425 New Articles

Προτεινόμενο βιβλίο - Εξάρτηση και αναπαραγωγή - Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα: 1830-1922, Θεμέλιο, 1992 - Παρουσίαση από τον Δ. Τραμπαδώρο

Προτεινόμενο βιβλίο - Εξάρτηση και αναπαραγωγή - Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα: 1830-1922, Θεμέλιο, 1992 - Παρουσίαση από τον Δ. Τραμπαδώρο

Τραμπαδώρος Δ.
Typography
  • Smaller Small Medium Big Bigger
  • Default Helvetica Segoe Georgia Times

a. ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η προβληματική του βιβλίου είναι υποταγμένη σ’ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, με σκοπό τη μελέτη των διαδικασιών που εξασφαλίζουν το λειτουργικό σύνδεσμο ανάμεσα στην κοινωνικοοικονομική βάση και το ιδεολογικό εποικοδόμημα.

Στο κέντρο της έρευνας τίθεται η μελέτη των σχολικών μηχανισμών και του εκπαιδευτικού συστήματος δεδομένου ότι αυτός είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να αναλυθεί το ιδιόμορφο ελληνικό φαινόμενο εγκαταλείποντας έτσι ο συγγραφέας τις μεταφυσικές «υποστασιώσεις» των αγιογράφων του Ελληνισμούi.

Και χαρακτηρίζεται το ελληνικό φαινόμενο ως ιδιόμορφο γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας είχε ιδιαίτερη βαρύτητα η επενέργεια των σχολικών μηχανισμών στη διαδικασία του κοινωνικού επιμερισμού έτσι που η εκπαίδευση να θεωρείται πράγματι σαν κεντρικός ιδεολογικός μηχανισμός του νεώτερου ελληνισμού και να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην αναπαραγωγή του συστήματος.

Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια καινούργια σύνθεση για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως το 1922.

Αυτή είναι και η προβληματική του πρώτου μέρους του βιβλίου.

 

β. βασικη θεματικη

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην ιδιαιτερότητα εκείνη η οποία έχει να κάνει με τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισε στην διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας η δραστηριότητα του ελληνισμού που βρίσκεται έξω από τον καθαρά ελληνικό χώρο και οι σχέσεις του ελληνισμού αυτού με το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο σ’όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Και αυτό σε συνάρτηση με αναφορές στον αγροτικό και τον αστικό χώρο.

Άλλη μια αναφορά είναι αυτή στον περιφερειακό χαρακτήρα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του εξαρτημένου τρόπου ανάπτυξης σε συνδυασμό με την ιδιομορφία της ελληνικής περίπτωσης η οποία έχει να κάνει με την ύπαρξη της παροικιακής αστικής τάξης (διαβαλκανική αστική τάξη) η οποία ήδη από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα οικειοποιήθηκε μια ιδεολογία η οποία αυτοπροβαλλόταν ως φιλελεύθερη και οικουμενική.

Άλλη μια αναφορά που γίνεται είναι αυτή στον δυϊσμό που χαρακτηρίζει τις γαιοκτητικές σχέσεις και στις δύο σαφώς διακεκριμένες περιοχές στις οποίες κυριαρχούν αφενός η μεγάλη ιδιοκτησία και αφετέρου η μεσαία και μικρή ιδιοκτησία .

Επίσης θίγεται το ζήτημα των γαιοκτητικών δομών, του σφετερισμού των εθνικών γαιών, του σχηματισμού των μικρών αγροτικών κλήρων των τρόπων σχηματισμού της μεγάλης ιδιοκτησίας καθώς επίσης και του συστήματος των σχέσεων παραγωγής σε συνάρτηση με την σταδιακή διείσδυση των καπιταλιστικών μορφών στην ύπαιθρο και της ενσωμάτωσης του αγροτικού χώρου στο καπιταλιστικό κύκλωμαii.

Η βαθμιαία υπαγωγή των μικροϊδιοκτητών στις επιταγές των εμπορευματικών κυκλωμάτων παρά το γεγονός ότι επέφερε βαθύτατες μεταβολές στις παραγωγικές σχέσεις δεν άλλαξε αισθητά την γαιοκτητική δομή iii.

Επίσης γίνεται αναφορά στους τρόπους μεταφοράς πλεονάσματος από τον αγροτικό χώρο στις διευθυντικές τάξεις των πόλεων. Τέτοια ήταν η φορολογία, τα μισθώματα των εθνικών γαιών , και η τοκογλυφία.

Η ανάλυση αυτή ερμηνεύει φαινόμενα όπως η εισβολή της χρηματικής οικονομίας και οι επιπτώσεις της, η αγροτική έξοδος από δημογραφική άποψη, οι προσανατολισμοί της γεωργικής εξόδου προς τα αστικά κέντρα της ελεύθερης Ελλάδας και η μετανάστευση έξω από την Ελλάδα , καθώς επίσης και στην ιδιαίτερη συγκρότηση του ελληνικού αστικού χώρου.

Η σταθερότητα των σχέσεων γαιοκτησίας πρέπει να συνδέεται στενά με τη δημογραφική σταθερότητα, που απορρέει από τη διαρκή μετατόπιση του αγροτικού υπερπληθυσμού.

Η αγροτική έξοδος δεν είναι αποτέλεσμα της προλεταριοποίησης των αγροτών αλλά συντελεί ακριβώς στη προλεταριοποίηση τους.

Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση που προέρχεται από τις περιοχές της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας.

Το γεγονός αυτό θεωρείται ο κύρος λόγος της συντήρησης των παραδοσιακών κοινωνικών δομών, παρά τις αποδιαρθρωτικές πιέσεις της αγοράςiv. Το ίδιο αυτό γεγονός λειτουργεί επίσης και ως πηγή συναλλάγματος χωρίς να αποδιαρθρώνει τις οικονομικές και ιδεολογικές δομές του χώρου αυτού.

Η διακίνηση πληθυσμών παρουσιάζει έντονη δυσαναλογία από περιοχή σε περιοχή και φαίνεται πως συγκεντρώνεται εκεί που επικρατούν κυρίως οι μικρές και μεσαίες ανεξάρτητες καλλιέργειες.

Ο πληθυσμός αυξάνεται ταχύτατα στις περιοχές που επικρατεί η μεγάλη ιδιοκτησία με ρυθμούς που ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο ενώ αντίθετα στις ζώνες που επικρατεί η μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία, το ποσοστό πληθυσμιακής αύξησης είναι πολύ πιο χαμηλόv.

Σημαντικότερο ήταν το μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό απ’ ότι στο εσωτερικόvi.

Οι κυριότερες περιοχές προς τις οποίες κατευθύνονταν οι μετανάστες ήταν οι Τουρκοκρατούμενες περιοχές , η νότια Ρωσίαvii ,τα βόρεια Βαλκάνια, και η Αίγυπτοςviii

Οι κυριότερες εστίες μετανάστευσης συγκεντρώνονται σε ορισμένες περιοχές που συμπίπτουν με τις ζώνες που, όπως ήδη παρατηρήσαμε, έχουν χαμηλή δημογραφική ανάπτυξη και χαρακτηρίζονται από τη μικρή ιδιωτική ιδιοκτησία.

Στις περιοχές όπου επικρατεί η μεγάλη ιδιοκτησία, το μεταναστευτικό φαινόμενο είναι είτε ανύπαρκτο είτε ισχνό.

Επίσης παρατηρείται αδιάκοπη πτώση του δημογραφικού βάρους της Ελλάδας σε σχέση με τις γειτονικές χώρεςix.

Αυτό που διακρίνει τη μικρή ιδιοκτησία από όλες τις άλλες μορφές παραγωγής και παγιώνει τη μεταναστευτική τάση, είναι κατά κύριο λόγο η γοργή και άμεση σύνδεσή της πρώτα με το εμπορευματικό ,και αργότερα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Η οριζόντια επεκτασιμότητα των καλλιεργημένων εδαφών του τσιφλικιού που λειτουργεί έτσι ως μονωτική θωράκιση, αποκόβει τον κόσμο των μικρών εκμισθωτών από το εξωτερικό περιβάλλον και τις επιπτώσεις της αγοράς, επιβάλλοντάς του καθεστώς αυτάρκειας.

Η μικροϊδιοκτησία δεν έχει περιθώρια εσωτερικού καταμερισμού εργασίας.

Όλες οι συνέπειες της δημογραφικής πίεσης στις περιοχές που κυριαρχεί αυτός ο τρόπος παραγωγής, συγκλίνουν ώστε οι περιοχές να κυριεύονται ολοένα και μεγαλύτερης ενσωμάτωσης στους μη αγροτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς, κάτω από την οξυμένη ανάγκη της δημιουργίας μη αγροτικών εσόδων, με το βαρύ αντίτιμο της υπερχρέωσης και της προλεταριοποίησηςx.

Ένα άλλο ζήτημα είναι οι «παραμορφωμένες» δομές του νέου κράτους καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των οποίων ήταν η εσωτερική άρθρωση ανάμεσα στην ανάπτυξη των ελληνικών μεταπρατικών κοινωνικών στρωμάτων του εξωτερικού αφενός και τις σχέσεις του με τις δομές του ίδιου του ανεξάρτητου κράτους από την άλλη.

Επίσης ο αγροτικός χώρος τροφοδοτεί αποκλειστικά σχεδόν τον αστικό χώρο, γεγονός που συμβάλλει στην ένταξη των αγροτών στη μικροαστική τάξη , μεταβολή που θεωρείται ως μια κοινωνική άνοδος.

Στη συνολική διαδικασία της αγροτικής εξόδου, η οικογενειακή δομή κατέχει σημαντική θέση.

Η οικονομική εξουσία του μικροκαλλιεργητή πάνω στα μέσα παραγωγής, μεταφράζεται με την ανάληψη της ευθύνης για τις επιλογές που γίνονται και τις αποφάσεις που παίρνονται.

Η διοχέτευση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού-που φαντάζει ως η μόνη λύση- γίνεται με απόφαση της οικογένειας.

Σ’ αυτή τη διαδικασία το πιο φυσικό και σίγουρο στήριγμα ήταν η οικογένεια.

Συνήθως αναζητούσαν εξασφαλισμένο εξωαγροτικό εισόδημα στις δημόσιες υπηρεσίες.

Ο μόνος τρόπος να διαφυλαχτεί οικονομικά η επιχείρηση των καλλιεργειών είναι να διοχετευτεί ένα τμήμα του υπεράριθμου έμψυχου υλικού της οικογένειας έξω από τα όρια της αγροτικής ιδιοκτησίας.

Έτσι εξηγείται η μόνιμη ύπαρξη γέφυρας που συνδέει τον τόπο προέλευσης με τον τόπο προορισμού, φαινόμενο που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά.

Δηλαδή η μετανάστευση δεν επιφέρει καθολική οικονομική και ιδεολογική τομή με τον τόπο και το περιβάλλον προέλευσης.

Αποφασιστική σημασία έχουν σ’αυτό το πλαίσιο οι οικονομικές και ιδεολογικές δομές υποδοχής σε μια διαδικασία μετακίνησης που χαρακτηρίζεται από την ενσωμάτωση των μεταναστών στη μικροαστική τάξη.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η κατάσταση διαμορφωνόταν ως να υπήρχε μια λειτουργική σχέση ανάμεσα στις ανάγκες των μεταπρατικών κοινοτήτων για μια διευρυμένη αναπαραγωγή και στις οικονομικές και κοινωνικές βλέψεις των κατοίκων της υπαίθρου.

Η οργάνωση της μετανάστευσης και η προτροπή για μόρφωση που σε πρώτη άποψη φαίνονται ασυμβίβαστες με τη διατήρηση της μικρής οικογενειακής καλλιέργειας αποτέλεσαν τελικά τις κοινωνικές προϋποθέσεις για την επιβίωση και την ενίσχυση τηςxi.

Ολόκληρη η οικογένεια παίρνει απόφαση να χρηματοδοτήσει τις σπουδές των παιδιών.

Σημαντικός είναι ο ρόλος των σχολικών μηχανισμώνxii στη διαδικασία της μετάβασης από την χειρονακτική απασχόληση σε μια κοινωνική κατηγορία που απαιτεί ένα ελάχιστο όριο «μόρφωσης» όπως αυτή του μικροαστούxiii.

Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται εξετάζεται είναι αυτό της υπερπόντιας μετανάστευσης.

Στο τέλος του 19ου αιώνα οι Η.Π.Α. δεν αποτελούσαν ένα προνομιακό πεδίο για τους Έλληνες μετανάστες παρόλα αυτά η αλληλεγγύη ανάμεσα σε συμπατριώτες -δηλαδή η ύπαρξη ενός κοινωνικού μηχανισμού υποδοχής-εξασφάλιζε μια θέση καθορισμένη και προορισμένη γι’αυτούς μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας.

Οι μετανάστες αυτοί παρουσιάζουν ένα σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο ενώ δεν προέρχονται από τις φτωχότερες οικογένειες ούτε από τις πιο απογυμνωμένες περιοχές .Στις Η.Π.Α. εγκαταστάθηκαν στις αστικές περιοχές και εντάχθηκαν μαζικά σε μικροαστικές λειτουργίες. Με την αποστολή γραμματίων ισχυροποίησαν την μικρή οικογενειακή καλλιέργεια ως οικονομική μονάδα, η οποία από τον εκχρηματισμό της οικονομίας κινδύνευε να καταχρεωθεί και ενδυνάμωσαν τον ιδεολογικό μηχανισμό που διασφάλιζε την διαιώνιση των παραγωγικών μονάδων.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας με την ανάλυση της συγκρότησης του αστικού χώρου ολοκληρώνει την εικόνα.

