Μελετώντας την αθηναϊκή δημοκρατία είναι αδύνατον να παραλείψουμε τον ορισμό της αυτονομίας που ενυπάρχει σε αυτήν. Κοινωνική αυτονομία για τον Καστοριάδη σημαίνει ότι η κοινωνία όχι μόνο θέτει τους δικούς της νόμους, αλλά και αναγνωρίζει αυτήν ως πηγή των νόμων της. Αντίστοιχα, ατομική αυτονομία σημαίνει ότι το άτομο θέτει τους δικούς του νόμους , έχοντας επίγνωση των επιθυμιών και των αναγκών του.[1] Υπό αυτή την έννοια αυτονομία σημαίνει την απεριόριστη αμφισβήτηση του νόμου και την ικανότητα του «πράτειν», του «ποιείν» και του «θεσμίζειν». Η αντίληψη του Καστορίαδη για την αυτονομία αντιπαρατίθεται προς την καντιανή αντίληψη της αυτονομίας ως ένας αυτοσκοπός που συνίσταται στη δράση, σύμφωνα με κάποιο νόμο που ανακαλύφθηκε με βάση κάποιον αμετάλλακτο στο διηνεκές Λόγο[2]
Μια πρώτη συνεπαγωγή που μπορούμε να κάνουμε από τον καστοριαδικό ορισμό της αυτονομίας είναι ότι η ατομική αυτονομία δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την κοινωνική αυτονομία και το αντίστροφο. Επιπλέον η ατομική αυτονομία είναι δυνατή μόνο αν τα άτομα συμμετέχουν άμεσα στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των κοινωνικών νόμων, οι οποίοι καθορίζουν την δραστηριότητά τους. Η κοινωνική οργάνωση θεμελιώνεται στην άμεση δημοκρατία και όχι στη σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία (η οποία θεωρείται από τον Καστοριάδη φιλελεύθερη ολιγαρχία), η οποία παριστάνει την δημοκρατία.
Η δεύτερη συνεπαγωγή αναφέρεται στο γεγονός ότι το πρόταγμα της δημοκρατία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην κλασσική Ελλάδα , διότι εκεί για πρώτη φορά οι άνθρωποι δημιούργησαν θεσμούς, κυρίως την άμεση δημοκρατία και την φιλοσοφία που έκαναν δυνατή την αμφισβήτηση της θεσπισμένης παράδοσης. Διότι απαραίτητη προϋπόθεση της αυτονομίας είναι η δυνατότητα αμφισβήτησης της παράδοσης γεγονός που αποκλείει όλες τις κοινωνίες που είναι θεμελιωμένες σε «ιερές αλήθειες» [3]
Είναι εμφανές, επομένως ότι το κριτήριο διάκρισης μεταξύ αυτόνομων και ετερόνομων κοινωνιών για τον Καστοριάδη δεν βασίζεται στο εάν οι ίδιες κοινωνίες αυτορυθμίζονται. Κάθε κοινωνία δημιουργεί τις δικές της φαντασιακές σημασίες οι οποίες καθορίζουν τις αξίες και τους θεσμούς που τις ενσωματώνουν. Αντίθετα το κριτήριο διάκρισης είναι εάν η ιδία η κοινωνία πιστεύει ή όχι, ότι οι θεσμοί της είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, δηλαδή δημιουργήματα που δεν έλκουν την καταγωγή τους από τη θεία βούληση. Επομένως, υπάρχει μια ασυμβατότητα ανάμεσα στη δημοκρατική παράδοση η όποια βασίζεται στην αμφισβήτηση κάθε δοσμένης αλήθειας και από την άλλη των θρησκευτικών και ιδεαλιστικών παραδόσεων ως δεδομένες ορισμένες αλήθειες. Μια κοινωνία είναι αυτόνομη όταν έχει επίγνωση ότι δεν υπάρχει καμία εξωγενής – υπερβατική πηγή των νόμων και των θεσμών της, διότι σε αυτήν την περίπτωση θα επρόκειτο για ετερονομία.
