Στην ιστορία υπάρχουν στιγμές όπου η σχέση “όντος” και “δέοντος” καθίσταται εκρηκτική. Βέβαια η εν λόγω ένταση πάντοτε προοιωνίζεται σημαντικές εξελίξεις και αλλαγές. Στην περίπτωσή μας η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα η οποία είχε δυστυχώς υποτιμηθεί από τον συλλογικό μας φορέα...
Του Γιάννη Παντελάδη*
Στην ιστορία υπάρχουν στιγμές όπου η σχέση «όντος» και «δέοντος» καθίσταται εκρηκτική. Βέβαια η εν λόγω ένταση πάντοτε προοιωνίζεται σημαντικές εξελίξεις και αλλαγές. Στην περίπτωσή μας η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα η οποία είχε δυστυχώς υποτιμηθεί από τον συλλογικό μας φορέα (τον συλλογικό διανοούμενο) αποδείχτηκε υπέρτερη των προθέσεων. Ήτοι, η καπιταλιστική πραγματικότητα, στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, σάρωσε τον αφελή βολονταρισμό, τις αξίες και τα προτάγματα της Αριστεράς. Πρόκειται γι' αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως ετερογονία των σκοπών μέσα στην ιστορία, η οποία απορρέει από την απόκλιση της φοράς της απρόσωπης συνισταμένης από τη φορά της συνισταμένης των συλλογικών αξιώσεων και επιδιώξεων. Πράγματι, δεν υπήρξε ο απαραίτητος συγχρονισμός με το ιστορικό γίγνεσθαι (χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά, έλεγε ο Λένιν...).
Με άλλα λόγια, η χρονική προ-πορεία του λόγου της Αριστεράς έναντι της πραγματικότητας των δυσμενών συσχετισμών στον ευρωπαϊκό χώρο είχε ως αποτέλεσμα την α-δυνατότητα υπέρβασης των δυσκολιών και τελικά τον συμβιβασμό, με αναγκαστική πολιτική αναδίπλωση και οπισθοχώρηση. Αναμφίβολα πρόκειται για πολιτική ήττα. Με πυκνό τον πολιτικό χρόνο δεν υπήρχε δυνατότητα για να αφομοιωθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις, οι οποίες ήταν πράγματι σαρωτικές και μη διαχειρίσιμες. Η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με τρόπο άτακτο υπό την πίεση των πραγμάτων και στο δίλημμα: ευρώ με γερμανικής κοπής Μνημόνιο ή δραχμή με ελληνικής κοπής Μνημόνιο επιλέχτηκε η πρώτη λύση, παρά το μεγάλο τίμημα, στον βαθμό που διασφάλιζε τουλάχιστον την παραμονή της χώρας μας στον στενό πυρήνα της Ευρώπης.
Η δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας εγγράφεται και αυτή στη μακρά ιστορία διασπάσεων της Αριστεράς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορμή ήταν το γεγονός ότι η συλλογική δράση μας και η κυβερνητική παρουσία μας οδήγησε, τελικά, σε επιλογές που βέβαια κανείς δεν επιθυμούσε. Όμως, διαφορές που αρθρώνονται γύρω από τον τρόπο διαχείρισης της τρέχουσας συγκυρίας δεν συνιστούν μείζονα ιδεολογική ασυμβατότητα αλλά μέγιστη υποκρισία που επιδεικνύουν οι εκ του ασφαλούς αντιμνημονιολογούντες. Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ότι εν απουσία σοβαρών συμμαχιών και γεωπολιτικών αναφορών δεν υπήρχε, τη δεδομένη στιγμή, άλλη δυνατότητα για τη χώρα πλην του συμβιβασμού με τους Ευρωπαίους εταίρους και κυρίως με τη Γερμανία.
Η α λα Λαφαζάνη εκδοχή της απεμπλοκής της χώρας μας από τη ζώνη του ευρώ και της υιοθέτησης εθνικού νομίσματος θα είχε ακριβώς τα ίδια δυσμενή αποτελέσματα. Η ανάγκη διατήρησης των μακροοικονομικών ισορροπιών θα επέβαλλε εξίσου σκληρές πολιτικές λιτότητας. Η μεγάλη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκειμένου να ενισχυθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας θα καθιστούσε αναγκαία την αύξηση των επιτοκίων, για να αποφευχθεί ο πληθωρισμός, αλλά και τη συρρίκνωση των δαπανών και των μισθών προκειμένου να μειωθούν οι εισαγωγές και φυσικά για να αποφευχθεί η εκ νέου αύξηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επίσης, με αποσαθρωμένα τα παραγωγικά συστήματα της χώρας και με δεδομένη τη διαφαινόμενη επίταση της κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας δεν θα υπήρχε καμία δυνατότητα για αύξηση των εξαγωγών (ή και των υπηρεσιών και κυρίως των τουριστικών μας υπηρεσιών), άρα και των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. Επομένως, η περαιτέρω ενίσχυση των υφεσιακών πολιτικών και των αδιεξόδων της ελληνικής οικονομίας θα ήταν το αποτέλεσμα υιοθέτησης ενός εθνικού νομίσματος χωρίς παραγωγικά συστήματα και αγορές ή άλλου τύπου γεωπολιτικές αναφορές.
Κάνοντας μια σύντομη αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας φαίνεται πως είναι πιθανή η ύπαρξη αλλαγών στη συστημική της λειτουργία, επομένως και στους όρους αναπαραγωγής της σχέσης κεφαλαίου - εργασίας. Οι συνθήκες γι' αυτές τις αλλαγές ίσως τώρα να είναι ευνοϊκότερες για την Αριστερά και τα προτάγματά της.
Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της Κίνας επηρεάζει ήδη την οικονομία του πλανήτη πλήττοντας μια σειρά χώρες - από τη Ρωσία και την Ινδία μέχρι τη Νότια Αφρική και τη Βραζιλία (οι BRIICS του Λαφαζάνη). Ακόμη και η ισχυρή Γερμανία φαίνεται να πλήττεται, καθώς τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξή της βασιζόταν στην αύξηση των εξαγωγών της ιδιαίτερα στις αγορές των ΗΠΑ και της Κίνας εξάγοντας ταυτόχρονα λιτότητα και τοκοφόρα Μνημόνια στον καθημαγμένο ευρωπαϊκό Νότο.
Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω εξελίξεις σίγουρα θα προκαλέσουν ένα νέο σπιράλ ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και αύξηση του παγκόσμιου χρέους. Σε ό,τι αφορά τις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας (όπως είναι και η Ελλάδα), το υπέρογκο χρέους τους θα καταστεί μη βιώσιμο από κάθε άποψη (με τι έσοδα θα το εξυπηρετήσουν;). Στην ουσία, ο νεοφιλελευθερισμός βαθαίνει περαιτέρω την κρίση σε σημείο ολοσχερούς αποσυνθέσεως, συμπεριλαμβανομένων και των αιματηρών γεωπολιτικών παιγνίων στον ευρύτερο χώρο της Ευρασίας που εντείνουν την αβεβαιότητα και τη χαοτική λειτουργία του παγκόσμιου συστήματος. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, ενώ είχε ως αιτία τη νεοφιλελεύθερη γενίκευση των προηγούμενων ετών, το επιχειρούμενο ξεπέρασμά της στη βάση των ίδιων σχιζοειδών νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει ως αποτέλεσμα την επίταση της συστημικής κρίσης και των αδιεξόδων της.
Τελικά το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σωστό παρά τις όποιες αδυναμίες του. Απλώς, στην πολιτική, ο σωστός χρόνος ή καλύτερα ο συγχρονισμός με το ιστορικό γίγνεσθαι είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη μερική έστω διαμόρφωση των ιστορικών μετασχηματισμών. Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία προμηνύουν το ξέσπασμα νέας θύελλας που μεταξύ άλλων θα επηρεάσει σημαντικά την Ευρώπη και ιδιαίτερα τη γερμανική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Οι ρωγμές που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαμορφώσουν όρους ευνοϊκότερων συσχετισμών (ταξικών και πολιτικών), επομένως και αποτελεσματικότερης πίεσης προς την κατεύθυνση της αλλαγής των συλλογικών ευρωπαϊκών διευθετήσεων. Αυτή η αλλαγή φαίνεται πως εγγράφεται, πλέον, ως ιστορική δυνατότητα. Άλλωστε, η χαοτικότητα επιταχύνει τον ιστορικό χρόνο και μικρά γεγονότα αρχίζουν να αποκτούν μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα...
* Ο Γιάννης Παντελάδης είναι διδάκτωρ Οικονομικής Γεωγραφίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης
Πηγή: Αυγή 8 Σεπτ 2015