Στην ανάλυσή του δίνει ιδιαίτερη σημασία στον γρήγορο ρυθμό αστικοποίησης -και στην μεγάλη συγκέντρωση που παρατηρείται ιδιαίτερα στην περιοχή της πρωτεύουσας- και στην κοινωνικο-επαγγελματική του δομή που κυριαρχείται από έναν εντυπωσιακό αντιπαραγωγικό αστικό πληθυσμό και συνεχίζει με την παρουσίαση και ανάλυση του οικονομικού ρόλου των κοινοτήτων του εξωτερικού και με την ερμηνεία των ιδιοτυπιών και αντιφάσεων που διαπιστώνονται εδώ.

Επισημαίνει επίσης ότι το 1830 δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί σημαντικές πόλεις .

Η ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας είναι το εντυπωσιακότερο γνώρισμα της αστικής διαμόρφωσης της χώρας. Η ανάπτυξη συντελέστηκε κυρίως γύρω και μέσα στο συγκεντρωτικό κρατικό μηχανισμόxiv και όχι γύρω από οποιαδήποτε συγκέντρωση παραγωγικών μηχανισμώνxv.

Ως αποτέλεσμα έχουμε τον σχηματισμό μιας σειράς κοινωνικών στρωμάτων των οποίων η οικονομική τους κατάσταση ήταν άμεσα εξαρτημένη από την κρατική δομή λόγω ακριβώς της έλλειψης αυτόνομων παραγωγικών λειτουργιών.

Προς το τέλος του αιώνα η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων σόλο τον κόσμο ως αποτέλεσμα της εργοδοτικής λειτουργίας του κράτουςxvi.

Η τεράστια αίγλη που περιέβαλε τις δημόσιες υπηρεσίες και τη διοίκηση οφείλεται , κατά τον συγγραφέα, στο ότι οι οικογένειες των προυχόντων προσκολλήθηκαν αμέσως στην κρατική μηχανή, αμέσως μετά την απελευθέρωση.

Η διαδικασία αστικής συγκέντρωσης στην Ελλάδα δεν υπήρξε άμεσο αποτέλεσμα μιας ντόπιας εκβιομηχάνισης .

Επίσης το φαινόμενο της υπεραστικοποίησης στην Ελλάδα δεν είναι συνδεδεμένο κατά κανένα τρόπο με τις επιπτώσεις μιας άμεσης ιμπεριαλιστικής διείσδυσης.

Οι άλλες πόλεις εξελίσσονται με πολύ πιο αργό ρυθμό απ΄ ότι η Αθήναxvii.

Τα περισσότερα παραδοσιακά εμπορικά κέντρα μένουν στάσιμα ή παρακμάζουν.

Έτσι έχουμε μετατόπιση του οργανωτικού κέντρου προς την πρωτεύουσα και τον Πειραιά.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα συνίσταται, λοιπόν στην έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην ανάπτυξη της πρωτεύουσας και στην παρακμή άλλων αστικών κέντρων.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη του οικισμού της Αθήνας βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη στασιμότητα και την παρακμή των υπόλοιπων οικισμών της χώρας.

Όμως το 1870-1880 η ισορροπία του κοινωνικού χώρου δεν έχει ακόμα οριστικά διαταραχθεί. Αντίθετα αυτό θα συμβεί κατά τα έτη 1880-1885 και ως τους Βαλκανικούς πολέμουςxviii.

Συγκεκριμένα το φαινόμενο της αστικοποίησης φαίνεται να δυνάμωσε σημαντικά από το 1880 ενώ η μικρή και μεσαία αστική τάξη ήταν κιόλας ισχυρή από το 1840-1850.

Μέχρι το 1922 η απουσία βιομηχανικού προλεταριάτου συμβαδίζει με την απουσία μεγάλων ημιπρολεταριοποιημένων άνεργων μαζών.

Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται είναι η εμφάνιση της «τάξης των πολιτικών» και το σύστημα της πελατειακής αντιπροσώπευσης.

Συγκεκριμένα η δημιουργία του ελληνικού κράτους, οδήγησε στην ξαφνική εμφάνιση ενός σώματος δομημένων και συγκεντρωτικών κρατικών μηχανισμώνxix.

Αυτό δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός κοινωνικού κενού αφού τις παραμονές κιόλας της ανεξαρτησίας η ελληνική κοινωνία ήταν κιόλας ιεραρχημένη και διέθετε μια ισχυρή άρχουσα τάξη, αρθρωμένη γύρω από τους προκρίτους και τους κοτζαμπάσηδες.

Κεντρικό ζήτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι η ανάλυση του μετασχηματισμού της κυρίαρχης τάξης των προεστών της υπαίθρου σε κρατική αστική τάξη.

Η δύναμή τους διαιωνιζόταν βασικά μέσα από τις κατεστημένες πολιτικές τους λειτουργίες και από το κύρος που απόκτησαν από την θεσμοποίηση τους ως εκπροσώπων της κοινότητας στις οθωμανικές αρχές.

Αυτή η λειτουργία τους επέτρεπε να οργανώνουν την συλλογή των φόρων πράγμα που τους εξασφάλιζε σημαντικά οφέλη.

Η συγκρότηση των εθνικών γαιών φράζει οριστικά το δρόμο στο ενδεχόμενο της δημιουργίας μιας κυρίαρχης τάξης γαιοκτημόνων.

Έτσι ο κρατικός μηχανισμός αποτέλεσε προνομιακό χώρο για να τον μονοπωλήσουν και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο δυνάμει προσοδοφόρων κοινωνικών μηχανισμών.

Πολύ γρήγορα, οι γαιοκτήμονες προσανατολίστηκαν σε άλλους τύπους τοποθετήσεων, δηλαδή στην αγορά ακινήτων στις πόλεις, στο εξαγωγικό εμπόριο, στην εμπορική ναυτιλία ή την τοκογλυφία.

Το σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης εκ μέρους τους βασίζεται σε δήθεν προσωπικές σχέσεις που στην πραγματικότητα είναι πελατειακές σχέσεις.

Η κρατική άρχουσα τάξη που σχηματίστηκε κατά κάποιο τρόπο κληρονομικ διακαιόματι , σχημάτισε το βασικό πυρήνα της άρχουσας τάξης.

Η διαιώνιση του πελατειακού συστήματος συνέβαλλε σημαντικά στη συσκότιση του φαινομένου των ταξικών ανταγωνισμών και προϋπέθετε μιαν αυξημένη ικανότητα του κράτους -κύριου εργοδότη μέχρι το 1880 όπως αναφέραμε- να προμηθεύει θέσεις στους πελάτες της πολιτικής τάξης που έλεγχαν την κορυφή της κρατικής πυραμίδας.

Από την άποψη της χρηματοδότησης της ανάπτυξης του μη παραγωγικού πληθυσμού ιδιαίτερη είναι η σημασία της μεταβίβασης κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Έτσι το φαινόμενο που μας απασχολεί εδώ είναι η δημιουργία μιας τόσο ευρείας μάζας μη παραγωγικών απασχολήσεων και ενός τόσο διογκωμένου κρατικού μηχανισμού που χαρακτηριζόταν από επιταχυνόμενους καταναλωτικούς ρυθμούς δίχως ορατή οικονομική ενδοχώρα, βασισμένους κυρίως στα προϊόντα που εισάγονται από το εξωτερικό.

Παρά τη δομική ελλειμματική κατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου της η Ελλάδα δε γνώρισε ποτέ κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών. Αυτό οφειλόταν στην εισροή άδηλων πόρων που προέρχονται από τη μεταβίβαση ιδιωτικών κεφαλαίων που δε συνδέονται άμεσα με παραγωγικές δραστηριότητες στο εσωτερικό της χώρας. Η εισροή άδηλων πόρων επηρέασε βαθύτατα την εσωτερική διάρθρωση των ταξικών σχέσεων, καθώς μάλιστα η εισροή αυτή είναι φαινόμενο μόνιμο και ανεξάρτητο από την εσωτερική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Στην πρώτη φάση που διαρκεί μέχρι το 1875-1880 επικρατεί η μη κερδοσκοπική μεταβίβαση κεφαλαίων. Από το 1880 αντίθετα, επικρατεί κυρίως η επένδυση κεφαλαίων με άμεσο κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Περί το 1880 το βάρος αρχίζει να μετατοπίζεται από τις διοικητικές υπηρεσίες προς τα ελεύθερα επαγγέλματα και προς τις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες.

Επίσης περί το 1870-1880 πραγματοποιείται ένας εσωτερικός μετασχηματισμός των διευθυντικών στρωμάτων και έτσι μια άρχουσα τάξη που στελεχώνεται αποκλειστικά από τις «κορυφές» του κρατικού μηχανισμού υποκαθίσταται από μια οικονομική ολιγαρχία. Έχουμε δηλαδή μια μεταβολή των συνιστωσών του κοινωνικού σχηματισμού, σε αντίθεση με τι συνέβαινε την περίοδο 1830-1870/1880 όπου έχουμε μεταβίβαση κεφαλαίων με προορισμό μη κερδοσκοπικό και ανάπτυξη της πολιτικοδιοικητικής μικροαστικής τάξης.

Έτσι η μεταβίβαση κεφαλαίων από το εξωτερικό στα πρώτα πενήντα χρόνια της ανεξαρτησίας ,χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα κεφάλαια δεν προορίζονταν να συμβάλουν άμεσα στην οικονομική ζωή του τόπου.

Εκτός από τα ποσά που επενδύθηκαν στην αγορά των γαιών το 1830-1835, τα υπόλοιπα χρήματα εξανεμίζονται στον οικονομικό χώρο της ελεύθερης Ελλάδας

δίχως να ενταχθούν άμεσα στη διαδικασία της ντόπιας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στην πλειοψηφία τους , τα κεφάλαια προορίζονταν για μη παραγωγικούς σκοπούς και καταναλώνονταν άμεσα.

Με αυτόν τον τρόπο, μια μάζα αγοραστικής δύναμης διοχετεύτηκε στον τόπο, δίχως παράλληλα να μετασχηματιστούν οι ντόπιοι μηχανισμοί συσσώρευσης.

Έτσι έχουμε πολλαπλασιασμό των εισοδηματιών- με τις πηγές δημιουργίας εισοδημάτων να βρίσκονται στο εξωτερικό- δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μια διαδικασία συσσώρευσης εντελώς ανεξάρτητης από τις σχέσεις ντόπιας παραγωγής. Απ’ την άλλη η συνεχής διοχέτευση χρηματικών ποσών είχε ως συνέπεια έμμεσα τη σταθερή και εντυπωσιακή αύξηση των κρατικών εισπράξεων. Με τις άμεσες συνεισφορές κεφαλαίων από το εξωτερικό έχουμε χρηματοδότηση μιας σειράς μηχανισμών λειτουργιών και μηχανισμών που κατ’ αρχήν υπάγονταν στην αρμοδιότητα του κράτους ανάμεσα στους οποίους οι εκπαιδευτικοί μορφωτικοί ήταν οι σπουδαιότεροι.

Στα τέλη το 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου τα ιδιωτικά κεφάλαια ξεπερνούν κατά πολύ το σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού για την εκπαίδευση.

Επίσης η μη διοχέτευση του ελληνικού κεφαλαίου της διασποράς στην παραγωγική οικονομική ζωή της χώρας , θα επιτρέψει την διαιώνιση πολλών προκαπιταλιστικών δομών σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού.

Η πολιτικοδιοικητική παραμόρφωση που χαρακτηρίζει το σύνολο της ελληνικής αστικής δομής συντελείται σε μεγάλο βαθμό σε συνάρτηση με την ροή των κεφαλαίων που προέρχονται από τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού και την διήθηση μιας σημαντικής μάζας χρημάτων στο πλαίσιο ενός προκαπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού και την επακόλουθη δημιουργία εισοδηματιών και υπαλλήλων.

Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο μετασχηματισμός από μια κοινωνία αγροτική σε μια κοινωνία σχετικά αστικοποιημένη ενεργοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, δίχως να καταστραφούν οι προκαπιταλισιτκές σχέσεις παραγωγής, δίχως οξείς ταξικούς αγώνες και δίχως την εισαγωγή της μισθωτής εργασίας σε ευρεία κλίμακα.

Σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκε και η δημιουργία της πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας των μικροαστικών στρωμάτων.

Και αυτό γιατί η μάζα της υπεραξίας που απαιτήθηκε για να συγκροτηθούν τα αστικά και μικροαστικά στρώματα συσσωρεύεται κάπου αλλού και συγκεκριμένα στην μεσογειακή περιφέρεια.

Επίσης η άμεση τοποθέτηση κεφαλαίων την περίοδο 1870/1980-1920 συνέτεινε στη συγκρότηση μιας οικονομικής ολιγαρχίαςxx.

Μέχρι το 1870-1880 η μεταβίβαση κεφαλαίων από το εξωτερικό προοριζόταν για άμεσα καταναλωτικές χρήσεις. Αντίθετα, στην περίοδο που ακολουθεί , τρεις είναι οι παράγοντες οι οποίοι οδηγούν σε μια πλήρη μεταβολή της κατάστασης:

i. H μεταφορά ιδιωτικών κεφαλαίων παίρνει μαζικότερο χαρακτήρα.

ii.Η μεγάλη μάζα των κεφαλαίων αυτών ελέγχονται από περιορισμένο αριθμό ατόμων και χρηματιστικών κεφαλαίων και ως εκ τούτου είναι πολύ πιο συγκεντρωμένη.

iii. H μεταφορά κεφαλαίων εφεξής γίνεται με κερδοσκοπικά κριτήρια , συμμετέχοντας άμεσα και αποφασιστικά στις οικονομικές λειτουργίες της χώρας.