[4]Ομοίως, για τους Έλληνες, σύμφωνα με έκφραση του Θουκυδίδη, ο δήμος είναι «αυτόνομος, αυτόδικος, αυτοτελής» . Ως αυτόνομος δίνει ο ίδιος τους νόμους στον εαυτό του. Πράγματι τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου αποτελούν τη βάση της νομοθεσίας στην αρχαία Ελλάδα. Ως αυτόδικός έχει την εκτελεστική εξουσία στα χέρια του. Τέλος ως αυτοτελής ο δήμος κατέχει την εξουσία να αυτοκυβερνάται. Η de facto συνθήκη αυτής της πόλης είναι η αυτάρκεια, η μη εξάρτηση από τους άλλους, η δυνατότητα να αυτοθεσμίζεται, όταν βέβαια υπάρχει ίση συμμετοχή όλων στην θεσμίζουσα εξουσία με τον λόγο και με την ψήφο τους. Σχηματίζεται κατά αυτό τον τρόπο ένας δημόσιος χώρος που περιλαμβάνει τα προβλήματα της πολιτείας..
Τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει κάποιο σημείο αναφοράς ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι δόξα. Ποτέ ο δήμος δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τις αποφάσεις του, υιοθετεί εκείνες που του φαίνονται πιο ορθές, μέσω της διαδικασίας του λόγου διδόναι και της πολύπλευρης όσο το δυνατόν εξέτασης των προβλημάτων. Έτσι κατανοεί ότι σε μία δημοκρατία οφείλει ο ίδιος να ανακαλύψει τα κριτήρια και να θέσει τα όρια εντός των οποίων πρέπει να αποφασίζει και να δρα. Και ύβρις σημαίνει να ξεπερνά τα όρια τα οποία ο ίδιος εχει θέσει και όχι αυτά που τίθενται από κάποιον εξωγενή νόμο.
[1] «Ονομάζω αυτόνομο το άτομο το οποίο εμφανίζει ισχυρή ψυχική επένδυση του αληθινού, έχει λίγο-πολύ την πραγματική ικανότητα να αναγνωρίζει την επιθυμία του και, βεβαίως, να την διακρίνει από την πραγματικότητα, και είναι ικανό να ενεργεί έχοντας επίγνωση των επιθυμιών του, τις οποίες αποδέχεται και αναλαμβάνει[1]. Αντιστρόφως, θα πούμε ότι είναι ετερόνομο το άτομο που ενεργεί υπό την κυριαρχία των ενορμήσεών του, όντας υπόδουλο σε ένα ασυνείδητο απέναντι στο οποίο είναι εξ’ ορισμού τυφλό. Το άτομο αυτό είναι agitur, non agit: είναι ενεργούμενο δεν ενεργεί, υποκινείται από τις τυφλές δυνάμεις εντός του, αλλά δεν το γνωρίζει»
[2] ως « μιας πλασματικά αυτάρκους προσαρμογής στο υποκείμενο στο ¨Νόμο¨ του ¨Λόγου¨.
[3] (πχ σημερινά φονταμενταλιστικά καθεστώτα) η ακόμα και οποιοδήποτε είδος κλειστού θεωρητικού συστήματος (πχ σταλινικά καθεστώτα).
[4] Επίσης διακρίνει το αυτόνομο άνθρωπο, από την ρουσσωϊκή αντίληψη του «Κοινωνικού Συμβολαίου », ότι ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος «πριν» την κοινωνία. Κάτι τέτοιο το θεωρεί απαράδεκτο, διότι «δεν μπορούμε να σκεφτούμε ένα άτομο πριν από την πολιτεία». Εξίσου απαράδεκτη είναι η ρουσσωϊκή θέση ότι «ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος», διότι «ο Rousseau δεν μπορεί να νομίζει ότι είναι ελεύθερο το νεογέννητο που πεθαίνει σε είκοσι τέσσερις ώρες αν δεν ασχοληθεί κανείς μαζί του». Κάθε στοιχείο του ανθρώπου, όπως η ομιλία, του προσφέρεται μέσα από την κοινότητα στην οποία γεννιέται και αναπτύσσεται: «Και το ότι σκέφτομαι οφείλεται στο ότι μπορώ και μιλώ. Την ομιλία δεν την έδωσα εγώ στον εαυτό μου ούτε την απέκτησα επειδή κατά κάποιον τρόπο την άξιζα. Είναι κάτι που δόθηκε από την κοινότητα∙ κανένα υποκείμενο δεν θα μπορούσε να θεσμίσει αυτή την γλώσσα, και η ίδια η ιδέα ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο είναι παραλογισμός. Επομένως ο καστοριάδης λογίζει τη αυτονομία ως δυνατότητα της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται.