσει τον εθισμό του με τα ναρκωτικά. O δίσκος A Tribute to Jack Johnson, είναι αφιερωμένος στον πυγμάχο, Τζακ Τζόνσον, άνθρωπο που ο Ντέιβις θαύμαζε. Επίσης, στον ελεύθερό του χρόνο, έπαιζε μπάσκετ και σε ένα σπάνιο βίντεο, εμφανίζεται μαζί με τον Τζον Λένον να σουτάρουν βολές. Προς στο τέλος της ζωής του, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, κυκλοφόρησαν βιβλία με τα έργα του, ενώ κάποια από αυτά εμφανίστηκαν στα εξώφυλλα των δίσκων του. Εμφανίστηκε στο Miami Vice, στην ταινία Dingo και έκανε διαφημίσεις για τον ραδιοφωνικό σταθμό New York jazz station.
1991: H τρομπέτα σίγησε
Αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονία και εγκεφαλικό. Αυτά τα τρία μαζί, κέρδισαν σε μια άνιση μάχη τον Μάιλς Ντέιβις στις 28 Σεπτεμβρίου του 1991. Ήταν μόλις εξήντα πέντε ετών. Φυσικά, είχε προνοήσει, αφήνοντας πίσω του μια σειρά από δίσκους που είναι ικανοί να μεγαλώσουν μουσικά ολόκληρες γενιές. Ο πρωτοποριακός του ήχος και η κληρονομιά του, κρατούν ακόμα τη μουσική της τζαζ ζωντανή, ακόμα και αν δε βρίσκεται πλέον πάνω στη σκηνή ή στο στούντιο συνθέτοντας μαζί με τον Γκιλ Έβανς. Ο «Πρίγκιπας του Σκότους», αποφάσισε να κατεβάσει την τρομπέτα του και να αποχωρήσει σιωπηλός, όπως πάντα. Γιατί ποτέ δεν του άρεσε να μιλά πολύ, ούτε επεδίωξε παραπάνω φήμη από αυτή που του αναλογούσε. Ήξερε καλά τι είχε πετύχει και δεν χρειαζόταν κανένα περιοδικό να το επιβεβαιώσει. Δεν είναι θρύλος, δεν του άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός, γιατί όπως ο ίδιος θα έλεγε: «Ξέρω τι έχω κάνει για τη μουσική, όμως μην με αποκαλείται θρύλο, πείτε με απλά Μάιλς Ντέιβις».
Η τελευταία παράσταση:
Πηγή: https://www.oneman.gr
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη, όπου είχαν μεταναστεύσει οι γονείς σε αναζήτηση καλύτερη τύχης.
Έκανε τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ σε ηλικία 11 ετώ. Το 1937 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα, μετά το διαζύγιο των γονιών της και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τη Μαρία Τριβέλλα (τραγούδι), την Ήβη Πανά (πιάνο) και τον Γεώργιο Καρακαντά (μελοδραματική). Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα), κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.
Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Στη συνέχεια και ως το 1945 πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942, 1943), στον Κάμπο του Ντ' Αλμπέρ (1944, 1945), στην Καβαλερία Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν (1944) και την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής του βιεννέζου συνθέτη Καρλ Μιλέκερ (1945).
Τον Σεπτέμβριο του 1945 επέστρεψε στη γενέτειρά της, στην Αμερική, όπου ζούσε ο πατέρας της, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας το επίθετό της σε Κάλλας. Παρότι έμεινε άνεργη έως το 1947, δεν το έβαλε κάτω και μετά από μία επιτυχημένη ακρόαση της ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας, έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας. Αν και γλίστρησε στη γενική δοκιμή και στραμπούλιξε τον αστράγαλό της, κατάφερε να κάνει με επιτυχία το πρώτο σημαντικό βήμα της σταδιοδρομίας της στις 2 Αυγούστου του 1947.
Μαέστρος της παράστασης ήταν ο διάσημος Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος θαύμαζε τη φωνή της και έγινε δάσκαλός της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Όμως, στη Βερόνα ζούσε και ο βιομήχανος Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1949, παρότι είχε τα διπλά της χρόνια. Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε. Το 1951 τραγούδησε στη «Σκάλα» του Μιλάνου (άντρο της μεγάλης αντιπάλου της Ρενάτα Τεμπάλντι) τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι. Το 1954 η Κάλλας υποβλήθηκε σε δίαιτα για να χάσει κιλά και να μπορεί να ενσαρκώνει τους ρόλους της, όχι μόνο με τη φωνή της, αλλά και με το παρουσιαστικό της.
Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας το 1956. Ο μύθος της είχε αρχίσει να δημιουργείται, βοηθούντος και του Τύπου.
Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε.
Από το 1958, όμως, άρχισε η καθοδική της πορεία. Η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Τον Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε με την πρώτη πράξη της Νόρμας του Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό και τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου της διέκοψε το συμβόλαιο.
Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στη νεότευκτη Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και σ’ αυτή τη θριαμβευτική «πρεμιέρα» η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Οι εμφανίσεις της από το 1960 άρχισαν να αραιώνουν. Το καλοκαίρι του 1960 τραγούδησε Νόρμα στην Επίδαυρο και τον επόμενο χρόνο στον ίδιο χώρο Μήδεια. Η παράσταση αυτή μεταφέρθηκε και στη Σκάλα του Μιλάνου την περίοδο 1961-1962. Το 1962 τραγούδησε Όμπερον του Βέμπερ στο Λονδίνο και οι Τάιμς έγραψαν «Τώρα πια η φωνή της μπορεί να χαρακτηριστεί άσχημη και εκτός τόνου», όμως το κοινό συνέχισε να την αποθεώνει.
Το 1965 αποσύρθηκε οριστικά από τις λυρικές παραστάσεις, παρά την εξαιρετική Τόσκα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Το κύκνειο άσμα της ήταν η Νόρμα, που ανέβηκε στο Παρίσι, στις 29 Μαΐου του 1965. Στην τρίτη πράξη της όπερας του Μπελίνι κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.
Στη συνέχεια προσπαθεί να βάλει μια τάξη στα προσωπικά της. Ζητά διαζύγιο από τον σύζυγό της για να παντρευτεί τον Ωνάση, ο οποίος αρνείται να της το δώσει. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζάκυ. Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.
Καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα, επανακάμπτοντας στην καλλιτεχνική δράση. Παίζει στην κινηματογραφική εκδοχή της Μήδειας του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Πιερ-Πάολο Παζολίνι (1969), ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και δίνει ρεσιτάλ με ένα παλιό της γνώριμο, τον ιταλό τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, που κι αυτός αντιμετώπιζε φωνητικά προβλήματα. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Έκτοτε, η Μαρία Κάλλας κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Η μεγάλη ντίβα έφυγε από τη ζωή το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών.
Προέλευση φωτογραφίας: https://www.pemptousia.gr
Πηγή: http://artinews.gr
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων |
Στον Conrad Russel Rooks
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
Προέλευση φωτογραφίας: https://filologika.gr
Πηγή: http://www.snhell.gr (Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου (Πύργος, 1920 - 7 Αυγούστου 2007) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια του ρεμπέτικου.
Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1920. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η οικογένειά της μετακόμισε στην Αθήνα. Συμμετείχε στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου την ανακάλυψε η τραγουδίστρια Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, μούσα του Αττίκ. Με τη βοήθεια του συνθέτη Γιάννη Βέλλα, ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι. Απο τα 18 της συνεργαζόταν με την Coloumbia, όπου συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Σημαντική είναι και η συνεργασία της με τον Γιώργο Μητσάκη και τον Μανώλη Χιώτη. Η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, τελείωσε το 1949, λόγω της αντικατάστασής της στο πάλκο του από τη Μαρίκα Νίνου.
Έγραψε περισσότερα από 50 τραγούδια με σημαντικότερο το "Τρελέ τσιγγάνε".
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου πέθανε το 2007, στα 87 της χρόνια.
Προέλευση φωτογραφίας: https://greeksongstories.wordpress.com
Πηγή: https://el.wikipedia.org
Πηγή: https://www.youtube.com
Πηγή: https://www.youtube.com
Πηγή: https://www.youtube.com
Πηγή φωτογραφίας: https://el.wikipedia.org
ΗΛΕΙΑ καιρός - Θοδωρής Κονδύλης
Ηλιοβασίλεμα Δεκαπενταύγουστος, Άγιος Ανδρέας
Χρόνια Πολλά!
φώτο: Νίκος Γκίτσης
Σαν σήμερα το 1741 φεύγει από τη ζωή ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι, βενετσιάνος συνθέτης και βιολονίστας, ένας από τους στυλοβάτες της Δυτικής Μουσικής. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη μουσική επισκίασε την άλλη του ιδιότητα, αυτή του ιερωμένου, για την οποία ο ίδιος δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο να τιμήσει.
Ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου του 1678. Βαφτίστηκε την ίδια ημέρα με προτροπή της μαμής του, η οποία φοβήθηκε ότι θα πεθάνει, λόγω των προβλημάτων υγείας που παρουσίασε. Αργότερα διαγνώσθηκε ότι έπασχε από άσθμα, αρρώστια που θα τον ταλαιπωρούσε σε ολόκληρη τη ζωή του.
Την τέχνη του βιολιού τη διδάχθηκε από τον πατέρα του Τζιοβάνι Μπατίστα Βιβάλντι, επαγγελματία κουρέα, αλλά και αξιόλογο βιολιστή, μουσικό της Ορχήστρας του Αγίου Μάρκου. Ο πατέρας του ήταν και έντονα θρησκευόμενος άνθρωπος και προετοίμαζε τον νεαρό γιο του για εκκλησιαστική σταδιοδρομία.
Το 1703 ο Αντόνιο χειροτονήθηκε ιερέας και σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο «Ο κόκκινος παπάς», εξαιτίας των ξανθών μαλλιών του. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής βιολιού και αρχιμουσικός στο ορφανοτροφείο θηλέων «Οσπεντάλε ντι Πιετά» της Βενετίας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και βρήκε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, χωρίς να αποσχηματισθεί. Έτσι, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μουσική.
Άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς και να γίνεται γνωστός έξω από τα στενά όρια της Βενετίας. Από το 1718 ταξίδευε διαρκώς για να παρουσιάζει τα έργα του, έχοντας ως βάση του τη Μάντοβα. Λέγεται, μάλιστα, ότι σε κάποια περιοδεία του έπαιξε και ενώπιον του Πάπα. Την εποχή εκείνη γνώρισε δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Παολίνα Τρεβιζάνα, η οποία έγινε γραμματέας του και την κοντράλτο Άννα Τζίρο ή Ζιρό, η οποία τραγούδησε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές όπερές του. Ο Αντόνιο φιλοξενούσε τις κοπέλες στο σπίτι του και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με τις δύο. Ο Βιβάλντι διασκέδαζε με τη φημολογία και απαντούσε ότι η σχέση μαζί τους ήταν αυστηρά φιλική και επαγγελματική.
Το 1725 παρουσίασε μια σειρά κοντσέρτων για έγχορδα και μπάσο κοντίνουο, με τον τίτλο «Il cimento dell' armonia e dell' inventione» («Η δοκιμή της αρμονίας με τη νεωτερική σύνθεση»). Τα τέσσερα πρώτα από αυτά αποτελούν τις «Τέσσερις Εποχές», το πιο γνωστό έργο του και ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της μουσικής. Ο συνθέτης αποδίδει με νότες τις τέσσερις εποχές του χρόνου και θεωρείται ως πρώιμο δείγμα προγραμματικής μουσικής.
Το 1737 ο καρδινάλιος της Φεράρας ακυρώνει μια παράστασή του, επειδή αρνήθηκε να ιερουργήσει και εξαιτίας της συμβίωσή του με τις δύο αδελφές, που σκανδάλιζε τους πιστούς. Με την πάροδο του χρόνου, η δημοτικότητά του στη Βενετία άρχισε να υποχωρεί και ο Βιβάλντι, απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του, ξενιτεύτηκε στη Βιέννη (28 Ιουνίου 1741). Ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1741, έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος, έχοντας σπαταλήσει όλη του την περιουσία.
Ο Βιβάλντι με το προσωπικό ύφος γραφής έθεσε τα θεμέλια του ώριμου κοντσέρτου μπαρόκ και επηρέασε συνθέτες, όπως ο Μπαχ και ο Τέλεμαν. Πολυγραφότατος, συνέθεσε περί τα 850 έργα, αλλά λίγο μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε. Από την αφάνεια τον ανέσυρε πολύ αργότερα ο Μέντελσον , όταν ερευνούσε το έργο του Μπαχ, ο οποίος θαύμαζε απεριόριστα τον Βιβάλντι. Ουσιαστικά, όμως, ο Βιβάλντι ανακαλύφθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους δημοφιλέστερους συνθέτες της μουσικής μπαρόκ.
Γνωρίστε καλύτερα τον Βιβάλντι μέσα από μουσικά βιβλία και δίσκους εδώ.
Πηγή: https://tvxs.gr