 

Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια ο ελληνικός χώρος μεταμορφώνεται ριζικά , ενώ οι κύριοι φορείς της αλλαγής είναι αποκλειστικά σχεδόν οι Έλληνες χρηματιστές του εξωτερικού, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Οι ριζικοί μετασχηματισμοί στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης της διασποράς οι οποίοι οφείλονται σε μια πολύ πιο γενικότερη διαδικασία που ήταν η μετάβαση του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

Ανεξάρτητα από το ζήτημα του τελικού ισοζυγίου στη διαδικασία μεταφοράς αξιών και διεθνών ανταλλακτικών μέσων , η εισροή των κεφαλαίων συνέβαλε αποφασιστικά στη σταθεροποίηση της κυκλοφορίας μιας χρηματιστικής μάζας στο εσωτερικό της χώρας , και στη θεμελίωση της ανάπτυξης μιας τάξης συγκροτημένης γύρω από την κυκλοφορία της διευρυμένης χρηματιστικής μάζαςxxi.

Η εγγύηση του κράτους που μεσολαβούσε ανάμεσα στην στρατολόγηση των κεφαλαίων στο εξωτερικό και στην αξιοποίησή τους στην Ελλάδα, πρόσφερε έτσι μια θεσμοποιημένη διασφάλιση στο νεοεγκαθιστάμενο χρηματιστικό κεφάλαιο.

Από την άλλη το ντόπιο κεφάλαιο επένδυε στις βιομηχανίες ειδών διατροφής και υφασμάτων τομείς για τους οποίους αδιαφορούσε το κεφάλαιο των παροικιών.

Σχετικά με τις επιπτώσεις στην εσωτερική σύνθεση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων το έτος ορόσημο είναι το 1880.

Από το έτος αυτό παρουσιάζεται μια εντυπωσιακή ενδυνάμωση των ελεύθερων επαγγελμάτων , του εμπορίου και των μεταφορών και των χρηματιστικών δραστηριοτήτων.

Οι ρίζες αυτής της μεταμόρφωσης στη δομή των κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων σχετίζονται με τη μαζική εισβολή του χρηματιστικού κεφαλαίου των Ελλήνων του εξωτερικού που αρχίζει να ρέει από το 1875-1880 όπως προαναφέραμε.

Οι χρηματιστικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες της μεγαλοαστικής τάξης προϋποθέτουν τη συγκέντρωση στην υδροκεφαλική πρωτεύουσα , μιας μάζας μη παραγωγικού πληθυσμού.

Στην πολιτικο-διοικητική λειτουργία της πρωτεύουσας προστίθεται και μια μεγάλης εμβέλειας χρηματιστική λειτουργία, που προϋποθέτει , περισσότερο και από τις δημόσιες υπηρεσίες , συγκεντρωτικές και συγκεντρωμένες δομές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια από τις καθοριστικές συνιστώσες της εικόνας που παρουσιάζει από κοινωνική άποψη η Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι η βαθύτατη τροποποίηση της εσωτερικής σύνθεσης του ενεργού μη παραγωγικού πληθυσμού και η βαθμιαία αυτονόμηση του σε σχέση με τον κρατικό μηχανισμό.

Αναφορικά με τη σχέση χρηματιστικού κεφαλαίου και βιομηχανικών δραστηριοτήτων μπορούμε να πούμε ότι η βιομηχανική ανάπτυξη είναι βραδεία μέχρι το 1880.

Μέχρι το 1912 παρά την δασμολογική προστασία που εγκαθιδρύθηκε το 1884

η βιομηχανική παραγωγή εξυπηρετούσε μονάχα τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης εσωτερικής αγορά και μάλιστα βραδυπορώντας.

Από το 1892 παρατηρείται μια ορισμένη επιτάχυνση που αναμφίβολα οφείλεται στο ότι το εισαγωγικό δυναμικό της χώρας μειώνεται λόγω της σταφιδικής κρίσης και της συνεπαγόμενης κρίσης πληρωμών που προκάλεσε η κρίση αυτή.

Μόνο μετά του βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 με την προσάρτηση της Ηπείρου , της Μακεδονίας , της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου και κυρίως μετά την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου διευρύνθηκε το εσωτερικό εμπόριο και άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και οι βιομηχανικές επενδύσεις.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει παρατηρούμε μια στρεβλωμένη ανάπτυξη με έναν τριτογενή κοινωνικο-επαγγελματικό χαρακτήρα , να χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη ταξική δομή.

Το χρηματιστικό κεφάλαιο επενδυόταν κυρίως σε χρηματιστικές επιχειρήσεις ,σε εταιρείες εκμετάλλευσης ορυχείων και σε μεγάλα δημόσια έργα, έχοντας την εγγύηση του κράτους. Σπάνια συμμετείχε στην χρηματοδότηση καθαρά βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Κατά τον συγγραφέα η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της περιφέρειας που διέθετε ένα στρώμα επιχειρηματιών με αρκετά σημαντικό ποσό ρευστού κεφαλαίου , έτσι ώστε να μπορεί να προωθηθεί βιομηχανική ανάπτυξη σε «εθνική βάση».

Αλλά, όπως σημειώνεται, η κυρίαρχη οικονομική ολιγαρχία δεν κατόρθωνε να υπερβεί «τις συνειδησιακές της δυνατότητες».

Η μεταπρατική αστική τάξη ήταν ανίκανη να μετατρέπει σε εθνική αστική τάξη από τη μια μέρα στην άλλη.

Ο τροπισμός ενός ισχυρότατου ιδεολογικού αταβισμού οδήγησε τους Έλληνες αστούς στον «αποικισμό της ίδιας τους της χώρας» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Στην εξαγωγή των πιο πάνω συμπερασμάτων ιδιαίτερη σημασία έχει η συγκέντρωση και αξιοποίηση ενός στατιστικού υλικού σχετικού με την εξέλιξη και τη σύνθεση του πληθυσμού των ελληνικών πόλεων , το οποίο επιτρέπει μια επιστημονική εξήγηση ορισμένων εμπειρικών - ως την εποχή που εκδόθηκε το βιβλίο - διαπιστώσεων.

Έτσι καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις :

1.Τη σημασία και το ρόλο που διαδραμάτισε ο κρατικός μηχανισμός στη διαδικασία της αστικής συγκέντρωσης και τη σύνθεση του αστικού πληθυσμού, ρόλο αποφασιστικό στη δημιουργία μιας υδροκέφαλης πρωτεύουσας, στην κυριαρχία μιας πολιτικοδιοικητικής μικροαστικής τάξης και την εμφάνιση της τάξης των πολιτικών με το σύστημα της πελατειακής αντιπροσώπευσης.

2. Τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι εξωελλαδικές παροικίες στη χρηματοδότηση του μη παραγωγικού πληθυσμού των πόλεων και τις επιπτώσεις του γεγονότος αυτού στη συγκρότηση των κοινωνικών τάξεων στις πόλεις, στη διαδικασία της κοινωνικής κατανομής και στην εξέλιξη των οικονομικών δομών.

Επίσης ο συγγραφέας αναλύει τις συγκεκριμένες διαδικασίες που συντέλεσαν όχι μόνο να συνεχισθεί αλλά και να ενισχυθεί στο 19ο αιώνα ο μεταπρατικός χαρακτήρας των οικονομικών δραστηριοτήτων της αστικής τάξης της διασποράς καθώς επίσης και του ρόλου της ως επίκουρου και άμεσου συνεργού του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού στην διείσδυση που επιχειρεί την εποχή εκείνη στην περιοχή.

Ως προς τις συνιστώσες και την άρθρωση του ελληνισμού υποστηρίζει ότι το βάρος πέφτει στη διαμόρφωση των πόλεων που διερμηνεύει έμμεσα την αντίθεση πόλης-χωριού η οποία κατά τον συγγραφέα αποτελεί την κύρια αντίθεση της νεοελληνικής κοινωνίας.

O συγγραφέας στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του σχετικά με την πορεία της ανάπτυξης του ελληνισμού της διασποράς κάνει μια ιστορική αναδρομή αναφορικά με τις οικονομικές σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τους πρώτους αιώνες της κυριαρχίας της .

Σημειώνει ότι την περίοδο αυτή λείπει ο θεμελιώδης όρος της αστικής ιδιοκτησίας που είναι η ασφάλιση του εμπορίου και της ιδιοκτησίας.

Ταυτόχρονα δεν ήταν μόνο οι μορφές οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας που δεν βοήθησαν καθόλου στην ανάπτυξη του εμπορευματικού καπιταλισμού αλλά και το νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα.

Στη συνέχεια κάνει αναφορά στο καθεστώς των διομολογήσεων, στην διείσδυση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην Οθωμανική επικράτεια καθώς επίσης και στο ρόλο των μειονοτήτων αυτοχθόνων και αυτών που εισέρευσαν μετέπειτα (Χριστιανοί, Εβραίοι Αρμένιοι, Λεβαντίνοι, Σύριοι) οι οποίοι λειτούργησαν και ως φορείς των ευρωπαϊκών ιδεών

Στην επιβίωση και οικονομική ευφορία των μειονοτήτων συνετέλεσαν και οι νέοι προσανατολισμοί της Δυτικής Ευρώπης , δηλαδή η απαίτηση της ελεύθερης διακίνησης προς τις μεγάλες αγορές της Ανατολής.

Στα πλαίσια της ανάλυσης αυτής ,μια άλλη παράμετρος στην οποία δίνεται έμφαση είναι η ανάπτυξη της πρώτης ελληνικής αστικής τάξης που συνέβαλε αποφασιστικά στην διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης εξασφαλίζοντας τη σύνδεση των κέντρων παραγωγής των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής με τις αγορές της κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.

Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται επίσης στην μεταβολή της κατάστασης γύρω στα 1800 ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης και των μεταβολών που επήλθαν στον τρόπο που διενεργούνταν ο ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Η μεταβολή αυτή συνίστατο στην αποδιάρθρωση των αρχαϊκών παραγωγικών δομών του οθωμανικού χώρου.

Τα αποτελέσματα της μεταβολής αυτής ενισχύθηκαν από την μείωση του χώρου της αυτοκρατορίας στην Βαλκανική που συντελέστηκε από το 1829 και μετά.

Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις μεταβολές της περιόδου του Τανζιμάτ που άρχισαν με το Χάτι Σερίφ Γκιουλχανέ και ολοκληρώθηκαν με το Χάττι Χουμαγιούν το 1855 με τα οποία θεσμοποιείται η εγγύηση προσωπικής ασφάλειας και πολιτειακών δικαιωμάτων που περιλαμβάνει όλους τους Οθωμανούς πολίτες ανεξάρτητα από τη θρησκεία και τη φυλή τους.

Έτσι οι μειονότητες λειτούργησαν ως ο προσφορότερος δίαυλος για την διοχέτευση των προϊόντων της Δύσης. Δηλαδή οι μειονότητες λειτούργησαν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε πάντοτε απόλυτη η ταύτιση συμφερόντωνxxii.

Επίσης ο συγγραφέας αναφέρει ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα όλες οι ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης παρακμάζουν ταχύτατα αφού ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα , οι μάζες των Ελλήνων μεταναστών αρχίζουν να αλλάζουν προσανατολισμό και κατευθύνονται πλέον προς την Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, την μεσημβρινή Ρωσία και την Ρουμανία.

Έτσι δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση της κατάστασης που επικρατούσε σε αυτές τις κοινότητες τόσο από την άποψη της πληθυσμιακής εξέλιξης όσο και από την άποψη της σύνθεσης του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων του.

Στα πλαίσια αυτά το βάρος της ανάλυσης πέφτει στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων των περιοχών αυτών.

«Και αυτό γιατί η διερεύνηση της ανάπτυξης του αστικού πληθυσμού μας δίνει το γενικό μέτρο ανάπτυξης του ελληνισμού πολύ σαφέστερα απ’ ότι το γενικό σύνολο που θα συμπεριλάμβανε τους παραδοσιακούς αγροτικούς οικισμούς , οι οποίοι , τουλάχιστον ως τα μέσα του αιώνα, αναπαράγονται σχεδόν αμετάλλακτοι , επηρεάζοντας ελάχιστα τη δυναμική των οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών του ελληνικού χώρου» όπως αναφέρει ο συγγραφέας.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και βαθμιαία ως τα 1920 το ελληνικό στοιχείο στις πόλεις των περιοχών που αναφέραμε αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς.

Έτσι ο αστικός πληθυσμός της διασποράς στην Εγγύς Ανατολή , είναι πολυαριθμότερος από τον αστικό πληθυσμό του ανεξάρτητου βασιλείου.

Στη συνέχεια γίνεται ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών των ελληνικών αστικών κοινοτήτων στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Αιγύπτου και της μεσημβρινής Ρωσίας και της Ρουμανίας.

Στα πλαίσια αυτά δίνεται έμφαση στον γενικότερο ταξικό χαρακτήρα των κοινοτήτων καθώς επίσης και στο κυρίαρχο χαρακτηριστικό που τον διακρίνει το οποίο είναι η συγκέντρωσή του γύρω από τις μεταπρατικές δραστηριότητες.

Επίσης δίνεται έμφαση στον ρόλο που διαδραμάτισε η διείσδυση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στον χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου σε σχέση με την ανάπτυξη και κατανομή των ελληνικών πληθυσμών στη περιοχή.

Οι δραστηριότητες οι οποίες ασκούνταν κυρίως από τους Έλληνες ήταν το εξαγωγικό εμπόριο , οι χρηματιστιρικές υπηρεσίες καθώς επίσης και η ναυτιλία.

Όμως οι Έλληνες έχουν έντονη παρουσία και στις διοικητικές υπηρεσίες.

Στη συνέχεια γίνεται ανάλυση του ρόλου της εμπορικής ναυτιλίας και στις ιδιαιτερότητες που την χαρακτηρίζουν σε σχέση με το χερσαίο εμπόριο.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό έμφαση δίνεται στις επιπτώσεις που είχε η εμφάνιση των ατμοκίνητων πλοίων και η είσοδος του παγκόσμιου καπιταλισμού στη φάση του ιμπεριαλισμού .

Επίσης γίνεται ανάλυση του χαρακτήρα της αστικής τάξης της διασποράς.

Στα πλαίσια αυτά γίνεται αναφορά στη μεταπρατική μεγαλοαστική τάξη και την οικονομική της δύναμη.

Το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο ανεξάρτητα από την έδρα του παρουσιάζει κυρίαρχα γνωρίσματα όπως είναι η συγκέντρωσή του σε δραστηριότητες που δεν είναι άμεσα παραγωγικές ,είναι ανεξάρτητες από την εσωτερική ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα , και κινούνται έξω από τα σύνορά της. Το κεφάλαιο παρουσιάζει επιπλέον έναν υψηλό βαθμό κινητικότητας κατά περιοχές, που αντιστοιχεί σε μία έντονη νομισματική ρευστότητα. Τέλος τα δυνάμει καθαρά κέρδη του είναι υπέρογκα σε σχέση με το επενδεδυμένο κεφάλαιο.

Στην συνέχεια γίνεται αναφορά στην ανάπτυξη των μικροαστικών στρωμάτων, του προλεταριάτου και τη σημασία της κοινοτικής οργάνωσης.

Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι οι ανάγκες των αστικών κέντρων της περιφέρειας –τα οποία υποτάσσονταν ολοένα και περισσότερο στις ανάγκες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου - απαιτούσαν το διαρκή πολλαπλασιασμό φορέων εφοδιασμένων με τυποποιημένες γνώσεις και ιδεολογικά πρόσφορων για την ανάληψη ενός κοινωνικού και οικονομικού ρόλου , που να αντιστοιχεί στον εκσυγχρονισμό των τομέων εκείνων που στήριζαν την καπιταλιστική διείσδυση.

Επίσης γίνεται η σημαντική επισήμανση ότι οι Έλληνες προλετάριοι της διασποράς δεν απέκτησαν ποτέ μαζική εργατική συνείδηση.

Τέλος σχολιάζεται ο ρόλος που διαδραμάτισε η εκκλησίαxxiii στον σχηματισμό των ελληνικών κοινοτήτων και στην λειτουργία τους ως πραγματικών κρατικών μηχανισμών και κυρίως στο ρόλο τους στη διευρυμένη αναπαραγωγή της εθνικιστικής αστικής ιδεολογίαςxxiv.

Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στη σχέση των κοινοτήτων της Εγγύς Ανατολής και των ντόπιων διευθυντικών στρωμάτων.

Δίνεται έμφαση στα πλαίσια της ανάλυσης αυτής στο βραδύτατο ρυθμό αύξησης του μουσουλμανικού αστικού πληθυσμού, στην ανυπαρξία μιας ντόπιας εθνικής αστικής τάξης , στο ρόλο της ευρωπαϊκής προστασίας ως προς την διατήρηση των ντόπιων διευθυντικών στρωμάτων . Επίσης γίνεται αναφορά στην αποτυχία των προσπαθειών εκσυγχρονισμού και «εξαστισμού» των κοινωνιών αυτών –από τον Μαχμούτ Β’ στην Τουρκία και την Μωχάμετ Άλη στην Αίγυπτο-και στο ρόλο που διαδραμάτισε στην εξέλιξη αυτή η γειτνίαση με τις Ευρωπαϊκές χώρες και την ταχύτατη διείσδυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις ανάγκες της καπιταλιστικής διείσδυσης στις χώρες αυτές να τις καλύπτουν κυρίως οι εθνικές μειονότητες, είτε αυτοχθόνων είτε αυτών που συνέρεαν από το εξωτερικό.

Ακολουθεί η ανάλυση του συγγραφέα σχετικά με τη μετάβαση του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και τις επιπτώσεις που είχε η εξέλιξη αυτή στην ελληνική αστική τάξη της περιφέρειας.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο συγγραφέας συμπεραίνει τα εξής :

  1. Η φάση του ιμπεριαλισμού συνεπιφέρει το οριστικό τέλος της οποιασδήποτε οικονομικής αυτοτέλειας του μεταπρατικού κεφαλαίου.

  2. Παρατηρούμε επιτάχυνση του ρυθμού διόγκωσης των μεταπρατικών μικροαστικών στρωμάτων που καλύπτουν τις νέες θέσεις που ανοίγονται στην περιφέρεια.

  3. Οι πολιτικές τοποθετήσεις των κύκλων του μεγάλου μεταπρατικού κεφαλαίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρεάζονται και αυτές άμεσα από τον αντίκτυπο της νέας συγκυρίας αφού πλέον οι κύκλοι αυτοί εντάσσονται προοπτικά σ’ένα σχέδιο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας σε ορισμένες από τις περιοχές που είχαν εγκατασταθεί.

Την περίοδο αυτή (1870-1880) έχουμε την απώλεια της αυτονομίας αυτών των στρωμάτων λόγω της οργανικής τους σύνδεσης στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Στα πλαίσια αυτής της συγκυρίας αρχίζει να δημιουργείται μια κίνηση κεφαλαίων προς την Ελλάδα με κερδοσκοπικούς στόχους που οδηγεί στη διαμόρφωση της χρηματιστικής ολιγαρχίας στην Ελλάδα όπως έχει προαναφερθεί.

Επίσης η σύμπλευση της άρχουσας ελληνικής αστικής τάξης με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό παγιωνόταν οριστικά ενώ τόσο τα ετερόχθονα όσο και τα αυτόχθονα στρώματα των μειονοτήτων αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιλογής πατρώνων υπό την προοπτική της επικείμενης μεταξύ τους σύγκρουσης.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας καταπιάνεται με το ζήτημα της στάσης της μεταπρατικής αστικής τάξης και το αλυτρωτικό ζήτημα.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό περιγράφει την διεθνή συγκυρία – διείσδυση του μητροπολιτικού κεφαλαίου στην Εγγύς Ανατολή, μεταβολή της διπλωματικής ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο, συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, Συνέδριο του Βερολίνου- που αναγγέλλουν το τέλος του δόγματος της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ως μια απ’ τις επιπτώσεις της νέας διεθνούς συγκυρίας είναι ότι πλέον τα συμφέροντα της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης της αυτοκρατορίας που ως τότε εμφανίζονταν απόλυτα ταυτισμένα με τη διατήρηση του status quo εμφανίζονται πλέον με αλλαγμένη στόχευση.

Σε αυτό συνέβαλλε και η μεταβολή της στάσης του αγγλικού ιμπεριαλισμού ο οποίος αφενός βλέποντας την γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκαταλείπει το δόγμα της ακεραιότητας του οθωμανικού κράτους και αφετέρου βλέποντας τη μεγιστοποίηση της επιρροής του ρωσικού παράγοντα στις σλαβικές χώρες της περιοχής άρχισε να θεωρεί ως τον πιο αξιόπιστο εγγυητή των συμφερόντων του το Ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι η ελληνική μεγαλοαστική τάξη ήταν μόνιμα αγγλόφιλη.

Γίνεται επίσης αναφορά στους βαλκανικούς εθνικισμούς, στην συμμετοχή Ελλήνων κεφαλαιοκρατών της περιοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα του ελληνικού κράτους, στην συμμετοχή εν τέλει της μεγαλοαστικής τάξης στην οργάνωση του ελληνικού επεκτατισμού που επακολούθησε μετά την άνοδο του Βενιζέλου, στην συμμετοχή των ιδίων των εκπροσώπων της τάξης αυτής στην οργάνωση μιας πολιτικής εξουσίας στην οποία συμμετέχουν άμεσα και οι ίδιοι , εξουσίας η οποία θα εκταθεί προοπτικά στις ζώνες που ελπίζουν να ελέγξουν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά.

Σε στενή συνάρτηση με την ανάλυση των κοινωνικών δομών και την κοινωνική κινητικότητα που γίνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί στο δεύτερο μέρος , τη μελέτη του σχολικού μηχανισμού του εκπαιδευτικού μηχανισμού και του εκπαιδευτικού συστήματος για να απαντήσει στο βασικό ερώτημα «σε ποιο βαθμό ο συγκεκριμένος τρόπος της λειτουργίας των σχολικών μηχανισμών στην Ελλάδα αντιστοιχεί στις γενικές δομές που διέπουν τη δυναμική της νεοελληνικής κοινωνίας και πως η εσωτερική λογική του εκπαιδευτικού συστήματος εξυπηρετεί τις συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού επιμερισμού».

Επίσης πολλές και εύστοχες παρατηρήσεις γίνονται στη σχετική με την ανάλυση των εσωτερικών δομών του σχολικού μηχανισμού παράγραφο.

Στο σημείο αυτό τονίζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του σχολικού συστήματος που διαφέρουν ριζικά από τα αντίστοιχα των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών κατά την ίδια εποχή που είναι αφενός ο κρατικός του χαρακτήρας και αφετέρου η υποχρεωτική δημοτική εκπαίδευση και η δωρεάν παιδεία σ’όλα τα επίπεδα. Πρόκειται για μια παιδεία με χαρακτήρα δημοκρατικό τουλάχιστο όσον αφορά την τυπική της μορφή.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα την ερμηνεία αυτών των ιδιαιτεροτήτων , της ελληνικής περίπτωσης , μπορεί να την αναζητήσει κανείς κατ’αρχήν στην ελληνική σχολική παράδοση της Τουρκοκρατίας και κυρίως στη δομική κοινωνική κινητικότητα του ελληνισμού.

Ο κύριος προσανατολισμός της έρευνας προς τη μελέτη των σχέσεων των σχολικών μηχανισμών με την κοινωνική δυναμική δε σημαίνει ότι ο συγγραφέας παραγνωρίζει τη σχετική αυτονομία των σχολικών μηχανισμών . Άλλωστε αφιερώνει αρκετές σελίδες, στην ιστορική εισαγωγή και στο πρώτο και δεύτερο μέρος της μελέτης , στην ιδεολογική εξέλιξη του Ελληνισμού και το ρόλο της στην εκπαίδευση.

Πράγματι αναλύονται η στάση της αστικής τάξης της διασποράς απέναντι στο εθνικό πρόβλημα και στη «μεγάλη Ιδέα» και ερευνάται το ιδεολογικό περιεχόμενο της διδασκαλίας, όπου αναπτύσσει σκέψεις για το γλωσσικό ζήτημα και την αρχαιολατρία που κυριαρχεί στην εκπαίδευση.

Η δομή του σχολικού μηχανισμού εξετάζεται ειδικότερα από τρεις διαφορετικές απόψεις :Την ποσοτική ανάπτυξη της φοίτησης, την εσωτερική λογική της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος, και το ιδεολογικό περιεχόμενο της παιδείας.

Με αυτόν τον τρόπο μελετάται η διείσδυση του σχολικού δικτύου.

Με την κατάλληλη επεξεργασία στοιχείων διαφόρων τύπων και προέλευσης και τη σύγκρισή τους με ανάλογα στοιχεία των δυτικοευρωπαϊκών χωρών καταλήγει στις εξής ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις:

a. Την ταχεία διείσδυση του σχολικού δικτύου και το «αφύσικα» υψηλό ποσοστό των μαθητών στη δημοτική και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

b. Την διείσδυση των σχολικών μηχανισμών, αναφορικά με την δημοτική εκπαίδευση, η οποία φαίνεται σχετικά ανεξάρτητη από τη διαδικασία της αστικής συγκέντρωσης. Τα ποσοστά φοίτησης δεν ακολουθούν άμεσα τους βαθμούς διείσδυσης του σχολικού δικτύου, ενώ ο ρυθμός διείσδυσης στις διάφορες επαρχίες είναι σχετικά ομοιογενής.

Συγκεκριμένα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρά το ότι στα 1830 ο σχολικός μηχανισμός που προϋπήρχε της επανάστασης είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά

παρατηρούμε μια γρήγορη ανάπτυξη του σχολικού μηχανισμού καθώς επίσης και μια γρήγορη πτώση του ποσοστού των αναλφάβητων.

Γενικά τα ποσοστά φοίτησης τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μπορούσε κάλλιστα να παραβληθεί με τα μεγέθη των αστικοποιημένων βιομηχανικών χωρών.

Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ενώ η διείσδυση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς επίσης και των ελληνικών σχολείων ήταν ταχύτατη ,η εξάπλωση των γυμνασίων ήταν καθυστερημένη σε σχέση με των πρώτων.

Γενικά , σχετικά με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, εκτός του γεγονότος ότι η διαδικασία πρόσβασης του πληθυσμού στους σχολικούς μηχανισμούς υπήρξε σχετικά γρήγορη και μαζική, συμπεραίνει επίσης, ότι τα αγόρια φοιτούν σε ποσοστά πολύ υψηλότερα από τα κορίτσια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κριτήριο με βάση το οποίο η οικογένεια λάμβανε την «εκπαιδευτική απόφαση» ήταν η προοπτική της κοινωνικής κινητικότητας η οποία εξασφαλιζόταν κυρίως για τα αγόρια.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ποσοστά συμμετοχής των κοριτσιών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μικρότερα από αυτά της πρωτοβάθμιας.

Και αυτό γιατί όπως σημειώνει ο συγγραφέας «η ‘στιγμή’ της μετάβασης από τη δημοτική στη μέση εκπαίδευση συνιστά τη σημαντικότερη τομή στη διαδικασία της κοινωνικής επιλογής, επιλογής που αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό και άμεσα τη διαίρεση του πληθυσμού σε τάξεις. xxv

Ένα άλλο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η διείσδυση των σχολικών μηχανισμών και της εκπαίδευσης εμφανίζεται ως διαδικασία σχετικά ανεξάρτητη από τη διαδικασία αστικής συγκέντρωσης και γίνεται μαζική πριν να χάσουν οι διάφορες επαρχίες τον βασικά αγροτικό τους χαρακτήρα. xxvi

Η γρήγορη διείσδυση του σχολικού δικτύου οφειλόταν ίσως στην κατά προτεραιότητα χρηματοδότηση και οικοδόμηση σχολικών κτηρίων δεδομένου ότι η εκπαιδευτική πολιτική του κράτους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποσπασμένη από τις γενικότερες κοινωνικές διαδικασίες.

Η συνέχιση της φοίτησης πέρα από το δημοτικό σχολείο δεν συνεπάγεται μόνο ένα βαρύ οικονομικό φορτίο για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά πράγμα που είναι συχνά ακόμα σημαντικότερο, εμποδίζει το παιδί να συνεχίσει τη θήτευση στην οικονομική και κοινωνική λειτουργία του πατέρα.

Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι τα ποσοστά φοίτησης δεν ακολουθούν άμεσα τους βαθμούς διείσδυσης του σχολικού δικτύου.

Όσον αφορά την δευτεροβάθμια εκπαίδευση , τα στατιστικά δεδομένα παρουσιάζουν αξιόλογες διαφορές κατά περιοχή.

Απ’ αυτά είναι γενικά αδύνατο να ερμηνεύσει κανείς τις τοπικές διαφοροποιήσεις των ποσοστών φοίτησης σε συνάρτηση με τον ρυθμό διείσδυσης των σχολικών μηχανισμών. Επομένως θα πρέπει να καταφύγουμε στη διερεύνηση των κοινωνικών και οικονομικών χαρακτηριστικών σε κάθε μια από τις περιοχές.

Ακόμα και για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση εκείνο που συνάγεται είναι η πλήρης έλλειψη συσχετισμού ανάμεσα στο βαθμό της αστικής συγκέντρωσης και στα ποσοστά της φοίτησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Επίσης διαπιστώνει ότι τα υψηλότερα ποσοστά φοίτησης παρουσιάζονται αναλογικά στην Πελοπόννησο και μάλιστα όχι στις περιοχές με υψηλότερο βαθμό αστικής συγκέντρωσης αλλά στις περιοχές όπου επιζούσε ακόμα μια οικονομία σχετικά κλειστή με έντονα στοιχεία αυτοκατανάλωσης.

Η Πελοπόννησος , άλλωστε ,ήταν μια δεξαμενή που τροφοδοτούσε τα δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα.

Ακόμα μπορούμε να πούμε ότι τα υψηλότερα ποσοστά φοίτησης παρατηρούνται σε περιοχές με μικρή και μεσαία ιδιοκτησία –όπως η Πελοπόννησος- ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά σε περιοχές με μεγάλη ιδιοκτησία και τσιφλίκια όπως επίσης και στα Επτάνησα όπου υπόκεινται ακόμα σε φεουδαρχικού τύπου δεσμεύσεις.

Έτσι οι διαφοροποιήσεις του ρυθμού φοίτησης μοιάζουν να σχετίζονται απόλυτα με τον κυρίαρχο τύπο των παραγωγικών σχέσεων. Αυτό συνδέεται άμεσα με τα αυξημένα ποσοστά αποδημίας που παρουσιάζουν οι περιοχές μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας αφού κατ’αυτό τον τρόπο προετοιμάζονται από τεχνική και ιδεολογική άποψη προκειμένου να ενταχθούν στα μικροαστικά στρώματα των πόλεων και ιδιαίτερα της πρωτεύουσας όσο και στα μικροαστικά στρώματα των παροικιών της ανατολικής Μεσογείου.

Από το τέλος του δημοτικού σχολείου η παιδαγωγική πρακτική αρχίζει να εγχαράσσει στο παιδί μιαν ιδεολογία που να βασίζεται σε μια ειδική και ποιοτικά διαφορετική γλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Οι πιέσεις της αγοράς σε συνδυασμό με τον αύξοντα υπερπληθυσμό απειλούσαν συνεχώς τις οικογενειακές εστίες με έκρηξη και προλεταριοποίηση. Οι πληθυσμοί των περιοχών αυτών διοχετεύουν τους γόνους τους προς την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς.

Στην ανώτατη εκπαίδευση τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν επίσης υψηλό ποσοστό φοίτησης αφού η Ελλάδα βρίσκεται επικεφαλής όλων των ευρωπαϊκών κρατών το 1885 και το 1912. Επίσης δείχνουν διαφορές κατά περιοχές, αντίστοιχες με κείνες που παρατηρήθηκαν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Τα ποσοστά φοίτησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλά παρά τις κατά καιρούς διακυμάνσεις δεδομένου ότι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός φοιτητών σπουδάζουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Επίσης παρατηρούμε κυριαρχία των νομικών σπουδών , γεγονός που δεν είναι ανεξάρτητο από τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων του ελληνικού παροικιακού κεφαλαίου, ούτε και από τον «στρεβλό» χαρακτήρα της ανάπτυξης που έχουμε στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, και που περιγράφεται σε άλλο σημείο.

Ανεξάρτητα από τη γεωγραφική προέλευση των φοιτητών, η λειτουργία του Πανεπιστημίου υπήρξε ο κατ’εξοχήν χώρος διανοητικής σύνθεσης του κατατμημένου ελληνισμού και ένας τόπος οργάνωσης του κοινωνικού επιμερισμού των ανώτερων στελεχών του.

Επομένως εξυπηρετεί άμεσα τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ενός χώρου πολύ ευρύτερου από εκείνον που οριοθετείται από τα κρατικά σύνορα.

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη σχετική μείωση της σημασίας του κρατικού μηχανισμού από το 1870 και μετά και την άνοδο των νέων στρωμάτων της χρηματιστηριακής και βιομηχανικής αστικής τάξης.

Ως μια από τις συνέπειες της εξέλιξης αυτής είναι ότι από το 1885-1890 αρχίζει να εμφανίζεται ανεργία.

Μετά την ήττα του 1897 έχουμε μείωση των εγγραφών λόγω του κλονισμού του ελληνικού επεκτατισμού δεδομένου ότι μια από τις βασικότερες κοινωνικές λειτουργίες του ήταν η προετοιμασία των φορέων της εκπολιτιστικής «κατάκτησης» ενός κόσμου που στο εξής εμφανίζεται πολύ λιγότερο ανοικτός.

Επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρείται μια πολύ μικρή αύξηση εγγραφών σε σχολές που σχετίζονται με της απαρχές της εκβιομηχάνισης που συντελείται εκείνη την περίοδο.

Κάποια άλλα συμπεράσματα που διατυπώνονται σε σχέση με την ανώτατη εκπαίδευση είναι τα εξής :

i. Διείσδυσε με εξαιρετική ταχύτητα και ανοίχτηκε σε ένα ταξικό ακροατήριο εξαιρετικά ευρύ, αν την συγκρίνουμε μ’όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

ii. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το βασικό εφαλτήριο μέσω του οποίου πραγματοποιείται η ανακατανομή των στελεχών στις διαθέσιμες θέσεις στο σύνολο του ελληνικού κόσμου.

Απ’την άλλη λόγω της έλλειψης στατιστικών στοιχείων η διακρίβωση της κοινωνικής προέλευσης των μαθητών και των φοιτητών καθίσταται δύσκολη.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ορισμένες ενδείξεις και κυρίως βασιζόμενος στο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό φοίτησης συναντάται εκεί όπου κυριαρχεί η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και όπου έχει διαπιστωθεί το μεγαλύτερο ποσοστό αγροτικής εξόδου και της μετανάστευσης , προτείνει ως υπόθεση , τη συσχέτιση των φαινομένων , και δείχνει ότι τα αίτια και τα κίνητρα της υπερεκπαίδευσης αυτής βρίσκονται στο χαρακτήρα της κοινωνικής κινητικότητας των αγροτικών πληθυσμών ζήτημα το οποίο αναπτύχθηκε στο πρώτο μέρος του βιβλίου.

Δείχνει δηλαδή ότι οι αγροτικές μάζες που εγκαταλείπουν τη γη για να ενσωματωθούν στην μικροαστική τάξη των πόλεων βρίσκουν στο σχολείο την «τεχνική» προπαρασκευή μιας τέτοιας μετάταξης.

Ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαδικασία αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η μελέτη της ανάπτυξης της εκπαίδευσης στον ελληνισμό της διασποράς. Σ’αυτή την περίπτωση διαπιστώνεται εντονότερα ο ταξικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης. Επίσης η διείσδυση του σχολικού δικτύου φαίνεται να συσχετίζεται με την αστική συγκέντρωση και το ποσοστό φοίτησης να εξαρτάται από την κοινωνική προέλευση των φοιτητών.

Ο ταξικός αυτός χαρακτήρας τονίζεται επίσης στην παράγραφο όπου ο συγγραφέας μελετά την χρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και στην οποία φαίνεται ο κυριαρχικός ρόλος της αστικής τάξης της διασποράς.

Μετά την εκκλησία , το σχολείο είναι ο δεύτερος από τους τύπους μηχανισμών μέσα από τους οποίους πέρασαν τα ιδεολογικά στοιχεία , που διασφάλισαν τη σχετική συνέχεια της εθνικής συνείδησης στη διάρκεια των αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Από τα τέλη του 18ου αιώνα και παράλληλα προς τη διείσδυση της δυτικής αστικής ιδεολογίας , η ανάπτυξη της εκπαίδευσης υπήρξε θεαματική και τα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως η Κωνσταντινούπολη χαρακτηρίζονταν από την ύπαρξη πολλών πολιτιστικών και διανοητικών δραστηριοτήτων.

Η οικοδόμηση των σχολικών μηχανισμών υπήρξε το πρώτο μέλημα της ελληνικής εμπορικής αστικής τάξης που αναπτυσσόταν και σημαντικά ποσά αφιερώθηκαν στη δημιουργία ενός σχολικού δικτύου εξαιρετικά αναπτυγμένου για την εποχή του σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στη νότιο Βαλκανική.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η μονοπώληση των πολιτιστικών μηχανισμών από τους Έλληνες- που συνόδευσε την οικονομική τους κυριαρχία –δεν προσέκρουε στην εχθρότητα και τον ανταγωνισμό των άλλων εθνοτήτων ούτε στην άμεση αντίδραση των οθωμανικών αρχών.

Η μονοπώληση αυτή των πολιτιστικών μηχανισμών ήταν συνδεδεμένη με τις λειτουργικές ανάγκες μιας διευρυμένης αναπαραγωγής των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούςxxvii.

Από το 1870 η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει άρδην λόγω της αλλαγής των πολιτικών και διπλωματικών συγκυριών – Χάτι Χουμαγιούν , Τανζιμάτ, Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 ,Συνθήκες του Αγίου Στεφάνου 1877 και Βερολίνου 1888 - και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προοιωνίζεται.

Στα Βαλκάνια η διείσδυση των ελληνικών πολιτιστικών και εκπαιδευτικών μηχανισμών έρχεται σε αντίθεση με τους εθνικισμούς των άλλων Βαλκανικών λαών. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως στη Μικρά Ασία στην οποία ο Ελληνισμός δεν προσέκρουσε σε κανένα ανταγωνιστικό εθνικισμό.

Στη Μικρά Ασία η ευρωπαϊκή οικονομική διείσδυση είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ελληνικού πληθυσμού στα παράλια και την επέκτασή του στη μικρασιατική ενδοχώρα. Η πληθυσμιακή αυτή κίνηση είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός σχολικού δικτύου καθώς επίσης και πολιτιστικών οργανισμών που λειτούργησαν ως ιδεολογικός μηχανισμός τόσο από την άποψη της διατήρησης και της αναπαραγωγής της αστικής τάξης όσο επίσης και ως μηχανισμός ενσωμάτωσης των ντόπιων χριστιανικών πληθυσμών οι οποίοι είχαν κάποια αίσθηση της ελληνικής τους καταγωγής.

Από την ανάλυση των ποσοτικών στοιχείων ο συγγραφέας συνάγει το συμπέρασμα ότι ο αστικός πληθυσμός είναι ασύγκριτα πλουσιότερος και ισχυρότερος από τον πληθυσμό που μόλις αρχίζει να αστικοποιείται στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους.

Σε σχέση με την εκπαίδευση στις τουρκοκρατούμενες περιοχές ο συγγραφέας συνάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

a. Η εκπαίδευση φαίνεται να αναπτύσσεται σε άμεση συνάρτηση με την αστική συγκέντρωση.

b. Το πέρασμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν καθίσταται δυνατό παρά για μια μικρή μειοψηφία, πολύ μικρότερη απ’ αυτή που συναντήσαμε στην ελεύθερη Ελλάδα.

c.Οι διαφορές κατά περιοχές είναι αρκετά σημαντικές ήδη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε πολύ εντονότερο βαθμό στη δευτεροβάθμιαxxviii.

 

Η ακτινοβολία της ελληνικής κουλτούρας οδηγεί στον εξελληνισμό ως διαδικασία συνώνυμη με την κοινωνική άνοδο. Αυτό άλλωστε ερμηνεύει και το γεγονός ότι στα ελληνικά σχολεία των υπόδουλων περιοχών και ιδιαίτερα στην Μακεδονία φοιτούσαν και αλλόγλωσσοι μαθητές.

Γενικά όμως συμπεραίνεται ότι τα ποσοστά φοίτησης στην υπόδουλη Ελλάδα παραμένουν ανισόμετρα και στο σύνολό τους πολύ κατώτερα από τα ποσοστά της ελεύθερης Ελλάδας.

Στην περίοδο αυτή που συμπίπτει με το απόγειο της ανάπτυξης της μεταπρατικής αστικής τάξης - από το 1840 έως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου-τα ποσοστά φοίτησης εμφανίζονται χαμηλότερα σε όλα τα σχολικά επίπεδα .

Ένα ακόμα αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι τα ποσοστά φοίτησης των γυναικών στις υπόδουλες περιοχές είναι σαφώς υψηλότερα . Και όπως σχολιάζει ο συγγραφέας αν η γυναικεία εκπαίδευση στο επίπεδο του δημοτικού δε μεταφράζει παρά την αντικειμενική διείσδυση του σχολικού δικτύου στην ύπαιθρο, αντίθετα η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών είναι ένα σχετικά αυτόνομο πολιτιστικό γεγονός.

Ο βαθμός ταξικού προσδιορισμού είναι πολύ πιο έντονος στις γυναίκες παρά στους άνδρες και κατά συνέπεια η ύπαρξη μιας διαδικασίας επιλογής πολύ ισχυρότερηxxix.

Η ισχυρή ώθηση της γυναικείας εκπαίδευσης έξω από τα ελληνικά σύνορα δεν μεταφράζει λοιπόν παρά την τεράστια αριθμητική και οικονομική δύναμη μιας αστικής τάξης σε πλήρη άνθηση.

Από την άλλη η μονοπώληση της σχολικής πρόσβασης από φορείς που δυνάμει πρόκειται όλοι να καλύψουν τις κενές θέσεις στο πλαίσιο της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη σχετικά περιορισμένη ταξική επιλογή, μας κάνει να νομίζουμε ότι η εκπαίδευση λειτουργεί ως μηχανισμός που επεμβαίνει με αποφασιστικό τρόπο στη διαδικασία αναπαραγωγής και αναδιάρθρωσης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.

Στη συνέχεια προχωρεί σε κάποιες σημαντικές διαπιστώσεις σχετικά με το γεγονός ότι η εκπαίδευση στις κοινότητες του εξωτερικού είναι διαρκώς «κατώτερη» από την εκπαίδευση στην ανεξάρτητη Ελλάδα παρόλο που οι κοινότητες αυτές:

a. Είναι στο σύνολό τους πολύ πιο αστικοποιημένες.

b. Έχουν κατ’ εξοχήν ανάγκη εκπαιδευμένων φορέων, λόγω της ειδικής θέσης που κατέχουν στη διαδικασία της παραγωγής.

c. Διαθέτουν πολύ περισσότερα χρήματα για τη χρηματοδότηση των σχολικών μηχανισμών.

d. Προώθησαν ,κυρίως μετά το 1870-1880 , συνειδητά και συστηματικά μια πολιτική που σκόπευε να επεκτείνει προς όλες τις κατευθύνσεις την ελληνική πολιτιστική ακτινοβολία και που αντιστοιχούσε στα υλικά και οικονομικά τους συμφέροντα, που προσδιορίζονται από τη μεταπρατική τους λειτουργία.

Ο λόγος για την ύπαρξη αυτής της κατάστασης είναι η απουσία ενός ανεξάρτητου κρατικού μηχανισμούxxx.

Έτσι οι απαραίτητοι ιδεολογικοί μηχανισμοί αναπαραγωγής δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε ευρεία κλίμακα λόγω τη ιδιωτικής τους βάσης.

Αυτό είχε ως συνέπεια τη μετανάστευση ειδικευμένου προσωπικού προκειμένου να καλυφθούν οι κενές θέσεις.

Έτσι όσο ο Ελληνισμός αναπτυσσόταν ως διαρθρωμένη οικονομική δύναμη στις περιοχές που βρίσκονταν κάτω από Οθωμανική εξουσία , τόσο περισσότερο ήταν ανίκανος να εξασφαλίσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή των σχέσεων που θεμελίωναν την ταξική του κυριαρχία.

Ένα άλλο ζήτημα που θίγεται είναι σχετικά με την χρηματοδότηση των σχολικών μηχανισμών στην Ελλάδα.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι ο εξαιρετικά υψηλός ρυθμός αύξησης των μη παραγωγικών και «εκπαιδευμένων» αστικών στρωμάτων, δεν μπορεί να εξηγηθεί, αν δεν ληφθεί υπόψη το αδιάκοπο ρεύμα άδηλων πόρων που προερχόταν από το εξωτερικό.

Επίσης παρατηρείται αδιάκοπο μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η χρηματοδότηση εκπαιδευτικών μηχανισμών από τους Έλληνες της διασποράς η οποία γινόταν είτε προς το Υπουργείο Παιδείας είτε κατευθείαν προς τις κοινότητες και τους σχολικούς οργανισμούς.

Η χρηματοδότηση αυτή κατευθυνόταν επίσης και σε πολιτιστικά έργα καθώς επίσης και σε χρηματοδότηση των ίδιων των σπουδών μέσω υποτροφιών.

Ο σημαντικότερος λόγος για αυτή τη συμπεριφορά ήταν η σε ιδεολογικό επίπεδο, μια γενική συνείδηση ταύτισης των εθνικών συμφερόντων με την πολιτιστική υπεροχήxxxi.

Ο Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και η Οκτωβριανή επανάσταση συνετέλεσαν σε μια γενικότερη μετατροπή των απόψεων από το 1922 και μετά.

Ως προς την λειτουργία του σχολείου ως εξειδικευμένου μηχανισμού ιδεολογικής αναπαραγωγής ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το τυπικό γνώρισμα της σχολικής δομής είναι η «δημοκρατικότητα» υπό την έννοια ότι δεν υπήρχε στην περίπτωση της Ελλάδας μια διπλή σχολική δομή που να εξυπηρετεί αφενός τα διευθυντικά και αφετέρου τα κατώτερα στρώματα .

Η δωρεάν υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ευρώπη έγινε μισόν αιώνα πριν από τη Δυτική Ευρώπη, ενώ η δωρεάν εκπαίδευση σ’όλα τα επίπεδα προηγείται των περισσότερων άλλων χωρών κατά ένα ολόκληρο αιώνα.

Οι τεχνικές και επαγγελματικές σχολές τον 19ο αιώνα ήταν ελάχιστες .

Από το 1850 και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται μερικά ιδιωτικά σχολεία στα οποία φοιτούσαν κυρίως κορίτσια.

Η οργάνωση του κύκλου σπουδών ήταν σε μια και μόνη σειρά με απουσία εξειδίκευσης, και ελεύθερο πέρασμα από το δημοτικό στο γυμνάσιο και από το γυμνάσιο στο πανεπιστήμιο.

Η πρώτη διαφοροποίηση σε πρακτικό και κλασσικό στις τρεις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου έγινε με τη μεταρρύθμιση του 1929.

Το από τυπική άποψη δημοκρατικά οργανωμένο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο ήταν θεωρητικά προσβάσιμο σε όλους είχε μια πραγματική κοινωνική λειτουργία υπό την έννοια ότι η άρχουσα τάξη είχε επιλέξει ένα σύστημα «αυτόματης» επιλογής και απρογραμμάτιστου επιμερισμού που άφηνε τον ουσιαστικό διακανονισμό των διαδικασιών αναπαραγωγής να ενεργοποιείται έξω από τους σχολικούς μηχανισμούς.

Σε σχέση με τις ιστορικές βάσεις του ελληνικού σχολικού συστήματος ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η εισαγωγή του σχολικού συστήματος το 1834 έγινε πάνω σε μια εντελώς νέα βάση.

Το σύστημα γενικευμένης εκπαίδευσης εισήχθη δίχως την αντίδραση εκ μέρους των ξενόφερτων φαναριωτών και των καλλιεργημένων αστών της διασποράς.

Ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι η περίοδος που προηγήθηκε της επανάστασης αποτελούσε κρίσιμο διάστημα σχηματισμού της αστικής τάξης συνεπώς στην περίπτωση της Ελλάδας δεν ιδρύθηκαν ξεχωριστά σχολεία για τους προνομιούχους όπως αυτό συνέβαινε σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης .

Επισημαίνεται επίσης ότι οι γόνοι της αστικής και μικροαστικής εμπορευματικής τάξης η οποία αναδείχθηκε γύρω στα τέλη του προηγούμενου αιώνα έπαιξαν το ρόλο των «οργανικών διανοουμένων» κατά και αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση.

Η διαπάλη ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες στρωμάτων εστιαζόταν στα προβλήματα πολιτικής οργάνωσης και δεν πήρε τη μορφή μιας διαφορετικής και συγκροτημένης αντίληψης για τους σχολικούς μηχανισμούς.

Είναι επίσης η εποχή χωρισμού κράτους και εκκλησίας.

Άλλωστε όπως τονίζεται η εισαγωγή ενός οποιουδήποτε συστήματος «αριστοκρατικής» εκπαίδευσης που θα ενεργοποιούσε τη σχολική επιλογή συνδεδεμένη με την ταξική προέλευση των μαθητών, ήταν όχι μόνο εντελώς ξένο προς τη σχολική παράδοση του τόπου, αλλά αδιανόητο μέσα στο πλαίσιο της εσωτερικής ισορροπίας, ανάμεσα στις διάφορες διευθυντικές μερίδες της άρχουσας τάξης.

Εκείνοι που τελικά επέβαλαν το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν οι Βαυαροί.

Όμως παρατηρείται αξιοσημείωτη θεσμική συνέχεια ανάμεσα σε ορισμένες ιδέες που διατυπώθηκαν γα πρώτη φορά στις επαναστατικές συνελεύσεις με αυτές εγκαθιδρύθηκαν αργότερα από την απόλυτη μοναρχίαxxxii .

Σχετικά με το τον κοινωνικό ρόλο της σχολικής λογικής στη διαδικασία της αναπαραγωγής ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο σημαντικότερος παράγοντας είναι η ανυπαρξία του δεύτερου σχολικού δικτύου, του δικτύου δηλαδή που μπορεί κάποιος να αποκαλέσει προλεταριακό. Και σημειώνει ότι η ύπαρξη ναυτικών σχολών δεν είναι σε αντίθεση με τη λογική του συστήματος αλλά επιβεβαιώνει τη λογική του συστήματος. Απ’την άλλη η ίδρυση εμπορικών σχολών που αρχίζουν να δημιουργούνται από το 1882 και πέρα συμπίπτουν με την περίοδο της βιομηχανικής ανάπτυξης. Μόνο μετά το 1900 και ακόμα εντονότερα μετά τους βαλκανικούς πολέμους αρχίζουν να βαρύνουν οι φωνές που απαιτούν την προώθηση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Επίσης στο βαθμό που η γενίκευση της εκπαίδευσης εμφανιζόταν ως λαϊκή κατάκτηση , επεκτεινόταν και στην ύπαιθρο που βαθμιαία συμπαρασυρόταν από τα νέα αστικά πολιτιστικά πρότυπα.

Σε σχέση με την ταξική επιλογή η οποία είναι εξορισμού πανταχού παρούσα , οι παράγοντες που την ενεργοποιούν παραμένουν εξωτερικοί ως προς τους τυπικούς εκπαιδευτικούς μηχανισμούς , πράγμα που την καθιστά πολύ πιο δυσδιάκριτη.

Από την άποψη της κοινωνικής κινητικότητας, δεδομένου ότι το σχολείο οργανώνεται πάνω σε αστική ιδεολογική βάση, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών της υπαίθρου γίνεται ο προθάλαμος της αστικής τάξης.

Μάλιστα η ταχύτητα της διευρυμένης αναπαραγωγής της μικροαστικής τάξης είναι εξαιρετική.

Έτσι έχουμε την διεύρυνση των αστικών στρωμάτων που συμμετείχαν στην εκμετάλλευση της υπαίθρουxxxiii.

Από την άποψη της εκπαίδευσης ,σε μεγάλο βαθμό, ο δημοκρατικός χαρακτήρας ο οποίος διευκόλυνε την αγροτική έξοδο διευκόλυνε ταυτόχρονα και την συντήρηση του κυκλώματος της εκμετάλλευσης , που με τη σειρά του εξαθλίωνε τον αγροτικό κόσμο.

Το φαινόμενο της ουδετερότητας του σχολικού μηχανισμού απέκρυβε μάλλον το γεγονός ότι η επιλογή ήταν τόσο αποτελεσματική.

Έτσι , συναρτημένο όπως ήταν στις δομικές ανάγκες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας του συνόλου του ελληνικού κόσμου , το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα συνέβαλε επίσης στη διαιώνιση των μηχανισμών αναπαραγωγής των εσωτερικών σχέσεων ταξικής κυριαρχίαςxxxiv.

Σε σχέση με το ιδεολογικό περιεχόμενο της διδασκαλίαςο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε δύο ζητήματα.

Το πρώτο απ΄αυτά είναι το ζήτημα της διγλωσσίας και ο ταξικός του ρόλος και το δεύτερο είναι το πρόβλημα του προσανατολισμού του σχολικού προγράμματος.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η επιβολή μιας θεσμοποιημένης γλώσσας δεν είναι παρά η θεσμική επικύρωση μιας παλιότερης διαδικασίας και το τέλος μιας σειράς οξύτατων ιδεολογικών αγώνων, που συμπίπτουν με την άνοδο της αστικής τάξης στα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα.

Η επιβολή της γλώσσας αυτής γίνεται με στόχο την «αναγκαστική» γλωσσική ευθυγράμμιση όλων των επιμέρους κοινωνιών του ελληνισμού που βρισκόντουσαν διάσπαρτες.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας η επιβολή μιας θεσμοποιημένης γλώσσας ήρθε να καλύψει το κενό μιας κεντρικής «καταναγκαστικής» δομής, που θα μπορούσε να είχε επιβάλλει βαθμιαία συμμόρφωση σε σχέση με ένα αναγνωρισμένο πρότυπο , μια θεσμοποιημένη καταξίωση της γλωσσικής ομοιομορφίας.

Δηλαδή, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας ήρθε να καλύψει το κενό της έλλειψης ακριβώς της καταπιεστικής λειτουργία μιας επίσημης και θεσπισμένης γλώσσας , μιας γλώσσας που παράγεται και αναπαράγεται γύρω από συμπαγείς ιδεολογικούς μηχανισμούς (κεντρικοποιημένους ή όχι ) που θα μπορούσε να εγχαράξει ως αξιολογικό κανόνα την ίδια της τη συμβολική βία.

Έτσι το γλωσσικό ζήτημα εντασσόταν ως αποφασιστικής σημασίας πρόκριμα στο γενικότερο πρόβλημα της εθνικής απελευθέρωσης και ολοκλήρωσης και επίσης αποσκοπούσε στη γλωσσική ομοιομορφία της ανερχόμενης νέας αστικής τάξης.

Από ιστορική άποψη οι κοινωνικοί λόγοι που είχαν προκαλέσει την εμφάνιση του γλωσσικού ανταγωνισμού εξανεμίστηκαν , από τη στιγμή που η αντιπαράθεση εκκλησίας και αστικής τάξης αποδυναμώθηκε , στο πλαίσιο ενός κρατικού μηχανισμού , όπου οι διανοούμενοι κάθε προέλευσης ενσωματώνονταν σε μία δομή εξουσίας ενοποιημένη και διαρθρωμένη.

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, στην Ελλάδα , στους ενδογενείς ιστορικούς παράγοντες της διγλωσσίας προστίθενται και παράγοντες κοινωνικοί , οι οποίοι προσδιορίζονται από το γεγονός της γρήγορης δημιουργίας ενός εθνικού κράτους , που είναι αναγκασμένο να σφυρηλατήσει το ταχύτερο δυνατό ένα γλωσσικό όργανο , που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες πολυλειτουργικές του ανάγκες.

Επίσης ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας κολάκευε στο έπακρο τα αισθήματα της εθνικής του αξιοπρέπειας.

Για πολύ καιρό η θεσμοποιημένη διγλωσσία δεν οδήγησε σε δυσλειτουργικότητες και σε κοινωνικούς αγώνες , στο πλαίσιο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Κατά τον συγγραφέα στο βαθμό που η τυπική εκπαίδευση λειτουργούσε ως προθάλαμος και κατεξοχήν σύμβολο της κοινωνικής ανόδου , ο χειρισμός της επίσημης γλώσσας έγινε γρήγορα το πιο χειροπιαστό εξωτερικό σήμα μιας ταξικής ένταξης. Η διαδικασία της κοινωνικής ανόδου συνοδευόταν με μία συμβολική ρήξη με τις επικοινωνιακές δομές της τάξης προέλευσης.

Ο κρατικός μηχανισμός και τα στρώματα που ήταν συνδεδεμένα μαζί του ήταν συνυφασμένα με την χρήση της καθαρεύουσας.

Σε σχέση με την διδασκαλία στόχος ήταν όχι μόνο η καταξίωση της καθαρεύουσας άλλα και η συμβολική ρητή υποτίμηση της λαϊκής γλώσσας.

Επίσης επισημαίνει ότι τα κοινωνικά προβλήματα που τέθηκαν εξαιτίας της εμμονής και της εντατικοποίησης της διγλωσσίας , δεν εμφανίστηκαν παρά ως καυτά πολιτικά προβλήματα όταν εμφανίζονται μια σειρά από άλλες αστικές λειτουργίες που συνδέονται με την ανάπτυξη του χρηματιστικού καπιταλισμού.

Έτσι αρχίζει να μπαίνει υπό αμφισβήτηση η γενικά αποδεκτή «συμβολική» μιας αξιοκρατικής διαδικασίας πρόσβασης στην άρχουσα τάξη μέσω της πρόκτησης του γλωσσικού οργάνου , που δένεται ταυτόχρονα με την ταυτόχρονη εμφάνιση μιας σειράς νέων ταξικών ανταγωνισμών, που μέχρι τη στιγμή αυτή ήταν κρυμμένοι πίσω από το ρόλο του κράτους.

Η ανάπτυξη της μικροαστικής τάξης ανεξάρτητης από τον κρατικό μηχανισμό και ακόμα περισσότερο η βαθμιαία διόγκωση της εργατικής τάξης, οδήγησαν στην ολοένα ευρύτερη συνειδητοποίηση των πολιτικών προεκτάσεων της διγλωσσίας.

Συνεπώς, όπως αναφέρει, δεν είναι τυχαίο ότι μετά από ογδόντα χρόνια ανάπαυλας ξαναφουντώνει η έντονη διαμάχη ανάμεσα στους απολογητές της καθαρεύουσας και στους οπαδούς της δημοτικής. Ο αγώνας θα φθάσει στο απόγειό του στο τέλος του αιώνα.

Το κίνημα για την επιβολή της δημοτικής ήταν βασικά μικροαστικού χαρακτήρα, τόσο από την άποψη των στρωμάτων από τα οποία στρατολογούνταν οι δημοτικιστές όσο και από την άποψη των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Το ζήτημα θα τεθεί έξω από τους κόλπους της αστικής τάξη με ην ανάδυση ενός

λαϊκού κινήματος μετά το 1922.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας σχετικά με την ανάδυση του γλωσσικού ζητήματος, ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο επιδιωκόμενος εκσυγχρονισμός κατά τα δυτικά πρότυπα -σε όλες τις βαλκανικές χώρες- ένας στόχος για την επίτευξη του οποίου η ημιμάθεια μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Επίσης ο δημοτικισμός είναι συνδεδεμένος με το εθνικό ζήτημα και τον αλυτρωτισμό, αφού η χρήση της δημοτικής διευκόλυνε την ενσωμάτωση αλλόγλωσσων πληθυσμών στις υπόδουλες περιοχές. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής αστικής τάξης όπως ο Παύλος Μελάς και ο Ίωνας Δραγούμης ήταν κορυφαίοι δημοτικιστές.

Αν το πρόβλημα της γλώσσας κυριάρχησε πάνω σ’ όλα τα άλλα ζητήματα που απασχόλησαν τα διάφορα διαμφισβητικά κινήματα που εμφανίστηκαν εκείνη την εποχή ,αυτό οφείλετε από τη μια μεριά στις συμβολικές και εθνικές της εκφάνσεις και από την άλλη μεριά στη συγκεκριμενοποίηση των δυσοίωνων επιπτώσεων της κυριαρχίας της καθαρεύουσας , στο πλαίσιο του νέου καταμερισμού εργασίας.

Η βασική προϋπόθεση της εμφάνισης της νέας πολιτικής διάστασης του προβλήματος της διγλωσσίας, ήταν η μετατόπιση της κύριας όψης των εσωτερικών αγώνων της άρχουσας τάξης στο πλαίσιο της ανεξάρτητης Ελλάδας.

Στους αγώνες που αποβλέπανε κυρίως στην κατάκτηση του κρατικού μηχανισμού ως αυτοσκοπού, υποκαταστάθηκαν σταδιακά οι αγώνες ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες μερίδες της αστικής τάξης , που επιδίωκαν να χρησιμοποιήσουν την κρατική εξουσία για να προωθήσουν το δικό τους ταξικό συμφέρον.

Σε σχέση με τις κοινότητες της διασποράς το γλωσσικό ζήτημα δεν οξύνθηκε ποτέ στο βαθμό που αυτό έγινε στην Ελλάδα και αυτό εξηγείται από το γεγονός της απουσίας των γενικών κοινωνικών προϋποθέσεων που είχαν οδηγήσει τα στρώματα των μικροαστών διανοουμένων της ελεύθερης Ελλάδας στο να προβάλλουν το γλωσσικό πρόβλημα στην πρώτη γραμμή των πολιτικών και κοινωνικών αγώνωνxxxv.

Αναφορικά με τον προσανατολισμό του σχολικού προγράμματος σύμφωνα με τον συγγραφέα το ωρολόγιο πρόγραμμα μεταφράζει τη γενική θεματική εικόνα των εγχαρασσόμενων ιδεολογικών μηνυμάτων. Η συγκρότηση του ωρολογίου προγράμματος δεν είναι ουδέτερη.

Από την ανάλυση του ωρολογίου προγράμματος ανάμεσα στα 1836 και το 1914

ο συγγραφέας συνάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

  1. Η διδασκαλία των νεκρών γλωσσών (ελληνικά , λατινικά) καλύπτει το μισό σχεδόν του συνόλου του χρόνου και φτάνει τα 55%νανάμεσα στο 1867 και το 1884.

  2. Τα μαθηματικά συν τις επιστήμες που η διδασκαλία τους ήταν αποκλειστικά θεωρητική και πάνω στη βάση βιβλίων, μετέχουν με λιγότερο από 20% του συνολικού χρόνου μέχρι το 1914.

  3. Η καθαρεύουσα, η επίσημη γλώσσα του κράτους, δε διδάσκεται καθόλου μέχρι τι 1884. Αλλά και από τη χρονολογία αυτή και μετά η επίσημη γλώσσα καλύπτει μόνο το 7% των ωρών και δε διδάσκεται παρά μόνο τρία χρόνια σε επτά.

  4. Τα γαλλικά που κυριαρχούσαν ακόμα ως διεθνής γλώσσα σ’ ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο διδάσκονται σ’ όλη τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αντιπροσωπεύουν, μέχρι το 1914, σε ώρες διδασκαλίας περισσότερο από τα νέα ελληνικά, την ιστορία ή τις φυσικές επιστήμες.

  5. Πρέπει να σημειωθεί η ολοκληρωτική έλλειψη πρακτικής διδασκαλίας οποιουδήποτε τύπου. Ακόμα και η ιχνογραφία εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1884.

 

Η διαχρονική εξέλιξη του σχολικού προγράμματος είναι εξάλλου ενδιαφέρουσα αφού διαπιστώνεται ότι αν τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα που υπογραμμίσαμε εμμένουν σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, είναι όλα πολύ περισσότερο τονισμένα το 1867 απ΄ ότι είναι το 1836.

Η περίοδος μετά το 1867 χαρακτηρίζεται πράγματι από την πιο έντονη κυριαρχία των αρχαίων ελληνικών και την πιο μεγάλη υποχώρηση των φυσικών επιστημών. Αντίθετα μετά το 1884 εισάγονται τα νέα ελληνικά, αυξάνεται σχετικά το ποσοστό των φυσικών επιστημών και πέφτει σχετικά το βάρος των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών.

Οι τάσεις αυτές ενισχύονται ακόμη περισσότερο μετά τη μεταρρύθμιση του 1914, που εκπονεί ένα πρόγραμμα που φαίνεται για πρώτη φορά σχετικά «ισορροπημένο».

Παρά το γεγονός ότι μετά το 1880 αρχίζει ένας αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης ουσιαστικά οι βασικές επιλογές της εκπαιδευτικής πολιτικής που έγιναν αμέσως μετά την απελευθέρωση συνεχίζονται.

Αυτό εξηγείται από την αδυναμία της άρχουσας αστικής τάξης ,όπως σημειώνεται, να προωθήσει ένα ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης γεγονός που επέτρεψε αργότερα στο λαϊκό κίνημα να τεθεί επικεφαλής των αγώνων γύρω από την εκπαίδευση.

Από την άλλη ο εθνικιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης ήταν η εγχάραξη της «εθνικής συνείδησης».

Μια πολύ σημαντική διαπίστωση είναι ότι το ελληνικό εθνικό πνεύμα ήταν υποχρεωμένο να αναπαράγεται χωρίς αυστηρά οριοθετημένο εδαφικό χώρο ενώ έχουμε ταύτιση του δικτύου της μεταπρατικής αστικής τάξης της διασποράς με την εθνική οντότητα.

Η ωραιοποίηση των ιδεολογικών πλευρών της εθνικής συνοχής ανταποκρίνεται ακριβώς στις ειδικότερες εκφάνσεις του σχολικού προγράμματος.

Η παραγνώριση της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας και η στροφή προς το ιδεολογικοποιημένο παρελθόν πρέπει να ερμηνευτούν κάτω από το φως της υπερεδαφικής ιδιομορφίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμούxxxvi.

Εν κατακλείδι αυτό που συνέβει στην Ελλάδα ,ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα , υπό την επίδραση μιας εξαιρετικής συγκυρίας παραγόντων , ήταν ότι η μαζική ροή προς την μικροαστική τάξη ενεργοποιείται μέσω ειδικών μηχανισμών , έτσι ώστε η εκπαίδευση να καθίσταται ο παράγοντας κλειδί της διαδικασίας της διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας.

Και το κύριο «διαστρεβλωτικό» αποτέλεσμα που απέρρευσε από την ενσωμάτωση του ελληνικού κόσμου στα κυκλώματα του παγκόσμιου καπιταλισμού συνοψίζεται ακριβώς στις «εξαιρετικές» μορφές κινητικότητας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

i Σβορώνος ,Νίκος, όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και αναπαραγωγή- Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα(1830-1922) , Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 7

ii Σύμφωνα με τις συνθήκες οι γαίες που περιλαμβάνονταν στα όρια του νέου κράτους, και που ανήκαν πριν στους Τούρκους, ανακηρύχθηκαν «εθνική ιδιοκτησία»

Οι τρόποι σχηματισμού της μεγάλης ιδιοκτησίας ήταν οι εξής:

  • Αυτή που συγκροτήθηκε πολύ πριν το τέλος της Τουρκοκρατίας από την εκκλησία και τους προύχοντες

  • Αυτή που συγκροτήθηκε στη διάρκεια του αγώνα από προύχοντες

  • Αυτή που συγκροτήθηκε με βάση τις συνθήκες της διεθνούς αναγνώρισης της ανεξαρτησίας

iii Το διττό γαιοκτητικό σύστημα αντιστοιχεί σε ένα διπλό σύστημα ένταξης του αγροτικού χώρου στην εκχρηματισμένη οικονομία. Στην περίπτωση της μεγάλης ιδιοκτησίας έχουμε να κάνουμε με τον μερικό εκχηματισμό της οικονομίας και ως εκ τούτου τη μερική ένταξη. Ενώ στην περίπτωση της μικρής ιδιοκτησίας έχουμε να κάνουμε με μια μεγαλύτερη διείσδυση της εκχρηματισμού και της εμπορευματοποίησης.

iv Σβορώνος ,Νίκος, όπως αναφέρεται στην «Εισαγωγή» του βιβλίου: Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και αναπαραγωγή- Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα(1830-1922) , Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 9

v Η μεταναστευτική τάση είναι από αυτή την άποψη η ιστορική λειτουργική απάντηση των ελεύθερων Ελλήνων μικροκαλλιεργητών, απέναντι στις πιέσεις της εμπορευματικής και μετέπειτα καπιταλιστικής αγοράς.

vi Οι εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστεύσεις ανάγονται στη συνολική διαδικασία κοινωνικής κατανομής , μ’ άλλα λόγια δηλαδή της διαδικασίας αναπαραγωγής και του επιμερισμού των φορέων στις υπάρχουσες η υπό κατασκευή θέσεις.

Οι μεταναστεύσεις αναγκαστικά προϋποθέτουν μια διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής , στο πλαίσιο της οποίας διενεργείται μια ανακατανομή εξ ορισμού τροποποιητική των προϋπαρχουσών δομών. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με την δομική κοινωνική κινητικότητα και τους μηχανισμούς ταξικής επιλογής.

Η επιλογή λειτουργώντας διανεμητικά και αναδιανεμητικά , θεμελιώνει τη συγκεκριμένη ιστορική κίνηση τη μεταναστευτική ροή.

vii Η ελληνική εθνικότητα κατέστη βαθμιαία σημαντικά κοινωνικό πλεονέκτημα.

viii Για να κατορθώσουν αυτοί οι δυνάμει υποψήφιοι να διαδραματίσουν αποτελεσματικά το ρόλο αυτό, απαιτούνταν επίσης και ορισμένες τεχνικές ικανότητες και γνώσεις. Εδώ ακριβώς εγκειται και η σημασία των εκπαιδευτικών μηχανισμών.

ix Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι διαφορετικοί τρόποι ενσωμάτωσης στη διαδικασία παραγωγής ,καθορίζουν αντίστοιχα διαφορετικούς τύπους συμπεριφορών στο ιδεολογικό επίπεδο, ανάμεσα στις οποίες η τάση για μετανάστευση δεν αποτελεί παρά μια συγκεκριμένη έκφανση.

x Η μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία είναι εκείνη που απειλείται το περισσότερο από τη δημογραφική έκρηξη, εκείνη που κατεξοχήν εξαναγκάζεται να προβεί στον εκχρηματισμό της οικονομίας της και να κατευθύνει ένα ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των προϊόντων της στην αγορά.

xi Ο μηχανισμός που διοχέτευε τη γνήσια ιδεολογία της προσκόλλησης στην παράδοση, μπόρεσε να μεταγγίσει ιδεολογικά στοιχεία που θα έλεγε κανείς ότι τον οδηγούσαν στην αυτοκατάλυση του.

xii Ο ταξικός της χαρακτήρας επιβάλλει μιας αντικειμενική επιλογή που πρώτα από όλα διενεργείται με την παρέμβαση των σχολικών μηχανισμών.

xiii Η κοινωνική άνοδος, που αντιπροσωπεύει ,στο ιδεολογικό επίπεδο, το πέρασμα από μια τάξη σε μία άλλη, δεν μπορεί να γίνει αυτόματα.

Η κοινωνική ανακατανομή και η επιλογή των υποψηφίων για κοινωνική άνοδο επιτελείται μέσα από ειδικευμένους κοινωνικούς μηχανισμούς που οργανώνουν αντικειμενικά το ποιοτικό άλμα.

xiv Η σημαντικότερη τροποποίηση είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους στη διαδικασία δόμησης των κυρίαρχων στρωμάτων των πόλεων από τον κρατικό μηχανισμό προς τις υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την κυκλοφορία του κεφαλαίου και του εμπορεύματος.

xv Λόγω της προβληματικής εκβιομηχάνισης ο παραγωγικός πληθυσμός είναι μειωμένος ενώ αυξημένος είναι ομη παραγωγικός πληθυσμός.

Η διεύρυνση της ντόπιας αγοράς ήταν εκείνη που πολλαπλασίασε τις βιομηχανικές δραστηριότητες και όχι μια διαδικασία συγκέντρωσης παραγωγικών δραστηριοτήτων

xvi Η ροπή του λαού για τα δημόσια και η δίψα για πληροφόρηση εξηγούν τον ιδιαίτερο ρόλο των διανοουμένων στην νεοελληνική κοινωνία.

xvii Ιδιαίτερη σημασία για την διαμόρφωση κάποιων από τα περιφερειακά κέντρα είχε η μονοκαλλιέργεια της σταφίδας με τις επιπτώσεις της στο εμπορικό ισοζύγιο. Η διαδικασία αστικής συγκέντρωσης δεν οργανώθηκε όμως κατά κύριο λόγο γύρω απ’αυτή τη δραστηριότητα.

xviii Η αγροτική έξοδος, σε συνδυασμό με την ελκτική δύναμη της πόλης , πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο μιας προοπτικής μεσοαστικής. στην ευρεία της έννοια.

xix Η αυτονομία του κράτους που στην Ελλάδα υπήρξε έντονη πρέπει να συνδεθεί με το γεγονός ‘ότι δεν υπήρχε ντόπια κυρίαρχη τάξη, αρθρωμένη γύρω από τις παραγωγικές δραστηριότητες.

xx Η ανάπτυξη της μεταπρατικής αστικής τάξης του εξωτερικού , η οικονομική της δύναμη και οι τρόποι συσσώρευσης κεφαλαίου αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη δόμηση της διευθυντικής τάξης ολόκληρου του «έθνους».

xxi Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας το ζήτημα δεν είναι αν η Ελλάδα βγήκε πλουσιότερη ή φτωχότερη από τους μηχανισμούς μεταφοράς κεφαλαίων , αλλά η οριοθέτηση των κοινωνικών μετασχηματισμών που προκύψανε από τους μηχανισμούς αυτούς.

xxii Οι εμπορικές κοινότητες των μειονοτήτων ήταν οι απαράιτητιοι αρωγοί στη διαδικασία κατάκτησης των αγορών. Έτσι συγκροτήθηκε μια πρώτη μεταπρατική αστική τάξη στους κόλπους ενός σχηματισμού κυριαρχούμενου από το εξωτερικό.

Αυτή η αστική τάξη αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από άτομα που ανήκουν στις μειονότητες και διαχωρίζονται αυστηρά από την ντόπια οθωμανική κυρίαρχη τάξη.

xxiii Επίσης αναλύεται ο ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας στο σχηματισμό των βαλκανικών εθνοτήτων και των εθνικών τους πολιτισμών καθώς επίσης και στον ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στην ιδιόμορφη εξέλιξη του ελληνικού έθνους η οποία έχει θεμελιωθεί κυρίως στην ιδεολογική και πολιτιστική υπεροχή των ελληνόφωνων που αναπαράγονται και ενισχύονται από το μοναδικό προνομιούχο και επίσημο Πατριαρχείο.

xxiv Με την ταυτόχρονη λειτουργία των κοινοτήτων ως μηχανισμών που αποδυναμώνουν την αντίφαση ανάμεσα στους Έλληνες εργάτες και τους εργοδότες τους στο μέτρο που η διαδικασία της συνολικής ιδεολογικής σμίλευσης της πλειοψηφίας των Ελλήνων προλεταρίων προσδιοριζόταν περισσότερο από τις συνιστώσες της εθνικής τους ταυτότητας παρά από τις συνέπειες της ταξικής τους κατάστασης.

xxv Επισημαίνει δε ότι η αναλογική σχέση μαθητές δημοτικής εκπαίδευσης /μαθητές μέσης εκπαίδευσης είναι εξαιρετικά υψηλή είναι πολύ υψηλή καθ’όλο το διάστημα μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο , ενώ παρέμενε πολύ χαμηλή σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου τα γυμνάσια λειτουργούσαν ακόμα ως σχολεία προυχόντων αφού εκεί φοιτούσαν σχεδόν αποκλειστικά οι γόνοι της αστικής τάξης των πόλεων

xxvi Με την εξαίρεση της πρωτεύουσας ,όπου λόγω του γεγονότος της έλλειψης γυμνασίων στην περιφέρεια συρρέουν σε αυτήν μαθητές οι οποίοι διαφορετικά δεν θα είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και αυτό γίνεται λόγω του γεγονότος ότι στην Αθήνα μπορούν να αποκτήσουν σχετικά εύκολα συμπληρωματικό εισόδημα.

xxvii Τα ελληνικά είχαν φθάσει να γίνουν η μόνη γλώσσα συναλλαγής στο χώρο της Χριστιανικής Ανατολής.

xxviii Δηλαδή η ανάπτυξη της εκπαίδευσης μοιάζει στην Ελλάδα της διασποράς να ακολουθεί «πρότυπα» πολύ πιο συγγενικά μ’ εκείνα που μπορεί κανείς να συναντήσει στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.

xxix Αντίθετα με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση των αγοριών η εκπαίδευση των κοριτσιών λειτούργησε περισσότερο σαν τεκμήριο της ταξικής προέλευσης και του οικογενειακού περιβάλλοντος – «συμπληρωματική προίκα»-, παρά ως μηχανισμός κοινωνικής ενσωμάτωσης και ανέλιξης.

xxx Ο ανομοιογενής χαρακτήρας του πρωτογενούς δικτύου είχε ως αποτέλεσμα το ποσοστό διάβασης του αγροτικού πληθυσμού στο πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο επίπεδο να είναι πολύ χαμηλότερο από την Ελλάδα και πολύ πιο διαφοροποιημένο κατά περιοχές.

Επίσης έχουμε αδυναμία οικοδόμησης ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης.

Τέλος η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εξαρτιόταν από τη δυνατότητα χρηματοδότησης και επομένως από την οικονομική συγκυρία.

xxxi Αν υπήρχε η οργανωμένη πολιτική εξουσία που θα επέβαλε και θα εξασφάλιζε την αναπαραγωγή των αναγκαίων ιδεολογικών μηχανισμών δεν θα χρειαζόταν να περιμένει το 1880 για να αναταθεί η εκπαιδευτική προσπάθεια, που εφεξής αντιστοιχούσε απόλυτα στα αντικειμενικά ταξικά τους συμφέροντα.

xxxii Το γεγονός δεν είναι ανεξάρτητο από το ότι οι Βαυαροί ήταν επηρεασμένοι από τις ναπολεόντειες αντιλήψεις για ισχυρό, συγκεντρωτικό και φιλελεύθερο κράτος.

xxxiii Στην πραγματικότητα οι οικονομικές και ιδεολογικές πιέσεις που βάραιναν σ’ολόκληρο το σώμα των αγροτών οδηγούσαν μια μόνο μειοψηφία των γόνων της υπαίθρου στη συνέχιση των σπουδών του μέχρι το τέλος.

xxxiv Μετά το 1922 η διαδικασία της αναπαραγωγής των κοινωνιοοικονομκών σχέσεων γινόταν στα πλαίσια του περιορισμένου χώρου και με προοπτική το εσωτερικό του ελληνικού κράτους.

xxxv Εξαιρετικά σημαντικός ήταν ο ρόλος της καθαρεύουσας ως κύριου εξωτερικού συμβόλου της ταξικής διαχωριστικής γραμμής.

xxxvi Οι Έλληνες όπως και οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι σφυρηλάτησαν το εθνικό τους πρόταγμα κατασκευάζοντας και αναπαράγοντας μιαν άρρηκτη ιδεολογική κοινότητα περισσότερο από μια συγκεκριμένη και ιδεολογικοποιημέμη κοινωνία.

 

Εγγραφείτε προκειμένου να λαμβάνετε δωρεάν ειδοποιήσεις όταν έχουμε νεότερες πληροφορίες.